Κυριακή 27 Οκτωβρίου 2019

Αποτείχιση η μόνη οδός σωτηρίας.

ΠΕΡΙ ΤΟΥ ΌΤΙ Η ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΗ ΔΕΝ ΕΊΝΑΙ ΣΧΊΣΜΑ ΑΛΛΆ ΠΡΟΣΤΑΣΊΑ ΑΠΟ ΤΑ ΣΧΙΣΜΑΤΑ ΚΑΙ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ. 

ΕΡΜΗΝΕΙΑ ΤΟΥ ΙΕ' ΚΑΝΌΝΟΣ ΤΗΣ ΠΡΩΤΟΔΕΥΤΕΡΑΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΕΠΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΊΟΥ




Ὁ τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς αἱρέσεως στήν διαχρονία τῆς Ἐκκλησιαστικῆς μας ἰστορίας κατά τό consesum patrum εἶναι ἕνας καί μοναδικός. Νά διατηρήσουμε τό δόγμα ὅπως τό παρελάβομεν, ἄμωμον καί ἀμόλυντο, διακόπτοντας τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς, τά σάπια μέλη τῆς Ἐκκλησίας, πού οὐσιαστικά μόνοι τους ἀποκόβονται ἀπό τήν
ἄμπελο τήν ἀληθινή, ἀναμένοντας μία Ὀρθόδοξη Σύνοδο ὅπου καί θά καταδικάσει τήν αἵρεση καί ἰδιαιτέρως αὐτούς πού προϊστανται αὐτῆς καί
ὅσους τούς ἀκολουθοῦν. Ὑπάρχουν πολλοί κανόνες πού ἀπαγορεύουν τήν κοινωνία (συμπροσευχή) μέ τούς αἱρετικούς, ἐκ τῶν ὁποῖων μερικοί ἀπό αὐτούς εἶναι οἱ: Ιʹ, ΙΑʹ, ΜΕʹ, ΞΕʹ, ΟΑʹ τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων, ὁ ΣΤʹ, Θ΄, ΛΒ΄, ΛΓ΄, ΛΔ΄ καί ΛΖ΄ τῆς ἐν Λαοδικεία, ὁ Θʹ τοῦ Τιμοθέου Ἀλεξανδρείας, ὁ Βʹ τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ, ὁ Αʹ τῆς Δʹ Οἰκουμενικῆς Συνόδου, ὁ Βʹ τῆς ΣΤʹ Οἰκουμενικῆς συνόδου, καί ὁ Αʹ τῆς Ζʹ Οἰκουμενικῆς Συνοδου.

Διά τοῦ 15ου Κανόνος τῆς ΑΒ΄ συνόδου ἐπί μεγάλου Φωτίου, πού σημειωτέων πρώτος ὁ Ἅγιος Σοφρώνιος Ἱεροσολύμων ἐξέδωσε 2 αἰῶνες
πρίν, κωδικοποιεῖται ἡ διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας ἔναντι τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων πρὶν καταδικασθοῦν συνοδικῶς. Ὁρίζει νὰ διακόπτουμε τήν Ἐκκλησιαστική κοινωνία (τὸ «μνημόσυνο») μὲ αὐτοὺς ποὺ ἀθετοῦν τὴν πίστιν, τούς ἱερούς κανόνες καί τίς παραδόσεις τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ αἵρεσις διά τήν ὁποίαν ὑποχρεωτικῶς ἐπιβάλλει ὁ παρών Κανών τήν ἀποτείχισι ἀπό τόν ἐπίσκοπο πού τήν κηρύττει πρό συνοδικῆς κρίσεως, πρέπει νά εἶναι «κατεγνωσμένη», δηλαδή εἶναι μία γνωστή αἵρεσις τήν ὁποία ἔχει καταδικάσει κάποια ἐγκεκριμένη Σύνοδος ἤ κάποιοι ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας. Αὐτό σημαίνει ὅτι τό κῦρος τῶ ἐγκεκριμένων Συνόδων καί τῶν ἁγ. Πατέρων ὑπέρκειται τοῦ κύρους οἱουδήποτε Ἐπισκόπου,
Μητροπολίτου, Πατριάρχου ἤ καί ὁλοκλήρου ἐνδημούσης Συνόδου, καί ὅτι ἡ Παράδοσις διασώζεται καί συνεχίζεται μέ τήν συμπόρευσι καί
συνταύτησι μέ τούς ἁγίους καί ὅτι οὐδείς ἔχει δικαίωμα νά ἀναιρέση ἤ ἀλλοιώση ὅσα οἱ Πατέρες ἐθέσπισαν.

