Παρασκευή 11 Οκτωβρίου 2019

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ: «….Καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας…»

Ο ΑΠΟΣΤΟΛΟΣ ΠΕΤΡΟΣ: «….Καὶ ἐν ὑμῖν ἔσονται ψευδοδιδάσκαλοι, 
οἵτινες παρεισάξουσιν αἱρέσεις ἀπωλείας…»
                         

                    Αγία εποχή                    Νέα εποχή 


1ον) Καθολικῆς Β΄ Ἐπιστολῆς Πέτρου 1:20-21, 2:1-9(μετάφραση Νικ. Σωτηρόπουλου)
«Ἀγαπητοί, να ξέρετε πρῶτα αὐτό, ὅτι καμμία  προφητεία τῆς Γραφῆς δεν δύναται να ἑρμηνευθεῖ ἀπό τον ἂνθρωπο ἀφ’ἑαυτοῦ (ἀλλά με τον φωτισμό τοῦ Ἁγίου Πνεύματος). Διότι καμμία Προφητεία δεν προῆλθε ποτέ ἀπό θέλημα ἀνθρώπου ἀλλ᾽ ἐμπνεόμενοι ἀπό το Πνεύμα το Ἃγιο μίλησαν ἐκλεγμένοι ἀπό τον Θεό ἂνθρωποι. Παρουσιάστηκαν δε και ψευδοπροφῆτες στο λαό, ὃπως και σε σᾶς θα παρουσιασθοῦν ψευδοδιδάσκαλοι. Αὐτοί με τρόπο δόλιο θα εἰσαγάγουν αἱρέσεις που ὁδηγοῦν στην ἀπώλεια, θα ἀρνοῦνται και αὐτόν τον Δεσπότη (τον Κύριο) που τους  ἀγόρασε, και ἒτσι θα ἐπιφέρουν κατά τοῦ ἑαυτοῦ τους, γρήγορη ἀπώλεια· καὶ πολλοὶ θα ἀκολουθήσουν τις ἀσέλγειές τους, (τις πνευματικές διαστροφές) και ἐξ αἱτίας των, ἡ ὁδός τῆς ἀληθείας (ἡ Χριστιανική πίστη) θα δυσφημηθεῖ· Ἀπό ἂπληστη δε ἰδιοτέλεια, θα σᾶς ἐκμεταλευθοῦν με πλαστούς λόγους. Και ἡ καταδίκη τους ἀπό τους παλαιούς χρόνους ἀποφασισμένη, δεν θα μείνει ἀνεκτέλεστη, καὶ ἡ ἀπώλειά τους δεν θα μείνει ἀνενέργητη. Ἀφοῦ, ὡς γνωστόν, ὁ Θεὸς δεν λυπήθηκε τους ἀγγέλους ὃταν ἁμάρτησαν, ἀλλὰ τους ἒδεσε με ἁλυσίδες σκότους και τους ταρτάρωσε (τους φυλάκισε) και κρατοῦνται για να δικαστοῦν, καὶ ἀφοῦ δεν λυπήθηκε τον ἀρχαίο κόσμο (παρά το μέγα πλῆθος του), [μήπως ἐκεῖ δεν ἦσαν και ἑκατομμύρια ἢ και δισεκατομμύρια μικρά παιδιά, ἠλικιωμένοι και ἀγνοοῦντες;] ἀλλὰ φύλαξε μόνο μαζί με ἑπτά ἂλλους ὄγδοον τον Νῶε κήρυκα σωτηρίας, ἐνῶ στον κόσμο τῶν ἀσεβῶν ἐπέφερε κατακλυσμὸ· καὶ ἀφοῦ τις πόλεις τῶν Σοδόμων καὶ τῆς Γομόρρας με το να μεταβάλλει σε στάχτη τιμώρησε με ἐξαφάνιση [μήπως ἐκεῖ δεν ἦσαν και χιλιάδες μικρά παιδιά, και ἠλικιωμένοι;] και ἒτσι ἒθεσε, παράδειγμα γι’αὐτούς που θα ἀσεβοῦσαν στο μέλλον· ἐνῶ ἒσωσε τον εὐσεβή Λὼτ, που ὑπέφερε ἀπὸ την ἀσελγῆ διαγωγή τῶν διεστραμμένων· με ὃσα δηλαδή ἒβλέπε και ἂκουε ὁ δίκαιος αὐτός ἂνθρωπος, κατοικῶντας ἀνάμεσά τους, καθημερινῶς προκαλοῦσε βασανισμό στην εὐσεβῆ ψυχὴ του ἐξ αἰτίας τῶν ἀνόμων ἔργων τους· ἀφοῦ αὐτά συνέβησαν, ἂρα γνωρίζει ὁ Κύριος να σώζει τους εὐσεβεῖς ἀπό δοκιμασία, τους δε ἀσεβεῖς, να κρατῆ ἢδη σε κατάσταση (μερικής) τιμωρίας για την ἡμέρα τῆς κρίσεως (και τῆς πλήρους τιμωρίας) προπάντων δε ἐκείνους, που ἀκολουθοῦν βδελυρές σαρκικές ἐπιθυμίες και καταφρονοῦν τον Κύριο».
 [σε ἀγγύλλες  δικά μας σχόλια]
2ον) Ἐάν ὃμως ἰσχυρισθοῦμε ὃτι για τα μικρά παιδιά, τους ἡλικιωμένους και τους ἐν ἀγνοίᾳ διατελοῦντες, ὁ Θεός δίνει την Χάρι Του και τελοῦνται ἒγκυρα μυστήρια στους αἱρετικούς (οἰκουμενιστές), τότε και οἱ παπικοί, και οἱ ἀγγλικανοί και οἱ λοιποί αἱρετικοί, τελοῦν κανονικά ἒγκυρα μυστήρια, ἐπειδή ὃλοι βρίσκονται σε ἂγνοια.
Πρᾶγμα παράλογο και βλασφημία κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος. 
Αὐτό εἶναι καθαρά Ὡριγενισμός, αἳρεση καταδικασμένη ἀπό την Ε’ Οἰκουμενική Σύνοδο. Ὁ Ἃγιος Συμεών ὁ Νέος Θεολόγος λέγει, ὃτι ὁ Ὡριγένης νόσησε ψεύτικη φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ και ἀναθεματίστηκε. Ὑποστήριζε ἐκτός τῶν ἂλλων, (την Πλατωνική θεωρία ὃτι ἡ ψυχή προϋπάρχει τοῦ σώματος τοῦ ἀνθρώπου),  και την αἳρεση περί καθαρτηρίου πυρός, ὃτι ὃλοι ὃσοι πᾶνε στην κόλαση, συμπεριλαμβανομένων και τῶν  διαβόλων, θα πληρώσουν ἐκεῖ τις ἁμαρτίες τους και ἐξιλεωμένους πλέον ὁ Θεός τάχα ἀπό φιλανθρωπία, θα τους βάλει στον παράδεισο (ἀποτελεῖ μία ἀπό τις 33 αἱρέσεις τοῦ παπισμοῦ).
Ἐπίσης ὁ Ἃγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης λέγει ὃτι, να προτιμήσεις να πεθάνει ἀβάπτιστο το παιδί σου ἐάν πρόκειται να σοῦ ἀεροβαπτίσει το παιδί ἓνας αἱρετικός και θα λογιστεῖ ὡς Μάρτυρας. 
Μ.Α.Χ.Ο.Μ.Α.Ι. (Μοναχοί και γωνιζόμενοι Χριστιανοί ρθόδοξοι Μετά τῆς νωθεν σχύος). 

ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΚΑΚΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ.

