Τετάρτη 17 Ιουλίου 2019

Καθαίρεση απο αιρετικούς σε Αγίους

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον “καθηρρημένο” π.Ευθύμιο Τρικαμηνά, και σε όλους τους διακόψαντες την μνημόνευση του επισκόπου τους (ή του Πατριάρχη Βαρθολομαίου) ιερωμένους, που καθαιρέθηκαν ή θα καθαιρεθούν.
Ήρθε η ώρα να μάθουμε εκκλησιαστική ιστορία, αυτά που τόσα χρόνια επιμελώς μας έκρυβαν.
ΔΕΙΤΕ πως αντιμετώπιζαν τους αιρετικούς επισκόπους και πατριάρχες οι Άγιοι μας.
Ομάδα Εκπαιδευτικών “Ο Παιδαγωγός”
Από τον Βίον του Αγ. Ιωάννη (Χρυσοστόμου):
Θεόφιλος ὁ Ἀλεξανδρείας μεταβὰς εἷς Κωνσταντινούπολιν καὶ λαβῶν «προδήλους ἐχθροὺς» (Παλλαδίου Ἐλενουπόλεως, PG. 47, 29) τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τοῦ χρυσοστόμου, συνεκρότησεν «ἐπὶ Δρῦν» (Τοῦ αὐτοῦ , PG. 47, 28) Σύνοδον.
Διὰ τῆς ἐχθρικῆς ταύτης Συνόδου, καθήρεσε τὸν Χρυσόστομον ἀδίκως(Τοῦ αὐτοῦ, PG. 47, 30).
Οἱ ἓν Κωνσταντινούπολει Ὀρθόδοξοι δὲν ἐδέχθησαν τὴν ἐχθρικὴν καὶ ἄδικον ταύτην καθαίρεσιν τοῦ Ἁγίου, ἀλλὰ ἔκριναν αὐτὴν ἐκκλησιαστικῶς ἄκυρον καὶ ἀνυπόστατον. Διὸ ἔλεγον πρὸς τὸν βασιλέα, ὅτι Ἰωάννης οὗ «καθήρηται (δὲν ἔχει καθαιρεθῆ) ἀληθῶς».
Ὁμοίως ἔπραξε καὶ ὁ Ἰννοκέντιος Ρώμης καὶἐκοινώνει πρὸς τὸν Χρυσόστομον, ὅπως καὶ πρὸς τὸν Θεόφιλον, λέγων πρὸς τὸν τελευταῖον «ἠμεῖς καὶ σὲ ἴσμεν (γνωρίζομεν) κοινωνικὸν καὶ τὸν ἀδελφὸν Ἰωάννην» (Ἰννοκεντίου Ρώμης, PG. 47, 12).
Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος οὐδέποτε ἀνεγνώρισε τὴν ἄδικον καθαίρεσίν του καὶ ἐθεώρει ἐαυτὸν πάντοτε ὡς τὸν κανονικὸν Ἐπίσκοπον Κωνσταντινουπόλεως, μέχρι τοῦ θανάτου του.
Διὰ τοῦτο ἔγραφεν ἐκ τῆς ἀδίκου ἐξορίας, περὶ «ἐκείνου τοῦ Ἀρσακακίου, ὃν ἐκάθισεν ἡ βασίλισσα ἓν τῷ θρόνω», ὅτι «σχῆμα μὲν ἔχων ἐπισκόπου» «οὗτος μοιχὸς ἔστιν, οὗ σαρκός, ἀλλὰ πνεύματος, ζῶντος γὰρ ἐμοῦ, ἤρπασέ μου τὸν θρόνον τῆς Ἐκκλησίας» (Χρυσοστόμου, PG. 52, 685). O Χρυσόστομος κατὰ τὴν ἐξορίαν ἔφερε μεθ’ ἐαυτοῦ τὰ λειτουργικὰ ἄμφια.(Άραγε τι να τα κάνει;)
Από τον βίο του Αγ. Γρηγορίου του Παλαμά:
Ο καταδικασθείς σε καθαίρεση και αφορισμό, στη Σύνοδο του 1344 από τον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα,
Αγιορείτης ιερομόναχος Άγιος Γρηγόριος ο Παλαμάς και ο μαθητής του μοναχός Ιωσήφ ο Καλόθετος απάντησαν μη αναγνωρίζοντας την καθαίρεση τουςστον Πατριάρχη Κωνσταντινουπόλεως Ιωάννη Καλέκα το 1344 (δηλαδή πριν την καθαίρεση αυτού του τελεταίου το 1347) για την καινοτομία στην Ορθόδοξη Πίστη που αφορά τη λατινόφρονη αίρεση της κτιστής Χάριτος.
Γράφουν ο Άγιος Γρηγόριος Παλαμάς και ο μαθητής του Ιωσήφ ο Καλοθετός σε ελεύθερη μετάφραση:
Μας λένε όσοι αποκαλούν τους εαυτούς τους και καλούνται από τους άλλους ειδήμονες και ιερούς ότι θα μας κάνουν απόβλητους της Εκκλησίας.
Από ποιά Εκκλησία θα μας κάνουν απόβλητους; Από Αυτήν των Αποστόλων; Από αυτήν των Ομολογητών; Αφού με αυτούς είμαστε σύμφωνοι.
Άρα λοιπόν θα μας εκδιώξουν από την νέα εκκλησία με τα νεοφανή δόγματα. Γιατί που φαίνεται η ευσέβεια σε αυτήν την νεοφανή εκκλησία; Στις απειλές, στους λοιδωρισμούς, στο εναντίον των αγίων στασιακό φρόνημα, στο ψεύδος και στην παραποίηση των Ιερών Κανόνων, στον ισοσκελισμό Αγίων και βεβήλων; (Όλα αυτά μήπως διεπράχθησαν και στην Κρήτη; Μήπως;)
Η δική μας Εκκλησία, είναι αγνή, καθαρά, ειρηνική, απέχει του οποιοδήποτε φαύλου καί πονηρού καί κάθε κακίας, είναι ἐλευθέρα καί δεν αναμιγνύεται με ρύπους καί σπίλους, πρεσβεύει τά υγιά καί καθαρά καί απειλικρινημένα δόγματα των θεοφόρων ἀνδρῶν. Μόνη κεφαλή δέ της Εκκλησίας είναι ὁ Kύριος ημών Ιησούς Χριστός, μέλη δέ καί μέρη τῆς τοιαύτης Εκκλησίας είναι τό σύστημα καί η σύνοδος των ευσεβών και όχι των αυτοανακηρυχθέντων δεδικαιωμένων.
(Από την Ἀναίρεσιν γράμματος Ἰγνατίου Ἀντιοχείας, ΕΠΕ 3, 606 και από Ἰωσήφ Καλοθέτου Συγγράμματα, παρά Δημητρίου Τσάμη, τόμος 1, σελ. 294-296)
(Μήπως ανατρέπεται και η Ζηζιούλειος Θεολογία, η οποία πολύ βόλεψε κάποιους;).
Από τον βίο του Αγ. Αθανασίου του Πάριου:

Η κολλυβαδική έριδα συνεκλόνισε το Άγιο Όρος στα μέσα του 18ου αιώνα σε τέτοιο βαθμό, ώστε ο Αθανάσιος συκοφαντήθηκε και διώχθηκε από τους αντιπάλους του μαζί με τους άλλους Κολλυβάδες Αγίους, ως αιρετικός, γεγονός που οδήγησε το 1776 στην καθαίρεσή του.
Δεν σταμάτησε όμως να λειτουργεί και να
αγωνίζεται από την εξορία του, όπως και οι άλλοι Άγιοι Κολλυβάδες. (Μνημονεύοντας ποίον επίσκοπον;).
Από τον Βίο του Μ. Αθανασίου:

Οι αντίπαλοι όμως του αγίου Αθανασίου δεν ησύχασαν• συνέχισαν τις ραδιουργίες και πέτυχαν και πάλι την καθαίρεση του Αγίου και την εξορία του στη Ρώμη δεύτερη εξορία του Μεγάλου Αθανασίου (Μάρτιος 340 – Οκτώβριος 346).
Στη Ρώμη ο Αθανάσιος έτυχε μεγάλης περιποιήσεως από τον πάπα Ιούλιο (337-352).
Όντας δε ο Άγιος εξόριστος στη Ρώμη, συνέχισε τα ποιμαντικά του καθήκοντα και
συνέβαλε πάρα πολύ στη διάδοση του μοναχισμού στη Δύση, προβάλλοντας ως υπόδειγμα την αρετή και τον τρόπο ασκήσεως του Μεγάλου Αντωνίου. (Απείθαρχος και ο ¨Αγιος Αθανάσιος;)
Από τον βίο του Αγ. Κυρίλλου

Ο Ακάκιος ήταν σε πλεονεκτική θέση λόγω της υποστηρίξεως αυτού από τον Αρειανό αυτοκράτορα Κωνστάντιο (337 – 361 μ.Χ.) και αφού βρήκε πρόφαση κατά του Αγίου Κυρίλλου, ότι σε καιρό λιμού πούλησε ιερά κειμήλια και αναθήματα για να προσφέρει τροφή σε άπορους, καθαίρεσε τον Άγιο διά Συνόδου, η οποία συνήλθε στα Ιεροσόλυμα, το έτος 357 μ.Χ. και τον απομάκρυνε από εκεί.
Ο Άγιος Κύριλλος εξορίσθηκε στην Ταρσό της Κιλικίας και έγινε δεκτός υπό του εκεί Επισκόπου Σιλβανού, ο οποίος απέρριψε την αξίωση του Ακακίου να διακόψει την επικοινωνία του με τον Άγιο, που συνέχισε και εκεί τον ποιμαντικό του αγώνα. (Απείθαρχος και ο Άγιος Κύριλλος;)
Και οι Άγιοι Μελέτιος, Ευστάθιος, Ιωάννης ο Δαμασκηνός, Μακάριοςκαι τόσοι άλλοι καθαιρέθηκαν αδίκως αλλά δεν σταμάτησαν να λειτουργούν και να ποιμαίνουν.

Μόλυνση απο την κοινωνία με αιρετικούς







Εἶναι ἀλήθεια ὅτι τόν τελευταῖο καιρό ἔχουν γραφῆ πολλά διά τό θέμα τῆς ἀποτειχίσεως ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους. Ἐκεῖνο πού κατενόησα ἀπό ὅλα αὐτά εἶναι ὅτι οἱ συνειδητοί καί, κατά τό δή λεγόμενο, ψαγμένοι Ὀρθόδοξοι δέν ἔχουν πρόβλημα ἐλλείψεως γνώσεως ἐπί τοῦ θέματος τούτου, δηλαδή διά τό τί πρέπει νά πράξη κάθε Ὀρθόδοξος ἐν καιρῷ αἱρέσεως, διότι αὐτό εἶναι κατατεθειμένο καί στήν Ἁγ. Γραφή καί στήν Πατερική διδασκαλία· ἀλλά πιστεύω ὅτι τό πρόβλημά των ἑστιάζεται, ἔστω κι ἄν δέν θέλουν νά τό ἀποδεχθοῦν, εἰς τό κόστος καί τό τίμημα πού πρέπει νά καταβάλλουν ἐάν ἀκολουθήσουν ἐν προκειμένῳ τήν ἁγιογραφική καί Πατερική διδασκαλία.
