Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Ὁ κανόνας τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) περί Ακύρων μυστηρίων

Ὁ Κυπρ-1 [ κυπριανός ]εἶναι ἀπολύτως σαφής καί κατηγορηματικός καί ἀποκλείει ἐντελῶς τήν ἀναγνώριση “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος στόν Κυπρ-1 ἀρνοῦνται κατηγορηματικά τήν ὕπαρξη τελετουργικῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάριτος στό χῶρο τῶν αἱρέσεων.

 
Σύμφωνα μέ τόν Κυπρ-1 στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
·      τό μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»),
·      τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
·      τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
·      τῆς Ἱερωσύνης («Πῶς δέ εὔξεται ὑπέρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχί ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καί ἁμαρτωλός;»)
·      τοῦ Βαπτίσματος («μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος»). 
·      Δέν ὑπάρχουν, λοιπόν, στήν αἵρεση μυστήρια, διότι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία: «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν»,  «ἁγιᾶσαι δέ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι». 

Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[10], τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια[11].
Ὁ Θεοφιλέστατος στό ἄρθρο του γιά νά παρακάμψει τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Συνόδου  ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος καί τόν ἀξιολογεῖ ὡς προσωπική καί μόνο ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία, κατ’  αὐτόν,  δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅμως:
Ἀποφεύγει νά ἐξηγήσει ὁ Θεοφιλέστατος:  γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες καί τοῦ προσέδωσε ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος; Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο καί ἀπαιτεῖ ὑπεύθυνη ἀπάντηση: Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γιατί τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες Της;
Ἐπίσης, ἀπορία προκαλεῖ ὅτι ὁ Θεοφιλέστατος δέν μνημονεύει καθόλου τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους Ἀποστολικούς Κανόνες, πού ταυτίζονται πλήρως ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ.  Γιατί; Μήπως ἐπειδή οἱ Κανόνες αὐτοί ἀνατρέπουν πλήρως τήν καινοφανῆ “περιεκτική ἐκκλησιολογία”, τήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει;
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς καί δέν παρέχουν καμία δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
1. Ἀποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
2. Ἀποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
3. Ἀποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, μή τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ’  ἕν βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τόν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
4. Ἀποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω καί αὐτός, καί ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίῃ, ὅτι παρά αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική στόν Στ-2 ἀναφερόμενη στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ..... κανόνας.  Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας, τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ ... ἔτι μήν  ...  ἔτι μήν  ...  ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ’  αὐτόν συνόδου ἐκθέντα κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅσοι ἑρμηνεύουν, ἐν οἶς καί ὁ Θεοφιλέστατος, τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2  ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Πενθέκτη ὀφείλουν νά λάβουν ὑπ’  ὄψιν τους:
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει οἰκουμενικό κῦρος στόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ πρό τῆς ἐπικυρώσεώς του ἀπό τόν Στ-2. Ὁ Κανόνας ἦταν ἐνταγμένος στό «Σύνταγμα εἰς δεκατέσσαρας τίτλους», πού ἦταν τό ἐν χρήσει «Πηδάλιο» τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τά μέσα τοῦ 6ου αἰ. καί μάλιστα βάσει αὐτοῦ ἐξέδωσε ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν Στ-2[12]. Ἄν δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενό του ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιατί τόν εἶχε ἐντάξει στό “Σύνταγμά” της ἀπό τόν 6ο ἤδη αἰ.;  Ἀναμένουμε ὑπεύθυνη καί πειστική ἀπάντηση.
2. Ὁ Στ-2 δέν συνετάγη μέ τήν προοπτική τῆς ἱστορικῆς διασώσεως κανονικῶν κειμένων, ἀλλά γιά καθαρά θεολογικούς καί ποιμαντικούς λόγους.
3. Ἄν ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔκρινε ὅτι δέν τήν ἐξέφραζε ὁ κανόνας αὐτός, ἁπλῶς δέν θά τόν ἀνέφερε, ὅπως ἔκανε μέ πολλούς ἄλλους κανόνες Συνόδων ἤ Πατέρων. Αὐτό μάλιστα ἦταν πολύ εὔκολο, τή στιγμή πού εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική διόρθωσε καί κατήργησε ἄλλους κανόνες, χωρίς νά φεισθεῖ τῆς αὐθεντίας σημαντικῶν προσώπων ἤ Τοπικῶν Συνόδων (π.χ. ὁ Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, ὁ Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), ὁ Στ-16 ἀκυρώνει ρητῶς τόν Νεοκαισ-15).
4. Παρά τό ὅτι ἀφορμή γιά τή σύνταξη τοῦ Κυπρ-1 ἦταν τό ἐρώτημα γιά τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν πρώην αἱρετικῶν, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τά πρακτικά[13], εἶναι ἄξιον ἐπισημάνσεως ὅτι τό κείμενο τοῦ κανόνος δέν δίνει ἄμεση καί ρητή ἀπάντηση στό τί δέον γενέσθαι, ἀλλά περιορίζεται στίς θεολογικές ἀρχές πού θά πρέπει νά πρυτανεύσουν στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀπό τούς κατά τόπον ἁρμοδίους, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Τό πρακτέον, δηλαδή ἡ ὑποχρεωτική βάπτιση, συνάγεται σαφέστατα ἀλλά πάντως δέν δηλώνεται ρητῶς στόν κανόνα.
5. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε ὁ Κυπρ-1 δέν εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας πού ἀναφέρεται στήν ἀκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Συμφωνοῦντες καί «συμφρονοῦντες» μέ αὐτόν εἶναι οἱ Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί οἱ δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ος καί 47ος), ὁ ὁποῖος μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί  προσφέρει μάλιστα καί πρόσθετη θεολογική αἰτιολογία ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατο. Εἶναι σημαντικό ὅτι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω κανόνες ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 χωρίς καμία ἐπιφύλαξη, ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος.
6. Ἄξιο ἰδιαιτέρας ἐπισημάνσεως εἶναι ὅτι τόσο ὁ Κυπρ-1 ὅσο καί οἱ Ἀποστ-46, -47, -50, -68, Βασιλ-1 καί -47 γιά νά αἰτιολογήσουν τή θέση τους προβάλλουν σαφῆ καί ἐκτεταμένη θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἐπιχειρηματολογία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 δέν προσπαθεῖ κἂν νά ἀντιμετωπίσει ἤ νά ἀναιρέσει τή θεολογική τους αἰτιολόγηση, ὅπως κάνει σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἀκυρώσεως κανόνων ἥσσονος σπουδαιότητος (π.χ. ὅταν μέ τόν Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, μέ τόν Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), μέ τόν Στ-16 ἀκυρώνει τόν Νεοκαισ-15).
7. Τέλος, νομίζουμε, ὅτι δέν εἶναι ἄνευ σημασίας τό ὅτι ὁ Στ-2 μετά ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐπικύρωση τοῦ κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, σημειώνει: «καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινῶν συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῷ κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’ αὐτοῦ, ἐν ὦπερ πταίει θεραπευόμενος». Καί ἄν αὐτό δέν ἔγινε ἀπολύτως συνειδητά ἀπό τούς Πατέρες, ποιός μπορεῖ νά ἀποκλείσει ὅτι καί σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τῆς συνοδικῆς διαπιστώσεως ὅτι «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα» (Ζ-1);
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος τοῦ Κυπρ-1 καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες παραπέμπουμε στόν Μητροπολίτη Γέροντα Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), ὁ ὁποῖος σημειώνει μέ σαφήνεια: «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν ποῦ τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού "θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται" στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά»[14]. Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὡς κανόνα πού ἔχει περιβληθεῖ μέ οἰκουμενικό κῦρος ἀπό τόν Στ-2 σημειώνει:  «Ἑποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ "µυστήρια" πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας.  Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν "µυστήριο" ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα "ἐκκλησιαστικά" ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[15].  Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος τά γράφει, ὄχι ἐγώ…
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2; Ὁ Ἅγ. Νικόδημος στό Πηδάλιο εἶναι ἀπολύτως σαφῆς[16]:  Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε τόν Κυπρ-1, τούς Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Β-7 καί ἀργότερα ἡ Στ΄ μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικών[17], ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική των μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη προσέδωσε οἰκουμενικό κύρος στόν Κυπρ-1 καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ο Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλη τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική οἰκονομία («τό ἔθος τῶν πατέρων»).  [Γιά τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Στ-2 μέ τήν λέξη “ἔθος” δέν προσδιορίζεται ἡ δογματική διδασκαλία (ἐκκλησιολογία), ὅπως ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Θεοφιλέστατος, ἀλλά, κατά περίπτωση, ἡ πρακτική  της οἰκονομίας μέ τόν ἀναβαπτισμό ἤ τῆς ἀκρίβειας μέ τόν μή ἀναβαπτισμό]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά, νομίζουμε ὅτι ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐντάσσοντας τόν Κυπρ-1 στούς ἐπικυρωμένους κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος τή θεολογία τοῦ κανόνος (οὐσιαστικά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν, ὅταν χρειάζεται.

