Σάββατο 7 Μαρτίου 2020

Η αίρεσις του π. ’Επιφανίου Θεοδωροπούλου "του Δημητρίου Χατζηνικολάου, ’Αν. Καθηγητου του Παν/μίου ’Ιωαννίνων"






‘Η αίρεσις του π. ’Επιφανίου Θεοδωροπούλου
"του Δημητρίου Χατζηνικολάου, ’Αν. Καθηγητου του Παν/μίου ’Ιωαννίνων"




Καλοπροαίρετοι καί αξιόπιστοι άνθρωποι πού εγνώρισαν τόν π. ’Επιφάνιον Θεοδωρόπουλον λέγουν ότι επρόκειτο περί εναρέτου κληρικου. ’Έγραψε μάλιστα καί έν θαυμάσιον βιβλίον κατά της επαράτου Μασωνίας, τό οποιον αποτελει σημαντικήν προσφοράν εις τόν αντιαιρετικόν αγωνα της ’Εκκλησίας. Δυστυχως, όμως, φαίνεται πώς ζωμεν εις καιρούς διά τούς οποίους προεφήτευσεν ο Κύριος ότι θά πλανηθουν ακόμη καί εκλεκτοί (Ματ. 24:24). Τραγικόν παράδειγμα αυτης της προφητείας αποτελει ο π. ’Επιφάνιος, ο οποιος εκήρυξεν αίρεσιν!

Γράφει ο ‘Άγιος Νικόδημος ο ‘Αγιορείτης: «Αιρετικοί δέ ονομάζονται εκεινοι, των οποίων η διαφορά παρευθύς καί αμέσως ειναι περί της εις Θεόν πίστεως, ήτοι οι κατά τήν πίστιν καί τά δόγματα χωρισμένοι από τούς ορθοδόξους καί παντελως απομεμακρυσμένοι» (βλ. «Πηδάλιον», εκδ. «’Αστήρ», σ. 588). Σημειώνει δέ ότι πολλοί άγιοι επισημαίνουν ότι ακόμη καί μία μικρά παρέκκλισις από τήν ορθήν πίστιν αποτελει αθέτησιν του νόμου του Θεου, τουτέστιν αίρεσιν. Παραδείγματος χάριν, η Β' Οικ. Σύνοδος (Ζ' Κανών) θεωρει αιρετικούς τούς λεγομένους Τεσσαρεσκαιδεκατίτας, επειδή αυτοί εώρταζον τό Πάσχα όχι αναγκαστικως ημέραν Κυριακήν, αλλ’ οιανδήποτε ημέραν ετύγχανε η σελήνη δεκατεσσάρων ημερων, άν καί κατά τά άλλα ησαν ορθόδοξοι (βλ. «Πηδάλιον», σ. 163).

’Αλλά, ποίαν αίρεσιν εκήρυξεν ο π. ’Επιφάνιος; Εις τό γνωστόν βιβλίον του «Τά Δύο ’Άκρα: Οικουμενισμός καί Ζηλωτισμός», ο π. ’Επιφάνιος γράφει ότι οι ’Ορθόδοξοι δύνανται νά έχουν εκκλησιαστικήν κοινωνίαν μέ τούς αιρετικούς Οικουμενιστάς καί κατακρίνει ως σχισματικούς τούς ’Ορθοδόξους πού απετειχίσθησαν από τούς Οικουμενιστάς «επισκόπους», ενω, συμφώνως πρός τόν 15ον Κανόνα της ΑΒ' Συνόδου, θά έπρεπε νά τούς επαινη! («Πηδάλιον», σ. 358). Διατί νά τούς επαινη; Διότι από τό 1920 καί εντευθεν η παναίρεσις του Οικουμενισμου διδάσκεται καί εφαρμόζεται επισήμως εις παγκόσμιον επίπεδον, λόγοις καί έργοις, από «επισκόπους» του χώρου της ’Ορθοδοξίας! Εις εξ αυτων επρότεινε νά καταργήσωμεν τά δόγματα της ‘Αγίας Τριάδος, της ’Ενανθρωπήσεως του Κυρίου, κ.ά. καί νά τά αντικαταστήσωμεν μέ νέα δόγματα, πού νά ειναι πιό αποδεκτά! (’Ιάκωβος ’Αμερικης, «New York Times», 25-9-1967, σ. 40). ‘Έτερος διδάσκει ότι ο Χριστός δέν ητο ευθύς εξ αρχης αναμάρτητος, αλλ’ εκέρδησε τήν αναμαρτησίαν «βημα πρός βημα»! (Στυλιανός Αυστραλίας, «Φωνή της ’Ορθοδοξίας», Τόμ. 9, ’Αρ. 12, Δεκ. 1988). Τρίτος προτείνει νά τροποποιήσωμεν τούς ‘Ιερούς Κανόνας, έτσι ώστε αυτοί νά συνάδουν μέ τήν αιρετικήν συμπεριφοράν του! (Βαρθολομαιος Κωνσταντινουπόλεως, Διδακτορική Διατριβή, 1970, σ. 73). Καί ούτω καθ’ εξης.