Δι’ αὐτό προβάλλουν προφάσεις ἐν ἁμαρτίαις καί εἴτε στηρίζονται εἰς τό πλῆθος καί τήν ἐξουσία, ὑπερτονίζοντας κατά τά παπικά πρότυπα τήν Ἀποστολική Διαδοχή εἰς βάρος τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως, ὁπότε τοποθετοῦν τήν Ἐκκλησία καί τόν ἑαυτόν τους μέσα στήν αἵρεσι, εἴτε προσπαθοῦν νά δικαιολογήσουν, ἀναμασώντας κάποιες ἀπόψεις, ὅτι δῆθεν ὁ ΙΕ’ Κανόνας τῆς Πρωτοδευτέρας ἐπί Ἁγ. Φωτίου Συνόδου δέν εἶναι ὑποχρεωτικός, ἀλλά δυνητικός, ὁπότε εἰς αὐτήν τήν περίπτωσι ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως, ὁ κάθε Ὀρθόδοξος κάνει ὅ,τι θέλει. Ἄλλος δηλαδή ἀποτειχίζεται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί ἐπαινεῖται καί ἄλλος παραμένει στό στόμα τοῦ λύκου καί θά ἐξέλθῃ (ἄν δέν ἔχη καταβρωθῆ) ὅταν ἀποφασίσει ἡ Σύνοδος, καί δέν κατακρίνεται οὔτε βεβαίως τιμωρεῖται.
Εἴτε ἀκόμη προβάλλουν ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν πρέπει πρῶτα νά καταδικασθῆ ἡ αἵρεσις καί μετά νά γίνη ἡ ἀποτείχισις, ἐκλαμβάνοντας τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὀνομαστικῶς. Ὅμως ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ὀνομασία περιεκτικὴ πολλῶν αἱρέσεων καὶ αὐτὲς οἱ ἐπὶ μέρους αἱρέσεις πού περιλαμβάνει αὐτή ἡ παναίρεσις (π.χ. ἀναγνωρίσεις μυστηρίων, συμμετοχή μας στο Π.Σ.Ε, συμπροσευχές και συνιερουργίες, ἀποδοχή της βαπτισματικῆς θεολογίας, τῆς θεωρίας τῶν κλάδων καί τῶν δύο πνευμόνων, περί πρωτείου κλπ), ἔχουν καταδικασθῆ ἀπό πάμπολλες Συνόδους καί Ἱ. Κανόνες.
 Ἀκόμη, προβάλλουν ὡς δικαιολογία τό ὅτι ἡ ἀποτείχισις θά γίνη, ὅταν ἑνωθοῦμε ἐπισήμως μέ τούς αἱρετικούς (στό κοινό ποτήριο) καί κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, μεταθέτουν  αὐτοβούλως  τά ὅρια τῆς ἀποτειχίσεως. Ὅμως ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Ἅγ. Πατέρες ἀναφέρουν πάντοτε ὅτι ἀπομακρυνόμεθα ἐκκλησιαστικῶς ἀπό οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο ἤ κληρικό πού ἔχει αἱρετικά φρονήματα καί μάλιστα, ὅταν αὐτά κηρύττονται δημοσίως καί Συνοδικῶς.
Ἀναφέρουν ἀκόμη καί ἄλλες δικαιολογίες, ὅτι δῆθεν ὁ σχετικός Κανόνας ὁμιλεῖ μόνο γιά κληρικούς καί ἄρα οἱ λαϊκοί δέν ἀποτειχίζονται, ἄν δέν ὑπάρχουν κληρικοί, ἀλλά παραμένουν στό στόμα τοῦ λύκου, ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, γιατί χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα καί ἄρα πρέπει νά παίρνωμε τά Μυστήρια ἀπό τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές κλπ. Ὅλες αὐτές οἱ δικαιολογίες πού προβάλλονται ἀπό πολλούς Ὀρθοδόξους, ὁδηγοῦν ἀβίαστα τήν σκέψι μας στήν παροιμία τήν ὁποία χρησιμοποιεῖ πολύ συχνά ὁ λαός μας «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει».
Ὑπάρχουν, πέραν τῶν ἄλλων, καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι, μή ἔχοντας κανένα ἐπιχείρημα ἁγιογραφικό καί πατερικό νά προσάψουν, ἀρκοῦνται εἰς τό νά πετροβολοῦν μέ ὕβρεις τούς ἀποτειχισμένους, ἀποκαλώντας τους σχισματικούς, ψυχοπαθολογικούς, τύπους, δημιουργούς σεκτῶν καί φατριῶν κλπ. Αὐτοί βεβαίως εἶναι ἐκεῖνοι πού, ἄθελά τους οὐσιαστικά, κάνουν καλό στούς ἀποτειχισμένους καί τούς ἀξιώνουν τοῦ Μακαρισμοῦ τῶν ὀνειδιζομένων γιά τό ὄνομα τοῦ Χριστοῦ (Ματθ. 5,11· Λουκ. 6,22· Α΄ Πετρ. 4,14). Εἶναι ὅμως λίγο εἰλικρινέστεροι τῶν ἄλλων, διότι μή ἔχοντας κανένα, ἀπολύτως κανένα, ἁγιογραφικό ἤ πατερικό ἐπιχείρημα, ἀρκοῦνται στόν ὀρθολογισμό καί στίς ὕβρεις, ἐνῶ οἱ ἄλλοι προβάλλουν αὐτές τίς ἀστήρικτες δικαιολογίες μέ σκοπό, ἀφ’ ἑνός μέν νά νομιμοποιήσουν τήν παρανομία καί τήν προδοσία καί ἀφ’ ἑτέρου νά ἔχουν τήν συνείδησί των ἥσυχη ὅτι πέραν τῶν ἄλλων ἔχουν καί τήν ἀρετή τῆς διακρίσεως.
Εἶναι ἴσως πρωτοφανές καί πρωτάκουστο, καί μᾶλλον γέννημα τῆς Ν. Ἐποχῆς καί τῶν ἐσχάτων, τό νά ἐπικρατῆ καί νά ἐπιβιώνη σήμερα μία θεωρία μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία, ὄχι μόνον δέν στηρίζεται πουθενά (μᾶλλον στηρίζεται στό πουθενά καί στό τίποτα), ἀλλά ἀπεναντίας ἔχει πάμπολλες ἁγιογραφικές καί πατερικές διακελεύσεις, οἱ ὁποῖες τήν ἀπαγορεύουν καί τήν ἀποκλείουν ὡς ὀρθόδοξο ὁδό καί πορεία ἐν καιρῷ αἱρέσεως.
Ζητήσαμε πρός τοῦτο, στήν πρόσφατη ἀντιπαράθεσι μέ τούς πατέρες τοῦ ἐπί τῶν αἱρέσεων γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, νά μᾶς παρουσιάσουν τήν ἁγιογραφική καί πατερική διδασκαλία τῆς δυνητικῆς ἑρμηνείας τοῦ περί ἀποτειχίσεως Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου καί μᾶς ἀπήντησαν ὅτι αὐτό θά τό πράξουν μετά τήν Ἡμερίδα πού σκοπεύουν νά διοργανώσουν δι’ αὐτό τό θέμα. Δηλαδή κατά τό δή λεγόμενο, ὅπως κάποιοι ἔγραψαν χαρακτηριστικά, «ἔστριψαν διά τοῦ ἀρραβῶνος»!
Ἐδῶ καταφαίνεται καί ἡ σκοπιμότης καί ἡ ἀποφυγή καί ἡ ἀπάτη τῶν πατέρων αὐτῶν καί γενικῶς τῆς Μητροπόλεως, διότι τί ἐστοίχιζε τό νά μᾶς παρουσιάσουν δύο τρία ἁγιογραφικά χωρία καί ἄλλα τόσα ἐνδεικτικά πατερικά, τήν στιγμή πού συνέγραψαν πολυσέλιδη μελέτη, προσπαθώντας νά ἀποδείξουν παράνομη καί ἀστήρικτη τήν ἀποτείχισι;
Ἐμεῖς ἐζητήσαμε αὐτήν τήν ἁγιογραφική καί πατερική κατοχύρωσι τῆς θεωρίας των, διότι διά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως δέν διδαχθήκαμε, οὔτε παρελάβαμε ἀπό τούς Ἁγίους νά ὑπακούωμε σέ πρόσωπα, ἔστω ὑψηλά ἱστάμενα καί ἀξιωματοῦχα, ἀλλά στήν Ἁγ. Γραφή, τούς Ἱερούς Κανόνες καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Αὐτοί ἀπεναντίας, μέ τίς νεόκοπες αὐτές θεωρίες μᾶς ὠθοῦν νά ὑπακούωμε καί νά ὑποτασσώμεθα σέ Ἐπισκόπους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἔχουν μέν τήν ἐξουσία (Ἀποστολική Διαδοχή), ἀλλά δέν ἔχουν τήν Ὀρθόδοξο πίστι. Ὡς ἐκ τούτου, χρησιμοποιώντας τήν ἐξουσία, ὁδηγοῦν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἵρεσι, διότι
τό πλοῖο, τό ὁποῖο τούς ἐδόθηκε νά κυβερνήσουν, τό ἔστρεψαν νά πλέη ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς. Δι’ αὐτόν τόν λόγο εἶναι οἱ ἐπικινδυνώτεροι καί ὑπουλώτεροι ὅλων τῶν αἱρετικῶν, καί ἀπορῶ, πῶς ὑπάρχουν σοβαροί πατέρες, οἱ ὁποῖοι παρά τίς διακελεύσεις καί τά προστάγματα τῆς Ἁγ. Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων Πατέρων, ἐξακολουθοῦν νά τούς μνημονεύουν καί νά τούς ἀναγνωρίζουν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ.
Εἰς αὐτό τό σημεῖο πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὑπάρχει ἡ ἔνστασις, ἡ ὁποία ἀποτελεῖ καί μία ἀπό τίς δικαιολογίες πού προβάλλουν καί ὡς ἐπιχείρημα γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως στάσι τῶν Ὀρθοδόξων. Ἡ ἔνστασις αὐτή ἀναφέρει ὅτι, αὐτά πού διδάσκουν ἡ Ἁγ. Γραφή καί οἱ Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, τά γράφουν γιά τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, δηλαδή αὐτούς πού ἔχουν καταδικασθῆ καί ἀποκοπῆ ἀπό τό σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, π.χ. Παπικούς, Προτεστάντες, Μονοφυσίτες κλπ.