Σέ καμμία περίπτωση ὅμως δέν σημαίνει ὅτι διά μία «μή κατεγνωσμένη» αἵρεσι ὀφείλομε ὑπακοή εἰς τούς Ἐπισκόπους καί τούς φορεῖς τῆς αἱρέσεως πρό συνοδικῆς κρίσεως. Ὁ ὁρισμός τῆς Κατεγνωσμένης
αἱρέσεως δίνετε σέ κάθε διδασκαλία ἡ ὁποία ἀντιστρατεύεται στήν ἁγ.Γραφή ἤ ἀκυρώνει κάποια ἐντολή καί διδασκαλία της, ἤ εἶναι ἀντίθετη μέ
τά παραδεδομένα ὑπό τῶν ἀποστόλων, μέ τίς συνόδους, τά δόγματα καί τούς Ἁγίους Πατέρες, ὁπότε καί πρέπει νά ἀποτειχιζόμασθε ἄμεσα ἀπό
τούς φορεῖς της.

Ἐπί παραδείγματι, ἄν κάποιος Ἐπίσκοπος διδάσκη δημοσίως ἐπ’Ἐκκλησίας ὅτι οἱ ὄλες οἱ θρησκείες εἶναι ὁδοί σωτηρίας, καταργώντας τά λόγια τοῦ Κυρίου μας ἐγώ εἰμι ἡ ὁδός τῆς Ζωῆς, ἤ ἄν διδάσκει πώς τό ἀνίερο κοράνιον κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό εἶναι ἱερό καί ἰσότιμο μέ τό εὐαγγέλιον, ἀπό αὐτόν πρέπει οἱ Ὀρθόδοξοι ἀμέσως νά ἀποτειχίζωνται. Σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ἡ δημοσία καί συνοδική ἀθέτησις μίας
εὐαγγελικῆς ἐντολῆς σημαίνει τήν δημοσία καί συνοδική ἀθέτησι ὅλου τοῦ Εὐαγγελικοῦ νόμου, τό ὁποῖο διδάσκεται σαφῶς καί ἀπό τήν ἴδια τήν ἁγ.
Γραφή (Ἰακ. 2,10 –Λουκ. 16,17).

Κάποιοι ὑποστηρίζουν πώς ἐπειδή ὁ ἱερός Κανών δὲν ὁμιλεῖ γιά κατεγνωσμένο αἱρετικό, ἀλλὰ γιά «κατεγνωσμένη αἵρεσι», δέν πρέπει νά διακόπτουμε τήν κοινωνία μέ τόν ἐπίσκοπο πού δέν ἔχει καταδικασθεῖ ἐπίσημα ἀπό σύνοδο. Ὁ Ἐπίσκοπος πού ἀρχίζει νὰ κηρύττη μία κατεγνωσμένη αἵρεσι, καί ποὺ δὲν εἶχε χαρακτηρισθῆ ὡς αἱρετικός, καθίσταται φορέας αὐτῆς, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος δέν ἔχη καταδικασθῆ ἀπό κάποια Σύνοδο. Αὐτή εἶναι καί ἡ ἔννοια τῆς ἀποτειχίσεως, ὡς ἀπομάκρυνσις ἀπό κάτι ἐπιβλαβές καί ἀλλότριο πρός τήν ὑγιᾶ πίστι τῆς Ἐκκλησίας καί ὄχι ὡς μίας ἐνδείξεως διαμαρτυρίας ἄχρι καιροῦ ὡς μερικοί ἀθεολόγητα ὑποστηρίζουν, ἀλλά ἐπισπεύσεωςμίας Ὀρθοδόξου Συνόδου, διά τήν καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ.