‘Ο π. ’Επιφάνιος αντιφάσκει πρός εαυτόν, διότι, αφενός μέν αναγνωρίζει ότι ο 15ος Κανών της ΑΒ' δίδει τό δικαίωμα της αποτειχίσεως («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 75) καί ότι ο Κανών λέγει σαφως ότι οι αποτειχιζόμενοι δέν κάμνουν σχίσμα, αλλά ειναι άξιοι επαίνου, αφετέρου δέ κατακρίνει ως σχισματικούς όσους κάμνουν χρησιν αυτου του δικαιώματος! Διότι, κατά τόν π. ’Επιφάνιον, τήν αποτείχισιν πρέπει νά τήν αποφασίσουν οι «αξιωματικοί» καί όχι οι στρατιωται! («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 59). «’Αξιωματικούς» δέ ο π. ’Επιφάνιος θεωρει τούς «επισκόπους» πού επί πολλάς δεκαετίας κοινωνουν μέ τήν αίρεσιν του Οικουμενισμου, χρώμενοι «οικονομίας» εις τό διηνεκές («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 111), ενω τούς αποτειχισθέντας ’Επισκόπους τούς θεωρει «εκτός ’Εκκλησίας»! Τονίζει ακόμη ο π. ’Επιφάνιος ότι πρίν ο πιστός αποκηρύξει τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» (όρος του 15ου Κανόνος της ΑΒ'), θά πρέπη ν’ απαντήση θετικως εις τό ακόλουθον ερώτημα: «Πιστεύω ότι σύμπασα η ανά τήν Οικουμένην ’Ορθόδοξος ’Εκκλησία κατεπόθη υπό της πλάνης καί μόνον εγώ καί ολίγοι ακόμη εμείναμεν διασώζοντες τήν αλήθειαν;» (σ. 58). Δηλαδή, κατά τόν π. ’Επιφάνιον, η αποκήρυξις των «ψευδεπισκόπων» δέν επιτρέπεται πρίν αυτοί προλάβουν νά καταστρέψουν ολοσχερως τήν ’Εκκλησίαν!

Κατά τήν τελευταίαν εικοσαετίαν, έχει αποδειχθει επανειλημμένως καί διά μακρων ότι αι διδασκαλίαι αυταί του π. ’Επιφανίου αντίκεινται εις τήν ‘Αγίαν Γραφήν καί τήν ‘Ι. Παράδοσιν. Συνεπως, δέν χρειάζεται νά παραθέσωμεν καί πάλιν τάς εκατοντάδας των χωρίων πού υπάρχουν, αλλά καί των παραδειγμάτων συμπεριφορας των αγίων εις αναλόγους περιστάσεις, τά οποια αποδεικνύουν του λόγου τό αληθές. ’Εξ άλλου, ο ‘Άγιος Μάρκος Ευγενικός συνοψίζει μέ συντομίαν καί σαφήνειαν τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν επί του θέματος ως εξης: «‘Άπαντες οι της ’Εκκλησίας διδάσκαλοι, πασαι αι Σύνοδοι καί πασαι αι θειαι Γραφαί φεύγειν τούς ετερόφρονας παραινουσι καί της αυτων κοινωνίας διΐστασθαι» (P.G. 160, σ. 101).

’Εάν ο π. ’Επιφάνιος απλως εδημιούργει μίαν νέαν αίρεσιν καί, όπως όλοι οι προηγούμενοι αιρεσιάρχαι, προσηλύτιζε οπαδούς εις αυτήν, αποσπων αυτούς από τήν ’Ορθοδοξίαν, τότε τό κακόν δέν θά ητο τόσον μεγάλον όσον ειναι τώρα, έστω καί άν ο αριθμός των οπαδων του ητο μεγάλος. Διότι, ως γνωστόν, η ’Εκκλησία πάντοτε ειχε τήν δύναμιν νά πολεμη καί νά νικα τάς αιρέσεις. Δυστυχως, όμως, η αίρεσις του π. ’Επιφανίου προξενει πολύ μεγαλυτέραν ζημίαν απ’ όσην προξενουν αι άλλαι αιρέσεις. ‘Ο λόγος ειναι ότι έχει ορθόδοξον προσωπειον καί συνίσταται εις τό νά αποτρέπη τόν πόλεμον της ’Εκκλησίας κατά του Οικουμενισμου μέ «πραγματικά πυρά», δηλαδή μέ τήν αποκήρυξιν των αιρετικων επισκόπων. ’Επιτρέπει μόνον φραστικάς καί γραπτάς διαμαρτυρίας («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 73-74), δηλαδή μόνον τόν «χαρτοπόλεμον», όπως ευστόχως έχει χαρακτηρίσει τάς αντιδράσεις αυτάς ο Καθηγητής κ. ’Ι. Κορναράκης. ’Έτσι, όμως, παθαίνουν σύγχυσιν ακόμη καί αληθινοί στρατιωται του Χριστου, οι οποιοι αφοπλίζονται καί ακινητοποιουνται, αποδυναμώνεται καί παραλύει ο αντιαιρετικός αγών της ’Εκκλησίας, επικρατει η αίρεσις του Οικουμενισμου καί χάνονται πολλαί εκλεκταί ψυχαί, ακόμη καί μοναχοί! Διότι όλοι αυτοί είτε δέχονται τόν Οικουμενισμόν, εξαπατωντες τήν συνείδησίν των μέ τάς ψευδεις αγαπολογίας των Οικουμενιστων, είτε διαφωνουν μέν, αλλά παραμένουν εις κοινωνίαν μετ’ αυτου «άχρι καιρου» («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 59). Παραμένουν «στενάζοντες» («Τά Δύο ’Άκρα», σ. 69), υποτασσόμενοι «άχρι καιρου» εις «ψευδεπισκόπους», όπως απαιτει η αίρεσις του π. ’Επιφανίου, η οποία έχει ευστόχως ονομασθει «αχρικαιρισμός». ‘΄Ωστε, η αίρεσις του «αχρικαιρισμου» πλανα εκλεκτούς, ενω αι άλλαι αιρέσεις συνήθως προσελκύουν ανθρώπους πού διέκειντο μαλλον αδιαφόρως πρός τήν ’Ορθοδοξίαν καί τήν ορθοπραξίαν.

