Πέμπτη 15 Αυγούστου 2019

Ὁ κανόνας τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου (255μΧ) περί Ακύρων μυστηρίων

Ὁ Κυπρ-1 [ κυπριανός ]εἶναι ἀπολύτως σαφής καί κατηγορηματικός καί ἀποκλείει ἐντελῶς τήν ἀναγνώριση “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”. Οἱ Πατέρες τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος στόν Κυπρ-1 ἀρνοῦνται κατηγορηματικά τήν ὕπαρξη τελετουργικῆς τῶν ἱερῶν μυστηρίων Χάριτος στό χῶρο τῶν αἱρέσεων.

 
Σύμφωνα μέ τόν Κυπρ-1 στήν αἵρεση καί τό σχίσμα δέν ὑφίσταται:
·      τό μυστήριο τοῦ χρίσματος («οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι»),
·      τῆς Θ. Εὐχαριστίας («ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων»),
·      τῆς ἀφέσεως («ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν»)
·      τῆς Ἱερωσύνης («Πῶς δέ εὔξεται ὑπέρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχί ἱερεύς, ἀλλ' ἱερόσυλος καί ἁμαρτωλός;»)
·      τοῦ Βαπτίσματος («μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνός ὄντος βαπτίσματος καί ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος»). 
·      Δέν ὑπάρχουν, λοιπόν, στήν αἵρεση μυστήρια, διότι στήν αἵρεση δέν ὑπάρχει οὔτε Ἐκκλησία: «Παρά δέ τοῖς αἱρετικοῖς, ἐκκλησία οὐκ ἔστιν»,  «ἁγιᾶσαι δέ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρῖσμα τό παράπαν παρά τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι». 

Ἀξίζει νά ἐπισημάνουμε ὅτι ἡ συνοδική ἀπόφαση τῆς Καρχηδόνος, δέν ἀρκεῖται στήν ἁπλή διατύπωση περί πλήρους ἀκυρότητος τῶν ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Ἐπεξηγώντας τό «ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας» δέν ἀντιδιαστέλλει μεταξύ «κανονικῶν» καί «χαρισματικῶν ὁρίων» τῆς Ἐκκλησίας[10], τά ὁποῖα γιά τούς Πατέρες ταυτίζονται ἀπολύτως («ἑνός ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καί μιᾶς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καί διά τοῦτο τά ὑπ' αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καί κενά ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα»), ἐφ’ ὅσον στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως δέν ὑφίσταται Πνεῦμα Ἅγιο πού νά τελεῖ ἔγκυρα μυστήρια[11].
Ὁ Θεοφιλέστατος στό ἄρθρο του γιά νά παρακάμψει τή σαφῆ διδασκαλία τῆς Συνόδου  ἀρνεῖται τήν οἰκουμενικότητα τοῦ Κανόνος καί τόν ἀξιολογεῖ ὡς προσωπική καί μόνο ἄποψη τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ἡ ὁποία, κατ’  αὐτόν,  δέν ἔγινε ἀποδεκτή ἀπό τήν Ἐκκλησία. Ὅμως:
Ἀποφεύγει νά ἐξηγήσει ὁ Θεοφιλέστατος:  γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες καί τοῦ προσέδωσε ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος; Τό ἐρώτημα εἶναι καίριο καί ἀπαιτεῖ ὑπεύθυνη ἀπάντηση: Ἄν ἡ Ἐκκλησία δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενο τοῦ Κανόνα γιατί τόν ἐνέταξε στούς ἐπικυρωμένους Κανόνες Της;
Ἐπίσης, ἀπορία προκαλεῖ ὅτι ὁ Θεοφιλέστατος δέν μνημονεύει καθόλου τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τρεῖς Οἰκουμενικές Συνόδους Ἀποστολικούς Κανόνες, πού ταυτίζονται πλήρως ἀπό ἐκκλησιολογικῆς ἀπόψεως μέ τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ.  Γιατί; Μήπως ἐπειδή οἱ Κανόνες αὐτοί ἀνατρέπουν πλήρως τήν καινοφανῆ “περιεκτική ἐκκλησιολογία”, τήν ὁποία μᾶς παρουσιάζει;
Οἱ Ἀποστολικοί κανόνες εἶναι ἀπολύτως σαφεῖς καί δέν παρέχουν καμία δυνατότητα ἀποδοχῆς τῆς “περιεκτικῆς ἐκκλησιολογίας”:
1. Ἀποστ-46: «Ἐπίσκοπον, ἤ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάττομεν. Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ πρός Βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;».