Ἡ δεύτερη προϋπόθεσις ἀποτειχίσεως ἀπό ἐπίσκοπο, εἶναι νά κηρύττει αἵρεση «δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ’ Ἐκκλησίας». Αὐτό σημαίνει
ὅτι ἡ διδασκαλία αὐτή ἀποτελεῖ πίστι τοῦ Ἐπισκόπου καί δέν εἶναι κάτι πού ἀναφέρθηκε προχείρως ἤ ἐκ παραδρομῆς ἤ ἀπετέλεσε μία λεκτική παρατυπία. Οἱ πιστοί λοιπόν ἀποτειχίζονται ἀπό ἕναν δε δηλωμένο αἱρετικό, ὁ ὁποίος προσπαθεῖ τήν αἵρεσι νά τήν διαδώση χρησιμοποιῶντας τό ἀξίωμά του καί νά τήν καταστήση γραμμή τῆς
Ἐκκλησίας. Ὡς ψευδεπίσκοπος δέ και ψευδοδιδάσκαλος ἐργάζεται στόν ἀμπελῶνα τοῦ Κυρίου διά νά διαφθείρη καί ἀποκόψη διά τῆς αἱρέσεως τά κλήματα ἀπό τήν ἄμπελο καί διά νά διασκορπίση τά πρόβατα ἀπό τόν ἀρχιποίμενα Χριστό.

Σκοπός τῆς ἀποτειχίσεως τῶν πιστῶν ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο εἶναι νά παραμείνουν ἐνσωματωμένοι εἰς τήν Ἐκκλησία ἐν τῇ ἀληθινή
πίστῃ, καί ὄχι ὄπως λένε μερικοί ὅτι μέ αὐτόν τόν τρόπο ἀποκόβονται ἀπό αὐτήν. Διότι σύμφωνα μέ τούς ἁγίους Πατέρες δέν ὑπάρχει ἄλλος τρόπος ἀπομακρύνσεως ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπος καί τήν αἵρεσι. Διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως σταματᾶ συγχρόνως κάθε ἐκκλησιαστική κοινωνία καί ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο ἐφ’ ὅσον ὀνομάζεται «καλούμενος», δηλαδή κατ’ ὄνομα καί ὄχι κατ’ οὐσίαν, καί δέν ἀναγνωρίζετε πλέον ὡς ἐπίσκοπος τῆς Ἐκκλησίας.

Ἡ ἔκφρασις «οἱ τοιοῦτοι (οἱ ἀποτειχισθέντες) οὐ μόνον τῇ κανονικά ἐπιτιμίσει οὐχ ὑπόκεινται, ἐννοεῖ τά ἐπιτίμια πού ἔχουν ὁρίσει οἱ ἱεροί Κανόνες δι’ αὐτούς πού κάνουν παρασυναγωγή, φατρία ἤ καί σχίσμα. Ὅταν ἐν συνεχείᾳ λέγει «τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται» ἐννοεῖ ὅτι, οἱ ἀποτειχισθέντες εἶναι ἄξιοι τιμῆς καί ἐπαίνου
λόγῳ τοῦ ὅτι ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά μήν παρεκκλίνη ὡς πρόςτήν πίστη καί στή οὐσία ἀπέτρεψαν τά σχίσματα καί τούς μερισμούς.

Ὁ ἅγ. Νικόδημος εἰς τό σημεῖο αὐτό ἑρμηνεύει ὡς ἑξῆς: «ἀλλά καί τιμῆς τῆς πρεπούσης, ὡς ὀρθόδοξοι, εἶναι ἄξιοι». Τό «ὡς ὀρθόδοξοι»σημαίνει ὅτι, εἰς τήν ὑπάρχουσα καί κηρυττομένη αἵρεσι, οἱ ἀποτειχισθέντες ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσιν, ἀπομακρυνόμενοι ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο.

Ἐδῶ βεβαίως ἐννοεῖται ὅτι οἱ ὑπόλοιποι μή ἀποτειχισθέντες, πού δέν ἐτήρησαν ὀρθόδοξον στάσι, δέν ἐβοήθησαν τήν Ἐκκλησία νά ὀρθοδοξήση, ἀλλά διά τῆς δειλίας των ἔδωσαν χῶρο στήν αἵρεσι νά ἑδραιωθῆ, ἀφοῦ συνέπλεαν μέ αὐτήν. Ἐφ’ ὅσον λοιπόν οἱ μέν ἀξιώνονται τιμῆς καί ἐπαίνου, ἐξυπακούεται ὅτι οἱ ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ὑποκύψαντες καί συμβιβασθέντες εἶναι ἄξιοι κατηγορίας καί τιμωρίας.