‘Ο λόγος διά τόν οποιον η ’Εκκλησία ανέκαθεν ενίκα τάς αιρέσεις ειναι ότι έχει ενσωματωμένον ένα, ούτως ειπειν, αυτόματον διορθωτικόν μηχανισμόν, ο οποιος συνίσταται εις τήν αποτελεσματικήν αντίδρασιν (καί όχι εις «χαρτοπόλεμον»!) των υγιων μελων Της πρός τάς αιρετικάς διδασκαλίας καί πράξεις των «ψευδεπισκόπων» καί των ψευδοδιδασκάλων. ‘Η μόνη δέ αποτελεσματική αντίδρασις σήμερον ειναι η αποτείχισις από τόν Οικουμενισμόν καί τούς κήρυκάς του. ’Εάν εις τόν ναόν όπου εκκλησιάζεσαι μνημονεύηται τό όνομα επισκόπου κοινωνουντος μέ τόν Οικουμενισμόν, τότε δέν πρέπει νά υπάγης εις τήν «θείαν» λειτουργίαν πού τελειται εκει! ’Εάν καί οι άλλοι πιστοί πράξουν τό αυτό, τότε θά ιδης τό αποτέλεσμα! Δυστυχως, όμως, η αίρεσις του π. ’Επιφανίου ακινητοποιει καί ακυρώνει αυτόν τόν μηχανισμόν.

Προσφάτως, η εφημερίς «’Ορθόδοξος Τύπος» (19-2-10, σ. 8) εδημοσίευσεν άρθρον του κ. Π. Τελεβάντου μέ τό οποιον κηρύσσεται καί πάλιν η ως άνω αίρεσις του π. ’Επιφανίου. ‘Ο αυτός εις τήν ιδίαν εφημερίδα (3-7-09, σ. 7) έγραψε ότι τό κείμενον της περιφήμου «‘Ομολογίας Πίστεως» επ’ ουδενί λόγω, δέν επιτρέπεται νά τό υπογράψουν σχισματικοί. Ούτε νά αφεθουν νά εισχωρήσουν στίς τάξεις των παραδοσιακων ανθρώπων, πού αντιμάχονται τόν Οικουμενισμό. ‘Ο μακαριστός ’Επιφάνιος Θεοδωρόπουλος μίλησε γιά «τά δύο άκρα» καί μας έδειξε τό δρόμο.

’Εφόσον ο κ. Τελεβάντος αναφέρεται εις «τά δύο άκρα» του π. ’Επιφανίου, ειναι προφανές ότι οι «σχισματικοί» ειναι οι ’Ορθόδοξοι πού απετειχίσθησαν από τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους». Μήπως δύναται ο κ. Τελεβάντος νά εξηγήση πως συμβιβάζεται η στάσις του, δηλαδή νά ευρίσκηται εις «χαρτοπόλεμον» μέ τόν Οικουμενισμόν, στηρίζων ταυτοχρόνως τούς Οικουμενιστάς «ψευδεπισκόπους» εις τούς θρόνους των, μέ τήν ’Ορθόδοξον διδασκαλίαν, όπως αυτή συνοψίζεται ανωτέρω υπό του ‘Αγίου Μάρκου Ευγενικου;

Οι χαιρετισμοί της Θεοτόκου.





Απολυτίκιον (ήχος γ')

Ελπίς καί Στρατηγός μάς Παναγία Εσχάτη, στούς ήχους τής σάλπιγγος, ομού μέ τούς Προφήτας τούς Δύο καί Μεγάλους, πού κηρύσσουν μετάνοιαν, στρατεύεις κάθε πιστόν είς τήν Ορθοδοξίαν.





Ἀναγινωσκόμενοι συνήθως εἰς τὸ Μικρὸν Ἀπόδειπνον, μετὰ τὸ Πιστεύω.

Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τὸ προσταχθὲν μυστικῶς λαβὼν ἐν γνώσει, ἐν τῇ σκηνῇ τοῦ Ἰωσὴφ σπουδῇ ἐπέστη, ὁ ἀσώματος λέγων τῇ ἀπειρογάμῳ· ὁ κλίνας τῇ καταβάσει τοὺς οὐρανούς, χωρεῖται ἀναλλοιώτως ὅλος ἐν Σοί· ὃν καὶ βλέπων ἐν μήτρᾳ Σου, λαβόντα δούλου μορφήν, ἐξίσταμαι κραυγάζων Σοι· χαῖρε Νύμφη ἀνύμ­φευτε.

Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικη­τήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω Σοι ἡ Πόλις Σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω Σοι· χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Εἶθ’ οὕτω τοὺς ἑπομένους εἰκοσιτέσσαρες Οἴκους.

ΣΤΑΣΙΣ Α'.
Ἄγγελος πρωτοστάτης, οὐρανόθεν ἐπέμφθη, εἰπεῖν τῇ Θεοτόκῳ τό, Χαῖρε (ἐκ γ') [Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς]· καὶ σὺν τῇ ἀσωμάτῳ φωνῇ, σωματούμενόν Σε θεωρῶν Κύριε, ἐξίστατο, καὶ ἵστατο κραυγάζων πρὸς Αὐτὴν τοιαῦτα·

Χαῖρε, δι’ ἧς ἡ χαρὰ ἐκλάμψει· χαῖρε, δι’ ἧς ἡ ἀρὰ ἐκλείψει.

Χαῖρε, τοῦ πεσόντος Ἀδὰμ ἡ ἀνάκλησις· χαῖρε, τῶν δακρύων τῆς Εὔας ἡ λύτρωσις.

Χαῖρε, ὕψος δυσανάβατον ἀνθρωπίνοις λογισμοῖς· χαῖρε, βάθος δυσθεώρητον καὶ Ἀγγέλων ὀφθαλμοῖς.

Χαῖρε, ὅτι ὑπάρχεις Βασιλέως καθέδρα· χαῖρε, ὅτι βαστάζεις τὸν βαστάζοντα πάντα.

Χαῖρε, ἀστὴρ ἐμφαίνων τὸν Ἥλιον· χαῖρε, γαστὴρ ἐνθέου σαρκώσεως.

Χαῖρε, δι’ ἧς νεουργεῖται ἡ κτίσις· χαῖρε, δι’ ἧς βρεφουργεῖται ὁ Κτίστης.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Βλέπουσα ἡ Ἁγία ἑαυτὴν ἐν ἁγνείᾳ, φησὶ τῷ Γαβριὴλ θαρσα­λέως· Τὸ παράδοξόν σου τῆς φωνῆς, δυσπαράδεκτόν μου τῇ ψυχῇ φαίνεται· ἀσπόρου γὰρ συλλήψεως τὴν κύησιν πῶς λέγεις; κράζων·

Ἀλληλούϊα.

Γνῶσιν ἄγνωστον γνῶναι ἡ Παρθέ­νος ζητοῦσα, ἐβόησε πρὸς τὸν λειτουργοῦντα· Ἐκ λαγόνων ἁγνῶν Υἱὸν πῶς ἐστι τεχθῆναι δυνατόν; λέξον μοι. Πρὸς ἣν ἐκεῖνος ἔφησεν ἐν φόβῳ, πλὴν κραυγάζων οὕτω·

Χαῖρε, βουλῆς ἀποῤῥήτου μύστις· χαῖρε, σιγῆς δεομένων πίστις.

Χαῖρε, τῶν θαυμάτων Χριστοῦ τὸ προοίμιον· χαῖρε, τῶν δογμάτων Αὐτοῦ τὸ κεφάλαιον.

Χαῖρε, κλῖμαξ ἐπουράνιε, δι’ ἧς κατέβη ὁ Θεός· χαῖρε, γέφυρα μετάγουσα τοὺς ἐκ γῆς πρὸς οὐρανόν.

Χαῖρε, τὸ τῶν Ἀγγέλων πολυθρύλητον θαῦμα· χαῖρε, τὸ τῶν δαιμόνων πολυθρήνητον τραῦμα.

Χαῖρε, τὸ Φῶς ἀῤῥήτως γεννήσασα· χαῖρε, τὸ πῶς μηδένα διδάξασα.

Χαῖρε, σοφῶν ὑπερβαίνουσα γνῶσιν· χαῖρε, πιστῶν καταυγάζουσα φρένας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Δύναμις τοῦ Ὑψίστου ἐπεσκίασε τότε πρὸς σύλληψιν τῇ Ἀπειρο­γάμῳ, καὶ τὴν εὔκαρπον ταύτης νηδύν, ὡς ἀγρὸν ὑπέδειξεν ἡδὺν ἅπασι τοῖς θέλουσι θερίζειν σωτηρίαν, ἐν τῷ ψάλ­λειν οὕτως·

Ἀλληλούϊα.