Πρωτοπρεσβ. Ἀναστάσιος  Κ.  Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν

[10] ΓΦλωροφσκι, T Σῶμα τοῦ ζῶντος ΧριστοῦΜία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμὸς, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Αθ. Γιεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) 137-158. βλ. καὶ Β. Τσιγκοσ, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας στήν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers: «Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μίας μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὕπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a, 3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια” τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα, τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας” τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1,10) ὡς τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 14). Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ “εἶναι” τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνίσταται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα καὶ κατοικεῖ “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1, 14)». Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση της Β΄ Βατικανής, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 182 κ.ἑξ.
[11] Ιω. Ζηζιουλασ, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἔκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις  19902, σ. 131-132, Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση, σ. 75-89, 95-97, 166-167.
[12]  Π. ΜενεβισογλουἹστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ σ. 69-83.
[13]  Σπ. Μήλιας,  Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγ. Ὅρος, τ. Α΄ (1981), πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως  1761, 1763,  σ. 184-190,  Mansi 1, 967A-991C,  Γ. Α. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων,  ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Γ΄, σ. 7-19.
[14] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995 σελ. 94.
[15]  Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου,  ἒνθ. ἀνωτ. σελ. 96.
[16]  Ἑρμηνεία στον Αποστ-46  και στον Κυπρ-1.
[17]   Αθ. Γεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ», σ. 146, ὑποσ. 11.