ΑΝΑΣΚΕΥΗ ΚΑΚΟΔΟΞΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΜΑΤΩΝ. 

ΑΠΟΤΕΙΧΙΣΜΕΝΟΣ ΔΙΩΚΟΜΕΝΟΣ ΡΟΥΜΑΝΟΣ ΙΕΡΕΑΣ, ΠΑΤΗΡ ΙΟΑΝ

Όποιος αρνείται τον Χριστόν, δεν μπορεί να συνεργάζεται πια με τη Χάρη, ακόμα κι’ αν είναι απόστολος, και τούτο προ κάθε συνοδικής καταδίκης.



Απανταχού αδέλφια, υπερασπιστές της ορθής πίστης ημών:
Η Χάρις του Κυρίου Ημών Ιησού Χριστού και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του Αγίου Πνεύματος είη μετά πάντων υμών! Αμήν.

Αδέλφια μου, «ὑποτύπωσιν ἔχε ὑγιαινόντων λόγων ὧν παρ᾿ ἐμοῦ ἤκουσας, ἐν πίστει καὶ ἀγάπῃ τῇ ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ» (Β Τιμ. 1,13), όντας, ανά πάσα στιγμή, έτοιμοι να αναφωνείτε μαζί με τον Απόστολο: «ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ᾿ ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.»(Γαλ. 1,8) και θα λάβετε την μετάβαση μετά της Σάλπιγγος του Αγίου Πνεύματος [τουτέστιν] με τον  Απόστολο Παύλο, στην Βασιλεία των Ουρανών.
Δείτε πως ο εχθρός, αδυνατώντας να βουλιάξει την ομολογιακή Κιβωτό του Κυρίου, δια τας περιβαλλούσας τρικυμίας που μετά μανίας έχει στρέψει κατ’ αυτής, επινόησε μια καινούργια ψυχοκτόνο παγίδα, πειράζοντας τους ναύτες της αυτής Κιβωτού, ώστε να κάνουν σφάλματα πορείας και τοιουτοτρόπως να οδηγήσουν μόνοι τους την Κιβωτό, με όσους έχουν τρέξει να προστατευτούν μέσα σ’ αυτήν, στα βράχια. Ένα μόνο δεν έχει λογαριάσει ο πονηρός, το ότι ο Κύριος δεν κοιμάται όπως άλλοτε, στη πλώρη, αλλά κρατά ο Ίδιος το τιμόνι της Κιβωτού Του με χέρι δυνατό και άμεμπτο, καθιστώντας αδύνατο για οποιονδήποτε, ανεξαρτήτου προελεύσεως, να του αρπάξει το τιμόνι και να καταστρέψει την τόσο αγαπητή Του Κιβωτό.
Φαίνεται ότι κάποιοι δεν έχουν καταλάβει ποιός ο ρόλος τους ως ναύτες στην Κιβωτό του Κυρίου και αψηφώντας τις εντολές του Τιμονιέρη και ενώ «ἔχοντες μόρφωσιν εὐσεβείας, τὴν δὲ δύναμιν αὐτῆς ἠρνημένοι καὶ τούτους ἀποτρέπου» (Β Τιμ. 3,5), «καὶ ἀπὸ μὲν τῆς ἀληθείας τὴν ἀκοὴν ἀποστρέψουσιν, ἐπὶ δὲ τοὺς μύθους ἐκτραπήσονται.» (Β Τιμ. 4,4), και μιλάνε ενάντια στην Αγία Γραφή και ενάντια των Αγίων του Θεού, λέγοντας ότι και ο αιρετικός που δεν έχει καταδικαστεί συνοδικά έχει Χάρη και επομένως Θεία Μυστήρια, που τελεί προς κατάκριμα αυτών που κοινωνούν εν γνώσει από αυτά. Είναι πραγματικά ανήκουστο, αδέλφια μου, για τον Χριστό να έχει μερίδιο με τον Βελίαρ, για την Αλήθεια να έχει μερίδιο με το ψέμμα, για το Φως να έχει μερίδιο με το σκοτάδι. Ναι! Ανήκουστο!
Και επειδή τοιαύτα ο Κύριος τα απορρίπτει, μας έδωσε την φώτιση ώστε να αναδείξουμε, με βάση το Άγιο Ευαγγέλιο και τις διδασκαλίες των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων, την πλάνη στην οποία παρασύρθηκαν εκείνοι που υποστηρίζουν την ύπαρξη της Χάριτος στους αιρετικούς, ακόμα κι’ όταν αυτοί δεν είναι [συνοδικά] καταδικασμένοι.
Ο Μέγας Άγιος Αντώνιος, κατανοώντας τον κίνδυνο που εγκυμονούν οι προσωπικές απόψεις, έλεγε: «Ό,τι κι’ αν κάνεις, να έχεις την μαρτυρία των Αγίων Γραφών». Οπότε, όταν όσα υποστηρίζεις τεκμηριώνονται αγιογραφικά, αυτά θα έπρεπε να είναι αναμφισβήτητα, διότι οι Άγιες Γραφές είναι για τον χριστιανό η σωτήρια ζωοδόχος πηγή.
Ιδού, λοιπόν, πως και αυτό το ζήτημα, της αδυναμίας, δηλαδή, του αιρετικού-προδότη του Χριστού, να συνεργάζεται με τη Χάρη, αποκαλύπτεται από τον Κύριο ημών Ιησού Χριστό στο ίδιο Του το Ευαγγέλιο.
Και έτσι μαθαίνουμε στο κατά Ματθαίον (Ματθ. 10, 1,4), ότι:   «Και προσκαλεσάμενος τοὺς δώδεκα μαθητὰς αὐτοῦ ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν πνευμάτων ἀκαθάρτων, ὥστε ἐκβάλλειν αὐτὰ καὶ θεραπεύειν πᾶσαν νόσον καὶ πᾶσαν μαλακίαν. Τῶν δὲ δώδεκα ἀποστόλων τὰ ὀνόματά εἰσι ταῦτα· πρῶτος Σίμων ὁ λεγόμενος Πέτρος καὶ Ἀνδρέας ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ζεβεδαίου καὶ Ἰωάννης ὁ ἀδελφὸς αὐτοῦ, Φίλιππος καὶ Βαρθολομαῖος, Θωμᾶς καὶ Ματθαῖος ὁ τελώνης, Ἰάκωβος ὁ τοῦ Ἀλφαίου καὶ Λεββαῖος ὁ ἐπικληθεὶς Θαδδαῖος, Σίμων ὁ Κανανίτης καὶ Ἰούδας ὁ Ἰσκαριώτης ὁ καὶ παραδοὺς αὐτόν.»
Όπερ και ο Κύριος, στην τέλεια Του καλοσύνη, χαρίζει και στους μαθητές Του τη Χάρη Του – «…ἔδωκεν αὐτοῖς ἐξουσίαν…» -, εξουσίαν που κανείς από τους μη εκλεκτούς δεν κατέχει και ούτε καν οι αυτοί εκλεκτοί δεν κατείχαν μέχρι εκείνη τη στιγμή. Γνωρίζουμε - και πάλι από τα λόγια του Ευαγγελίου - ότι οι έχοντες την Χάρη μαθητές κάνανε πολλά θαύματα και εκβάλλανε λεγεώνες δαιμόνων, ακολουθώντας την εντολή του Κυρίου, εν πλήρει επιγνώσει της δύναμης της Χάριτος που τους είχε δοθεί, σύμφωνα και πάλι με την μαρτυρία του ευαγγελιστή (Λουκ. 9, 54):«ἰδόντες δὲ οἱ μαθηταὶ αὐτοῦ Ἰάκωβος καὶ Ἰωάννης εἶπον· Κύριε, θέλεις εἴπωμεν πῦρ καταβῆναι ἀπὸ οὐρανοῦ καὶ ἀναλῶσαι αὐτούς, ὡς καὶ Ἠλίας ἐποίησεν;». Από τα λόγια των αποστόλων φαίνεται ξεκάθαρα και κατανοούμε, ότι αυτοί συνειδητοποιούσαν την θεϊκή δύναμη που τους σκέπαζε και γνώριζα,ν πώς να συνεργάζονται μαζί της, όλοι τους ανεξαιρέτως. Εν κατακλείδι, κατανοούσαν, ότι είναι στο χέρι τους ήταν να πράξουν πολλά χάριν αυτής της δύναμης.