2. Ἀποστ-47: «Ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, τόν κατά ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα ἐάν ἄνωθεν βαπτίσῃ ἤ τόν μεμολυσμένον παρά τῶν ἀσεβῶν ἐάν μή βαπτίσῃ, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τόν σταυρόν καί τόν τοῦ Κυρίου θάνατον, καί μή διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων».
3. Ἀποστ-50: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, μή τρία βαπτίσματα μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσῃ, ἀλλ’  ἕν βάπτισμα, τό εἰς τόν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω. Οὐ γάρ εἶπεν ὁ Κύριος, εἰς τόν θάνατόν μου βαπτίσατε· ἀλλά, Πορευθέντες μαθητεύσατε πάντα τα ἔθνη, βαπτίζοντες αὐτούς εἰς τό ὄνομα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος».
4. Ἀποστ-68: «Εἴ τις ἐπίσκοπος, ἤ πρεσβύτερος, ἤ διάκονος, δευτέραν χειροτονίαν δέξηται παρά τινός, καθαιρείσθω καί αὐτός, καί ὁ χειροτονήσας· εἰ μή γε ἄρα συσταίῃ, ὅτι παρά αἱρετικῶν ἔχει τήν χειροτονίαν. Τούς γάρ παρά τῶν τοιούτων βαπτισθέντας ἤ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστούς, οὔτε κληρικούς εἶναι δυνατόν».
Ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική στόν Στ-2 ἀναφερόμενη στούς οἰκουμενικοῦ κύρους κανόνες σημειώνει: «Μένειν καί ἀπό τοῦ νῦν βεβαίους καί ἀσφαλεῖς, πρός ψυχῶν θεραπείαν καί ἰατρείαν παθῶν, τούς ὑπό τῶν πρό ἡμῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων δεχθέντας καί κυρωθέντας, ἀλλά μήν καί παραδοθέντας ἡμῖν ..... κανόνας.  Ἐπισφραγίζομεν δέ καί τούς λοιπούς πάντας ἱερούς κανόνας, τούς ὑπό τῶν ἁγίων καί μακαρίων Πατέρων ἡμῶν ἐκτεθέντας, τουτέστι τῶν τε ἐν Νικαίᾳ ... ἔτι μήν  ...  ἔτι μήν  ...  ἔτι μήν καί τόν ὑπό Κυπριανοῦ, τοῦ γενομένου ἀρχιεπισκόπου τῆς Ἄφρων χώρας καί μάρτυρος, καί τῆς κατ’  αὐτόν συνόδου ἐκθέντα κανόνα» μέ τήν ἐπισήμανση «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε».
Ὅσοι ἑρμηνεύουν, ἐν οἶς καί ὁ Θεοφιλέστατος, τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2  ὡς ἄρνηση τῆς οἰκουμενικότητας τοῦ Κανόνος ἀπό τήν Πενθέκτη ὀφείλουν νά λάβουν ὑπ’  ὄψιν τους:
1. Ἡ Ἐκκλησία εἶχε ἀναγνωρίσει οἰκουμενικό κῦρος στόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ πρό τῆς ἐπικυρώσεώς του ἀπό τόν Στ-2. Ὁ Κανόνας ἦταν ἐνταγμένος στό «Σύνταγμα εἰς δεκατέσσαρας τίτλους», πού ἦταν τό ἐν χρήσει «Πηδάλιο» τοῦ Πατριαρχείου τῆς Κωνσταντινουπόλεως μετά τά μέσα τοῦ 6ου αἰ. καί μάλιστα βάσει αὐτοῦ ἐξέδωσε ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ Οἰκουμενική τόν Στ-2[12]. Ἄν δέν συμφωνοῦσε μέ τό περιεχόμενό του ἡ Ἐκκλησία τῆς Κωνσταντινουπόλεως γιατί τόν εἶχε ἐντάξει στό “Σύνταγμά” της ἀπό τόν 6ο ἤδη αἰ.;  Ἀναμένουμε ὑπεύθυνη καί πειστική ἀπάντηση.