Κανὼν τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου: Ὅτι οἱ παρὰ αἱρετικοῖς βεβαπτισμένοι, προσερχόμενοι τῇ ἐκκλησίᾳ βαπτίζονται.

Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶ μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστὲ καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἐαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὤν αὐτὸς καὶ παρ' ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὦν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς Ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας. Λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὄ,τι ἐν τῇ καθολικῇ Ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἰρετικοῖς, ὅπου Ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν Ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ. Ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε Ἐκκλησίαν. Ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἠμῖν, μηδαμῶς δύνασθαί παρ' ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἒλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου, ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν Ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ' ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας Ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὃπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν Ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἴνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὃτι· Ἃγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος, ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν ἐν πλάνῃ εὐρεθεὶς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ' ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ' ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ' ἐμοῦ κατ' ἐμοῦ ἐστί, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ' ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἒρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὄτι ἐσχάτη ὥρα, ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ' οὐκ ἦσαν ἐξ ἠμῶν. Ὄθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρῖψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον ἑνότητός τε καὶ πίστεως καὶ ἀληθείας.

Η Αποτείχιση είναι προϊόν θεϊκής αγάπης






Αναμφίβολα, αγάπη προς το Θεό και ορθόδοξη ποιμαντική, είναι διαλεκτικά δεμένα.
           «Λέγει τω Σίμωνι Πέτρω ο Ιησούς. Σίμων Ιωνά αγαπάς με πλείον τούτων; Λέγει αυτώ· ναι Κύριε, συ οίδας ότι φιλώ σε. Λέγει αυτώ· Βόσκε τα αρνία μου» (Ιωάν. κα, 15).