Αὐτό τό βλέπουμε καί εἰς τήν ἐρώτηση ὅπου ἔθεσε ὁ Ἐπίσκοπος Ρουφινιανός εἰς τόν Μέγα Ἀθανάσιο, στό τί μέλλει γενέσθε μέ τούς ἱερεῖς ὅπου εἶχαν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς.

Ἡ τιμή πού ἀποδίδει ἡ ἴδια ἡ Ἐκκλησία εἰς τούς ἀποτειχισθέντες πρό συνοδικῆς κρίσεως, ἀπό τούς δημοσίᾳ καί γυμνῇ τῇ κεφαλῇ κηρύττοντας αἵρεσιν Ἐπισκόπους, εἶναι ἡ κατάταξη αὐτῶν με τούς ἁγίους καί ὁμολογητές τῆς πίστεως, ἐφ’ ὅσον μετά τήν ἀποτείχισι καί δι’ αὐτῆς τήν μή ἀναγνώρισι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἀκολουθεῖ συνήθως ὁ διωγμός καί τό μαρτύριο, συνεργούσης πρός τοῦτο καί τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας. Ὡς ἁγιοπατερικό ἱστορικό παράδειγμα θά ἀναφερθοῦμε εἰς τήν περίοδο τήν πρό τῆς Ζ΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου.

Τό ἐρώτημα ὅτι ὅσοι ἐφαρμόζουν τόν κανόνα δημιουργοῦν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, εἶναι ἀληλλένδετο μέ τήν ὑποχρεωτική καί ἄκρως ἀναγκαία ἐφαρμογή του. ΜΟΝΟΝ μέ τήν ἐφαρμογή τοῦ ἐν λόγῳ κανόνες ἀποτρέπονται τά σχίσματα ἐντός τῆς Ἐκκλησίας. Ὁ κανόνας ξεκάθαρα
ἀναφέρει: καί οὐ σχίσματι τήν ἕνωσιν τῆς Ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλά σχισμάτων καί μερισμῶν τήν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ρύσασθαι»,διότι Οὐ γάρ Ἐπισκόπων, ἀλλά ψευδεπισκόπων καί ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν. Σχίσμα προκαλοῦν αὐτοί πού διδάσκουν ἀλλότρια δόγματα καί αἱρέσεις εἰς τήν Ἐκκλησίας, καί ὄχι αὐτοί πού διαφυλλάσουν τήν πίστη ἀκεραία. Διά αὐτόν τόν λόγο, ὁ κανόνας
δίνει τιμή σέ αὐτούς πού ἀποτειχίζονται ἀπό τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, καθότι αὐτοί μέ τήν ὁμολογία τους διακρατούν τό δόγμα ἀκέραιο καί προφυλάσσουν τό ποίμνιο ἀπό τούς αἱρετικούς. Αὐτό ἔπραξαν ὄλοι οἱ Ἅγιοι Πατέρες μας καί λόγῳ τῶν ἀγώνων τους διατηρήθηκε τό δόγμα μας
ἀλώβητο καί καθαρό ἀπό τίς αἱρέσεις. Θά μποροῦσε ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς νά ἔχει κοινωνία μέ τόν αἱρετικό Καλέκα, πού σημειωτέον δέν τόν ἀνέφερε μέ τήν ἰδιότητά του, ἀλλά μόνον μέ τό ἐπίθετό του; ὁ Ἅγιος Μάξιμος ὁ ὀμολογητής δέν κοινωνούσε μέ κανένα ἀπό τά πατριαρχεῖα καί
σέ ἐρώτηση πού τού ἔγινε γιά νά κοινωνήσει μέ αὐτούς ἀπάντησε: ΜΕ προστάσσετε επίσης, ενώ έχω αυτά γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς
μου, να έλθω και να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία κηρύττοντας τέτοιου είδους δόγματα. Επίσης να γίνω κοινωνός με αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται εναντίον του Θεού; Να μη δώσει ο
Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία! Εγώ δεν θα γίνω ποτέ συγκοινωνός με αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες. (Μάξιμου του Ομολογητού, Περί των πραχθέντων… P.G. 90, 144B-145C).