2. Ὁ Στ-2 δέν συνετάγη μέ τήν προοπτική τῆς ἱστορικῆς διασώσεως κανονικῶν κειμένων, ἀλλά γιά καθαρά θεολογικούς καί ποιμαντικούς λόγους.
3. Ἄν ἡ Οἰκουμενική Σύνοδος ἔκρινε ὅτι δέν τήν ἐξέφραζε ὁ κανόνας αὐτός, ἁπλῶς δέν θά τόν ἀνέφερε, ὅπως ἔκανε μέ πολλούς ἄλλους κανόνες Συνόδων ἤ Πατέρων. Αὐτό μάλιστα ἦταν πολύ εὔκολο, τή στιγμή πού εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ. Ἄς μή μᾶς διαφεύγει ὅτι ἡ Πενθέκτη Οἰκουμενική διόρθωσε καί κατήργησε ἄλλους κανόνες, χωρίς νά φεισθεῖ τῆς αὐθεντίας σημαντικῶν προσώπων ἤ Τοπικῶν Συνόδων (π.χ. ὁ Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, ὁ Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), ὁ Στ-16 ἀκυρώνει ρητῶς τόν Νεοκαισ-15).
4. Παρά τό ὅτι ἀφορμή γιά τή σύνταξη τοῦ Κυπρ-1 ἦταν τό ἐρώτημα γιά τόν τρόπο εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία τῶν πρώην αἱρετικῶν, ὅπως σαφῶς προκύπτει ἀπό τά πρακτικά[13], εἶναι ἄξιον ἐπισημάνσεως ὅτι τό κείμενο τοῦ κανόνος δέν δίνει ἄμεση καί ρητή ἀπάντηση στό τί δέον γενέσθαι, ἀλλά περιορίζεται στίς θεολογικές ἀρχές πού θά πρέπει νά πρυτανεύσουν στήν ἀντιμετώπιση τοῦ ζητήματος αὐτοῦ ἀπό τούς κατά τόπον ἁρμοδίους, πού εἶναι οἱ Ἐπίσκοποι. Τό πρακτέον, δηλαδή ἡ ὑποχρεωτική βάπτιση, συνάγεται σαφέστατα ἀλλά πάντως δέν δηλώνεται ρητῶς στόν κανόνα.
5. Ὅπως ἤδη ἀναφέραμε ὁ Κυπρ-1 δέν εἶναι ὁ μοναδικός κανόνας πού ἀναφέρεται στήν ἀκυρότητα τῶν «μυστηρίων» τῶν αἱρετικῶν. Συμφωνοῦντες καί «συμφρονοῦντες» μέ αὐτόν εἶναι οἱ Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί οἱ δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ος καί 47ος), ὁ ὁποῖος μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ καί  προσφέρει μάλιστα καί πρόσθετη θεολογική αἰτιολογία ὅτι τό βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνυπόστατο. Εἶναι σημαντικό ὅτι ὅλοι οἱ ἀνωτέρω κανόνες ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 χωρίς καμία ἐπιφύλαξη, ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος.