Μόνο στον άξονα της αγάπης (Ματθ. 22, 37-40) (Παρ. Κη, 4) ερμηνεύεται θεολογικά και ποιμαντικά ο 15ος κανόνας της Α-Β συνόδου. Στον άξονα της αγάπης προς τον Θεό, προς την Εκκλησία και προς τον άνθρωπο, εστιάζεται η συνοδική διατύπωση του κανόνα. Στην σταυροειδή αυτή εντολή της αγάπης (Ματθ. Κβ, 37-40) «όλος ο νόμος και οι προφήται κρέμανται».
Στη σημερινή, βαθειά αποτελματωμένη πνευματική – εκκλησιαστική κατάσταση, η Αγιογραφική μελέτη του κανόνα κονιορτοποιεί τις ιδιότυπες και προβληματικές αμφιβολίες (μερίδας πιστών και Εκκλησιαστικών εντύπων) για την εφαρμογή του.
Η συνθηματολογική φόρμουλα «όχι σχίσμα», είναι μία αυτονομημένη εκκλησιαστική θέση, που αποδομείται μπροστά στην αγιογραφική θεμελίωση – ερμηνεία του.
Η μηχανιστική γνώση της εκκλησιαστικής ιστορίας, η παρέλευση των αιώνων και η μη επίσημη εκκλησιαστική προσέγγισή του, είχαν αναπόφευκτη συνέπεια τη «σμίκρυνση» του κανόνα, πνευματικά και ιστορικά.
Η αγάπη στο νόμο του Θεού, δηλ. στον ίδιο το Θεό, δημιουργεί (Παρ. Κη, 4) τη δυναμική στάση – τείχος αρχών και αληθείας, που είναι στάση νήψεως και μαρτυρίας έναντι της ασεβείας – αιρέσεως. Η οικουμενιστική θεολογία και οι «ορθόδοξες» ηγεσίες-επίσκοποι, έχουν δώσει τα χέρια στις ευαγγελικές αλλοιώσεις – εκτροπές. «Εσύ παιδί μου να είσαι κοντά στο Χριστό και θα σωθείς», είναι η ποιμαντική γραμμή των ημερών μας. Δημιούργησαν τυφλή εμπιστοσύνη στο «όνομα του Ιησού», μη προσέχοντας την προειδοποίηση του Χριστού: «πολλοί γαρ ελεύσονται επί τω ονόματί μου λέγοντες ότι εγώ ειμί και ο καιρός ήγγικε. Μη ουν πορευθήτε οπίσω αυτών»  (Λουκ. 21,8).
Τι διαφορετικό προστάζει ο 15ος κανόνας, όταν από αγάπη δεν αφήνει το πλήρωμα να πορευθεί «οπίσω αυτών», οπίσω των αιρετικών επισκόπων;
Ο συνεκτικός δεσμός της Ορθοδοξίας βρίσκεται στη συνύπαρξη αγάπης στο Θεό και ορθής συνοδικής υπακοής-ποιμαντικής, προς όφελος-σωτηρία του πεπτωκότος ανθρώπου.
Ο 15ος κανόνας εκφράζει την καθολική συνείδηση της Εκκλησίας, που αρχίζει από τις αγαπητικές μυστικές συνειδησιακές κραυγές αποδοκιμασίας της αίρεσης και του αιρετικού επισκόπου, και ολοκληρώνεται σε επίπεδο συνοδικότητας.
Το Ορθόδοξο πνεύμα των Πατέρων δεν είναι ουτοπικό,
διωκτικό, σχισματικό. Από αγάπη εκφράζει συνοδικά την τραγωδία της αποστασίας προς την κατεύθυνση της σωτηρίας. Εφ’ όσον η στάση απέναντι στην αίρεση έχει φωτισθεί αγιογραφικά – συνοδικά, τότε απομένει η αυθεντική αντίσταση των πιστών και των ποιμένων έναντι του οικουμενισμού. Η θεραπεία του αρρωστημένου επισκόπου (από την αίρεση) δεν γίνεται με την συνύπαρξη, με την σύνθεση αλήθειας – αίρεσης, διότι αυτό είναι ο οικουμενισμός.
Από τον επίσκοπο κρέμονται χιλιάδες ψυχές. Αν οι αφετηρίες του είναι αιρετικές – οικουμενιστικές, πως θα φωτισθούνε σε συνειδητό επίπεδο, σε ορθόδοξη προοπτική, όλοι εκείνοι που αγνοούν τις διαστάσεις – εκφάνσεις της Ορθοδοξίας, θεωρητικά και πρακτικά;
«Ουχ οράς όσα δει τον επίσκοπον έχειν; Διδακτικόν ειναι, ανεξίκακον, αντεχόμενον του κατά την διδαχήν πιστού λόγου (Α΄ Τιμ. Γ΄, 3 και Τίτ. α΄,7). Πόσης τούτο δυσκολίας; Και των τοις άλλοις αμαρτανομένων αυτός έχει τας αιτίας», παρατηρεί ο Ι. Χρυσόστομος (περί εκλογής επισκόπων).
Όταν η ποιμαντική επισκοπική πράξη είναι ενσυνείδητα αιρετική, τότε η εφαρμογή του 15ου κανόνα δεν είναι πράξη αγάπης προς τον επίσκοπο και προς τον λαό; Ασφαλώς και είναι!
Την εποχή του Μ. Βασιλείου κοιμήθηκε εκ Κυρίω ο Επίσκοπος Νεοκαισάρειας. Ο Μ. Βασίλειος (επιστολή 28) γράφει εγκωμιαστικά: «Ήταν επίσκοπος» «εχθρός της καινοτομίας», «φύλακας των πατρώων θεσμών». Ήταν ακόμα θεμελιωμένος «στο παλαιό της Εκκλησίας σχήμα» και το κυριότερο, τονίζει ο Μ. Βασίλειος, «Ούτως ουδέν οίκοθεν ουδέ νεωτέραις φρενός εύρημα προέγερε ο ανήρ»· δηλ. Τίποτε δεν έλεγε δικό του. Δεν είχε νου που να κάνει εφευρέσεις – νεωτερισμούς στην Εκκλησία.
Ο λόγος του Μ. Βασιλείου δίνει τη μαρτυρία του ηρωικού – αληθινού επισκόπου, που κινείται στα αδιαπραγμάτευτα και αδιάστατα σύνορα της Ορθοδοξίας. Ο λόγος όμως αυτός υπογραμμίζει, αντιθετικά, και το σημερινό δράμα των Ορθοδόξων, που είναι μάρτυρες μιας τραγικής αλλοίωσης, μιας οικουμενιστικής αλλοιώσεως των επισκόπων.
Οι σημερινοί «ορθόδοξοι» πολέμιοι του 15ου κανόνα, έχουν μια μονόπλευρη αίσθηση του οικουμενισμού, γι’ αυτό και συνεργάζονται ανυποψίαστοι(;) με την αίρεση. Τι είναι όμως οικουμενισμός; Στην θεολογική του διάσταση αποτελεί «επανεύρεση της αρχικής και αληθινής Εκκλησίας». Το 1967, στο Χριστουγεννιάτικο μήνυμά του, ο Πατριάρχης Αθηναγόρας τόνισε: «Στο ενωτικό κίνημα δεν συζητούμε για την προσέγγιση των Εκκλησιών, παρά για την επανίδρυση της Μίας, αγίας, καθολικής και αποστολικής Εκκλησίας, που συνυπάρχει στην Ανατολή και τη Δύση».
Όσο βαθύτερα γνωρίζεις τον οικουμενισμό, τόσο πιο θετική είναι η μαρτυρία της συνειδήσεως για εφαρμογή του 15ου κανόνα.
Όσοι είναι εγκλωβισμένοι στη «θεολογία της ατομικότητας», αγνοώντας την αίρεση που προωθούν οι οικουμενιστές επίσκοποι και πιστεύουν ότι με την άσκηση και με τα Μυστήρια ενώνονται με το Χριστό, ας ακούσουν τον Μ. Βασίλειο: «Ου γαρ Εκκλησία προσκυνείται, αλλά της Εκκλησίας η κεφαλή, ο Χριστός» (Ερμηνεία στον ΜΔ΄ Ψαλμό).
Με απλά λόγια, τον Χριστό πολεμούν οι οικουμενιστές!
Ο άγιος Ισίδωρος ο Πηλουσιώτης διδάσκει: «όσοι αφαιρούν ή τολμούν να προσθέτουν ο,τιδήποτε στα θεόπνευστα λόγια, πάσχουν από μία από τις δύο παρακάτω αρρώστιες:
«Είτε δεν πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή γράφτηκε από το Άγιο Πνεύμα και γι’ αυτό πρέπει δικαίως να αποκαλούνται άπιστοι, είτε θεωρούν τον εαυτό τους σοφότερο από το Άγιο Πνεύμα και σ’ αυτήν την περίπτωση τι άλλο μπορεί να πει γι’ αυτούς κανείς, αν όχι ότι παραφρονούν;».
Σήμερα, κάθε επίσκοπος, κάθε πνευματικός και Γέροντας, έχουν τη δική τους πρακτική προσέγγιση – άμυνα (;) έναντι του οικουμενισμού. Το νέο δόγμα της «δημιουργικής θεολογίας» είναι: «Οι συνθήκες την εποχή αυτή δεν επιτρέπουν την διακοπή του μνημοσύνου του Πατριάρχη». Σήμερα, δυστυχώς, η προβαλλόμενη πνευματική άμυνα δεν είναι ισοεπίπεδη της σφοδρότητας και επικινδυνότητας του οικουμενισμού.
Ερωτήματα: Μήπως οι συνθήκες της εποχής μας δημιουργήθηκαν από την πονηρία του Σατανά, οπότε ο Σατανάς αφόπλισε τους Ορθοδόξους με την υπακοή τους σε ανθρώπινα δεδομένα – συνθήκες; Η διαχρονική αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία, μέσω των Οικουμενικών Συνόδων και τα μαρτύρια των αγίων οργάνωσε την άμυνά της ή μέσω των περίπλοκων, πολιτικών και εκκλησιαστικών δεδομένων;
Η «δημιουργική θεολογία» δεν έχει τη διαύγεια του Πατερικού νου. Είναι η νέα ποιμαντική θεολογία μακριά από τις Πατερικές αρχές, που έχουν διατυπωθεί στις Οικουμενικές Συνόδους. Στην επιστολή των Αγιορειτών Πατέρων προς τον Αυτοκράτορα Μιχαήλ Παλαιολόγο, δεν βρίσκουμε ούτε ίχνος της παγίδας της «δημιουργικής θεολογίας». Μπροστά στην κίβδηλη πνευματικότητα των ενωτικών με γεμάτη την καρδιά τους από το Άγιο Πνεύμα, τόνισαν:
«Και πως ταύτα ανέξεται Ορθοδόξου ψυχή, και ουκ αποστήσεται της κοινωνίας των μνημονευσάντων αυτίκα, και ως καπηλεύσαντας τα Θεία τούτους ηγήσεται;».