Αυτό το γεγονός είναι πολύ σημαντικό για όσα θέλουμε να αποδείξουμε [στη συνέχεια], τουτέστιν, ότι ο αρνητής [του] Χριστού δεν μπορεί να συνεργάζεται με την Χάρη, ακόμα και αν είναι απόστολος, και τούτο προ οποιασδήποτε συνοδικής καταδίκης.
Για να κατανοήσουμε καθόλα αυτό το ζήτημα, είναι αναγκαίο να προβάλουμε ενώπιον των αδελφών που μπαίνουν στον κόπο να αναγνώσουν, και τα λόγια του κατά Ιωάννην Ευαγγελίου, που μιλάνε για τα τεκταίνονται στον Μυστικό Δείπνο, όπου ο Σωτήρας, κατόπιν παράκλησης του πιο αγαπητού Του μαθητή, μας αποκαλύπτει ποιος ήταν αυτός που θα Τον πρόδιδε: «ἀποκρίνεται ὁ Ἰησοῦς· ἐκεῖνός ἐστιν ᾧ ἐγὼ βάψας τὸ ψωμίον ἐπιδώσω. καὶ ἐμβάψας τὸ ψωμίον δίδωσιν Ἰούδᾳ Σίμωνος Ἰσκαριώτῃ. καὶ μετὰ τὸ ψωμίον τότε εἰσῆλθεν εἰς ἐκεῖνον ὁ σατανᾶς.» (Ιω. 13, 26-27).
Με τη πρώτη ματιά, οι δυο ευαγγελικές περικοπές της παραπάνω αναφοράς θα λέγαμε, ότι ίσως να μην έχουν καμμία σχέση η μια με την άλλη ή με ό,τι εμείς έχουμε να αποδείξουμε, δηλαδή ότι ο αιρετικός, προδότης του Χριστού δεν δύναται να συνεργάζεται με την Χάρη, κι’ αυτό από την στιγμή, ακριβώς, της άρνησης του, και όχι - όπως λανθασμένα υποστηρίζουν κάποιοι - μόνο έπειτα από την συνοδική καταδίκη.
Όταν όμως ρίχνουμε μια πιο προσεκτική ματιά, παρατηρούμε στην πρώτη περικοπή, ότι και ο Ιούδας ήταν ανάμεσα στους δώδεκα και κατά συνέπεια και ο ίδιος έλαβε την Χάρη της εξουσίας κατά των ακαθάρτων πνευμάτων, και παρόλα αυτά, στην περικοπή του Αγίου Ιωάννη παρατηρείται [επίσης], ότι ο Ιούδας δεν μπορεί πια να αντισταθεί στον σατανά, έτσι ώστε να μην εισβάλλει μέσα του. Το Ευαγγέλιο λέει, ότι ο σατανάς μπήκε σ’ αυτόν, με άλλα λόγια, ο Ιούδας εκείνη την στιγμή δεν είχε πια την δύναμη, δεν είχε πια την Χάρη, την Χάρη την οποία, από όσα διαβάσαμε, είχε λάβει με την σειρά του, για να έχει εξουσία κατά των δαιμόνων. Ποιό το δίδαγμα; Γιατί ο Ιούδας δεν είχε πλέον την δύναμη; Ξέρετε γιατί, αδέλφια; Διότι όταν Τον πρόδωσε τον Χριστό απώλεσε την Χάρη. Απώλεσε την Χάρη, όταν ξεστόμισε τις λέξεις «τί θέλετέ μοι δοῦναι, καὶ ἐγὼ ὑμῖν παραδώσω αὐτόν;» (Ματθ. 26,15). Το γεγονός αυτό, της προδοσίας του Κυρίου, άφησε τον Ιούδα χωρίς δύναμη. Η περικοπή της παραπάνω αναφοράς μαρτυρεί ακριβώς, πώς ο Ιούδας, στον Μυστικό Δείπνο είχε [ήδη] απολέσει την δύναμη [της Χάριτος] που είχε κάποτε λάβει.
Έπειτα απ’ όλα αυτά τα γεγονότα, έπειτα από την Ανάληψη του Κυρίου, συνέρχεται εκείνη η σύναξη των Αποστόλων όπου με την παρότρυνση του Πέτρου, οι απόστολοι έβαλαν κλήρο, προκειμένου να επιλέξουν έναν άνδρα στη θέση του Ιούδα.
Αυτή η αποστολική σύναξη θεωρείται, από όλους τους Αγίους Πατέρες, όπως αναφέρει το Πηδάλιον στην εισαγωγή, στους Κανόνες των Αγίων Αποστόλων, ως Πρώτη Αποστολική Σύνοδος που συγκαλέστηκε το 33-34 μ.Χ.
Τα λόγια του Αγίου Αποστόλου Πέτρου υπογραμμίζουν μια φορά ακόμα, ότι όποιος προδίδει τον Χριστό εκπίπτει της Χάριτος Του από την στιγμή της προδοσίας: «καὶ προσευξάμενοι εἶπον· σὺ Κύριε, καρδιογνῶστα πάντων, ἀνάδειξον, ὃν ἐξελέξω ἐκ τούτων τῶν δύο ἕνα, λαβεῖν τὸν κλῆρον τῆς διακονίας ταύτης καὶ ἀποστολῆς, ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας πορευθῆναι εἰς τὸν τόπον τὸν ἴδιον. (Πραξ. 1, 24-25)
Είναι ηλίου φαεινότερο, αγαπητά αδέλφια, πως ο Πέτρος, ο επικεφαλής των αποστόλων, μιλάει ξεκάθαρα, ότι ο Ιούδας εξέπεσε της διακονίας, δηλαδή μόνος του προκάλεσε την ιδίαν πτώση, δια της άρνησης του. Δεν τον έβγαλε / (καθαίρεσε) κάποιος, δεν τον έβγαλε / (καθαίρεσε) ούτε καν η σύναξη των αποστόλων. Εξάλλου ο λόγος για την κλήρωση είναι ακριβώς για να αποδομηθεί η ερμηνεία που θα μπορούσε να υποστηρίζει, ότι οι απόστολοι επέλεξαν κάποιον άλλον, επειδή ο Ιούδας ήταν νεκρός, γι’ αυτό αναφέρεται καθαρά «ἐξ ἧς παρέβη Ἰούδας», δεν αποπέμφθηκε, δεν εδιώχθη, αλλά παρέβη, παρέβη, διότι αρνήθηκε τον Χριστό Κύριο.
Ο Κύριος όλα τα έδειξε στα Ευαγγέλια του […] Και για να είναι ακόμα πιο ξεκάθαρα τα όσα αφορούν τον καταδικασμένο και μη-καταδικασμένο αιρετικό, ο Απόστολος Παύλος μας λέει: «Αἱρετικὸν ἄνθρωπον μετὰ μίαν καὶ δευτέραν νουθεσίαν παραιτοῦ, εἰδὼς ὅτι ἐξέστραπται ὁ τοιοῦτος καὶ ἁμαρτάνει ὢν αὐτοκατάκριτος.» (Τιτ. 3, 10-11).