6. Ἄξιο ἰδιαιτέρας ἐπισημάνσεως εἶναι ὅτι τόσο ὁ Κυπρ-1 ὅσο καί οἱ Ἀποστ-46, -47, -50, -68, Βασιλ-1 καί -47 γιά νά αἰτιολογήσουν τή θέση τους προβάλλουν σαφῆ καί ἐκτεταμένη θεολογική καί ἐκκλησιολογική ἐπιχειρηματολογία. Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 δέν προσπαθεῖ κἂν νά ἀντιμετωπίσει ἤ νά ἀναιρέσει τή θεολογική τους αἰτιολόγηση, ὅπως κάνει σέ ὅλες τίς ἄλλες περιπτώσεις ἀκυρώσεως κανόνων ἥσσονος σπουδαιότητος (π.χ. ὅταν μέ τόν Στ-2 ἀκυρώνει τίς διά Κλήμεντος Ἀποστολικές Διαταγές, μέ τόν Στ-29 ἀκυρώνει τόν Καρθ-41(48), μέ τόν Στ-16 ἀκυρώνει τόν Νεοκαισ-15).
7. Τέλος, νομίζουμε, ὅτι δέν εἶναι ἄνευ σημασίας τό ὅτι ὁ Στ-2 μετά ἀκριβῶς ἀπό τήν ἐπικύρωση τοῦ κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, σημειώνει: «καί μηδενί ἐξεῖναι τούς προδηλωθέντας παραχαράττειν κανόνας, ἤ ἀθετεῖν, ἤ ἑτέρους παρά τούς προκειμένους παραδέχεσθαι κανόνας, ψευδεπιγράφως ὑπό τινῶν συντεθέντας, τῶν τήν ἀλήθειαν καπηλεύειν ἐπιχειρησάντων. Εἰ δέ τις ἁλῷ κανόνα τινά τῶν εἰρημένων καινοτομῶν, ἤ ἀνατρέπειν ἐπιχειρῶν, ὑπεύθυνος ἔσται κατά τόν τοιοῦτον κανόνα, ὡς αὐτός διαγορεύει, τήν ἐπιτιμίαν δεχόμενος, καί δι’ αὐτοῦ, ἐν ὦπερ πταίει θεραπευόμενος». Καί ἄν αὐτό δέν ἔγινε ἀπολύτως συνειδητά ἀπό τούς Πατέρες, ποιός μπορεῖ νά ἀποκλείσει ὅτι καί σέ αὐτό τό σημεῖο ἔχουμε ἐπιβεβαίωση τῆς συνοδικῆς διαπιστώσεως ὅτι «ἐξ ἑνός γάρ ἅπαντες καί τοῦ αὐτοῦ Πνεύματος αὐγασθέντες, ὥρισαν τά συμφέροντα» (Ζ-1);
Γιά τό οἰκουμενικό κῦρος τοῦ Κυπρ-1 καί τήν ἄρνηση ἀναγνώρισης “μυστηρίων” στίς αἱρετικές κοινότητες παραπέμπουμε στόν Μητροπολίτη Γέροντα Ἐφέσου Χρυσόστομο (Κωνσταντινίδη), ὁ ὁποῖος σημειώνει μέ σαφήνεια: «Εὐθύς ἐξ ἀρχῆς πρέπει νά τονισθεῖ, ὅτι καί στό χῶρο τῶν µυστηρίων, αὐτῶν ποῦ τελοῦνται καί ἁγιάζονται στήν ὀρθόδοξη ἐκκλησία καί αὐτῶν πού "θεωροῦνται ὅτι τελοῦνται" στίς µή ὀρθόδοξες ἐκκλησίες, ἡ ἀκρίβεια εἶναι µιά σωστή ἀρχή, πού πρέπει νά εἶναι σεβαστή ἀπόλυτα καί ὁλοκληρωτικά»[14]. Καί στή συνέχεια ὁ ἀείμνηστος Ἐφέσου Χρυσόστομος ἀφοῦ μνημονεύει τόν Κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, ὡς κανόνα πού ἔχει περιβληθεῖ μέ οἰκουμενικό κῦρος ἀπό τόν Στ-2 σημειώνει:  «Ἑποµένως, ὅση καί ὅποια ἀκρίβεια ἰσχύει καί ἀπαιτεῖται στήν τήρηση καί στόν σεβασµό τῶν πιστευτέων τῆς ἐκκλησίας, ἡ αὐτή κατά βάσιν ἀκρίβεια, ποιοτικά καί ποσοτικά, ἀπαιτεῖται καί γιά τά µυστήρια. Καί ὅπως δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀλλοτρίωση ἀπό τήν πίστη καί τά δόγµατα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας, ἐφ’ ὅσον ἡ ἀλλοτρίωση αὐτή ὁδηγεῖ εὐθέως στήν αἵρεση ἤ στό σχίσµα, ἔτσι δέν νοεῖται καί δέν ἐπιτρέπεται ἀποδοχή καί ταύτιση µέ "µυστήρια" πού δέν φέρνουν καθ’ ἑαυτά τήν φερεγγυότητα καί γνησιότητα τῆς ἀληθοῦς ἐκκλησίας.  Κατά ταῦτα, ὁ,τιδήποτε φέρεται σάν "µυστήριο" ἔξω ἀπό τά παραπάνω περιγραφόµενα "ἐκκλησιαστικά" ὅρια, δέν εἶναι µυστήριο, δέν ἀναγνωρίζεται σάν µυστήριο σωστό καί σωστικό»[15].  Ὁ Ἐφέσου Χρυσόστομος τά γράφει, ὄχι ἐγώ…