Συνεπώς αὐτοί πού δέν ἀκολουθούν τούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδοεπισκόπους προστατεύουν τήν Ἐκκλησίας ἀπό τά σχίσματα, ὡς
ἔχοντας καί κατέχοντας τήν διαχρονική καί ἀναλοίωτη ἀλήθεια τοῦ Χριστού. Ἀντιθέτως, αὐτοί πού ἀκολουθούν τούς αἱρετικούς ψευδοδιδασκάλους καί ψευδεπισκόπους, δημιουργούν σχίσμα στήν Ἐκκλησία, διότι:

1ον: Ἀποδέχονται τίς καινοφανεῖς διδασκαλίες, τίς
αἱρέσεις δηλαδή, πού διδάσκονται, ἀφοῦ ἡ μνημόνευση εἶναι πρωτίστως κοινωνία ἐν τῇ πίστῃ. Αὐτό θά ἀποδειχθεῖ παρακάτω.

2ον: Ἄν δέν ἐλεγχθοῦν ὡς πλάνες οἱ καινοφανεῖς διδασκαλίες, δημιουργεῖται προηγούμενο καί παγιώνονται ὡς ἐπίσημη καί κανονική διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας μας, ὅπου θά παραδωθοῦν στίς
ἑπόμενες γενεές, ὅπως γίνετε σήμερα μέ τόν Οἰκουμενισμό καί τήν σύνοδο τῆς Κρήτης.

3ον: Ἀποδυναμώνετε τό Ὀρθόδοξο κριτήριο τῶν πιστῶν νά ἀντιδροῦν ἄμεσα καί ἀποτελεσματικά στό δηλητήριο τῆς αἱρέσεως πού εἶναι θανατηφόρο ἄν μείνει ἔστω καί ὀλίγο μεθ’ ἡμῶν, ὡς χωρίζον ἡμᾶς ἀπό τήν κοινωνία μας μέ τόν Κύριόν μας Ἰησοῦ Χριστόν.

4ον: Ὄχι μόνον δέν ὁμολογούν τήν ἀλήθεια τῆς πίστεώς μας μή συνεχίζοντας τήν παράδοση τῶν ἁγίων πατέρων στό τί ἔπραταν, ἀλλά καί
θέτουν τούς ἑαυτούς τους στήν ἀντίπερα ὄχθη τῆς ὁμολογίας, πού εἶναι ἡ προδοσία τῆς πίστεως. Καί αὐτό τό βλέπουμε σέ πολλές ἐπιστολές τοῦ
ἁγίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅπου ἔλεγχε ὡς ἐξωμότες αὐτούς πού δέν διώκονταν γιά τήν πίστη τους, λόγῳ τῆς κοινωνίας τους μέ τούς αἱρετικούς. Αὐτοί ὅμως πού συνεχίζουν νά ἔχουν κοινωνία μέ τούς ψευδεῖς ἐπισκόπους καί διδασκάλους, εἶναι σαφές πώς κοινωνούν στήν αἵρεσή τους, ἀκόμη καί ἀν πιστεύουν διαφορετικά ἀπό αὐτούς, καί διά
αὐτόν τόν λόγο πού δημιουργούν σχίσμα στό ἐκκλησιαστικό σώμα, λόγῳ δηλαδή τῆς αἱρέσεως πού ἀκολουθοῦν.