Οι Άγιοι Πατέρες, άξιοι συνεχιστές των Αγίων Αποστόλων, για να μην αφήνουν περιθώρια για άλλες ερμηνείες, αποφάσισαν στις Οικουμενικές Συνόδους, ότι ο αιρετικός δεν μπορεί πια να συνεργαστεί με τη Χάρη, όντας εκτός Εκκλησίας.[…] θα πρέπει να κάνουμε μια αποσαφήνιση μεγίστης σημασίας, επειδή πολλά λέγονται από αυτούς που υποστηρίζουν την ύπαρξη της Χάριτος στους οικουμενιστές, ως μη καταδικασμένους αιρετικούς: γιατί ο Οικουμενισμός ονομάζεται παναίρεση ή η αίρεση όλων των αιρέσεων.
Το μοιραίο λάθος που κάνουν κάποιοι από μας όσον αφορά τον Οικουμενισμό, είναι, ότι τον θεωρούν ξεχωριστή αίρεση, όπως ήταν ο αρειανισμός, ο νεστοριανισμός, ο μονοθελητισμός, φιλιόκβε, κ.α. και περιμένουν μια σύνοδο, προκειμένου να καταδικάσει την παναίρεση. Δεν είναι, όμως, έτσι αγαπητά αδέλφια, διότι εμείς ονομάζουμε τον Οικουμενισμό παναίρεση, επειδή ενσωματώνει ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ και όλες τις αιρέσεις που προαναφέραμε – αρειανισμό, νεστοριανισμό, φιλιόκβε και όλες τις άλλες που ΕΧΟΥΝ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΤΕΙ ΣΥΝΟΔΙΚΑ. Κατά συνέπεια εμείς δεν αποτειχιστήκαμε από μια νεοφανείσα, μη καταδικασμένη αίρεση, αποτειχιστήκαμε από το ΣΥΝΟΛΟ ΤΩΝ ΣΥΝΟΔΙΚΑ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΩΝ ΑΙΡΕΣΕΩΝ που ο Οικουμενισμός προβάλλει ως αληθινά δόγματα. […] δεν στηρίζεται, λοιπόν, στην αλήθεια η δήλωση, ότι ο Οικουμενισμός δεν είναι ακόμα συνοδικά καταδικασμένος, όχι, αδέλφια, Ο ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΣΜΟΣ ΕΙΝΑΙ ΚΑΤΑΔΙΚΑΣΜΕΝΟΣ ΑΠΟ ΟΛΕΣ ΤΙΣ ΣΥΝΟΔΟΥΣ.
Έχοντας, λοιπόν, καταλάβει όσα έχουν ειπωθεί παραπάνω, θα δείξουμε στη συνέχεια, τί μας λένε οι Άγιοι Πατέρες στους Αγίους Κανόνες για το θέμα μας και να βάλουμε καλά, μια για πάντα στο μυαλό μας, ότι οι Άγιοι μας παροτρύνουν να αποτειχιστούμε από τους αιρετικούς προ Συνόδου, ακριβώς επειδή αυτοί, όντας δίχως Χάρη σκορπάνε το δηλητήριο της αίρεσης σε όλη την Εκκλησία, και η απομάκρυνση από αυτούς δεν αποτελεί σχίσμα, αλλά υπεράσπιση της Εκκλησίας ενάντια στην αίρεση.
Βλέπε: 15ος Κανόνας της Πρωτοδευτέρας Συνόδου τῆς Κωνσταντινουπόλεως – «… Οἱ γὰρ δι᾿ αἱρεσίν τινα, παρὰ τῶν ἁγίων Συνόδων ἢ Πατέρων κατεγνωσμένην, τῆς πρὸς τὸν πρόεδρον κοινωνίας ἑαυτοὺς διαστέλλοντες, ἐκείνου τὴν αἵρεσιν δηλονότι δημοσίᾳ κηρύττοντος καὶ γυμνῇ τῇ κεφαλῇ ἐπ᾿ ἐκκλησίας διδάσκοντος, οἱ τοιοῦτοι οὐ μόνον τῇ κανονικῇ ἐπιτιμήσει οὐχ ὑποκείσονται, πρὸ συνοδικῆς διαγνώσεως ἑαυτοὺς τῆς πρὸς τὸν καλούμενον ἐπίσκοπον κοινωνίας ἀποτειχίζοντες, ἀλλὰ καὶ τῆς πρεπούσης τιμῆς τοῖς ὀρθοδόξοις ἀξιωθήσονται. Οὐ γὰρ ἐπισκόπων, ἀλλὰ ψευδεπισκόπων καὶ ψευδοδιδασκάλων κατέγνωσαν, καὶ οὐ σχίσματι τὴν ἕνωσιν τῆς ἐκκλησίας κατέτεμον, ἀλλὰ σχισμάτων καὶ μερισμῶν τὴν ἐκκλησίαν ἐσπούδασαν ῥύσασθαι.»
Αυτός είναι ο κανόνας που επικαλούνται όσοι αποτειχίστηκαν από την αίρεση, αυτός είναι ο κανόνας που προστατεύει τους ιερείς και τους πιστούς - που επιθυμούν να παραμείνουν ορθόδοξοι μέχρι την τελευταία τους πνοή, προς σωτηρία της ψυχής τους - από την πτώση των επισκόπων, και νομιμοποιούν των χωρισμό από αυτούς, όταν [αυτοί] πέφτουν σε αίρεση. Ο Κανόνας μας εξηγεί πολύ καθαρά και το ζήτημα της Χάριτος, όταν μας λέει ότι, αποτειχιζόμεθα από ψευδοεπίσκοπους και ψευδοδιδάσκαλους.
Τι σημαίνει αυτό αγαπητά αδέλφια; […] Πώς και δεν είναι πια πραγματικοί επίσκοποι; Διότι δεν έχουν, πλέον, την Χάρη. Από πότε δεν έχουν, πλέον, την Χάρη; «ΠΡΟ ΣΥΝΟΔΙΚΗΣ ΔΙΑΓΝΩΣΕΩΣ», δηλαδή, όταν εκπέσανε του διακονήματος όπως [και] ο Ιούδας εξέπεσε του διακονήματος του αποστόλου, όταν ενώθηκε με την αίρεση.
Ο ίδιος ο Κανόνας που τεκμηριώνει την αποτείχιση όσων την αποτόλμησαν, αποδεικνύει – για όσους έχουν μάτια να βλέπουν - ότι ο αιρετικός και προ καταδίκης [ακόμα] είναι άνευ Χάριτος. Βέβαια, μεταξύ των αποτειχισμένων υπάρχουν κάποιοι που εναντιώνονται στο Ευαγγέλιο και στους Αγίους, επιδιώκοντας οπωσδήποτε να ενταχθούν σ’ εκείνη την κατηγορία [ανθρώπων] για την οποία ο Σωτήρας μας έλεγε: «…ἵνα βλέποντες μὴ βλέπωσι καὶ ἀκούοντες μὴ συνιῶσιν (Λουκ. 8,10), «…Σκληροτράχηλοι καὶ ἀπερίτμητοι τῇ καρδίᾳ… ὑμεῖς ἀεὶ τῷ Πνεύματι τῷ Ἁγίῳ ἀντιπίπτετε,…» (Πράξεις, 7, 51), που δεν κατανοούν, ότι αν τα πράγματα είναι έτσι όπως αυτοί υποστηρίζουν, και οι αιρετικοί Οικουμενιστές από τους οποίους αποτειχίστηκαν/αμε έχουν ακόμα Χάρη, αυτό σημαίνει, ότι εφόσον την έχουν μπορούν και να την δώσουν, κι’ εφόσον μπορούν να την δώσουν, μπορούν και να τη πάρουν, τουτέστιν όλοι εμείς είμεθα καθηρημένοι από τους υβριστές του Θεού, από τους αιρετικούς ψεύτες... Με άλλα λόγια: το ψεύδος νίκησε την Αλήθεια, ο Βελίαρ νίκησε τον Χριστό και το σκότος νίκησε το Φως. Αυτό σημαίνουν, κατά βάθος, τα λεγόμενα όσων υποστηρίζουν, ότι οι μη καταδικασμένοι αιρετικοί έχουν Χάρη. Εννοείται, ότι αυτή είναι αποκλειστικά δική τους γνώμη, ενώ εμείς ακολουθούμε τους Αγίους και λέμε, ότι όλα όσα προέρχονται από τους αιρετικούς είναι σιχαμερά και τα αρνούμεθα.