Ἡ ἄποψις αὐτή δέν εὐσταθεῖ καί εἶναι προφανής δικαιολογία, ἔωλη κι ἀνυπόστατη. Ἀπεναντίας οἱ Πατέρες ὁμιλοῦν πάντοτε διά τούς ἐντός τῆς Ἐκκλησίας ποιμένες καί δι’ αὐτούς ἐνδιαφέρονται, ὥστε νά μήν πλανήσουν τούς πιστούς. Οἱ λόγοι εἶναι οἱ ἑξῆς:
1. Κατ’ ἀρχάς ἡ Ἁγ. Γραφή ὁμιλεῖ πρωτογενῶς διά τό φρόνημα καί τήν διδασκαλία κάποιου καί δέν εἶναι δυνατόν νά ὁμιλεῖ γιά καταδικασμένους αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι τήν ἐποχή τῶν ἁγ. Ἀποστόλων δέν ὑπῆρχαν. Διότι, ἄν ὑπῆρχαν καταδικασμένοι τότε ἀπό Σύνοδο αἱρετικοί, θά ἔπρεπε νά τούς ἀναφέρη καί ἐπίσης, νὰ ἀναφέρη, ποιά αἵρεσι πρεσβεύουν, εἰδάλλως θά ὡδηγοῦντο οἱ πιστοί σέ σύγχυσι ἐκλαμβάνοντες ἄλλους ἀντί ἄλλων. Οἱ ἅγ. Ἀπόστολοι λοιπόν ὁμιλοῦν γενικῶς γιά τό φρόνημα κάποιου τό ὁποῖο, ἄν δέν εἶναι Ὀρθόδοξο, διδάσκουν, οἱ πιστοί νά μήν ἔχουν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία με αὐτόν (Γαλ. 1,8-9· Τίτ. 3,10· 2 Ἰωαν. 10).
2. Οἱ Ἅγιοι πάλι, ἀπαραλλάκτως μέ τήν ἁγ. Γραφή, ἀπαιτοῦν στήν διδασκαλία των ἀπό τούς Ὀρθοδόξους νά ἐρευνοῦν τό φρόνημα καί τήν πίστι τῶν ποιμένων καί, ἄν αὐτοί δέν εἶναι Ὀρθόδοξοι, νά ἀπομακρύνωνται ἐκκλησιαστικῶς ἀπό αὐτούς. Ἄν ἀναφέροντο εἰς τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς δέν θά τούς ἀποκαλοῦσαν ποιμένες καί Ἐπισκόπους, ἀλλά αἱρετικούς, καί μάλιστα μέ τό ὄνομα τῆς αἱρέσεως (π.χ. Ἀρειανούς, Πνευματομάχους, Εἰκονομάχους) κλπ.
Ὁ Μ. Φώτιος ἐπί παραδείγματι ἀναφέρει σέ ὁμιλία του: «Αἱρετικός ἐστί ὁ ποιμήν; λύκος ἐστίν. Φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ κλπ». Ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἀναφερόμενος πλέον σαφέστερα στήν ζημία καί βλάβη πού γίνεται ὅταν διοικούμεθα ἀπό κακούς ἄρχοντες καί, ἐπί πλέον, ἑρμηνεύοντας τό ἁγιογραφικό χωρίον «Πείθεσθε τοῖς ἡγουμένοις ὑμῶν καί ὑπείκετε» ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Τί οὖν, φησίν, ὅταν πονηρὸς ᾖ, καὶ μὴ πειθώμεθα; Πονηρός, πῶς λέγεις; εἰ μὲν πίστεως ἕνεκεν, φεῦγε αὐτὸν καὶ παραίτησαι, μὴ μόνον ἂν ἄνθρωπος ᾖ, ἀλλὰ κἂν ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ κατιών· εἰ δὲ βίου ἕνεκεν, μὴ περιεργάζου. Καὶ τοῦτο οὐκ οἴκοθεν λέγω τὸ ὑπόδειγμα, ἀλλ' ἀπὸ τῆς θείας Γραφῆς» (ΕΠΕ 25, 370).
Οἱ ἅγιοι λοιπόν, συνεχῶς μᾶς διδάσκουν αὐτό πού καί ἡ Ἁγία Γραφή διδάσκει, ὅτι πρέπει νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου, προκειμένου νά ἔχωμε μέ αὐτόν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία. Αὐτό ἰσχύει καί γιά τούς ποιμένες κατ’ ἐξοχήν καί Ἐπισκόπους καί γιά τόν οἱονδήποτε. Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης μάλιστα, ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἀπαιτεῖ νά ἐρευνοῦμε τήν πίστι κάποιου κληρικοῦ, προκειμένου, ὄχι νά κοινωνήσωμε ἀπό αὐτόν, ἀλλά ἁπλῶς νά ζητήσωμε τήν εὐχή του καί νά τόν προσφωνήσωμε ἀναλόγως:
«Ἐρώτησις 12: ἀββᾶν ἐρχόμενον πρός ἡμᾶς ἀγνώριστον, εἰ χρή πρό ἀνακρίσεως ἁγιολεκτεῖν αὐτόν καί αἰτεῖσθαι πρός αὐτοῦ εὐχήν.
Ἀπόκρισις. ἐπάν ὁ καιρός αἱρέσεώς ἐστι, πρό ἀνακρίσεως οὐ δεῖ οὔτε, εὐλογεῖτε ἅγιοι λέγειν οὔτε εὐχήν αἰτεῖν παρ’ αὐτοῦ˙ τόν δέ κοινόν ἀσπασμόν οὐκ ἀπαγορευτέον κατά τήν νομοθεσίαν τοῦ Ἁγίου Βασιλείου» (Φατ. 552, 844,99).
Τό ἴδιο ἀπαιτεῖ καί γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του, διότι ὁ ὅσιος δέν ἐγνώριζε τίς νεόκοπες καί μοντέρνες θεωρίες περί καταδικασμένων καί μή αἱρέσεων: «Ἡ πέμπτη (ἐρώτησις), εἰ καθ’ ὁδόν τύχοι ὀρθόδοξον ὑπό τινος ἱερωμένου ἤ λαϊκοῦ προσκληθῆναι εἰς συνεστίασιν, εἴη δέ καιρός ψαλμῳδίας˙ πῶς ἔστι διαγενέσθαι; εἶπον, καί πάλιν λέγω˙ αἱρέσεως ἐπικρατούσης καί μή καταβληθείσης δι’ ὀρθοδόξου συνόδου, ἀναγκαῖον τό διερωτᾶν ἐπί τε τῆς θείας μεταλήψεως καί κοινῆς ἑστιάσεως, καί οὐδείς καιρός πρός ταῦτα αἰδοῦς καί ἀωρίας. λαβεῖν μέν γάρ ἄρτον ἁπλῶς παρά τοῦ τυχόντος οὐκ ἀναγκαῖον εἰς ἐρώτησιν καί παρ’ αὐτῷ ἑστιαθῆναι, κατά μόνας τυχόν, καί κοιτασθῆναι, εἰ μή γε προεγνωσμένος ἐστίν ἐν αἱρέσει ἤ κακίᾳ˙ περί δέ τῶν λοιπῶν ἐξ ἀνάγκης ἐρωτητέον...» (PG. 99, 1053, Φατ. 40, 118, 109). Ἡ ἐπιστολή αὐτή εἶναι ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι καί οἱ ἐρωτήσεις καί ἀπαντήσεις τοῦ ὁσίου ἀναφέρονται εἰς αὐτήν.
Οἱ Οἰκουμενιστές, ἀπεναντίας, διδάσκουν τυφλή ὑπακοή στούς ποιμένες, ἐφ’ ὅσον εἶναι κανονικά χειροτονημένοι· καί ἄν ἔχουν αἱρετικά φρονήματα θά τά κρίνη ἡ Σύνοδος. Οἱ Οἰκουμενιστές, μάλιστα, Ἐπίσκοποι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά (συμπροσευχές, συνιεργουργίες, κοινές δηλώσεις κλπ.) μέ τούς ἐκτός Ἐκκλησίας αἱρετικούς, τῶν ὁποίων γνωρίζουν ἐκ τῶν προτέρων τό φρόνημα, εἰς πεῖσμα θά ἐλέγαμε τοῦ Χριστοῦ, τῆς Ἁγίας Γραφῆς καί τῶν Ἁγίων. Μέ ἄλλα λόγια τόν Χριστό, τίς Γραφές καί τούς Ἁγίους τούς γράφουν στά παλιά τους τά ὑποδήματα.
Πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό νά ἐπισημάνωμε ὅτι ἡ πίστις δέν φαίνεται μόνο ἀπό τά λόγια, ἀλλά πολύ περισσότερο ἀπό τά ἔργα. Τά ἔργα, μάλιστα, κάποιου εἶναι ἐκεῖνα, τά ὁποῖα σηματοδοτοῦν καί προσδιορίζουν ἀκριβῶς τήν πίστι. Αὐτό τό ἀναφέρομε, ἐπειδή πολλές φορές ὁ Πατριάρχης Βαρθολομαῖος, εἰδικά ὅταν ἐπισκέπτεται τό ἅγ. Ὄρος, προσποιεῖται τόν παραδοσιακό καί ὑπέρμαχο τῆς πίστεως καί καθησυχάζει τούς ἁπλούς καί ἀφελεῖς ἐν πολλοῖς πατέρες, ἐνῶ μετά ἀπό λίγο ἐναγκαλίζεται τόν Πάπα, ὑπογράφει μαζί του συμφωνίες καί δηλώσεις, τόν ἀναγνωρίζει ὡς Ἐκκλησία καί δεικνύει διά τῶν ἔργων ὅτι εἶναι λύκος καί ἁπλῶς, στό ἅγ. Ὄρος, ἐφόρεσε πρόχειρα τή δορά τοῦ προβάτου. Ἄλλωστε τό βασικό γνώρισμα τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἶναι ὅτι παίρνει, σάν τήν σουπιά, τό χρῶμα τοῦ περιβάλλοντος, δηλαδή στό ἅγ. Ὄρος ὀρθόδοξο, στό Βατικανό παπικό καί οἰκουμενιστικό, στό Π.Σ.Ε. νεοεποχίτικο κ.λπ.



Π
ρέπει ἀκόμη νά ἀναφερθοῦμε, ἐπειδή προσφάτως προεβλήθη ἀνάλογος ἔνστασις, καί στό θέμα τῆς Θ. Κοινωνίας, ὅτι δηλαδή πρέπει νά κοινωνοῦμε τά μυστήρια ἀπό τόν οἱονδήποτε, ἔστω καί αἱρετικό, ἐφ’ ὅσον δέν ἔχει καθαιρεθῆ, διότι χωρίς Θ. Κοινωνία δέν σωζόμεθα. Στό σημεῖο αὐτό θά ἐπικαλεσθοῦμε πάλι τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι μᾶς διδάσκουν ὅτι  τά μυστήρια μολύνονται μέ τήν μνημόνευσι αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, μᾶς ἐπισημαίνουν ποιά εἶναι αὐτή ἡ μόλυνσι καί πῶς μεταδίδεται στούς μετέχοντας εἰς αὐτά.
Kατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι τά χωρία Ἰωάν. 6,53-58 καί τά παρόμοια, τά ὁποῖα ὁμιλοῦν γιά τό ὅτι, ἄν δέν κοινωνήσωμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ, δέν ἔχομε ζωή καί δέν σωζόμεθα, ἰσχύουν μόνον ἐφ’ ὅσον δυνάμεθα νά μετέχωμε εἰς τά μυστήρια καί ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Καθ’ ὅσον τά μυστήρια δέν λειτουργοῦν μαγικά εἰς τρόπον ὥστε, ὅποιος κοινωνεῖ, αὐτομάτως ἁγιάζεται ἤ θεοποιεῖται, ἀλλά χρειάζεται καί ἡ σωστή προσέλευσις, διότι σύμφωνα μέ τόν Ἀπ. Παῦλο (Α΄ Κορ. 11, 27-30) λειτουργοῦν ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει καί ἀρνητικά καί ἐπιφέρουν  κατάκρισι, κόλασι καί πολλές φορές ἀκόμη καί σωματικό θάνατο. Ἐδῶ λοιπόν ἰσχύει ὁ νόμος τῆς προαιρέσεως, δηλαδή μέ ὅ,τι προαίρεσι προσέλθης, τόση χάρι θά πάρης, ἄν δέ εἶναι κακή ἡ προαίρεσις ἤ ἀδιάφορη ἤ τυπολατρική κλπ., τότε προσερχόμενοι στή Θ. Κοινωνία παίρνομε κατάκρισι.
Στό ἅγ. Ὄρος μᾶς ἐδίδαξαν οἱ παλαιοί γέροντες ὅτι μέ ὅ,τι σκεῦος προσέλθης στόν Χριστό, τόση χάρι θά πάρης. Ἡ χάρις τοῦ Θεοῦ εἶναι πέλαγος ἄπειρον, ἐμεῖς ὅμως, ἐάν προσέλθωμε π.χ. μέ ἕνα δοχεῖο, ἤ μέ ἕνα ποτήρι, ἤ μέ ἕνα κουταλάκι, ἤ μέ τίποτα, ἀναλόγως, ἀπό τό πέλαγος τῆς χάριτος παίρνομε τόση χάρι, ὅση χωρεῖ τό σκεῦος μας, τό ὁποῖο εἶναι ἡ προαίρεσίς μας. Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι καί στίς εὐχές τῆς Θ. Λειτουργίας παρακαλεῖ ὁ ἱερεύς τόν Θεό νά μήν γίνη ἡ Θ. Κοινωνία εἰς κατάκρισιν τῶν κοινωνούντων.
Στήν περίπτωσι πάλι κατά τήν ὁποία δέν δυνάμεθα νά μετέχωμε εἰς τά μυστήρια, ὄχι ἀπό ἀδιαφορία ἤ ἀμέλεια κ.λπ., ἀλλά διά σοβαρούς λόγους, πάλι τότε ἰσχύει ὁ νόμος τῆς προαιρέσεως καί ἀναλόγως μέ τήν προαίρεσί μας, καί τούς λόγους γιά τούς ὁποίους δέν μετέχομε εἰς τά μυστήρια, ἔχομε καί τήν εὐλογία τοῦ Θεοῦ, ὡσάν νά μετείχαμε καί παίρνομε τήν χάρι ἀπό τό ἄπειρο πέλαγος μέ τρόπο μυστικό καί ἀκατανόητο. Αὐτὸ μᾶς τὸ διευκρινίζουν τὰ Συναξάρια. Ἐκεῖ βλέπομε πολλούς ἀσκητές, οἱ ὁποῖοι ἐζοῦσαν τελείως μόνοι καί δέν μετεῖχαν στά μυστήρια, ἐνῶ ἀγωνίζοντο σκληρά ἐναντίον τῶν παθῶν των·  αὐτοί, ὄχι μόνο μετεῖχαν καθημερινῶς τῆς Θ. χάριτος, ἀλλά ἦσαν θεοφόροι καί σημειοφόροι. Κλασσικό παράδειγμα ἡ ὁσία Μαρία ἡ Αἰγυπτία, ἡ ὁποία μετά ἀπό σαράντα χρόνια χωρίς Θ. Κοινωνία πέρασε τόν Ἰορδάνη ἀβρόχοις ποσί.
Ἐπίσης καθημερινῶς διαβάζουμε στά Συναξάρια γιά τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, ὁ ὁποῖοι, ἐνῶ ἦσαν δήμιοι τῶν Ἁγίων ἤ εἰδωλολάτρες θεατές, ὄχι μόνον χωρίς Θ. Κοινωνία, ἀλλά ἀκόμη και χωρίς βάπτισμα, λόγῳ τῆς ἀγαθῆς προαιρέσεώς των, ἐπῆραν τήν χάρι ἀπό τό ἄπειρο πέλαγος καί ἔφθασαν ἀμέσως στήν ἀκροτάτη ἀρετή, δηλαδή τό μαρτύριο καί ἔγιναν μέσα σέ ἐλάχιστο χρόνο Ἅγιοι ἑορταζόμενοι τῆς Ἐκκλησίας.
Μέ αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρομε, δέν ἀναιροῦμε τήν ἀναγκαιότητα τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Κοινωνίας γιά τήν σωτηρία μας, ἀλλά τονίζομε ὅτι ὑπάρχουν καί περιπτώσεις πού μετέχομε ἀναξίως καί κολαζόμεθα, ἐνῶ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, στὴν περίπτωση ποὺ ἐξ ἀνάγκης καὶ σοβαρότατου λόγου δέν μετέχομε  ἁγιαζόμεθα σάν νά μετείχαμε μέ τήν καλύτερη προαίρεσι.
Θά ἀναφέρομε καί κάποια παραδείγματα, πρός πίστωσιν τῶν λεγομένων.
Ἐπί Πατριάρχου Κων/πόλεως Τιμοθέου τοῦ Α΄ (511–518) ὁ λαός τῆς Κων/πόλεως ἔμεινε ἀκοινώνητος τῶν Θ. μυστηρίων γιά πολλά χρόνια, διότι αὐτός δέν ἤθελε νά ἀποδεχθῆ τήν Δ΄ ἐν Χαλκηδόνι Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὅταν ἀνῆλθε στόν θρόνο ὁ διάδοχός του ἅγ. Ἰωάννης ὁ Καππαδόκης (518–520), ὁ λαός μέσα στήν Ἐκκλησία ἀπαίτησε κατά τήν ὥρα τῆς Θ. Λατρείας νά ἀναγνωσθῆ στά δίπτυχα ἡ Δ’ Οἰκουμενική καί κατόπιν νά μεταλάβη ἀπό τά χέρια τοῦ νέου Πατριάρχου. Τό περιστατικό ἀναφέρεται στά Πρακτικά τῶν Συνόδων ὡς ἑξῆς:
«Εἰσόδου γενομένης κατὰ τὸ σύνηθες ἐν τῇ ἁγιωτάτῃ ἡμῶν μεγάλῃ ἐκκλησίᾳ ἐν ἡμέρᾳ κυριακῇ τῇ πεντεκαιδεκάτῃ τοῦ ἐνεστῶτος Ἰουλίου μηνὸς τῆς ἑνδεκάτης ἐπινεμήσεως παρὰ τοῦ δεσπότου ἡμῶν τοῦ ἁγιωτάτου ἀρχιεπισκόπου καὶ οἰκουμενικοῦ πατριάρχου Ἰωάννου, ὡς οὐκ ἀγνοεῖ καὶ ἡ ὑμετέρα θεοφίλεια, ἐν τῷ γενέσθαι αὐτὸν σὺν τῷ εὐαγεῖ κλήρῳ περὶ τὸν ἄμβωνα φωναὶ γεγόνασιν ἀπὸ τοῦ λαοῦ λέγουσαι· Πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ πατριάρχου, πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως, πολλὰ τὰ ἔτη τῆς αὐγούστας, πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ πατριάρχου· ἀκοινώνητοι διὰ τί μένομεν ἐπὶ τοσαῦτα ἔτη; διὰ τί οὐ κοινωνοῦμεν; ἐκ τῶν χειρῶν σου κοινωνῆσαι θέλομεν. ἐὲς ἄνελθε εἰς τὸν ἄμβωνα, ἐὲς πεῖσον τὸν λαόν σου. διὰ πολλῶν ἐτῶν κοινωνῆσαι θέλομεν. ὀρθόδοξος εἶ, τίνα φοβῆσαι; ἄξιε τῆς τριάδος· ἡ ἁγία Μαρία θεοτόκος ἐστίν. ἄξιε τοῦ θρόνου· ἡ ἁγία Μαρία θεοτόκος ἐστίν. πολλὰ τὰ ἔτη τοῦ βασιλέως, πολλὰ τὰ ἔτη τῆς αὐγούστας· Σεβῆρον τὸν Μανιχαῖον ἔξω βάλε· ὁ μὴ λαλῶν Μανιχαῖός ἐστιν» (Πρακτ. Συν. τόμος Β΄, σελ. 333).
Tελικῶς μετά ἐντόνου διαμαρτυρίας καί στάσεως τοῦ λαοῦ, τήν ὥρα τῆς μνημονεύσεως κατά τή Θ. Λειτουργία ἀνεγνώσθησαν τά δίπτυχα μέ τήν Δ΄ Οἰκουμενική καί σταμάτησε ἡ ἀκοινωνησία τῶν Θ. μυστηρίων ἀποκατασταθείσης τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως: «καὶ μετὰ τὴν ἀνάγνωσιν τοῦ ἁγίου εὐαγγελίου ἐξ ἔθους τῆς θείας λειτουργίας ἐπιτελουμένης καὶ τῶν θυρῶν κλεισθεισῶν καὶ τοῦ ἁγίου μαθήματος κατὰ τὸ σύνηθες λεχθέντος τῷ καιρῷ τῶν διπτύχων μετὰ πολλῆς ἡσυχίας συνέδραμον ἅπαν τὸ πλῆθος κύκλῳ τοῦ θυσιαστηρίου καὶ ἠκροῶντο καὶ μόνον ἐλέχθησαν αἱ προσηγορίαι τῶν εἰρημένων ἁγίων τεσσάρων συνόδων παρὰ τοῦ διακόνου καὶ τῶν ἐν ὁσίᾳ τῇ μνήμῃ ἀρχιεπισκόπων Εὐφημίου καὶ Μακεδονίου καὶ Λέοντος, φωνῇ μεγάλῃ ἔκραξαν ἅπαντες· δόξα σοι κύριε. καὶ μετὰ τοῦτο μετὰ πάσης εὐταξίας ἐπληρώθη σὺν θεῷ ἡ θεία λειτουργία» (ὅπ. ἀν. 335 ).