Ἡ θεωρία περὶ δυνητικότητος τοῦ ΙΕʹ Κανόνος, τὴν ἐπαναφέρε κατὰ τὴν δεκαετία τοῦ 1930, ὁ μοναχὸς Γεράσιμος Μενάγιας, ὅταν ἀνέλαβε κατ᾿ ἐντολὴν τῆς Ι.Μ.Μ.Λαύρας νὰ γράψει κατὰ τῶν «ἀγραμμάτων» ζηλωτῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν προχωρήσει στὴν διακοπὴ τοῦ μνημοσύνου τοῦ μασώνου Πατριάρχου Βασιλείου Βʹ, ἐξ αἰτίας τῆς καινοτομίας τῆς ἀλλαγῆς τοῦ ἡμερολογίου τὸ 1924. Κατόπιν συνεχίζει νὰ προβάλλει αὐτὴν τὴν θεωρία ὁ ἀρχ. Ἐπιφάνιος Θεοδωρόπουλος μὲ τὸ γνωστόν βιβλίο «Τὰ δύο ἄκρα» (1968) καὶ κατόπιν ὁ μοναχὸς Θεόκλητος Διονυσιάτης (1978). Δὲν εἶναι δυνατὸν ἕνας Ὀρθόδοξος καὶ μάλιστα ἐπίσκοπος νὰ ἔχει κοινωνία
πίστεως μὲ τοὺς αἱρετικοὺς, οἱ ὁποῖοι εἶναι ἐχθροὶ τοῦ Χριστοῦ καὶ τῆς ἀληθινῆς πίστεως. «Τὶς κοινωνία φωτὶ πρὸς σκότος; Τὶς δὲ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς Βελίαρ; Τὶς δὲ μερὶς πιστῷ μετ᾿
ἀπίστου»;Οἱ ἅγιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες ἐπί Βέκκου μᾶς λέγουν ὅτι αὐτὸ εἶναι τὸ«προσῆκον ὀρθοδόξοις χριστιανοῖς», τὸ αὐτονόητο δηλαδή καθῆκον γιὰ τοὺς ὀρθοδόξους χριστιανούς, νὰ διακόπτουν τὴν
ἐκκλησιαστική κοινωνία μὲ τοὺς ψευδεπισκόπους. Σήμερα, δυστυχῶς οἱ περισσότεροι δέν διακόπτουν τό μνημόσυνο τῶν αἱρετικῶν ἐπισκόπων, δήθεν διότι ὁ ΙΕʹ Κανόνας δὲν εἶναι ὑποχρεωτικὸς, ἀλλὰ δυνητικὸς, γιὰ νὰ δικαιολογήσουν τὴν ἐλέγχουσα αὐτῶν συνείδησιν, ἐπειδὴ ἀρνοῦνται τὸν σταυρικὸ βίο τῆς ὁμολογίας ὅπου μᾶς ἐδίδαξαν καί ἔπραξαν οἱ ἅγιοί μας, ἁπορρίπτοντας σύνολη τὴν ἁγιοπατερικὴ
διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας, δικαιολογόντας αὐτὴ τους τὴν στάση στηριζόμενοι σὲ μία ἐγκεφαλική ‘’λογικὴ’’ σοφιστικὴ ἑρμηνεία κάποιων ψευδοθεολόγων οἱ ὁποῖοι ὁμιλοῦν περί δυνητικῶν κανόνων.

Εἶναι δυνατὸν μία ἐντολὴ τοῦ Χριστοῦ νὰ εἶναι δυνητική; Ἡ ἐντολὴ π.χ «οὐ κλέψεις», σημαίνει ἄν θέλω μπορῶ νὰ κλέβω, καὶ ἄν θέλω δὲν κλέβω!
Εἶναι δυνατὸν οἱ νόμοι ἑνὸς κράτους νὰ εἶναι δυνητικοὶ;

Κάποιοι ὑποστηρίζουν πώς ὅταν δέν μνημονεύουμε τούς αἱρετικούς ἔστω ἐπισκόπους ἀποκοβόμαστε ἀπό τήν Ἐκκλησία. Αὐτοί ἔχοντας παπική ἀντίληψη περί Ἐκκλησίας ὑποστηρίζουν ἀθεολογήτως καί ἀντιπατερικα πώς ἄν ἕνας ἐπίσκοπος κηρύσσει αἵρεση, δέν εἶναι λόγος γιά ἐμᾶς νά ἀποκοποῦμε ἀπό τήν Ἐκκλησία!! Δηλαδή διακόπτοντας τίς σχέσεις μας μέ τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο, βρισκόμαστε ἐκτός Ἐκκλησίας, διότι κατ’ αὐτούς ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι Ἐκκλησία, καί αὐτοί πού ἀκολουθοῦν τόν 15ο κανόνα καί τούς ἁγίους καί κατ’ ἐπέκταστιν τήν ἀλήθεια ὅπως μας τήν παρέδωσαν μέσω τῶν Ὀρθοδόξων Συνόδων οἱ πατέρες μας, βρίσκονται ἐκτός
Ἐκκλησίας!!

Τέλος γιά νά ἀποδείξουμε ὅτι ἡ διακοπή τῆς κοινωνίας μέ τούς αἱρετικούς εἶναι ὑποχρεωτικός ὡς ὁ μόνος τρόπος ἀντιμετωπίσεως τῆς κακοδοξίας, θά ἐξετάσουμε μέ βάσει τούς ἁγίους Ἁγιορείτες ἐπί Βέκκου τί σημαίνει ἡ μνημόνευση τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως ἐν τοῖς μυστηρίοις.