Πῶς λοιπόν ἐξηγεῖται ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2; Ὁ Ἅγ. Νικόδημος στό Πηδάλιο εἶναι ἀπολύτως σαφῆς[16]:  Ἡ ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 γιά τόν Κυπρ-1 μᾶς ὑπενθυμίζει τήν ἐξέλιξη καί τή διαφορετική πρακτική πού ἐφάρμοσε ἡ Ἐκκλησία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν «προστιθεμένων τῇ ὀρθοδοξίᾳ». Ἀπό τή μία πλευρά ἔχουμε τόν Κυπρ-1, τούς Ἀποστ-46, -47, -50 καί -68 καί τούς δύο κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου (1ο καί 47ο), οἱ ὁποῖοι ἔχουν ἐπικυρωθεῖ ἀπό τόν Στ-2 καί τόν Ζ-1 ἀποκτώντας ἔτσι οἰκουμενικό κῦρος. Παράλληλα, ὅμως, ὁ Μ. Βασίλειος ἀναγνωρίζει καί ἀποδέχεται καί τή μή τέλεση τοῦ μυστηρίου τοῦ βαπτίσματος γιά τούς «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ» ἀπό συγκεκριμένες αἱρέσεις τίς ὁποῖες καί περιοριστικῶς μνημονεύει. Ἀκολούθως, ἡ Β΄ Οἰκουμενική Σύνοδος μέ τόν Β-7 καί ἀργότερα ἡ Στ΄ μέ τόν Στ-95 ὁρίζει τρεῖς κατηγορίες-τρόπους εἰσδοχῆς στήν Ἐκκλησία: μέ τό μυστήριο τοῦ βαπτίσματος, μέ χρήση Ἁγ. Μύρου καί διά λιβέλλου.
Πῶς συνδυάζονται ὅμως οἱ δύο ἀντικρουόμενες, φαινομενικά, ἀπόψεις; Καί γιατί ἡ Στ΄ ἐν Τρούλλῳ ἐπικύρωσε τούς «ἀντιφατικούς» αὐτούς κανόνες;
Ὁ κανόνας τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ, οἱ Ἀποστολικοί καί οἱ τοῦ Μ. Βασιλείου εἶναι σαφές ὅτι καθορίζουν τά θεολογικά κριτήρια προσεγγίσεως τοῦ ζητήματος αὐτοῦ. Σύμφωνα λοιπόν μέ τούς ἐπικυρωμένους ἀπό τίς Οἰκουμενικές Συνόδους κανόνες, ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἀναγνώρισε ὡς ἔγκυρο τό βάπτισμα τῶν αἱρετικών[17], ὡς παρέχον σώζουσα Θ. Χάρη, πού συγχωρεῖ ἁμαρτίες, ἀναγεννᾶ τόν βαπτιζόμενο καί τόν ἐντάσσει στό Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, διότι ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας δέν ἐνεργεῖ ἡ τελετουργική των μυστηρίων Χάρις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ὅλοι οἱ μεγάλοι Πατέρες καί ἐκκλησιαστικοί συγγραφεῖς καί οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι ὁμογνωμοῦν ἀπολύτως στό σημεῖο αὐτό. Ἡ ἔντονη διένεξη Καρχηδόνος–Ρώμης (Ἁγ. Κυπριανοῦ – Ἁγ. Στεφάνου) διασάφησε πλήρως τό θέμα! Καί γιά τόν λόγο αὐτό ἡ Πενθέκτη προσέδωσε οἰκουμενικό κύρος στόν Κυπρ-1 καί στούς συναφεῖς μέ αὐτόν, ἐντάσσοντάς τους στούς ἐπικυρωμένους κανόνες Τοπικῶν Συνόδων καί Ἁγ. Πατέρων.