Ἔχουσα θεοδόχον, ἡ Παρθένος τὴν μήτραν, ἀνέδραμε πρὸς τὴν Ἐλισάβετ· τὸ δὲ βρέφος ἐκείνης εὐθύς, ἐπιγνὸν τὸν ταύτης ἀσπασμόν, ἔχαιρε· καὶ ἅλμασιν ὡς ᾄσμασιν ἐβόα πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, βλαστοῦ ἀμαράντου κλῆμα· χαῖρε, καρποῦ ἀκηράτου κτῆμα.

Χαῖρε, γεωργὸν γεωργοῦσα φιλάνθρωπον· χαῖρε, φυτουργὸν τῆς ζωῆς ἡμῶν φύουσα.

Χαῖρε, ἄρουρα βλαστάνουσα εὐφορίαν οἰκτιρμῶν· χαῖρε, τράπεζα βαστάζουσα εὐθηνίαν ἱλασμῶν.

Χαῖρε, ὅτι λειμῶνα τῆς τρυφῆς ἀναθάλλεις· χαῖρε, ὅτι λιμένα τῶν ψυχῶν ἑτοιμάζεις.

Χαῖρε, δεκτὸν πρεσβείας θυμίαμα· χαῖρε, παντὸς τοῦ κόσμου ἐξίλασμα.

Χαῖρε, Θεοῦ πρὸς θνητοὺς εὐδοκία· χαῖρε, θνητῶν πρὸς Θεὸν παῤῥησία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ζάλην ἔνδοθεν ἔχων λογισμῶν ἀμφιβόλων, ὁ σώφρων Ἰωσὴφ ἐταράχθη, πρὸς τὴν ἄγαμόν Σε θεωρῶν, καὶ κλεψίγαμον ὑπονοῶν Ἄμεμπτε· μαθὼν δε Σοῦ τὴν σύλληψιν ἐκ Πνεύ­ματος Ἁγίου, ἔφη·

Ἀλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ Β'.
Ἤκουσαν οἱ Ποιμένες τῶν Ἀγγέ­λων ὑμνούντων τὴν ἔνσαρκον Χριστοῦ παρουσίαν· καὶ δραμόντες ὡς πρὸς ποιμένα, θεωροῦσι τοῦτον ὡς ἀμνὸν ἄμωμον, ἐν τῇ γαστρὶ Μαρίας βοσκηθέντα, ἣν ὑμνοῦντες εἶπον·

Χαῖρε, ἀμνοῦ καὶ ποιμένος μήτηρ· χαῖρε, αὐλὴ λογικῶν προβάτων.

Χαῖρε, ἀοράτων ἐχθρῶν ἀμυντήριον· χαῖρε, Παραδείσου θυρῶν ἀνοικτήριον.

Χαῖρε, ὅτι τὰ οὐράνια συναγάλλεται τῇ γῆ· χαῖρε, ὅτι τὰ ἐπίγεια συγχορεύει οὐρανοῖς.

Χαῖρε, τῶν Ἀποστόλων τὸ ἀσίγητον στόμα· χαῖρε, τῶν ἀθλοφόρων τὸ ἀνίκητον θάρσος.

Χαῖρε, στεῤῥὸν τῆς πίστεως ἔρεισμα· χαῖρε, λαμπρὸν τῆς χάριτος γνώρισμα.

Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγυμνώθη ὁ Ἅδης· χαῖρε, δι’ ἧς ἐνεδύθημεν δόξαν.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Θεοδρόμον Ἀστέρα θεωρήσαντες Μάγοι, τῇ τούτου ἠκολούθησαν αἴγλῃ· καὶ ὡς λύχνον κρατοῦντες αὐτόν, δι’ αὐτοῦ ἠρεύνων κραταιὸν Ἄνακτα· καὶ φθάσαντες τὸν ἄφθαστον, ἐχάρησαν, Αὐτῷ βοῶντες·

Ἀλληλούϊα.

Ἴδον παῖδες Χαλδαίων ἐν χερσὶ τῆς Παρθένου, τὸν πλάσαντα χειρὶ τοὺς ἀνθρώπους· καὶ Δεσπότην νοοῦντες Αὐτόν, εἰ καὶ δούλου ἔλαβε μορφήν, ἔσπευσαν τοῖς δώροις θεραπεῦ­σαι, καὶ βοῆσαι τῇ Εὐλογημένη·

Χαῖρε, ἀστέρος ἀδύτου Μήτηρ· χαῖρε, αὐγὴ μυστικῆς ἡμέρας.

Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν κάμινον σβέσασα· χαῖρε, τῆς Τριάδος τοὺς μύστας φωτίζουσα.

Χαῖρε, τύραννον ἀπάνθρωπον ἐκβαλοῦσα τῆς ἀρχῆς· χαῖρε, Κύριον φιλάνθρωπον ἐπιδείξασα Χριστόν.

Χαῖρε, ἡ τῆς βαρβάρου λυτρουμένη θρησκείας· χαῖρε, ἡ τοῦ βορβόρου ῥυομένη τῶν ἔργων.

Χαῖρε, πυρὸς προσκύνησιν παύσασα· χαῖρε, φλογὸς παθῶν ἀπαλλάτουσα.