Οἱ Ἅγιοι Πατέρες εἶχαν ὑπ᾿ ὄψιν τους τὴν ἑρμηνεία τοῦ Θεοδώρου Ἀνδίδων: «Ἐν πρώτοις μνήσθητι Κύριε τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἡμῶν· ἀφ᾿ ἧς δείκνυται ὑποταγὴ ἡ πρὸς τὸ ὑπερέχον· καὶ ὅτι τούτο μνημονευομένου ἀρχιερέως κοινωνός ἐστι καὶ ὁ προσφέρων τῆς πίστεως καὶ τῆς παραδόσεως· τῶν μυστηρίων διάδοχος, Ἀλλ᾿ οὐχὶ καινὸς τις μύστης ἤ
εὑρετὴς των παρ’ αὐτοῦ προσφερομένω συμβόλων» (Θεοδώρου Ἀνδίδων, Προθεωρία κεφαλαιώδης περὶ τῶν ἐν τῇ θεία λειτουργίᾳ γινομένων συμβόλων καὶ μυστηρίων, PG 140, 460-1).

Ὁ ἱερέας μνημονεύοντας λοιπὸν τὸ ὄνομα τοῦ αἱρετίζοντος Ἀρχιερέως, γίνεται συγκοινωνός στὴν αἱρετικὴ πίστη τοῦ ἀρχιερέως, ἄσχετα ἄν αὐτὸς ἔχει “ὀρθόδοξον φρόνημα” καὶ δηλώνει ὅτι δὲν συμφωνεῖ μὲ τὰ αἱρετικὸ φρονήματα τοῦ ἐπισκόπου. Αὐτὸ, ὅμως δὲν ἰσχύει μόνον διὰ τὸν ἱερέα ἀλλὰ γιὰ ὅλους τοὺ πιστούς, διότι διακοπὴ μνημοσύνου δὲν κάνει μόνον ὁ λειτουργός, ἀλλὰ ὁλόκληρον τὸ σῶμα τῆς Ἐκκλησίας, καθώς ὁ ἱερέας δὲν δύναται νὰ λειτουργεῖ μόνος του χωρὶς τὴν συμμετοχὴ τοῦ λαοῦ.

Οἱ ἅγιοι Ἁγιορεῖτες ἑρμηνεύουν τά παραπάνω ὡς ἐξῆς: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία τὴν ἐπὶ τῶν ἀδύτων ἀναφορὰν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως συγ κοι ν ω ν Ίαν τ ε λ ε ίαν ἐδέξατο τοῦτο». Ἄνωθεν, σημαίνει, ὅτι εἶναι διαχρονικὴ παράδοση τῆς Ἐκκλησίας, ὅτι ἡ μνημόνευση, δηλ. ἡ ἀναφορὰ τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως δηλώνει τὴν
τέλεια συγκοινωνία πίστεως μὲ τὴν πίστιν τοῦ ἀρχιερέως. Ποῦ εἶναι, λοιπὸν ὅλοι αὐτοὶ ποὺ ὁμιλοῦν περιπαικτικῶς καὶ εἰρωνικῶς περὶ “συγκοινωνούντων δοχείων”;