Παράλληλα, ὅμως, μέ τήν ἐπισήμανσή της «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε» περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του. Γιατί;
Ο Μ. Βασίλειος, πού συμφωνεῖ καί ἐπαυξάνει τή θεολογική προσέγγιση τῆς Συνόδου τῆς Καρχηδόνος, ἐξηγεῖ καί τό γιατί ἡ Ἐκκλησία δέχεται τούς προσερχομένους ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις χωρίς νά τούς βαπτίζει. Δέν πρόκειται περί θεολογικῶν-ἐκκλησιολογικῶν, ἀλλά καθαρά περί ποιμαντικῶν λόγων. Ὁ Μ. Βασίλειος συναινεῖ νά μή βαπτίζονται οἱ προσερχόμενοι ἀπό ὁρισμένες αἱρέσεις, πρακτική πού ἐφαρμοζόταν σέ Ἐκκλησίες τῆς Μ. Ἀσίας ἤ τῆς Ρώμης «οἰκονομίας ἕνεκα τῶν πολλῶν», ὅπως χαρακτηριστικά σημειώνει (Βασιλ-1 καί -47). Ἐπίσης, ὁ ἴδιος προτείνει τήν κατ’ οἰκονομία πράξη «ἐάν μέντοι μέλλη τῇ καθόλου οἰκονομίᾳ ἐμπόδιον ἔσεσθαι τοῦτο, πάλιν τῷ ἔθει χρηστέον καί τοῖς οἰκονομήσασι τά καθ’ ἡμᾶς Πατράσιν ἀκολουθητέον. Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Ἀντιδιαστέλλεται, λοιπόν, ἡ θεολογική ἀκρίβεια («τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν»), ἀπό τήν ποιμαντική οἰκονομία («τό ἔθος τῶν πατέρων»).  [Γιά τόν Μ. Βασίλειο καί τόν Στ-2 μέ τήν λέξη “ἔθος” δέν προσδιορίζεται ἡ δογματική διδασκαλία (ἐκκλησιολογία), ὅπως ἐσφαλμένα ὑποστηρίζει ὁ Θεοφιλέστατος, ἀλλά, κατά περίπτωση, ἡ πρακτική  της οἰκονομίας μέ τόν ἀναβαπτισμό ἤ τῆς ἀκρίβειας μέ τόν μή ἀναβαπτισμό]. Μέ ἄλλα λόγια, ἡ Ἐκκλησία χρησιμοποιώντας τή θεολογική ἀκρίβεια σέ ὅλους τούς τόνους ἀποφαίνεται ὅτι δέν ὑφίσταται ἔγκυρο βάπτισμα στήν αἵρεση, ἀξιοποιώντας ὅμως τήν ποιμαντική οἰκονομία, ὅπου δέν εἶναι δυνατόν νά ἐφαρμοστεῖ ἡ ἀκρίβεια, ὑποδέχεται ὅσους μετανοημένοι ἀρνοῦνται τήν αἵρεση καί προσέρχονται στήν Ἐκκλησία, μέ τήν τέλεση τοῦ ἱεροῦ Χρίσματος καί τή Θ. Μετάληψη καί ὄχι διά τοῦ τριπλοῦ μυστηρίου τῆς Χριστιανικῆς μυήσεως (Βάπτισμα-Χρῖσμα-Θ. Εὐχαριστία).