Θά ἀναφέρομε κι ἕνα σχετικά σύγχρονο παράδειγμα, πολύ εὔγλωττο. Τήν Ἀλάσκα τήν εἶχαν ἐκχριστιανίσει τόν ΙΗ΄ αἰῶνα Ρῶσοι ἱεραπόστολοι. Μετά ὅμως τήν ἐπικράτησι τοῦ Κομμουνισμοῦ στήν Ρωσία δέν ἐπήγαιναν πλέον ἐκεῖ γιά πολλά χρόνια ἱερεῖς καί οἱ ἄνθρωποι ἔμειναν ἀκοινώνητοι. Στήν Θ. Ε. διαβάζομε τό ἑξῆς περιστατικό:
«Ἡ ἔλλειψις ἱερέων ὡς ἦτο ἑπόμενον, εἶχε δυσαρέστους συνεπείας διά τάς διεσκορπισμένας εἰς τήν ἀπέραντον ἀρκτικήν χώραν ὀρθοδόξους κοινότητας.  Οἱ πιστοί ἔμειναν ἀκαλλιέργητοι, ἀρκετοί διέρρευσαν εἰς προτεσταντικάς ἤ ρωμαιοκαθολικάς κοινότητας. Ἡ μεγάλη ὅμως μᾶζα ἔμεινε μέ ἐκπληκτικήν ἀντοχήν προσηλωμένη εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν. Χαρακτηριστικόν εἶναι τό παράδειγμα τῶν Ὀρθοδόξων τοῦ χωρίου Νικόλσκι τῶν Ἀλεούτων. Παρ’ ὅτι ἐπί 35 ὁλόκληρα ἔτη δέν τούς εἶχεν ἐπισκεφθῆ ἱερεύς,συνεκεντροῦντο ἀνελλιπῶς εἰς τήν ἐκκλησίαν των, διά νά ψάλλουν μόνοι των ὅσας Ἀκολουθίας ἠδύναντο. Πρό ὀλίγων ἐτῶν μία μικρά ὁμάς Προτεσταντῶν Ἱεραποστόλων ἔφθασεν εἰς τό χωρίον των. Οἱ κάτοικοι, οἱ ὁποῖοι ἦσαν συγκεντρωμένοι εἰς τήν ἀποβάθραν, ὅταν ἔμαθαν τόν σκοπόν τῶν ξένων, τούς ἐπληροφόρησαν ὅτι ὁ Χριστός εἶχεν  ἔλθη ἤδη εἰς τήν νῆσον των πρό 150 περίπου ἐτῶν, ὅτι ἦσαν καί θά ἔμεναν Ὀρθόδοξοι καί τούς ἀπηγόρευσαν  νά ἀποβιβαστοῦν» (Θ.Ε. τόμ Β΄, σελ. 17).
Αὐτοί λοιπόν πού ἐπί τριάντα πέντε χρόνια ἦσαν ἀκοινώνητοι ἀντιμετώπισαν ὁμολογιακά τούς αἱρετικούς, ἐνῶ αὐτοί, πού σήμερα κοινωνοῦν συνεχῶς, προδίδουν συγχρόνως τήν πίστι διά τῆς συμπορεύσεως μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Τί γίνεται, τώρα, ὅταν ὑπάρχει ἡ αἵρεσις, ἡ ὁποία καλλιεργεῖται καί διαδίδεται ἐντός τῆς Ἐκκλησίας;
Τά μυστήρια, διδάσκουν οἱ Ἅγιοι, πρέπει νά τά παίρνωμε ἀπό Ὀρθόδοξες πηγές. Ὑπάρχει ἐπί τοῦ θέματος τούτου μία θαυμασία ἐπιστολή τοῦ Ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου πρός κάποια Σπαθαρία πού ὠνομάζετο Μαχαρᾶ. Αὐτή ἐπί ἔτη μετελάμβανε σπάνια καί ὁ ὅσιος τήν συμβουλεύει ἐπί τοῦ θέματος ὡς ἑξῆς: «Τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι, εἴτε συντομώτερον, εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διάπταισμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον.Εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ.
Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπός, καί κατ’ αὐτό πρόσιθι τοῖς μυστηρίοις» (P.G. 1668, Φατ. 553, 846, 16).
Ἐδῶ, μέ ὑπέροχο τρόπο ὁ ὅσιος, διδάσκει τόν χρόνο καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο πρέπει νά προσερχώμεθα στή Θ. Κοινωνία. Ὁ τρόπος λοιπόν συνοψίζεται εἰς τό «μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν». Ὁ χρόνος ἔγκειται εἰς τήν προαίρεσι τοῦ καθενός «εἴ τι συντομώτερον, εἴτε χρονιώτερον καί ὅρος ἄλλος ἐν τούτῳ οὐκ ἔστι ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθ’ ὅσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις». Ἄν ὑπάρχη κανόνας τοῦ πνευματικοῦ, πρέπει νά ἐκπληρωθῆ, καί μετά νά προσέλθωμε στή Θ. Κοινωνία. Ἄν, τονίζει ἐπίσης ὁ ὅσιος, ὑπάρχη αἵρεσις, τότε, εἶναι ἀναγκαῖο νά μείνωμε ἀκοινώνητοι. Διότι αὐτή ἡ μετάληψις μᾶς ἀποξενώνσει ἀπό τόν Θεό καί μᾶς κάνει ὁμοίους μέ τόν διάβολο: «Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ». Σ’ αὐτήν τήν κατηγορία ἀνήκουν καί οἱ δημοσίως διαβεβλημένοι, γιά τούς ὁποίους ὁ ἀπ. Παῦλος διδάσκει ὅτι δέν πρέπει οὔτε νά συντρώγωμε (Α΄ Κοριν. 5,11).
 Στήν προκειμένη περίπτωσι ὁ ὅσιος ἀναφέρεται εἰς τούς αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι ἐκινοῦντο μέσα στήν Ἐκκλησία, εἶχαν αἱρετικά φρονήματα καί δέν εἶχαν καταδικασθεῖ ἀπό Σύνοδο οὔτε αὐτοί οὔτε ἡ αἵρεσίς των, ἡ δέ ἐπιστολή αὐτή ἔχει ἀναφορά στή μοιχειανική αἵρεσι.
Εἰς τό σημεῖο αὐτό ἐμπλέκεται καί τό θέμα τῆς μνημονεύσεως. Δηλαδή δέν ἀπαγορεύουν οἱ Πατέρες μόνο νά κοινωνοῦμε ἀπό αἱρετικούς, ἀλλά ἀπαγορεύουν νά κοινωνοῦμε καί στή Θ. λειτουργία πού μνημονεύεται αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἔστω καί ἄν ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος τελεῖ τήν Θ. λειτουργία, εἶναι Ὀρθόδοξος. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος ἐν συνεχείᾳ στήν ἴδια ἐπιστολή: «Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχιανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ.Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (P.G. 99, 1668 C, Φατ. 553, 847, 31).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος ξεκαθαρίζει τό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί ἀναφέρει ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου μολύνεται ἡ Κοινωνία ἔστω κι ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος ὁ προσφέρων τήν θυσία ἱερεύς: «μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων». Ὁ ὅσιος δηλώνει ξεκάθαρα ὅτι ὁ μολυσμός γίνεται μέ τήν ἀναφορά (μνημόνευσι) τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου· εἶναι δηλαδή σά νά βάζωμε μέσα στό ἅγιο ποτήριο μέ τήν μερίδα τοῦ Ἐπισκόπου μία βρωμιά ἤ ἀκαθαρσία.
Ὁ Χριστός βεβαίως εἶναι ἀπαθής καί δέν μολύνεται, οὔτε ὅταν τόν βλασφημοῦμε, οὔτε ὅταν τόν κοινωνοῦμε ἀναξίως, οὔτε ὅταν μνημονεύομε στή Θ. Λειτουργία αἱρετικό Ἐπίσκοπο.
Ἡ μόλυνσις λοιπόν αὐτή ἔχει δύο ἔννοιες. Πρῶτον ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀσεβοῦμε εἰς τό μυστήριο διότι, ὅπως ἀναφέραμε βάζομε μέσα στό ἅγ. Δισκοπότηρο μία ἀκαθαρσία ὡς πρός τήν πίστι, καί δεύτερον μολυνόμεθα ἐμεῖς πού μετέχουμε (ἐν γνώσει μας) διότι ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι τῆς ὁρατῆς κεφαλῆς, δηλαδή τοῦ Ἐπισκόπου.
Ἐδῶ ἐπιπροσθέτως ἀναφέρομε ὅτι, ἀνέκαθεν ἐδιδαχθήκαμε, πώς στή Θ. Λειτουργία δέν μνημονεύομε αἱρετικούς, διότι τό ἅγιο δισκάριο εἶναι ὁ τύπος τῆς Ἐκκλησίας καί οἱ αἱρετικοί εἶναι ἐκτός Ἐκκλησίας. Ἄν λοιπόν δέν ἐπιτρέπεται νά μνημονεύωμε τόν οἱονδήποτε αἱρετικό, πολύ περισσότερο δέν μνημονεύομε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τήν μνημόνευσι τοῦ ὁποίου, ἐπαναλαμβάνω, δείχνουμε ὅτι ταυτιζόμεθα εἰς τήν πίστι
Αὐτή ἡ μικρή ἐπιστολή τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου τήν ὁποία καταγράψαμε ἐδῶ σέ δύο τμήματα, νομίζω ὅτι ἀποτελεῖ τόν καταστατικό χάρτη εἰς τό θέμα τῶν μυστηρίων, γιά τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως καί διωγμοῦ τῆς πίστεως περίοδο τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τήν ἐπικαλοῦνται καί τήν καταγράφουν αὐτολεξί οἱ ἐπί Βέκκου Ἁγιορεῖτες Πατέρες στήν ὁμολογιακή των ἐπιστολή πρός τόν λατινόφρονα αὐτοκράτορα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, γιά τήν ἐπί Βέκκου ἐν καιρῷ αἱρέσεως περίοδο τῆς Ἐκκλησίας.
Ἀπό αὐτήν τήν ὁμολογιακή ἐπιστολή εἰς τό θέμα τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου καί τῆς μολύνσεως πού προέρχεται ἀπό αὐτήν, ἀναφέρουν ἀρκετά σημαντικά καί θεολογικά ἐπιχειρήματα, τά ὁποῖα ἄν καί τά ἔχουμε ἐπικαλεσθῆ πολλές φορές, ὅμως θεωρεῖται πάντοτε ἀναγκαῖο νά τά τονίζωμε διά νά τοποθετοῦνται πνευματικά οἱ ἔχοντες ἀγαθή προαίρεσι Ὀρθόδοξοι σήμερα. Γιά τούς ἄλλους, εἴπαμε ὅτι ἰσχύει ἡ λαϊκή σοφία: «ὅποιος δέν θέλει νά ζυμώση δέκα μέρες κοσκινίζει».