Για να τεκμηριώσουμε για ακόμα μια φορά, όσα έχουμε δηλώσει, φέρνουμε ενώπιον των αδελφών που αρέσκονται να διαβάζουν, τον Κανόνα του Αγίου Κυπριανού της Καρθαγένης, που διατυπώθηκε το έτος 258 μ.Χ., πριν από τις Οικουμενικές Συνόδους, και που αναγνωρίστηκε από τρεις Οικουμενικές Συνόδους: τον Α΄ Κανόνα της Δ΄ Οικουμενικής Συνόδου, τον Α΄ Κανόνα της Ε΄ Οικουμενικής Συνόδου και τον Β΄ Κανόνα της ΣΤ΄ Οικουμενικής Συνόδου. Εφόσον, λοιπόν, αυτός ο Κανόνας αναγνωρίστηκε οικουμενικά εν συνόδω, είναι πλέον οικουμενικός Κανόνας από την στιγμή της αναγνωρίσεως του, σύμφωνα με το Πηδάλιον, στην εισαγωγή περί Κανόνων, σελ. 24, στην έκδοση του 2007, από τις Εκδόσεις Credinţa Strămoşeaşcă (Ρουμανία).
«Ἐν κοινοβουλίῳ ὄντες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί, ἀνέγνωμεν γράμματα ἀφ’ ὑμῶν σταλέντα περὶ τῶν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, ἢ σχισματικοῖς δοκούντων βεβαπτίσθαι, ἐρχομένων πρὸς τὴν καθολικὴν Ἐκκλησίαν, ἥτις ἐστὶν μία, ἐν ᾗ βαπτιζόμεθα καὶ ἀναγεννώμεθα. Περὶ ὧν καὶ πεποίθαμεν, καὶ ὑμᾶς αὐτοὺς ἐκεῖνα πράττοντας, τὴν στερρότητα τοῦ τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας κανόνος κρατεῖν. Ὅμως ἐπεὶ συγκοινωνοὶ ἡμῶν ἐστε καὶ ζητῆσαι περὶ τούτου διὰ τὴν κοινὴν ἀγάπην ἠθελήσατε, οὐ πρόσφατον γνώμην, οὐδὲ νῦν ἡδρασμένην προσφέρομεν, ἀλλὰ τὴν πάλαι ὑπὸ τῶν προγενεστέρων ἡμῶν μετὰ πάσης ἀκριβείας καὶ ἐπιμελείας δεδοκιμασμένην, καὶ ὑφ’ ἡμῶν παρατηρηθεῖσαν, κοινούμεθα ὑμῖν καὶ συζεύγνυμεν, τοῦτο καὶ νῦν χειροτονοῦντες, ὅπερ διὰ παντὸς ἰσχυρῶς καὶ ἀσφαλῶς κρατοῦμεν, μηδένα βαπτίζεσθαι δύνασθαι ἔξω τῆς καθολικῆς ἐκκλησίας, ἑνὸς ὄντος βαπτίσματος καὶ ἐν μόνῃ τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ ὑπάρχοντος. Γέγραπται γάρ· Ἐμὲ ἐγκατέλιπον, πηγὴν ὕδατος ζῶντος, καὶ ὤρυξαν ἑαυτοῖς λάκκους συντετριμμένους, τοὺς μὴ δυναμένους ὕδωρ συσχεῖν. Καὶ πάλιν, ἡ ἁγία Γραφὴ προμηνύουσα λέγει· Ἀπὸ ὕδατος ἀλλοτρίου ἀπέχεσθε καὶ ἀπὸ πηγῆς ἀλλοτρίας μὴ πίητε. Δεῖ δὲ καθαρίζεσθαι καὶ ἁγιάζεσθαι τὸ ὕδωρ πρῶτον ὑπὸ τοῦ ἱερέως, ἵνα δυνηθῇ τῷ ἰδίῳ βαπτίσματι τὰς ἁμαρτίας τοῦ βαπτιζομένου ἀνθρώπου ἀποσμῆξαι. Διά τε Ἰεζεκιήλ τοῦ προφήτου λέγει Κύριος· Καί ῥαντίσω ὑμᾶς καθαρῷ ὕδατι καὶ καθαριῶ ὑμᾶς, καὶ δώσω ὑμῖν καρδίαν καινὴν, καὶ πνεῦμα καινὸν δώσω ὑμῖν. Πῶς δὲ δύναται καθαρίσαι καὶ ἁγιάσαι ὕδωρ ὁ ἀκάθαρτος ὢν αὐτὸς, καὶ παρ’ ᾧ Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔστι, λέγοντος τοῦ Κυρίου ἐν τοῖς Ἀριθμοῖς· Καὶ πάντων ὧν ἅψεται ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτα ἔσται; Πῶς βαπτίζων δύναται ἄλλῳ δοῦναι ἄφεσιν ἁμαρτιῶν ὁ μὴ δυνηθεὶς τὰ ἴδια ἁμαρτήματα ἔξω τῆς ἐκκλησίας ἀποθέσθαι; Ἀλλὰ καὶ αὐτὴ ἡ ἐρώτησις, ἡ ἐν τῷ βαπτίσματι γενομένη, μάρτυς ἐστὶ τῆς ἀληθείας· λέγοντες γὰρ τῷ ἐξεταζομένῳ· Πιστεύεις αἰώνιον ζωὴν καὶ ἄφεσιν ἁμαρτιῶν λαμβάνειν; οὐκ ἄλλο τι λέγομεν, εἰ μὴ ὅ,τι ἐν τῇ καθολικῇ ἐκκλησίᾳ δοθῆναι δύναται. Παρὰ δὲ τοῖς αἱρετικοῖς, ὅπου ἐκκλησία οὐκ ἔστιν, ἀδύνατον ἁμαρτημάτων ἄφεσιν λαβεῖν. Καὶ διὰ τοῦτο οἱ τῶν αἱρετικῶν συνήγοροι ἢ τὴν ἐπερώτησιν ἐναλλάξαι ὀφείλουσιν ἢ τὴν ἀλήθειαν ἐκδικῆσαι, εἰμή τι αὐτοῖς καὶ τὴν ἐκκλησίαν προσνέμουσιν, οὓς βάπτισμα ἔχειν διαβεβαιοῦνται. Ἀνάγκη δέ ἐστι καὶ χρίεσθαι τὸν βεβαπτισμένον, ἵνα, λαβὼν χρῖσμα, μέτοχος γένηται