Χαῖρε, πιστῶν ὁδηγὲ σωφροσύνης· χαῖρε, πασῶν γενεῶν εὐφροσύνη.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Κήρυκες θεοφόροι γεγονότες οἱ Μάγοι, ὑπέστρεψαν εἰς τὴν Βαβυλῶ­να· ἐκτελέσαντές Σου τὸν χρη­σμόν, καὶ κηρύξαντές Σε τὸν Χριστὸν ἅπασιν, ἀφέντες τὸν Ἡρῴδην ὡς ληρώ­δη, μὴ εἰδότα ψάλλειν·

Ἀλληλούϊα.

Λάμψας ἐν τῇ Αἰγύπτῳ, φωτισμὸν ἀληθείας, ἐδίωξας τοῦ ψεύδους τὸ σκότος· τὰ γὰρ εἴδωλα ταύτης Σωτήρ, μὴ ἐνέγκαντά Σου τὴν ἰσχύν, πέπτωκεν· οἱ τούτων δὲ ῥυσθέντες ἐβό­ων πρὸς τὴν Θεοτόκον·

Χαῖρε, ἀνόρθωσις τῶν ἀνθρώπων· χαῖρε, κατάπτωσις τῶν δαιμόνων.

Χαῖρε, τῆς ἀπάτης τὴν πλάνην πατήσασα· χαῖρε, τῶν εἰδώλων τὸν δόλον ἐλέγξασα.

Χαῖρε, θάλασσα ποντίσασα Φαραὼ τὸν νοητόν· χαῖρε, πέτρα ἡ ποτίσασα τοὺς διψῶντας τὴν ζωήν.

Χαῖρε, πύρινε στῦλε, ὁδηγῶν τοὺς ἐν σκότει· χαῖρε, σκέπη τοῦ κόσμου, πλατυτέρα νεφέλης.

Χαῖρε, τροφὴ τοῦ Μάννα διάδοχε· χαῖρε, τρυφῆς ἁγίας διάκονε.

Χαῖρε, ἡ γῆ τῆς ἐπαγγελίας· χαῖρε, ἐξ ἧς ῥέει μέλι καὶ γάλα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Μέλλοντος Συμεῶνος τοῦ παρόν­τος αἰῶνος μεθίστασθαι τοῦ ἀπατεῶνος, ἐπεδόθης ὡς βρέφος αὐτῷ, ἀλλ’ ἐγνώσθης τούτῳ καὶ Θεὸς τέλειος· διόπερ ἐξεπλάγη σου τὴν ἄῤῥητον σοφίαν, κράζων·

Ἀλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ Γ'.
Νέαν ἔδειξε κτίσιν, ἐμφανίσας ὁ Κτίστης, ἡμῖν τοῖς ὑπ’ Αὐτοῦ γενομένοις, ἐξ ἀσπόρου βλαστήσας γαστρός, καὶ φυλάξας ταύτην, ὥσπερ ἧν, ἄφθορον· ἵνα τὸ θαῦμα βλέποντες, ὑμνήσωμεν αὐτὴν βοῶντες·

Χαῖρε, τὸ ἄνθος τῆς ἀφθαρσίας· χαῖρε, τὸ στέφος τῆς ἐγκρατείας.

Χαῖρε, ἀναστάσεως τύπον ἐκλάμπουσα· χαῖρε, τῶν Ἀγγέλων τὸν βίον ἐμφαίνουσα.

Χαῖρε, δένδρον ἀγλαόκαρπον, ἐξ οὗ τρέφονται πιστοί· χαῖρε, ξύλον εὐσκιόφυλλον, ὑφ’ οὗ σκέπονται πολλοί.

Χαῖρε, κυοφοροῦσα ὁδηγὸν πλανωμένοις· χαῖρε, ἀπογεννῶσα λυτρωτὴν αἰχμαλώτοις.

Χαῖρε, Κριτοῦ δικαίου δυσώπησις· χαῖρε, πολλῶν πταιόντων συγχώρησις.

Χαῖρε, στολὴ τῶν γυμνῶν παῤῥησίας· χαῖρε, στοργὴ πάντα πόθον νικῶσα.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ξένον τόκον ἰδόντες, ξενωθῶμεν τοῦ κόσμου, τὸν νοῦν εἰς οὐρανὸν μεταθέντες· διὰ τοῦτο γὰρ ὁ ὑψηλὸς Θεὸς ἐπὶ γῆς ἐφάνη ταπεινὸς ἄνθρωπος, βουλόμενος ἑλκύσαι πρὸς τὸ ὕψος τοὺς Αὐτῷ βοῶντας·

Ἀλληλούϊα.

Ὅλος ἧν ἐν τοῖς κάτω, καὶ τῶν ἄνω οὐδόλως ἀπὴν ὁ ἀπερί­γραπτος Λόγος· συγκατάβασις γὰρ Θεϊκή, οὐ μετάβασις δὲ τοπικὴ γέγονε· καὶ τόκος ἐκ Παρθένου θεολήπτου, ἀκουούσης ταῦτα·

Χαῖρε, Θεοῦ ἀχωρήτου χώρα· χαῖρε, σεπτοῦ μυστηρίου θύρα.