Ἀναφέρουν λοιπόν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες τά ἑξῆς στήν ὁμολογιακή αὐτή ἐπιστολή γιά τό θέμα τῆς μνημονεύσεως: «Ὁ μέγας του Κυρίου ἀπόστολος καὶ εὐαγγελιστὴς Ἰωάννης λέγει· “εἴ τις ἔρχεται πρὸς ὑμᾶς καὶ ταύτην τὴν διδαχὴν οὐ φέρει μεθ᾿ ἑαυτοῦ, χαίρειν αὐτῷ μὴ λέγετε, καὶ εἰς οἰκίαν μὴ λαμβάνετε· ὁ γὰρ λέγων αὐτῷ χαίρειν, κοινωνεῖ τοῖς ἔργοις αὐτοῦ τοῖς πονηροῖς”. Εἰ δὲ ἁπλῶς ἐν ὁδῷ χαίρειν αὐτῷ κωλυόμεθα λέγειν, εἰ τὸ εἰσάγειν εἰς οἰκίαν κοινὴν εἰργόμεθα, πῶς οὐκ ἐν οἰκίᾳ, ἀλλ᾿ ἐν ναῷ Θεοῦ ἀλλ᾿ ἐν αὐτοῖς τοῖς ἀδύτοις ἐπὶ τῆς μυστικῆς καὶ φρικτῆς τραπέζης τοῦ Υἱοῦ τοῦ Θεοῦ ἀθύτως σφαγιαζομένου».
Ἐδῶ, σάν σέ καθρέπτη, οἱ Ἁγιορεῖτες ἐπί Βέκκου Πατέρες μᾶς δείχνουν τήν πνευματική φτώχεια μας. Δηλαδή μᾶς ἀναφέρουν ὅτι δέν θά ἔπρεπε κἄν νά προβληματισθοῦμε σήμερα γιά τήν διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, ἐφ’ ὅσον ἡ Ἁγία Γραφή διακελεύει ὅτι ἀπαγορεύεται ὁ Ὀρθόδοξος νά χαιρετήση ἁπλῶς στόν δρόμο αὐτόν τόν Οἰκουμενιστή αἱρετικό καί νά τόν βάλη στό σπίτι του, ἐννοεῖται ὄχι γιά κάποια ἐργασία, ἀλλά γιά λόγους ἐκκλησιαστικούς. Μέ τήν μνημόνευσι λοιπόν εἰσάγουμε τόν αἱρετικό, ὄχι ἁπλῶς στήν Ἐκκλησία, ἀλλά στά ἄδυτα τῶν ἀδύτων, δηλαδή τόν ἐνσωματώνομε διά τοῦ μυστηρίου τῆς Θ. Λειτουργίας μέ τόν ἴδιο τόν Χριστό.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Πατέρες ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Ποῖος ᾅδης ἐξερεύξεται τὸ μνημόσυνον τοῦ παρὰ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος ἐκκοπέντος ἀξίως, ὡς κατὰ Θεοῦ καὶ τῶν θείων τραχηλιάσαντος, καὶ διὰ τοῦτο ἐχθρὸς τοῦ Θεοῦ γενήσεται».  Ἐδῶ δηλώνουν οἱ Πατέρες ὅτι οἱ αἱρετικοί ἐκκόπτονται ἀπό τήν Ἐκκλησία διά τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί ὄχι διά τῆς Συνόδου, ἡ ὁποία Σύνοδος συμβαίνει πολλάκις νά τούς ἀθωώνη, νά τούς καλύπτη ὡς ὁμόφρονες ἤ καί νά καταδικάζη καί νά ἀποκόπτη τούς Ὀρθοδόξους. Εἶναι, ἐπίσης, οἱ αἱρετικοί ἐχθροί τοῦ Θεοῦ, διότι διά τῆς αἱρέσεως αὐθαδίασαν ἐναντίον τοῦ ἰδίου τοῦ Θεοῦ. Τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ, ὡς πρᾶξι, θά τήν οἰκειοποιηθῆ ὁ Ἅδης. Ἐμεῖς σήμερα ἔχομε πάρει τόσο ἐπιπόλαια τό θέμα τῆς μνημονεύσεως, ὥστε νά θεωροῦμε ὅτι ἁπλῶς εὐχόμεθα ὑπέρ ὑγείας καί μακροημερεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου.
Κατωτέρω οἱ Πατέρες ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Εἰ γὰρ τὸ ἁπλῶς χαίρειν εἰπεῖν, κοινωνίαν δίδωσι τοῖς ἔργοις τοῖς πονηροῖς, πόσον ἡ διάτορος αὐτοῦ μνημοσύνη καὶ ταῦτα αὐτῶν τῶν θείων μυστηρίων φρικτῶς προκειμένων». Ἐδῶ διδάσκουν οἱ Πατέρες, ἑδρασμένοι στερεῶς ἐπί τῆς Ἁγίας Γραφῆς, ὅτι διά τῆς μνημονεύσεως ἔχουμε κοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί εἶναι σά νά τήν ἀποδεχώμεθα κι ἐμεῖς πού μνημονεύουμε τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό συμβαίνει, διότι ἡ Θ. Λειτουργία εἶναι μυστήριο ἑνότητος μέ τόν Χριστό ἀοράτως καί μέ τήν ὁρατή κεφαλή πού εἶναι ὁ Ἐπίσκοπος. Μέ τόν Χριστό ἑνωνόμεθα κατά τήν προαίρεσι καί τόν προσωπικό μας ἀγῶνα, ὅπως ἀνωτέρω ἀναφέραμε, ἐνῶ μέ τήν ὁρατή κεφαλή ἑνωνόμεθα καί ἐνσωματούμεθα ἀναγκαίως, διότι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου σημαίνει ὅτι τόν ἀποδεχόμεθα ὡς ὁρατή κεφαλή καί ὡς ὁμόπιστο μέ ἐμᾶς. Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε τό θέμα τοῦ μολυσμοῦ τοῦ μυστηρίου καί τῆς συμμετοχῆς μας εἰς αὐτόν τόν μολυσμό. Διότι μέσα στό ἅγ. Ποτήριο εἶναι σάν νά βάζωμε μία ἀκαθαρσία (ἡ αἵρεσις εἶναι χειρότερη ἀπό ἀκαθαρσία), τήν ὁποία μάλιστα ψευδόμενοι ὄχι σέ ἀνθρώπους ἀλλά στόν ἴδιο τόν Χριστό τήν παρουσιάζομε σάν διαμάντι Ὀρθοδόξου πίστεως.
Ἐμεῖς πάλι μολυνόμεθα κατά δύο τρόπους, ἀφ’ ἑνός μέν διότι ὁμολογοῦμε στήν ἱερώτερη στιγμή τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ὅτι ἔχομε ἐνσωματωθῆ σάν ὀργανικό μέλος μιᾶς αἱρετικῆς κεφαλῆς καί ἀφ’ ἑτέρου, κοινωνώντας ἀπό τό μυστήριο, τό ὁποῖο τό ἐβεβηλώσαμε ἐν γνώσει καί τό κατεβάσαμε στόν Ἅδη. Ἐδῶ ὑπάρχουν (γιά τούς ἐν γνώσει μνημονεύοντας τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές καί κοινωνοῦντες ἀπό αὐτά τά μυστήρια) καί ἄλλες βαρύτατες ἁμαρτίες, ὅπως ἡ δειλία καί ὁ συμβιβασμός, ἡ συμμετοχή μας στόν εὐτελισμό τοῦ μυστηρίου, τό βόλεμα καί ἡ ἀσφάλεια πού νοιώθουμε, ὅταν συμπορευόμεθα μέ τούς πολλούς καί ἐξουσιαστές, ἡ διαιώνισις τῆς αἱρέσεως κλπ.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, προκειμένου νά μᾶς δώσουν νά καταλάβωμε τό τί γίνεται στή Θ. Λειτουργία πού μνημονεύεται ὁ αἱρετικός Ἐπίσκοπος, ἀναφέρουν τά ἑξῆς: «Εἰ δὲ ὁ προκείμενος αὐτός ἐστιν ἡ αὐτοαλήθεια, πῶς ἂν τὸ μέγα τοῦτο ψεῦδος δέχηται εἰκάζειν εἰκός, τὸ συντάττειν αὐτὸν ὡς ὀρθόδοξον πατριάρχην μεταξὺ τῶν λοιπῶν ὀρθοδόξων Πατριαρχῶν, ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίων, σκηνικῶς παίξομεν;».
Ἐδῶ οἱ Πατέρες μᾶς δίδουν νά κατανοήσωμε καί μέ ἄλλο τρόπο τόν μολυσμό τοῦ μυστηρίου, διότι μέσα στή Θ. Λειτουργία ἀνακατεύουμε τήν Αὐτοαλήθεια (ὁ Χριστός) μέ τό ψεῦδος στήν χειρότερη δογματική του μορφή (ἡ αἵρεσις). Διά τῆς μνημονεύσεως ἐπίσης, συντάσσομε τόν Οἰκουμενιστή Ἐπίσκοπο μεταξύ τῶν Ὀρθοδόξων Ἐπισκόπων καί, τελικῶς, ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, ὅτι τήν Θ. Λειτουργία τήν καταντοῦμε σάν θέατρο «σκηνικῶς παίξομεν» ἤ, καλύτερα, θά ἐλέγαμε, ὅτι τήν Θ. Λειτουργία τήν κατακρημνίζομε στό ἐπίπεδο τοῦ θεάτρου σκιῶν (κοινῶς Καραγκιόζη).
Ἀλοίμονο ὅμως στό κατάντημα τῶν Ὀρθοδόξων τῶν ἐσχάτων καιρῶν, πού ὄχι μόνο δέν κατανοοῦμε τό τί κάνουμε ἐν καιρῷ τῶν φρικτῶν μυστηρίων, ἀλλά προβληματιζόμεθα γιά τήν ἀποτείχισι, γιά τό ἄν ὑπάρχη μολυσμός, γιά τό ὅτι πρέπει νά κοινωνοῦμε, εἰδάλλως δέν σωζόμεθα, λές καί παίρνομε τά μυστήρια ἀπό ὁπουδήποτε, ἀπό τόν μανάβη κλπ.
Κατωτέρω οἱ Πατέρες στήν ἐπιστολή των μᾶς ὁδηγοῦν στόν Ὀρθόδοξο δρόμο ἐν καιρῷ αἱρέσεως πού εἶναι ἡ ἀποτείχισις: «καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθοδόξου ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα, καὶ ὡς καπηλεύοντας τὰ θεῖα, τούτοις ἡγήσεται».