ΝΙΚΟΣ Ε. ΣΑΚΑΛΑΚΗΣ
ΜΑΘΗΜΑΤΙΚΟΣ

ΠΩΣ ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ. Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος

ΠΩΣ ΝΑ ΣΗΚΩΝΟΥΜΕ ΤΙΣ ΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ

ΧΕΙΡΑΓΩΓΙΑ ΣΤΗΝ ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΗ ΖΩΗ"

Ὅσιος Θεοφάνης ὁ Ἔγκλειστος



Τά βάσανά σας εἶναι πολλά. Τά χτυπήματα πέφτουν ἐπάνω σας ἀδυσώπητα ἀπ' ὅλες τίς μεριές. Ἀλλά μήν ἀπελπίζεστε.Δοκιμασίες εἶναι, πού σᾶς βρίσκουν μέ παραχώρηση τοῦ Φιλάνθρωπου Θεοῦ, γιά νά καθαρισθεῖτε ἀπό τά πάθη και τίς ἀδυναμίες σας. Παραδῶστε λοιπόν, τόν ἑαυτό σας στά χέρια Του μέ ἐμπιστοσύνη, εὐψυχία, χαρά καί εὐγνωμοσύνη.

Μή θυμώνετε, μή δυσφορεῖτε, μήν τά βάζετε μέ κανέναν ἄνθρωπο. Ἀφῆστε τους ἐλεύθερους νά ἐπιτελοῦν ἐπάνω σας καί μέσα σας τό ἔργο τῆς Πρόνοιας τοῦ Κυρίου, πού, ἀποβλέποντας στή σωτηρία σας, πασχίζει νά βγάλει ἀπό τήν καρδιά σας κάθε ἀκαθαρσία. Ὅπως ἡ πλύστρα τσαλακώνει, τρίβει καί χτυπάει τά ροῦχα μέσα στή σκάφη, γιά νά τά λευκάνει, ἔτσι καί ὁ Θεός τσαλακώνει, τρίβει καί χτυπάει ἐσᾶς, γιά νά λευκάνει τήν ψυχή σας καί νά τήν ἑτοιμάσει γιά τήν Οὐράνια Βασιλεία Του, ὅπου κανένας ἀκάθαρτος δέν θά μπεῖ.  Αὐτή εἶναι ἡ ἀλήθεια. Προσευχηθεῖτε νά σᾶς φωτίσει τό νοῦ ὀ Κύριος, γιά νά τήν ἀντιλήφθεῖτε. Τότε μέ χαρά θά δέχεστε καθετί τό δυσάρεστο σάν φάρμακο πού σᾶς δίνει ὁ Ἐπουράνιος Γιατρός. Τότε θά θεωρεῖτε ὅσους σᾶς βλάπτουν σάν εὐεργεικά ὄργανα Ἐκείνου. Καί πίσω τους θά βλέπετε πάντα τό χέρι τοῦ Μεγάλου Εὐεργέτη σας. Γιά ὅλα νά λέτε: "Δόξα Σοι, Κύριε! ". Νά τό λέτε, ἀλλά καί νά τό αἰσθάνεστε. Σᾶς συμβουλεύω νά ἐφαρμόσετε τούς παρακάτω κανόνες: 1. Κάθε στιγμή νά περιμέντε κάποια δοκιμασία. Καί ὅταν ἔρχεται, νά τήν ὑποδέχεστε σάν εὐπρόσδεκτο ἐπισκέπτη. 2. Ὅταν συμβαίνει κάτι ἀντίθετο στό θέλημά σας, κάτι πού σᾶς προκαλεῖ πίκρα καί ταραχή,      νά συγκεντρώνετε γρήγορα τήν προσοχή σας στήν καρδιά καί ν' ἀγωνίζεστε μ' ὅλη σας τή δύναμη, μέ βία καί προσευχή, ὥστε νά μή γεννηθεῖ ὁποιοδήποτε δυσάρεστο καί ἐμπαθές αἴσθημα μέσα σας. Ἄν δέν ἐπιτρέψετε τή γέννηση τέτοιου αἰσθήματος, τότε ὅλα τελειώνουν καλά. Γιατί κάθε κακή ἀντίδραση ἤ ἐνέργεια, μέ λόγια ἤ μέ ἔργα, εἶναι συνέπεια καί ἐπακόλουθο αὐτοῦ τοῦ αἰσθήματος.