Χαῖρε, τῶν ἀπίστων ἀμφίβολον ἄκουσμα· χαῖρε, τῶν πιστῶν ἀναμφίβολον καύχημα.

Χαῖρε, ὄχημα πανάγιον τοῦ ἐπὶ τῶν Χερουβίμ· χαῖρε, οἴκημα πανάριστον τοῦ ἐπὶ τῶν Σεραφίμ.

Χαῖρε, ἡ τἀναντία εἰς ταυτὸ ἀγαγοῦσα· χαῖρε, ἡ παρθενίαν καὶ λοχείαν ζευγνῦσα.

Χαῖρε, δι’ ἧς ἐλύθη παράβασις· χαῖρε, δι’ ἧς ἠνοίχθη Παράδεισος.

Χαῖρε, ἡ κλεὶς τῆς Χριστοῦ βασιλείας· χαῖρε, ἐλπὶς ἀγαθῶν αἰωνίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Πᾶσα φύσις Ἀγγέλων κατεπλάγη τὸ μέγα τῆς Σῆς ἐνανθρωπήσεως ἔργον· τὸν ἀπρόσιτον γὰρ ὡς Θεόν, ἐθεώρει πᾶσι προσιτὸν ἄνθρωπον, ἡμῖν μὲν συνδιάγοντα, ἀκούοντα δὲ παρὰ πάντων οὕτως·

Ἀλληλούϊα.

Ῥήτορας πολυφθόγγους ὡς ἰχθύας ἀφώνους ὁρῶμεν ἐπὶ σοί, Θεοτόκε· ἀποροῦσι γὰρ λέγειν τὸ πὼς καὶ Παρθένος μένεις, καὶ τεκεῖν ἴσχυ­σας· ἡμεῖς δὲ τὸ Μυστήριον θαυμά­ζοντες, πιστῶς βοῶμεν·

Χαῖρε, σοφίας Θεοῦ δοχεῖον· χαῖρε, προνοίας Αὐτοῦ ταμεῖον.

Χαῖρε, φιλοσόφους ἀσόφους δεικνύουσα· χαῖρε, τεχνολόγους ἀλόγους ἐλέγχουσα.

Χαῖρε, ὅτι ἐμωράνθησαν οἱ δεινοὶ συζητηταί· χαῖρε, ὅτι ἐμαράνθησαν οἱ τῶν μύθων ποιηταί.

Χαῖρε, τῶν Ἀθηναίων τὰς πλοκὰς διασπῶσα· χαῖρε, τῶν ἀλιέων τὰς σαγήνας πληροῦσα.

Χαῖρε, βυθοῦ ἀγνοίας ἐξέλκουσα· χαῖρε, πολλοὺς ἐν γνώσει φωτίζουσα.

Χαῖρε, ὁλκάς τῶν θελόντων σωθῆναι· χαῖρε, λιμὴν τῶν τοῦ βίου πλωτήρων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Σῶσαι θέλων τὸν κόσμον ὁ τῶν ὅλων κοσμήτωρ, πρὸς τοῦτον αὐτεπάγγελτος ἦλθε· καὶ ποιμὴν ὑπάρ­χων ὡς Θεός, δι’ ἡμᾶς ἐφάνη καθ’ ἡμᾶς ἄνθρωπος· ὁμοίῳ γὰρ τὸ ὅμοιον καλέ­σας, ὡς Θεὸς ἀκούει·

Ἀλληλούϊα.

ΣΤΑΣΙΣ Δ'.
Τεῖχος εἶ τῶν Παρθένων, Θεοτόκε Παρθένε, καὶ πάντων τῶν εἰς Σὲ προστρεχόντων· ὁ γὰρ τοῦ οὐρανοῦ καὶ τῆς γῆς, κατεσκεύασέ Σε Ποιητὴς Ἄχραντε, οἰκήσας ἐν τῇ μήτρα Σου, καὶ πάντας Σοι προσφωνεῖν διδάξας·

Χαῖρε, ἡ στήλη τῆς παρθενίας· χαῖρε, ἡ πύλη τῆς σωτηρίας.

Χαῖρε, ἀρχηγὲ νοητῆς ἀναπλάσεως· χαῖρε, χορηγὲ θεϊκῆς ἀγαθότητος.

Χαῖρε, Σὺ γὰρ ἀνεγέννησας τοὺς συλληφθέντας αἰσχρῶς· χαῖρε, Σὺ γὰρ ἐνουθέτησας τοὺς συληθέντας τὸν νοῦν.

Χαῖρε, ἡ τὸν φθορέα τῶν φρενῶν καταργοῦσα· χαῖρε, ἡ τὸν σπορέα τῆς ἁγνείας τεκοῦσα.

Χαῖρε, παστὰς ἀσπόρου νυμφεύσεως· χαῖρε, πιστοὺς Κυρίῳ ἁρμόζουσα.