Ἡ διακοπή λοιπόν τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας, ὅπως ἀναφέρουν οἱ Πατέρες, δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό μία ἐσωτερική ἀγανάκτησι γιά τήν βεβήλωσι τῆς πίστεως καί τῶν μυστηρίων, ἡ ὁποία ὁδηγεῖ στήν διακοπή «τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας τῶν μνημονευσάντων». Οἱ αἱρετικοί, καί αὐτοί πού τούς μνημονεύουν, εἶναι κάπηλοι, δηλαδή ἔμποροι πού ἐμπορεύονται, καί μάλιστα μέ τόν πιό αἰσχρό τρόπο τῆς νοθείας (αὐτό σημαίνει κάπηλος) τά Θεῖα μυστήρια. Τό παράδοξο εἶναι ὅτι πολλοί ἀντιοικουμενιστές χαρακτηρίζουν τόν Οἰκουμενισμό σάν τήν χειρότερη τῶν αἱρέσεων (διότι προφανῶς ἀμνηστεύει ὅλες τίς αἱρέσεις καί συνυπάρχει μέ αὐτές) καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἀποδέχονται τόν μολυσμό καί τό θέατρο ἐν ὥρᾳ Θ. Λειτουργίας, ἀνακατεύοντας τήν Αὐτοαλήθεια μέ τό δογματικό ψεῦδος καί τήν πλάνη.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες καταγράφουν τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι στό θέμα τῆς μνημονεύσεως καί τίς ἐκκλησιαστικές διαστάσεις της. «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γὰρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τὸ τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καὶ τὴν πρὸς τὸ ὑπερέχον ὑποταγήν, καὶ ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καὶ πίστεως καὶ τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος».
Ἀναφέρουν λοιπόν ὅτι ἡ μνημόνευσις κατά τή Θ. Λειτουργία σημαίνει κατά τόν πλέον ἐπίσημο καί ἱερό τρόπο τήν «τελείαν συγκοινωνία» (ταυτοποίησι, ἀφομοίωσι) τοῦ μνημονευομένου καί τοῦ μνημονεύοντος καί προσέτι τῶν ἀποδεχομένων αὐτῶν κληρικῶν καί λαϊκῶν. Κατά τήν μνημόνευσι δέ, λέγουν ἐν τέλει ὅτι δηλώνει ὁ ἱερεύς τήν «πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν», ὅτι ἐπίσης ταυτίζεται μέ τήν πίστι του καί ὅτι εἶναι ἐντεταλμένος του νά τελῆ τά μυστήρια. Ἡ ταύτησις στήν πίστι σημαίνει ὅτι καί ὁ ἱερεύς γίνεται αὐτομάτως Οἰκουμενιστής, ὡς ἐνσωματωμένος μέ τήν αἱρετική Οἰκουμενιστική κεφαλή.
Ἐν συνεχείᾳ οἱ Πατέρες ἀναφέρουν, σάν ἀπόδειξι καί στήριξι τῶν λεγομένων, τήν ἐπιστολή πού προαναφέραμε τοῦ ὁσίου Θεοδώρου Στουδίτου. Δηλαδή αὐτά πού ἀνέφεραν εἶναι σύμφωνα καί μέ τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς τούς Ἁγίους τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρα αὐτή εἶναι ἡ Ὀρθόδοξος διδασκαλία ἐπί τοῦ θέματος τῆς μνημονεύσεως.
Ἄν τώρα κάποιος ἀπό τούς συγχρόνους Ὀρθοδόξους ἔχει ἀντίρρησι ἐπί τοῦ θέματος, ἄς ψάξη τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Ἁγίους καί ἄς καταθέσει τήν ἐπί τοῦ θέματος διδασκαλία, ὥστε νά ἀποδείξη ὅτι οἱ Πατέρες αὐτοί ψεύδονται καί ἄρα μᾶς ὁδηγοῦν σέ λάθος δρόμο.
Περιττό νά ἀναφέρωμε ὅτι τήν ἄμεσο ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς ποιμένες τήν διδάσκουν ὁ Μ. Ἀθανάσιος ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος, ὁ Μ. Φώτιος, ὁ ἅγ. Μάξιμος ὁ ὁμολογητής, ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁ ἅγ. Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός καί ὅλη ἡ Ὀρθόδοξος Παράδοσις, χωρίς νά γνωρίζουν τήν νεοποχίτικη θεωρία κατά τήν ὁποία παραμένομε στό στόμα τοῦ λύκου μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου (δυνητική ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου κλπ).
Εἶναι ἀνάγκη ἐδῶ νά προσθέσωμε ὅτι κοινωνία πίστεως δέν ἔχομε μόνο μέ τούς αἱρετικούς κατά τήν μνημόνευσι στή Θ. Λειτουργία, ἀλλά καί κατά τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος. Αὐτό τό ἀναφέρουν οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι στίς Ἀποστολικές διαταγές ὡς ἑξῆς: «Ὡς γάρ εἷς ὁ Θεός καί εἷς ὁ Χριστός καί εἷς ὁ Παράκλητος, εἷς δέ καί ὁ τοῦ Κυρίου ἐν σώματι θάνατος, οὗτος ἕν ἔσθω καί τό εἰς αὐτόν διδόμενον βάπτισμα∙ οἱ δέ παρά ἀσεβῶν δεχόμενοι μόλυσμα κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται» (Ἀποστολικοί Πατέρες ΕΠΕ 1, 298, 28).
Ἐδῶ πάλι οἱ Ἅγιοι Ἀπόστολοι τό βάπτισμα τό θεωροῦν μολυσμένο μυστήριο, διότι τελεῖται ἀπό αἱρετικούς (δέν ὑπῆρχαν τότε οἱ καταδικασμένοι ὑπό Συνόδου καί οἱ μή καταδικασθέντες, ἀλλά οἱ ἔχοντες αἱρετικά φρονήματα) καί ἐπίσης τονίζουν ὅτι, οἱ βαπτισθέντες ὑπ’ αὐτῶν, μολύνονται καί ὡς πρός τήν πίστι διότι «κοινωνοί τῆς γνώμης αὐτῶν γενήσονται».
Τόν ἴδιο μολυσμό δέχεται καί κάποιος, ὁ ὁποῖος χειροτονεῖται ἀπό αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Αὐτό τό ἀναφέρει ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, ὁμιλώντας μάλιστα γιά Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος εἶχε ὑποπέσει στήν μοιχειανική αἵρεσι, καί ἔκανε χειροτονίες σέ κάποιο μοναστήρι. Ἡ θεραπεία αὐτῆς τῆς καταστάσεως συντελεῖται μέ τήν ἀποτείχισι τοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν μοιχειανική αἵρεσι, ὁπότε, διδάσκει ὁ ὅσιος, γίνονται ἀμέσως ἀποδεκτές καί οἱ χειροτονίες του.
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης, εἰρχθῆναι τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος ἀρτίως ἀρχιερέως ἐν ἐκκλησίᾳ, λέγοντος δέ ὅμως ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί, ἀπολώλαμεν. διατί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. ἤ διατί προκειμένης τῆς αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν, ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές,οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ. εἰ δέ πνεῦμα ζήλου θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί προθυμεῖται ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι, μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ’ αὐτοῦ ἐνθρονιασθείσῃ ἐκκλησίᾳ μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. καί μακάριος οὗτος, πολλῶν καί ἄλλων παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος. τεθέντος δέ θυσιαστηρίου ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ οὐδέν τό κωλύον λειτουργεῖν ἐκεῖσε» (ΡG 99,1056, Φατ. 40, 119,129).
Ἐδῶ ὁ ὅσιος συμβουλεύει αὐτόν τόν ἡγούμενο νά μήν λειτουργῆ στό ναό ὁ ὁποῖος ἐγκαινιάστηκε ἀπό αὐτόν τόν μοιχειανό Ἐπίσκοπο καί θά εἶναι μακάριος διά τῆς ὁμολογίας, ἐμπράκτως, τῆς πίστεως. Ἐδῶ ὁ μολυσμός, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, ἔγκειται στήν ἐγκυρότητα καί στή νοθεία τοῦ μυστηρίου τῆς χειροτονίας «οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς θεοῦ».
Εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφέρωμε καί κάποιες σκέψεις γιά τήν σημερινή κατάστασι στήν Ἐκκλησία ἐν σχέσει μέ τή Θ. Κοινωνία. Ὅταν δηλαδή κοινωνοῦμε ἀπό τούς Οἰκουμενιστές καί ἀπό αὐτούς πού τούς μνημονεύουν, μέ ὅλα τά ἐπακόλουθα πού ἀναφέραμε ἀνωτέρω, τί γίνεται, ἁγιαζόμεθα, βοηθούμεθα πνευματικά καί, κυρίως, συντελοῦμε στήν καταστολή τῆς αἱρέσεως; Ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἔχομε νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς:
 Κατ’ ἀρχάς οἱ Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι, Μητροπολίτες καί Πατριάρχες, ἐπιθυμοῦν διακαῶς καί ἐπιδιώκουν δυναστικῶς νά ἔχουν στήν ἐξουσία των πρόβατα ἄβουλα, πειθαρχικά καί ἀμέριμνα καί ἀδιάφορα διά τά θέματα τῆς πίστεως, τά ὁποῖα θά τούς ἀναγνωρίζουν τήν ἐξουσία, τήν αὐθεντία, τόν δεσποτισμό, τήν εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ θέσι των καί κοντολογίς θά τούς ἀποδέχονται ὡς μοναδικούς φορεῖς τῆς Θ. Χάριτος. Αὐτοί εἶναι οἱ βολεμένοι Ὀρθόδοξοι κληρικοί καί λαϊκοί, οἱ ὁποῖοι ἀσχολοῦνται μέ τά βιοτικά καί χρησιμοποιοῦν τήν Ἐκκλησία ὅταν χρειάζονται κάτι (π.χ. Θ. Κοινωνία, βάπτισι, γάμο, κηδεία κλπ), ὅπως ἀκριβῶς πηγαίνουν σέ κάποιο κατάστημα γιά νά πάρουν αὐτό πού χρειάζονται. Αὐτοί νομίζω εἶναι ἀκατάλληλοι νά προσφέρουν τήν παραμικρή βοήθεια στήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως περίοδο, δηλαδή νά συνεισφέρουν, ὥστε νά κατασβεσθῆ ἡ αἱρετική πυρκαϊά. Αὐτοί βεβαίως εἶναι καί οἱ περισσότεροι.