Ἐδῶ εἶναι τὸ πιὸ λεπτὸ σημεῖον, τὸ ὁποῖον, δυστυχῶς δὲν ἔχει συνειδητοποιηθεῖ ἀκόμη καὶ ἀπὸ αὐτοὺς ποὺ ἀγωνίζονται κατὰ τοῦ οἰκουμενισμοῦ. Διὰ τῆς μνημονεύσεως καὶ μόνον τοῦ ὀνόματος ἑνὸς οἰκουμενιστοῦ ἐπισκόπου, ἀποκτοῦμε τελείαν συγκοινωνίαν μὲ τὴν αἵρεσή του, γινόμαστε κοινωνοί στήν αἵρεση πού πρεσβεύει καί διδάσκει, διότι ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ τὸν μνημονεύουμε καί συνεπώς
τόν θεωροῦμε ὡς «ὀρθοτομοῦντα τὸν λόγον τῆς σῆς ἀληθείας», κάτι τὸ ὁποῖον μᾶς κατέστησαι ψεῦτες καὶ ὑποκριτές. Καί πάλιν οἱ Ἁγιορεῖτες πατέρες ἐπί Βέκκου ἐκφράζοντας τό διαχρονικό φρόνημα τῶν
πατέρων μᾶς λένε: «…τὸ συνάπτειν αὐτὸν ὡ ὀρθόδοξον Πατριάρχην μετὰ τῶν λοιπῶ ὀρθοδόξων πατριαρχῶν. Ἐν καιρῷ φρικτῶν μυστηρίωνσκηνικῶς παίξομεν καὶ τὸ μὴ ὄν ὑποκρινώμεθα; Καὶ πῶς ταῦτα ἀνέξεται ὀρθόδοξος ψυχή, καὶ οὐκ ἀποστήσεται τῆς κοινωνία τῶν μνημονευσάντων αὐτίκα κα καπηλεύσαντας τὰ θεῖα τούτους ἡγήσεται»;(σελ. 399). Πῶς δηλαδὴ μπορεῖ νὰ τὸ ἀνεχθεῖ αὐτὸ μία
ὀρθόδοξη ψυχή καὶ νὰ ὑποκρίνεται σὰν νὰ παίζει σὲ σκηνὴ θεάτρου καὶ νὰ μὴν ἀποστεῖ νὰ μὴ φύγει μακρυὰ ἀπὸ τὴν κοινωνία αὐτῶν ποὺ μνημονεύουν, καὶ κατ᾿ αὐτὸν τὸν τρόπον καπηλεύουν τὰ θεῖα, διότι γνωρίζουν ὅτι ὁ ἐπίσκοπός τους δὲν ὀρθοτομεῖ τόν λόγον τῆς ἀληθείας, ὅπως γίνεται καὶ σήμερα μὲ τοὺς οἰκουμενιστὲς ἐπισκόπους; Τέλος ἀναφέρουν. «Καὶ ὁ μέγας πατὴρ ἡμῶν καὶ ὁμολογητὴς Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα, διὰ ἐπιστολῆς αὐτοῦ «ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην·
καί τοι περὶ τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρὸν, οὐ καταθαρρῶ, πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων».

Καὶ μόνον ἐκ τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ ἐπισκόπου γίνεται κοινωνὸς τῆς αἱρετικῆς πίστεώς του καὶ ὁδηγεῖ στὸ συμπέρασμα, ὅτι ὁ ἱερέας, παύει πλέον νὰ εἶναι ὀρθόδοξος. Πῶς ἔγκειται ὅμως ὁ
μολυσμός; Στὸ ὅτι δὲν διαχωρίζεται τὸ βέβηλον ἀπὸ τὸ ὅσιον, τὸ ἀκάθαρτον ἀπὸ τὸ καθαρόν.

Γιά αὐτόν τόν λόγο ΟΛΟΙ ΟΙ ΑΓΙΟΙ διέκοπταν τήν κοινωνία μέ τούς αἱρετικούς ἐπισκόπους ἤ ἱερεῖς, ἔστω καί ἂν τούς ἔδιναν μία μικρή διορία γιά νά μετανοήσουν, ἐλέγχοντάς τους διά τίς αἱρέσεις ὅπου ἀναίσχυντα ἐκήρυττων, πρίν ἐπίσημης συνοδικῆς καταδίκης τους. Μερικές ἀντιπροσωπευτικές ἀπό αὐτές εἶναι: ἡ διακοπή κοινωνίας τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, τοῦ μεγάλου Ἀντωνίου καί τῶν λοιπῶν γερόντων τῆς Αἰγυπτιακῆς ἐρήμου μέ τούς αἱρετικούς ἀρειανούς, τῶν Ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Ἀντιοχείας τῶν ἀκολουθούντων τόν ὀρθόδοξο Εὐστάθιο Ἀντιοχείας μέ τούς αἱρετικούς ἀρειανούς καί τόν δικό τούς ἀρειανό ἐπίσκοπο Ἀντιοχείας, τήν διακοπή κοινωνίας Μεγάλου Βασιλείου μέ τόν ἀρχιεπίσκοπο Καισαρείας Διάνιο, ὁ ὁποῖος ὑπέγραψε μία μή Ὀρθόδοξη ὁμολογία, τοῦ Ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου μέ τόν ἀρειανό ἀρχιεπίσκοπο Κων/πόλεως Δημόφιλο, τῶν
ὀρθοδόξων πιστῶν τῆς Κων/πόλεως μέ τό αἱρετικό Πατριάρχη Κων/ πόλεως Νεστόριο, πρίν τήν καταδίκη του από την Γ΄ Οικουμενική Σύνοδο.

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...