Ἄν, πάλι, γεννηθεῖ στήν καρδιά σας ἕνα ἀσθενικό ἐμπαθές αἴσθημα, τότε τουλάχιστον ἄς ἀποφασίσετε σταθερά νά μήν πεῖτε καί νά μήν κάνετε τίποτα, ὥσπου νά φύγει αὐτό τό αἴσθημα.     Ἄν, τέλος, εἶναι ἀδύνατο νά μή μιλήσετε ἤ νά μήν ἐνεργήσετε μέ κάποιον τρόπο, τότε ὑπακοῦστε ὄχι στά αἰσθήματά σας, ἀλλά στόν θεῖο νόμο. Φερθεῖτε μέ πραόττητα, ἠρεμία καί φόβο Θοεῦ.  3. Μήν περιμέντε καί μήν ἐπιδιώκετε νά σταματήσουν οἱ δοκιμασίες. Ἀπεναντίας, προετοιμάστε τόν ἑαυτό σας νά τίς σηκώνει ὥς τό θάνατο. Μήν τό ξεχνᾶτε αὐτό! Εἶναι πολύ σημαντικό. Ἄν δέν τοποθετηθεῖτε ἔτσι ἀπέναντι στίς δοκιμασίες, ἡ ὑπομονή δέν θά στερεωθεῖ στήν καρδιά σας. 4. Ἐκείνους πού σᾶς χτυποῦν, νά τούς "ἐκδικεῖστε" μέ τήν ἀγάπη σας καί τήν ἀμνησικακία σας. Μέ τά λόγια σας, μέ τή συμπεριφορά σας, ἀκόμα καί μέ τό βλέμμα σας νά τούς δείχνετε ὅτι, παρ' ὅλα ὅσα σᾶς κάνουν, ἐξακολουθεῖτε νά τούς ἀγαπᾶτε. Καί βέβαια, ποτέ μήν τούς θυμίσετε πόσο σᾶς ἀδίκησαν.   Νά μήν κολλᾶμε τήν προσοχή μας στίς δοκιμασίες πού περνᾶμε, ἀλλά νά τήν προσηλώνουμε στόν Κύριο. Ἕνας ὁδηγός σκέφτεται τήν κατάληξη στόν προορισμό πού ἐπιθυμεῖ καί διατίθεται νά περάσει κι ἀπ' τούς πιό κακοτράχαλους δρόμους προκειμένου νά φτάσει σ' αὐτόν κι ἐκεῖ πλέον ἀναπαύεται καί λησμονεῖ ὄ,τι τράβηξε.

Ἔτσι κι ἐμεῖς, ἄς βλέπουμε τίς δοκιμασίες σάν δρόμους δύσβατους, πού ὅμως ὁδηγοῦν στήν Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν καί στήν αἰώνια κατάπαυση. ΕΥΛΟΓΗΜΕΝΗ ΔΙΑΔΡΟΜΗ!

ΠΩΣ ΞΕΠΕΡΝΑΜΕ ΤΙΣ ΒΙΟΤΙΚΕΣ ΜΕΡΙΜΝΕΣ?

…Ὅλα τά πλούτη μας, ἡ δόξα καί οἱ τιμές, δέν εἶναι παρά ἕνα φευγαλέο ὄνειρο, πού τελειώνει μέ τόν θάνατο. Κάνεις δέν παίρνει τίποτε μαζί του στόν ἄλλο κόσμο, οὔτε ἕνα ἔστω ψιχουλάκι ἀπό τό ἐπίγειο συμπόσιο! Εἶναι μακάριος ὅποιος κατανοεῖ πώς ἡ ψυχή εἶναι τό μοναδικό ἀπόκτημα του, τό ὁποίο ἀπό τίποτε δέν φθείρεται, οὔτε καί ἀπ’ αὐτόν τόν θάνατο! Ἕνας τέτοιος ἄνθρωπος σκέπτεται τρεῖς μόνον πραγματικότητες: τόν θάνατο, τήν ψυχή καί τόν Θεό-Κριτή. Ὁ ἀββᾶς Εὐάγριος διδάσκει τά ἑξής: «Κράτα διαρκῶς στό νοῦ σοῦ τόν ἐπικείμενο θάνατό σου καί τήν Κρίση κι ἔτσι θά διαφυλάξεις τήν ψυχή σου ἀπό τήν ἁμαρτία».