Ὑπάρχουν καί οἱ λιγότεροι, οἱ ὁποῖοι ἐνδιαφέρονται γιά τήν πνευματική ζωή, συμμετέχουν στά μυστήρια καί ἐπιδεικνύουν ἕνα ἐνδιαφέρον γιά τά προβλήματα τῆς Ἐκκλησίας, ἀκόμη καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως. Δυστυχῶς ὅμως, οἱ πλεῖστοι ἀπό αὐτούς τούς ὀλίγους, κατευθύνονται λανθασμένα ἀπό τούς πνευματικούς, εἰς τό νά στρέψουν τήν προσπάθειά των καί τόν ἀγῶνα των μόνον στήν προσωπική των πνευματική ζωή, διδάσκονται καί γαλουχοῦνται ἀπό τούς πνευματικούς ὅτι θά βοηθήσουν στά θέματα τῆς πίστεως μόνο διά τῆς προσευχῆς, ὅτι ὁ Θεός θά δώση τή λύσι, ὅτι δέν εἶναι σωστό οἱ λαϊκοί νά τά βάζουν μέ τούς Ἐπισκόπους καί νά τούς ἐλέγχουν, νά τούς κρίνουν κλπ. Εἶναι δηλαδή ὅπως τό πειθαρχημένο πλήρωμα καί οἱ ἐπιβάτες τοῦ πλοίου, οἱ ὁποῖοι κάνουν ἄψογα ὅλα των τά πνευματικά καθήκοντα, πλήν ὅμως τό πλοῖο κατευθύνεται ἐν γνώσει των ὁλοταχῶς πρός Δυσμάς, ἤ ἀκόμη ὅπως τό σπίτι των πού καίγεται καί αὐτοί διδάσκονται ἀπό τούς πνευματικούς νά κάνουν προσευχή καί ὁ Θεός θά δώση τή λύσι. Πάντως καί αὐτοί οἱ ὀλίγοι ἀχρηστεύονται ὡς πρός τήν προσφορά των εἰς τήν ἐν καιρῷ αἱρέσεως πορεία τῆς Ἐκκλησίας.
Ποία ὅμως εἶναι ἡ ὠφέλεια ἀπό τόν προσωπικό των ἀγῶνα καί εἰδικά ἀπό τήν συμμετοχή των στή Θ. Κοινωνία; Ὅταν κάποιος κοινωνεῖ τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ πρέπει κανονικά νά ἀλλοιώνεται, νά μεταβάλλεται σέ σημεῖο πού νά θέλη νά θυσιασθῆ γιά τήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. Πρέπει δηλαδή ὁ Χριστός νά κυριαρχῆ μέσα του, ὁ Ὁποῖος, πέραν τῶν ἄλλων θά τόν φωτίση καί γιά τά θέματα τῆς πίστεως καί τῆς αἱρέσεως, τά ὁποῖα κατατρώγουν τήν Ἐκκλησία καί ἀλλοιώνουν τόν χαρακτῆρα της. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν κοινωνοῦμε καί ἡ διάθεσίς μας δέν μεταβάλλεται, οὔτε φωτιζόμεθα γιά τό δέον γενέσθαι στά θέματα τῆς πίστεως, νομίζω ὅτι, πέραν τοῦ μολυσμοῦ γιά τόν ὁποῖο ὡμίλησαν οἱ Ἅγιοι, ἔχουμε καί κατάκρισι, διότι χρησιμοποιοῦμε τή Θ. Κοινωνία ὡς μέσον γιά νά καθησυχάσουμε τήν συνείδησί μας καί νά πείσωμε τόν ἑαυτόν μας ὅτι εἴμεθα καλοί κι εὐσεβεῖς Χριστιανοί. 
Οἱ Ἅγιοι καί οἱ Ὀρθόδοξοι ἐν καιρῷ αἱρέσεως ἤθελαν τήν Θ. Κοινωνία γιά νά ἐνισχυθοῦν στόν ἀγῶνα, νά φθάσουν στό μαρτύριο καί νά μήν προδώσουν, οὔτε νά ὀλιγωρίσουν στό ἐλάχιστο. Δι’ αὐτό καί ὅταν δέν ἠδύναντο νά συμμετέχουν στό μυστήριο γιά οἱονδήποτε λόγο, εἶχαν τή Χάρι τοῦ Θεοῦ λόγῳ τῆς ἀγαθῆς (μαρτυρικῆς ἐν προκειμένῳ) προαιρέσεως καί ἐπιτελοῦσαν τό χρέος των, τό ὁποῖο ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι πρωτίστως νά μήν ὑποστείλωμε τή σημαία τῆς ὁμολογίας τῆς πίστεως. Οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα κοινωνοῦν καί ἀρκοῦνται σ’ αὐτό, λές καί ἡ Θ. Μετάληψις (ἐν καιρῷ αἱρέσεως πάντοτε) εἶναι ὁ δείκτης τῆς νομιμότητος καί τό ὅριο εἰς τό ὁποῖο, ὅταν φθάσουν ἐξετέλεσαν ὅλα τά καθήκοντά των.
Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο καί οἱ νεόκοπες καί νεοεποχίτικες θεωρίες τοῦ Περγάμου Ἰωάννου Ζηζιούλα θέλουν τόν Ἐπίσκοπο κατ’ ἐξοχήν λειτουργό, μέ μόνο καί κύριο σκοπό καί στόχο τήν λειτουργική σύναξι καί τούς Χριστιανούς νά λειτουργοῦνται καί νά μεταλαμβάνουν τά μυστήρια. Ὅλα δηλαδή ἀρχίζουν καί τελειώνουν ἐκεῖ, διότι προφανῶς αὐτό δέν τούς ἐνοχλεῖ στήν προαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως, οὔτε βεβαίως καί τούς αἱρετικούς μέ τούς ὁποίους ἐρωτοτροποῦν οἱ Ἐπίσκοποι τούς ἐνοχλεῖ, ἄν ἐμεῖς ἀσχολούμεθα μέ τά λειτουργικά μας καθήκοντα, ἀλλά ἀπεναντίας τούς βολεύει. Δι’ αὐτό μέ τήν παρουσία των (οἱ Παπικοί, οἱ Προτεστάντες καί οἱ Παπαδίνες) βεβηλώνουν καί μολύνουν κατ’ ἄλλον τρόπο τά μυστήρια τῶν Ὀρθοδόξων, εἰς πεῖσμα τῶν Πατέρων, οἱ ὁποῖοι μέ τήν διακέλευσι «τάς θύρας τάς θύρας, ἐν σοφίᾳ πρόσχωμεν» ἀπαιτοῦν τήν ἀπομάκρυνσι κάθε αἱρετικοῦ τήν ὥρα τῆς Θ. Λειτουργίας.
Ἴσως ἄν εἴμαστε τουλάχιστον εἰλικρινεῖς μέ τούς ἑαυτούς μας, νά ἦταν προτιμώτερο, οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, νά μή συμμετείχαμε εἰδικά στό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας, ὡς δεῖγμα τῆς ἀναξιότητός μας νά σταθοῦμε στό ὕψος τῶν περιστάσεων, ἔχοντας μέσα μας διά τῆς Θ. Κ. τόν Χριστό. Διότι ὅταν κοινωνοῦμε καί συγχρόνως προδίδομε ἤ συμβιβαζόμεθα καί ὁπωσδήποτε βολευόμεθα εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, θεωρῶ ὅτι ἐμπαίζομε καί ἀτιμάζομε τόν Χριστό πού κοινωνήσαμε. Ὅπως δηλαδή ἐκοινώνησε στόν Μυστικό Δεῖπνο ὁ Ἰούδας καί ἐν συνεχείᾳ ἀπεχώρησε γιά νά προδώση, ἔτσι κατά κάποιον τρόπο καί ἐμεῖς κοινωνοῦμε καί ἐν συνεχείᾳ συμμετέχουμε στό παιχνίδι τῶν Οἰκουμενιστῶν καί, μέ τόν τρόπο μας, βοηθοῦμε στήν προαγωγή τῆς αἱρέσεως. Μάλιστα ὁ Ἰούδας εἶχε καί τύψεις συνειδήσεως, ἐνῶ ἐμεῖς κοινωνώντας ἔχουμε ἀναπαυμένη τή συνείδησί μας, ὅτι ἐκτελοῦμε στήν ἐντέλεια τά καθήκοντά μας. Τά καθήκοντά μας ὅμως ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι πρωτίστως νά θυσιαστοῦμε διά τήν πίστι, νά βάλωμε ὅλες τίς ἄλλες ἀσχολίες στήν ἄκρη καί σέ δεύτερη μοίρα, καί νά χρησιμοποιήσωμε τά μυστήρια πρός ἐνίσχυσί μας διά νά ἐπιτελέσωμε αὐτόν τόν σκοπό.
Εἶναι, ἐν κατακλεῖδι, φοβερή ἡ εὐθύνη μας νά κοινωνοῦμε τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ καί συγχρόνως ἡ αἵρεσις νά προάγεται, οἱ αἱρετικοί Οἰκουμενιστές νά βασίζωνται στούς ὑποτακτικούς των κληρικούς καί λαϊκούς καί στούς ἀκολουθοῦντες ἐνσωματωμένους ἀντιδρῶντες, οἱ δέ ἀντιοικουμενιστές νά περιγράφουν τήν κατάστασι, τήν ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως, τό ποῦ ἀκριβῶς αὐτή τή στιγμή εὑρισκόμεθα καί τόν τελικό σκοπό της (ἴσως μόνο σ’ αὐτό φωτίζονται ἀπό τήν Θ. Κοινωνία).
Ἄν ἐπί τῶν θεμάτων πού ἐθίγησαν ὑπάρχουν ἀντιρρήσεις ἀπό ἀδελφούς εἶναι σωστό νά κατατεθοῦν, ὥστε νά ἰδοῦμε μήπως κάπου σφάλλομε, παραποιοῦντες τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων. Ἄν ὅμως κατατεθοῦν γνῶμες ἔωλες ἀπό ἁγιογραφικῆς καί πατερικῆς πλευρᾶς ἤ στηριζόμενες στόν ὀρθολογισμό ἤ σέ σύγχρονες θεωρίες καί θεολογίες τῆς ἐποχῆς μας, δέν θά ἀσχοληθῶ μέ τό νά εἰσέλθω στό πέλαγος αὐτό τῶν συζητήσεων, οἱ ὁποῖες, ἐπειδή εἶναι ἀστήρικτες ἁγιογραφικῶς ἤ ἁγιοπατερικῶς, μόνο σύγχυσι δημιουργοῦν καί τίποτε ἄλλο. Τέτοιες εἶναι δυστυχῶς καί οἱ θέσεις καί ἀπόψεις τοῦ κ. Νούση, ὁ ὁποῖος κινεῖται γράφοντας μεταξύ ὀρθολογισμοῦ καί φαντασίας καθώς καί μεταξύ τοῦ ἑαυτοῦ του καί τοῦ Περγάμου Ζηζιούλα.

                                                               Ἱερομοναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...