Ὑπό αὐτό τό πνεῦμα πρέπει νά ἑρμηνεύσουμε τήν ἐπισήμανση τοῦ Στ-2 σχετικά μέ τόν κανόνα τοῦ Ἁγ. Κυπριανοῦ «ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων [ἐπισκόπων] τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε». Δέν σημαίνει μείωση τοῦ οἰκουμενικοῦ κύρους του, ἀλλά περιορισμό τῆς ἰσχύος του, λόγῳ τῆς κατ’ οἰκονομίαν πράξεως τῆς Ἐκκλησίας.
Συμπερασματικά, νομίζουμε ὅτι ἡ Στ΄ ἐν Τρούλῳ ἐντάσσοντας τόν Κυπρ-1 στούς ἐπικυρωμένους κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων καί τῶν Ἁγ. Πατέρων θέλησε νά περιβάλει μέ οἰκουμενικό κῦρος τή θεολογία τοῦ κανόνος (οὐσιαστικά τήν μοναδικότητα τῆς Ἐκκλησίας), ἀλλά μέ τήν ἐπισήμανσή της («ὅς ἐν τοῖς τῶν προειρημένων προέδρων τόποις, καί μόνον, κατά τό παραδοθέν αὐτοῖς ἔθος, ἐκράτησε») περιόρισε τήν ἰσχύ-ἐφαρμογή του, ὥστε νά μπορεῖ ἡ Ἐκκλησία νά ἐφαρμόζει καί τήν οἰκονομία στόν τρόπο εἰσδοχῆς τῶν αἱρετικῶν, ὅταν χρειάζεται.

Πρωτοπρεσβ. Ἀναστάσιος  Κ.  Γκοτσόπουλος
Ἐφημέριος Ἱ. Ν. Ἁγ. Νικολάου Πατρῶν

[10] ΓΦλωροφσκι, T Σῶμα τοῦ ζῶντος ΧριστοῦΜία ὀρθόδοξη ἑρμηνεία τῆς Ἐκκλησίας, μτφρ. Ἰ. Παπαδοπούλου, ἐκδ. Ἁρμὸς, Θεσσαλονίκη 1972, σ. 131-132. Κριτικὴ στὸ ἄρθρο τοῦ π. Γ. Φλωρόφσκυ στὸ Αθ. Γιεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ περὶ τῶν ὁρίων τῆς Ἐκκλησίας», Θεολογία, 81 (2010) 137-158. βλ. καὶ Β. Τσιγκοσ, Θεσμικὴ καὶ χαρισματικὴ διάσταση τῆς ἐκκλησίας, Ἡ ἑνότητα χριστολογίας καὶ πνευματολογίας στήν ἐκκλησιολογία Ἰωάννου τοῦ Χρυσοστόμου, ἐκδ. Πουρναρᾶς, Θεσσαλονίκη 2010, σ. 96-114. Ἰδιαίτερα ἐνδιαφέρουσες εἶναι ἐπ’ αὐτοῦ οἱ παρατηρήσεις τοῦ π. Πέτρου Heers: «Ἑπομένως δὲν ὑπάρχει βάση γιὰ τὸ ἐπιχείρημα μίας μυστηριακῆς ἐνεργείας ἐκτὸς τῶν “ὁρατῶν ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, διότι κάτι τέτοιο ὑπονοεῖ τὴν ὕπαρξη “ἀοράτων ὁρίων” τῆς Ἐκκλησίας, ἢ τὴν ὕπαρξη ἑνὸς μέρους τῆς Ἐκκλησίας ἐπὶ τῆς γῆς, ποὺ εἶναι ἀόρατο (LG 8b, 15 καὶ UR 3a, 3d). Διότι, ἐὰν ὑπάρχουν “ἀόρατα ὅρια” τῆς Ἐκκλησίας, πῶς μποροῦν αὐτὰ νὰ προσδιοριστοῦν; Ἂν δὲ εἶναι ἀπροσδιόριστα, τότε πῶς μποροῦν νὰ εἶναι ὅρια; Τὸ ἴδιο πρόβλημα ἰσχύει καὶ γιὰ τὴν ἰδέα μιᾶς ”ὁρατῆς ἑνότητας” τῆς Ἐκκλησίας, ὡς νὰ ἦταν δυνατὸν νὰ ὑπάρξει μία ἑνότητα τῆς Ἐκκλησίας ποὺ εἶναι ἀόρατη καὶ ἀπροσδιόριστη. Τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ εἶναι “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1,10) ὡς τὸ ”φῶς τοῦ κόσμου” (Ἰωάν. 9, 5), τὸ ὁποῖο “οὐ δύναται κρυβῆναι” (Ματθ. 5, 14). Ἡ ἑνότητα ἀποτελεῖ τὸ ἴδιο τὸ “εἶναι” τῆς Ἐκκλησίας καὶ συνυφαίνεται μὲ τὸ γεγονὸς ὅτι Αὐτὴ εἶναι τὸ Σῶμα τοῦ Χριστοῦ, ποὺ συνίσταται ἀπὸ σάρκα καὶ αἷμα καὶ κατοικεῖ “ἐν τῷ κόσμῳ” (Ἰωάν. 1, 14)». Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση της Β΄ Βατικανής, Θεσσαλονίκη 2014, σ. 182 κ.ἑξ.