Ὅλες οἱ βιοτικές μᾶς μέριμνες σέ τούτη τή ζωή εἶναι σάν ἄσκο­πες φροντίδες γιά ἕνα γεύμα πού πρέπει σύντομα νά διακοπεῖ.Ὁ Ἅγιος Ἠσαΐας ὁ Ἀναχωρητής λέει χαρακτηριστικά: «Ἔχε μπροστά στά μάτια σου τόν θάνατο, κάθε μέρα· συνεχώς νά σκέπτεσαι τό πώς θά χωριστεῖς ἀπό τό σῶμα σου, πώς θά περάσεις ἀπό τήν περιοχή τῶν δυνάμεων τοῦ σκότους πού θά σέ συναντήσουν στὀν ἀέρα καί πώς θά παρουσιαστεῖς ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ! Προετοιμάσου γιά ἐκείνη τή Φοβερή Ἡμέρα, κατά τήν ὁποία θά σέ βρεῖ ἡ Κρίση τοῦ Θεοῦ, σάν νά τήν βλέπεις ἤδη ἀπό τώρα!».

Κάποια μέρα ἕνας πλούσιος ἔμπορος, ὁ Ἰωάννης, πῆγε στόν Ὅσιο Σαββάτιο τοῦ Σολόφσκι καί τοῦ προσέφερε πλούσια ἐλεημοσύνη. Ὁ Σαββάτιος δέν δέχθηκε νά λάβει τό παραμικρό καί εἶπε στόν δωρεοδότη νά τά μοιράσει ὅλα στούς φτωχούς. Ὁ Ἰωάννης πολύ λυπήθηκε γι᾿ αὐτό καί ὁ Ὅσιος, γιά νά τόν παρηγορήσει καί νά τοῦ ἀποκαλύψει ὀρισμένα πράγματα, τοῦ εἶπε: «Ἰωάννη, παιδί μου, μείνε ἐδώ καί ἀναπαύσου μέχρι αὔριο καί τότε θα δεῖ τή δόξα τοῦ Θεοῦ». Ὁ Ἰωάννης ὑπάκουσε. Τήν ἐπαύριο, πράγματι ὁ Ἰωάννης μπῆκε στό κελλί τοῦ Σαββατίου καί εἴδε τόν γέροντα ὀριστικά ἀναπαυμένο, ἐνώ μιά γλυκειά εὐωδία πλημμύριζε τό κελλί. Αὐτός πού προβλέπει τό τέλος τῆς ζωῆς του, αὐτός δέν μεριμνά γιά τά ἐπίγεια ἀγαθά!

<<ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΑ ΓΙΑ ΤΗΝ ΕΞΟΜΟΛΟΓΗΣΗ>>

ΑΓΙΟΥ ΙΩΑΝΝΟΥ ΤΗΣ ΚΡΟΣΤΑΝΔΗΣ

Στοχασμοί για εκείνους που ετοιμάζονται να σταθούν ενώπιον του Δημιουργού και της κοινότητας της Εκκλησίας στο φοβερό μυστήριο της ιερής εξομολόγησης, έτσι ώστε να λάβουν την ανακαίνιση ενός δεύτερου βαπτίσματος. Εγώ, μια αμαρτωλή ψυχή, εξομολογούμαι στον Κύριο, Θεό και Σωτήρα μας Ιησού Χριστό, όλες τις μοχθηρές πράξεις που έχω διαπράξει διά έργου, λόγου ή σκέψεων από την στιγμή της βάπτισής μου μέχρι και την παρούσα ημέρα.Δεν έχω τηρήσει τις υποσχέσεις του βαπτίσματός μου, αλλά έχω καταντήσει τον εαυτό μου ανεπιθύμητο ενώπιον του προσώπου του Θεού μου.

Έχω αμαρτήσει ενώπιον του Κυρίου με την έλλειψη πίστης που με διακρίνει και με τις αμφιβολίες μου σχετικά με την Ορθόδοξη Πίστη και την Αγία Εκκλησία μας· με την αχαριστία μου απέναντι σε όλες τις μεγάλες και ακατάπαυστες δωρεές του Θεού και απέναντι στην μακροθυμία Του και την πρόνοιά Του για εμένα, έναν αμαρτωλό· με την έλλειψη αγάπης προς τον Θεό, αλλά και φόβου του Θεού, κάτι που διαφαίνεται από την μη τήρηση των αγίων εντολών Του και των κανόνων της Εκκλησίας.

Δεν έχω διατηρήσει την αγάπη στον Θεό και στον πλησίον μου, ούτε όμως έχω κάνει αρκετές προσπάθειες γι’ αυτό, εξαιτίας της οκνηρίας μου και λόγω της αδιαφορίας μου, να μάθω τις εντολές του Θεού και τις επιταγές των Αγίων Πατέρων. Έχω αμαρτήσει, διότι δεν προσεύχομαι το πρωί και το βράδυ αλλά και κατά την διάρκεια της ημέρας· διότι δεν συμμετέχω στις θείες λειτουργίες ή διότι προσέρχομαι στην Εκκλησία με μισή μόνο καρδιά.