Χριστοῦ· ἁγιάσαι δὲ ἔλαιον οὐ δύναται ὁ αἱρετικός, ὁ μήτε θυσιαστήριον ἔχων, μήτε ἐκκλησίαν· ὅθεν οὐ δύναται χρίσμα τὸ παράπαν παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς εἶναι. Πρόδηλον γάρ ἐστιν ἡμῖν, μηδαμῶς δύνασθαι παρ’ ἐκείνοις ἁγιάζεσθαι ἔλαιον εἰς εὐχαριστίαν. Εἰδέναι γὰρ καὶ μὴ ἀγνοεῖν ὀφείλομεν, ὅτι γέγραπται· Ἔλαιον ἁμαρτωλοῦ μὴ λιπανάτω τὴν κεφαλήν μου· ὃ δὴ καὶ πάλαι ἐμήνυσε τὸ Πνεῦμα τὸ ἅγιον ἐν ψαλμοῖς. Μήπως, ἐξιχνιασθείς τις καὶ ἀπὸ τῆς εὐθείας ὁδοῦ πλανηθείς, παρὰ τοῖς αἱρετικοῖς, τοῖς τοῦ Χριστοῦ ἀντιπάλοις, χρισθῇ. Πῶς δὲ εὔξεται ὑπὲρ τοῦ βαπτισθέντος οὐχὶ ἱερεύς, ἀλλ’ ἱερόσυλος καὶ ἁμαρτωλός, λεγούσης τῆς Γραφῆς, ὅτι Ὁ Θεὸς ἁμαρτωλῶν οὐκ ἀκούει, ἀλλ’ ἐάν τις θεοσεβὴς ᾖ καὶ τὸ θέλημα αὐτοῦ ποιῇ, τούτου ἀκούει; Διὰ τῆς ἁγίας ἐκκλησίας νοοῦμεν ἄφεσιν ἁμαρτιῶν· τίς δὲ δύναται δοῦναι, ὅπερ αὐτὸς οὐκ ἔχει; ἢ πῶς δύναται πνευματικὰ ἐργάζεσθαι ὁ ἀποβαλὼν Πνεῦμα ἅγιον; Διὰ τοῦτο καὶ ἀνανεοῦσθαι ὀφείλει ὁ πρὸς τὴν ἐκκλησίαν ἐρχόμενος, ἵνα ἔσω διὰ τῶν ἁγίων ἁγιασθῇ, γέγραπται γὰρ ὅτι· Ἅγιοι ἔσεσθε, καθὼς ἐγὼ ἅγιός εἰμι, λέγει Κύριος· ἵνα καὶ ὁ πλάνῃ βουκοληθεὶς ἐν τῷ ἀληθεῖ καὶ ἐκκλησιαστικῷ βαπτίσματι καὶ αὐτὸς τοῦτο ἀποδύσηται, ὅστις πρὸς Θεὸν ἐρχόμενος ἄνθρωπος καὶ ἱερέα ἐπιζητῶν, ἐν πλάνῃ εὑρεθείς, ἱεροσύλῳ προσέπεσε. Δοκιμάζειν γάρ ἐστι τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βάπτισμα, τὸ συνευδοκεῖν τοῖς ὑπ’ ἐκείνων βεβαπτισμένοις. Οὐ γὰρ δύναται ἐν μέρει ὑπερισχύειν· εἰ ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι· εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι, ἔξω ὤν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι, ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος καὶ ἑνὸς ὄντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος καὶ μιᾶς ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν, ἐπάνω Πέτρου τοῦ Ἀποστόλου, ἀρχῆθεν λέγοντος, τῆς ἑνότητος τεθεμελιωμένης· καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα, ψευδῆ καὶ κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστὶν ἀδόκιμα. Οὐ γὰρ δύναταί τι δεκτὸν καὶ αἱρετὸν εἶναι παρὰ τῷ Θεῷ τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων, οὓς ὁ Κύριος πολεμίους καὶ ἀντιπάλους αὐτοῦ λέγει ἐν τοῖς Εὐαγγελίοις· Ὁ μὴ ὢν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει. Καὶ ὁ μακάριος Ἀπόστολος Ἰωάννης, ἐντολὰς Κυρίου τηρῶν, ἐν τῇ ἐπιστολῆ προέγραψεν· Ἠκούσατε, ὅτι ὁ ἀντίχριστος ἔρχεται, καὶ νῦν δὲ ἀντίχριστοι πολλοὶ γεγόνασιν· ὅθεν γινώσκομεν, ὅτι ἐσχάτη ὥρα ἐστίν. Ἐξ ἡμῶν ἐξῆλθον, ἀλλ’ οὐκ ἦσαν ἐξ ἡμῶν. Ὅθεν καὶ ἡμεῖς συνιέναι ὀφείλομεν καὶ νοεῖν, ὡς οἱ ἐχθροὶ Κυρίου καὶ οἱ ἀντίχριστοι ὠνομασμένοι, δυνατοὶ οὐκ εἶεν χάριν δοῦναι τῷ Κυρίῳ. Καὶ διὰ τοῦτο ἡμεῖς οἱ σὺν Κυρίῳ ὄντες καὶ ἑνότητα Κυρίου κρατοῦντες καὶ κατὰ τὴν ἀξίαν αὐτοῦ χορηγούμενοι, τὴν ἱερατείαν αὐτοῦ ἐν τῇ ἐκκλησίᾳ λειτουργοῦντες, ὅσα οἱ ἀντικείμενοι αὐτῷ, τουτέστι πολέμιοι καὶ ἀντίχριστοι, ποιοῦσιν ἀποδοκιμάσαι καὶ ἀποποιῆσαι καὶ ἀπορρίψαι καὶ ὡς βέβηλα ἔχειν ὀφείλομεν. Καὶ τοῖς ἀπὸ πλάνης καὶ στρεβλότητος ἐρχομένοις, ἐπὶ γνώσει τῆς ἀληθινῆς καὶ ἐκκλησιαστικῆς πίστεως, δοῦναι καθόλου θείας δυνάμεως μυστήριον, ἑνότητός τε, καὶ πίστεως, καὶ ἀληθείας».(Αντιγραφή του Κανόνος από το Ιερό Πηδάλιο στην ελληνική έκδοση).