[11] Ιω. Ζηζιουλασ, Ἡ ἑνότης τῆς Ἐκκλησίας ἐν τῇ Θ. Εὐχαριστίᾳ καὶ τῷ Ἐπισκόπῳ κατὰ τοὺς τρεῖς πρώτους αἰῶνας, ἔκδ. Γρηγόρη, ἐν Ἀθήναις  19902, σ. 131-132, Πρωτ. Π. Χιρσ, Ἡ ἐκκλησιολογικὴ ἀναθεώρηση, σ. 75-89, 95-97, 166-167.
[12]  Π. ΜενεβισογλουἹστορικὴ εἰσαγωγὴ εἰς τοὺς Κανόνας τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας, ἔκδ. Ἱ. Μ. Σουηδίας καὶ πάσης Σκανδιναβίας, Στοκχόλμη 1990, σ. 68, ὑποσ. 5 καὶ σ. 69-83.
[13]  Σπ. Μήλιας,  Πρακτικὰ τῶν Ἁγίων καὶ Οἰκουμενικῶν Συνόδων, ἔκδ. Καλύβης Τιμίου Προδρόμου Ἱερᾶς Σκήτης Ἁγίας Ἄννης, Ἅγ. Ὅρος, τ. Α΄ (1981), πανομοιότυπος ἀνατύπωσις τῆς ἐκδόσεως  1761, 1763,  σ. 184-190,  Mansi 1, 967A-991C,  Γ. Α. Ράλλη- Μ. Ποτλῆ, Σύνταγμα τῶν θείων καὶ ἱερῶν Κανόνων τῶν τε Ἁγίων καὶ πανευφήμων Ἀποστόλων, καὶ τῶν ἱερῶν Οἰκουμενικῶν καὶ Τοπικῶν Συνόδων καὶ τῶν κατὰ μέρος Ἁγίων Πατέρων,  ἔκδ. Β. Ρηγοπούλου, Θεσσαλονίκη 2002, τ. Γ΄, σ. 7-19.
[14] Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου, Μητροπολίτου Ἐφέσου, Καθηγητοῦ τῆς Ὀρθοδόξου ∆ογµατικῆς Θεολογίας, Ἡ ἀναγνώριση τῶν Μυστηρίων τῶν Ἑτεροδόξων στίς διαχρονικές σχέσεις Ὀρθοδοξίας καί Ρωµαιοκαθολικισµοῦ, ἐκδ. Ἐπέκταση 1995 σελ. 94.
[15]  Χρυσοστόµου Κωνσταντινίδου,  ἒνθ. ἀνωτ. σελ. 96.
[16]  Ἑρμηνεία στον Αποστ-46  και στον Κυπρ-1.
[17]   Αθ. Γεφτιτσ, «Ὁ π. Γεώργιος Φλωρόφσκυ», σ. 146, ὑποσ. 11.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...