Έχω αμαρτήσει με την κατάκριση κληρικών. Έχω αμαρτήσει διότι δεν σέβομαι τις Εορτές της Εκκλησίας, διότι δεν τηρώ τις νηστείες αλλά και μέσα από την άμετρη κατανάλωση φαγητών και ποτών. Έχω αμαρτήσει με την αυτοπεποίθησή μου, με την παρακοή μου, με την ισχυρογνωμοσύνη μου, με την αυτοδικαίωσή μου αλλά και με την αναζήτηση αποδοχής και επαίνων για τις πράξεις μου.

Έχω αμαρτήσει με την έλλειψη πίστης που με διακρίνει, με τις αμφιβολίες μου, με την απελπισία μου, με την δειλία μου, με τις υβριστικές σκέψεις μου, με την βλασφημία και τους όρκους μου. Έχω αμαρτήσει με την υπερηφάνειά μου, με την μεγάλη ιδέα που έχω για τον εαυτό μου, με τον ναρκισσισμό, την ματαιοδοξία, την αλαζονεία και με τον φθόνο μου, με την αγάπη των επαίνων και των τιμών αλλά και με το ότι ζητώ να φαίνομαι ανώτερος απ’ ό,τι πραγματικά είμαι.

‘Έχω αμαρτήσει με την κατάκριση, την κακεντρεχή καταλαλιά, τον θυμό μου, με το ότι θυμάμαι τις προσβολές που μου έχουν γίνει, με το μίσος και την ανταπόδοση κακού αντί κακού· με τις προκαταλήψεις μου, τις λογομαχίες, το πείσμα μου και την απροθυμία να αφήσω «χώρο» στον πλησίον μου· με την χαιρεκακία, την κακία, τον σαρκασμό, τις προσβολές και τις κοροϊδίες· με το κουτσομπολιό, με το ότι μιλώ πάρα πολύ και με την κενολογία μου. Έχω αμαρτήσει με το αταίριαστο και εκτεταμένο γέλιο μου, με τις απρέπειές μου και την εμμονή μου στις προηγούμενες αμαρτίες μου, με την υπεροπτική συμπεριφορά μου, την θρασύτητα και την έλλειψη σεβασμού.

Έχω αμαρτήσει διότι δεν ελέγχω τα φυσικά και πνευματικά πάθη μου, διότι απολαμβάνω τις ακάθαρτες σκέψεις μου, με την ακολασία μου και την έλλειψη αγνότητας στους λογισμούς, στους λόγους και στις πράξεις μου. Έχω αμαρτήσει με την έλλειψη υπομονής για τις αρρώστιες και τις θλίψεις μου, με την αφοσίωσή μου στις ανέσεις της ζωής και με το ότι είμαι τόσο προσκολλημένος στους γονείς, στα παιδιά, στους συγγενείς και στους φίλους μου. Έχω αμαρτήσει διότι σκλήρυνα την καρδιά μου, διότι έχω ασθενή θέληση και διότι δεν παρακινώ τον εαυτό μου να κάνει το καλό. Έχω αμαρτήσει με την φιλαργυρία μου, την αγάπη μου για χρήματα και για την απόκτηση περιττών πραγμάτων αλλά και με την υπερβολική μου προσκόλληση σε πράγματα.

Έχω αμαρτήσει μεν την δικαίωση του εαυτού μου, με την αδιαφορία για τις οχλήσεις της συνείδησής μου, αλλά και διότι απέτυχα να εξομολογηθώ τις αμαρτίες μου λόγω αμέλειας ή εξαιτίας της ψεύτικης υπερηφάνειάς μου. Έχω αμαρτήσει πολλές φορές κατά την εξομολόγησή μου με το να παρουσιάζω τις αμαρτίες μου ως μικρότερες απ’ ό,τι είναι, με την δικαιολογία και την απόκρυψη αμαρτιών μου. Έχω αμαρτήσει στο αγιότατο και ζωοπάροχο Μυστήριο του Σώματος και του Αίματος του Κυρίου μας, με το να προσέρχομαι στην θεία Κοινωνία χωρίς ταπείνωση ή χωρίς φόβο Θεού. Έχω πράγματι αμαρτήσει, με λόγια και με σκέψεις, εν γνώσει και εν αγνεία, ηθελημένα και αθέλητα, με τις σκέψεις και με την απερισκεψία μου, και είναι αδύνατο να καταμετρηθούν όλες οι αμαρτίες μου εξαιτίας του πλήθους τους.

Αλλά ειλικρινά μετανοώ γι’ αυτές και για όλες, όσες δεν ανέφερα εξαιτίας της λησμοσύνης μου και παρακαλώ να μου συγχωρεθούν από το αμέτρητο έλεος του Θεού. Προσευχή. Είθε ο Παντοδύναμος Θεός δια του Αγίου Του Πνεύματος να εμπνεύσει την ειλικρινή μετάνοια στις καρδιές όλων μας, έτσι ώστε να γνωρίσουμε τις εντολές Του, να αντιμετωπίσουμε πραγματικά τις αμαρτίες μας και να τις εξομολογηθούμε ταπεινά σ’ Εκείνον, τόσο κατά τις κατ’ ιδίαν προσευχές μας όσο και στο μυστήριο της εξομολόγησης, ούτως ώστε να φύγει το φορτίο μας, να ανακουφιστούμε και να απελευθερωθούμε από την ενοχή μας και να ενωθούμε ξανά με το Σώμα του Χριστού, την Εκκλησία. Τι μεγάλο δώρο είναι το μυστήριο της εξομολόγησης!”

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...