ΕΡΜΗΝΕΊΑ [Ζωναρά, Βαλσαμώνος] (σ.μ.-ιδίας μετάφραση)
«Πολλές αποδείξεις φέρνει αυτός ο κανόνας στο ότι το βάπτισμα των σχισματικών δεν είναι αποδεκτό. Και οφείλουν αυτοί να ξαναβαπτιστούν όταν επιστρέφουν στην ορθόδοξη, καθολική Εκκλησία. 1. Ενώ οι αιρετικοί και οι σχισματικοί βρίσκομενοι εκτός της καθολικής Εκκλησίας, ούτε Βάπτισμα έχουν κατ’ επέκταση. 2. Το ύδωρ του Βαπτίσματος οφείλει πρώτα να καθαριστεί και να αγιαστεί μέσω των προσευχών του ιερέα και με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, έπειτα να καθαρίσει και να αγιάσει αυτόν που βαπτίζεται μέσα σ' αυτό, όμως οι αιρετικοί και οι σχισματικοί δεν είναι ιερείς. Είναι ξεθαρρεμένοι ιεροκάπηλοι, όχι καθαροί αλλά ακάθαρτοι, όχι άγιοι αλλά σαν όσους δεν έχουν Θεία Χάρη. Δηλαδή, ούτε βάπτισμα έχουν. 3. Διότι με το Βάπτισμα μέσα στην Καθολική Εκκλησία, δίδεται άφεση των αμαρτιών, ενώ με το Βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών, όντας αυτοί εκτός της Καθολικής Εκκλησίας, πῶς θα μπορούσε να δοθεί άφεση των αμαρτιών; 4. Μέτα από το βάπτισμα, ο βαπτιζόμενος πρέπει να μυρωθεί με το Άγιο και Μεγάλο Μύρο, που είχε αγιαστεί με την κάθοδο του Αγίου Πνεύματος. Ενώ ο αιρετικός μη έχοντας Άγιο Πνεύμα, όντας χωρισμένος από Αυτό, [και] από την καθολική Εκκλησία, για την αίρεση και για το σχίσμα (την αποστασία) του, πως μπορεί να αγιάζει τοιούτο το Μύρο; 5. Ο ιερέας πρέπει να προσευχηθεί στον Θεό για την σωτηρία του βαπτιζομένου, ενώ ο αιρετικός και ο σχισματικός, όντας ιεροκάπηλος και αμαρτωλός (όχι τόσο για τα πραχθέντα, όσο για την αίρεσή και το σχίσμα του, που είναι το μεγαλύτερο αμάρτημα απ’ όλα), πως θα μπορούσε να έχει παρρησία ενώπιον του Θεού, όταν το Ευαγγέλιο λέει: Διότι τους αμαρτωλούς ο Θεός δεν τους ακούει. 6. Διότι δεν μπορεί να γίνει δεκτό από τον Θεό το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών, επειδή εκείνοι είναι εχθροί του Θεού, που ο Ευαγγελιστής Ιωάννης ονομάζει αντίχριστους. Για όλα αυτά και πολλά άλλα, ο παρών κανόνας προστάζει εν ακριβεία να βαπτίζοναι όλοι οι αιρετικοί και σχισματικοί. Επιπλέον δε, επισημαίνουμε ότι αυτός ο λογισμός σε σχέση με το απαράδεκτο του βαπτίσματος από αιρετικούς και σχισματικούς, δεν είναι καινούργιος, δηλαδή των Πατέρων τούτης της Συνόδου, αλλά παλιός, που είχε μελετηθεί από τους προγενέστερους (τουτέστιν από τον καιρό του Αγριπίνου, επισκόπου Καρταγένης, όπως και αναφέρεται στα προλεγόμενα αυτής της Συνόδου, που είχε προλάβει ακόμα και τους διαδόχους των ίδιων των Αποστόλων)`. Αυτός ο λογισμός σε λεπτομέρεια και εν ακριβεία είναι απόλυτα ενωμένος με τους αποστολικούς κανόνες 46, 47, 68. Και δεν είναι ότι ο κανόνας αυτός αποστρέφεται το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών μόνο συλλογικά, αλλά και ξεχωριστά ο κάθε ένας από τους 84 Πατέρες αυτής της συνόδου, με ξεχωριστή εργασία (…ό υπόμνημα), δηλαδή με 84 αποφάσεις το αποστρέφονται [το βάπτισμα των αιρετικών και σχισματικών].»
Ιδού, αγαπητά αδέλφια, τι λένε οι άγιοι και όχι εμείς οι αμαρτωλοί, αλλά οι άγιοι. […] ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΟΝΤΑΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΊΑΣ ΚΑΙ ΟΛΑ [ΕΚ ΜΕΡΟΥΣ ΤΩΝ] ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΑ Εκτός αυτών, αγαπητά αδέλφια, μέτρησα κάποιους 1237 Άγιους Πατέρες από τρεις Οικουμενικές Συνόδους […] που ομόφωνα λένε: «ΜΑΣ ΦΑΙΝΕΤΑΙ – ΕΜΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΠΝΕΥΜΑΤΟΣ - ΟΤΙ ΟΙ ΑΙΡΕΤΙΚΟΙ ΔΕΝ ΕΧΟΥΝ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΟΝΤΑΣ ΕΚΤΟΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ, ΚΑΙ ΟΣΑ ΑΥΤΟΙ ΠΡΟΣΦΕΡΟΥΝ ΕΙΝΑΙ ΜΗ ΑΠΟΔΕΚΤΑ ΚΑΙ ΜΑΓΑΡΙΣΜΕΝΑ.
Είναι λυπηρό όταν δεις ότι υπάρχουν ακόμα ιερείς, μοναχοί και λαϊκοί που δίνοντας αυτή τη μάχη για την υπεράσπιση της ορθής πίστης αποκλίνουν από τη γραμμή των αγίων και εφεύρουν τα δικά τους παραμύθια […]
Μέσα στην αθλιότητα μου αναρωτιέμαι πόσοι από εμάς θα είχαμε σηκωθεί αν δεν θα υπήρχε αυτός ο 15ος κανόνας; Πόσοι από εμάς θα είχαν καταλάβει ότι στην ουσία οι οικουμενιστές είναι ένοχοι, πρωτίστως, επειδή κηρύττουν άλλο ευαγγέλιο και ότι, στην ουσία, πίπτουν κάτω από το ανάθεμα που έδωσε ο Άγιος Απόστολος Παύλος και δεν θα χρειαζόταν ούτε ένας Κανόνας και καμμία Σύνοδος, για να αποκοπείς από αυτούς, αρκούντως του γεγονότος, ότι κηρύττουν άλλο ευαγγέλιο. Πῶς το κάνουν αυτό; Με το που συμφώνησαν στην Κρήτη, ότι μπορούν να τελεστούν μικτοί γάμοι και ότι όσοι είναι εκτός Εκκλησίας είναι, επίσης, εκκλησία.
Αυτά τα φαινομενικά ασήμαντα πράγματα, είναι ο μεγαλύτερος κίνδυνος για την Εκκλησία και για την ορθή πίστη, διότι πίσω τους φέρουν [όλο] το δηλητήριο. Συγκεκριμένα, το ότι στην Κρήτη αποφασίστηκε, πως ο ορθόδοξος μπορεί να στεφανωθεί με τον παπικό αιρετικό φερ’ ειπείν, δεν αφορά μόνο το μυστήριο του γάμου […], σημαίνει, ότι αναγνωρίζεται το βάπτισμα του αιρετικού και κατ’ επέκταση αναγνωρίζεται η ιερωσύνη αυτών που τέλεσαν το ψευδοβάπτισμα. Αναγνωρίζεις, με άλλα λόγια, μυστήρια στους μεγαλύτερους αιρετικούς όλων των εποχών και το ακόμα σοβαρότερο, τους αναγνωρίζεις ως Εκκλησία, γεγονός που σε ταυτίζει με την αίρεσή τους, το filioque.
Τι σημαίνει η αίρεση του filioque; Σημαίνει ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, όπως λανθασμένα και αντι-Ευαγγελικά υποστηρίζουν οι Παπικοί. Εμείς γνωρίζουμε από το Ευαγγέλιο του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, ότι το Άγιο Πνεύμα εκπορεύεται εκ του Πατρός και όχι και εκ του Υιού: «ὅταν δὲ ἔλθῃ ὁ παράκλητος, ὃν ἐγὼ πέμψω ὑμῖν παρὰ τοῦ πατρός, τὸ Πνεῦμα τῆς ἀληθείας, ὃ παρὰ τοῦ Πατρὸς ἐκπορεύεται, ἐκεῖνος μαρτυρήσει περὶ ἐμοῦ·» (Ιωάννη, 15, 26).
Το να συμφωνείς, ότι το Άγιον Πνεύμα εκπορεύεται και εκ του Υιού, σε κάνει κήρυκα ενός άλλου ευαγγελίου και σε τοποθετεί κάτω από το ανάθεμα του Αγίου Απόστολου Παύλου: «Ἀλλὰ καὶ ἐὰν ἡμεῖς ἢ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὃ εὐηγγελισάμεθα ὑμῖν, ἀνάθεμα ἔστω.» (Γαλ. 1,8).