Χαῖρε, καλὴ κουροτρόφε παρθένων· χαῖρε, ψυχῶν νυμφοστόλε Ἁγίων.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὕμνος ἅπας ἡττᾶται συνεκτείνε­σθαι σπεύδων, τῷ πλήθει τῶν πολλῶν οἰκτιρμῶν Σου· ἰσαρίθμους γὰρ τῇ ψάμμῳ ὠδάς, ἂν προσφέρωμέν Σοι, Βασιλεῦ ἅγιε, οὐδὲν τελοῦμεν ἄξιον, ὧν δέδωκας ἡμῖν τοῖς Σοὶ βοῶσιν·

Ἀλληλούϊα.

Φωτοδόχον λαμπάδα, τοῖς ἐν σκότει φανεῖσαν, ὁρῶμεν τὴν ἁγίαν Παρθένον· τὸ γὰρ ἄϋλον ἄπτουσα φῶς, ὁδηγεῖ πρὸς γνῶσιν θεϊκὴν ἅπαντας, αὐγῇ τὸν νοῦν φωτίζουσα, κραυγῇ δὲ τιμωμένη ταῦτα·

Χαῖρε, ἀκτὶς νοητοῦ Ἠλίου· χαῖρε, βολὶς τοῦ ἀδύτου φέγγους.

Χαῖρε, ἀστραπὴ τὰς ψυχὰς καταλάμπουσα· χαῖρε, ὧς βροντὴ τοὺς ἐχθροὺς καταπλήττουσα.

Χαῖρε, ὅτι τὸν πολύφωτον ἀνατέλλεις φωτισμόν· χαῖρε, ὅτι τὸν πολύῤῥητον ἀναβλύζεις ποταμόν.

Χαῖρε, τῆς κολυμβήθρας ζωγραφοῦσα τὸν τύπον· χαῖρε, τῆς ἁμαρτίας ἀναιροῦσα τὸν ρύπον.

Χαῖρε, λουτὴρ ἐκπλύνων συνείδησιν· χαῖρε, κρατὴρ κιρνῶν ἀγαλλίασιν.

Χαῖρε, ὀσμὴ τῆς Χριστοῦ εὐωδίας· χαῖρε, ζωὴ μυστικῆς εὐωχίας.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Χάριν δοῦναι θελήσας ὀφλημάτων ἀρχαίων, ὁ πάντων χρεωλύτης ἀνθρώπων, ἐπεδήμησε δι’ Ἑαυτοῦ πρὸς τοὺς ἀποδήμους τῆς Αὐτοῦ χάριτος, καὶ σχίσας τὸ χειρόγραφον, ἀκούει παρὰ πάντων οὕτως·

Ἀλληλούϊα.

Ψάλλοντές Σου τὸν τόκον, ἀνυ­μνοῦμέν Σε πάντες ὡς ἔμψυχον ναὸν Θεοτόκε· ἐν τῇ Σῇ γὰρ οἰκήσας γαστρί, ὁ συνέχων πάντα τῇ χειρὶ Κύριος, ἡγίασεν, ἐδόξασεν, ἐδίδα­ξε βοᾷν Σοι πάντας·

Χαῖρε, σκηνὴ τοῦ Θεοῦ καὶ Λόγου· χαῖρε, Ἁγία Ἁγίων μείζων.

Χαῖρε, κιβωτὲ χρυσωθεῖσα τῷ Πνεύματι· χαῖρε, θησαυρὲ τῆς ζωῆς ἀδαπάνητε.

Χαῖρε, τίμιον διάδημα, βασιλέων εὐσεβῶν· χαῖρε, καύχημα σεβάσμιον ἱερέων εὐλαβῶν.

Χαῖρε, τῆς Ἐκκλησίας ὁ ἀσάλευτος πύργος· χαῖρε, τῆς βασιλείας τὸ ἀπόρθητον τεῖχος.

Χαῖρε, δι’ ἧς ἐγείρονται τρόπαια· χαῖρε, δι’ ἧς ἐχθροὶ καταπίπτουσιν.

Χαῖρε, χρωτὸς τοῦ ἐμοῦ θεραπεία· χαῖρε, ψυχῆς τῆς ἐμῆς σωτηρία.

Χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.

Ὦπανύμνητε Μῆτερ, ἡ τεκοῦσα τὸν πάντων Ἁγίων ἁγιώτατον Λόγον (ἐκ γ') [Ὑπεραγία Θεοτόκε σῶσον ἡμᾶς], δεξαμένη τὴν νῦν προσφοράν, ἀπὸ πάσης ῥῦσαι συμφορᾶς ἅπαντας, καὶ τῆς μελλούσης λύτρωσαι κολάσεως τοὺς συμβοῶντας·

Ἀλληλούϊα.

(καὶ πάλιν τὸ εἰρημένον Κοντάκιον)

Τῇ Ὑπερμάχῳ Στρατηγῷ τὰ νικητήρια, ὡς λυτρωθεῖσα τῶν δεινῶν εὐχαριστήρια, ἀναγράφω Σοι ἡ Πόλις Σου Θεοτόκε. Ἀλλ’ ὡς ἔχουσα τὸ κράτος ἀπροσμάχητον, ἐκ παντοίων με κινδύνων ἐλευθέρωσον, ἵνα κράζω Σοι· χαῖρε, Νύμφη ἀνύμφευτε.



Αποτείχιση η μόνη οδός σωτηρίας.

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...