Οι συνέπειες, όσων περιγράψαμε παραπάνω, για τους Οικουμενιστές, αυτών δηλαδή που θεωρούν εκκλησία και τους αιρετικούς της Δύσεως, είναι ότι προσχωρήσαντες στην αίρεση τους, εκπίπτουν της Χάριτος και δεν μπορούν να αγιάζουν πια τίποτε, δεν μπορούν να αγιάζουν πρωτίστως, επειδή είναι αναθεματισμένοι από τον Απόστολο Παύλο, δευτερευόντως δε, επειδή έγιναν συμμέτοχοι μιας καταδικασμένης, από τας Συνόδους των Αγίων, Μεγάλου Φωτίου και Γρηγορίου Παλαμά, αίρεσης, και τρίτον, επειδή προσκυνούν ξένον θεό.
Θα σταθούμε λίγο στο γεγονός, ότι προσκυνάνε κάλπικο θεό σαν μαρτυρία για την απώλεια της Χάριτος, ώστε να καταλάβουμε καλύτερα, τί συμβαίνει όταν ενώνεσαι με την αίρεση. Στην παραπάνω αναφερθείσα ευαγγελική περικοπή βλέπουμε ξεκάθαρα πως ο Κύριος ημών Ιησούς Χριστός, αποκαλεί το Άγιο Πνεύμα ως Πνεύμα Αληθείας και μπορούμε κάλλιστα να καταλάβουμε, ότι ποτέ ο έχων ψευδές δόγμα δεν θα μπορεί επ’ ουδενί να ενωθεί με αυτό το Πνεύμα της Αληθείας, επειδή απλούστατα ο αιρετικός δεν βρίσκεται στην Αλήθεια.
Όταν ένας Οικουμενιστής ψευδό-ιερέας ή ψευδό-επίσκοπος που θέλει δε θέλει είναι ενωμένος με την αίρεση του filioque, εφόσον αποδέχεται τα μυστήρια των παπικών, κάθεται μπροστά στην Αγία Τράπεζα και σηκώνει τα χέρια ζητώντας το Άγιο Πνεύμα, [στην ουσία] ζητάει με την λανθασμένη πίστη του εκείνο το πνεύμα που πορεύεται και εκ του Υιού, το οποίο δεν είναι το Άγιο Πνεύμα, αλλά ένα ξένο και σιχαμερό πνεύμα που το Ευαγγέλιο μας δεν το ευαγγελίζεται. Εκείνο το ξένο πνεύμα ουδέποτε θα μπορέσει να λειτουργεί κάτι το ιερό διότι το ίδιο δεν είναι ιερό αλλά μαγαρισμένο, δεν είναι θεός αλλά δαίμονας κατά τον Άγιο προφήτη Δαβίδ: «… Πάντες οι θεοί των εθνών δαιμόνια» (Ψαλμ. 95, 5)` ουδέποτε αυτό το ξένο πνεύμα θα μπορέσει να μετουσιώσει το ψωμί σε Σώμα και το κρασί σε Αίμα, γιατί αυτό είναι έργο του Αγίου Πνεύματος, του Πνεύματος της Αληθείας.
Είναι εύκολα κατανόητο, αδέλφια μου, ότι η Εκκλησία είναι πλήρης Χάριτος, όμως η Εκκλησία είναι μόνο εκεί που υπάρχει [η] Αλήθεια. «…ἥτις ἐστὶν ἐκκλησία Θεοῦ ζῶντος, στῦλος καὶ ἑδραίωμα τῆς ἀληθείας. (Α'Τιμ. 3,15), τουτέστιν ο καταδικασμένος/μη καταδικασμένος αιρετικός, μόνος εκβαλλόμενος από την Εκκλησία δια της αίρεσής του, δεν δύναται πλέον να συνεργαστεί με τη Χάρη του Αγίου Πνεύματος, που βρίσκεται μόνο στην Εκκλησία.
Με πικρία παρατήρησα, ότι μέσω διαδικτύου προβάλλονται φρονήματα αντίθετα των Αγίων, μαρτυρίες σύγχρονων Αγίων που ερμηνεύονται λάθος, τάχα πως υποστηρίζουν την ύπαρξη Χάριτος στους μη καταδικασμένους Οικουμενιστές αιρετικούς. Έχουμε αποδείξει, βάσει των Γραφών και των Κανόνων, ότι τα πράγματα είναι αλλιώς και ο αιρετικός χάνει την επαφή με τη Χάρη από τη στιγμή της πτώσεώς του. Αν θέλετε, αδέλφια, είναι και λογικό, σκεφτείτε τον κλέφτη και αναρωτηθείτε: από πότε είναι κλέφτης από τη στιγμή που διαπράττει την κλεψιά ή από τη στιγμή που τον καταδικάζει ένα δικαστήριο; Εννοείται, ότι από τη στιγμή που έκλεψε. Και αναρωτηθείτε και το άλλο: τι θα συμβεί μ’ αυτόν τον κλέφτη, εάν αμέσως μετά τη πράξη του έρχεται ο Κύριος να κρίνει τον κόσμο, πως θα τον δεχτεί ο Κύριος; Ως κλέφτη ή ως δίκαιο, αφού δεν θα είχε προλάβει να τον καταδικάσει κάποιο δικαστήριο; Είναι ξεκάθαρο, αδέλφια, ότι αυτός θα κριθεί ως κλέφτης διότι ο Κύριος όλα τα βλέπει και εκείνος αθέτησε την εντολή. Το ίδιο και με τον αιρετικό.
[…]
Αυτό που διαφεύγει των αδελφών που βρίσκουν μυστήρια στους αιρετικούς Οικουμενιστές είναι, ότι οι Άγιοι ουδέποτε είχαν διαφωνήσει με τους προγενέστερους Άγιους, και όσο κι’ αν ψάξουν να βρουν Άγιο αντίθετο με συνοδικές αποφάσεις και Κανόνες, δεν θα το καταφέρουν. Αυτό είναι το Πατερικό πνεύμα. Εάν θα είχε κατανοηθεί καλά αυτό το πράγμα, οι μαρτυρίες των σύγχρονων Αγίων δεν θα είχαν χρησιμοποιηθεί με λάθος τρόπο, και ούτε εκείνη η υποσημείωση που είχε προσθέσει ο Άγιος Νικόδημος στον τρίτο Αποστολικό κανόνα, που λέει:
«Πρέπει να ηξεύρωμεν, ότι τα επιτίμια οπού διορίζουν οι Κανόνες, ήγουν το, καθαιρείσθω, το, αφοριζέσθω, και το ανάθεμα έστω. Αυτά, κατά την γραμματικήν τέχνην, είναι γ'· προσώπου προστακτικτού, μη παρόντος. Εις το οποίον δια να μεταδοθή η προσταγή αύτη, εξ ανάγκης χρειάζεται να ήναι β'.πρόσωπον παρόν. Το εξηγώ καλλιώτερα. Οι Κανόνες προστάζουσι την σύνοδον των ζώντων Επισκόπων, να καθαίρουν τους ιερείς, ή να αφορίζουν, ή να αναθεματίζουν τους λαϊκούς, οπού παραβαίνουν τους κανόνας. Όμως αν η σύνοδος δεν ενεργήση εμπράκτως την καθαίρεσιν των ιερέων, ή τον αφορισμόν, ή αναθεματισμόν των λαϊκών, οι ιερείς αυτοί και οι λαϊκοί ούτε καθηρημένοι είναι ενεργεία, ούτε αφορισμένοι ή αναθεματισμένοι. Υπόδικοι όμως, εδώ μεν εις την καθαίρεσιν και αφορισμόν ή αναθεματισμόν, εκεί δε εις την θείαν δίκην. Καθώς και όταν ένας Βασιλεύς προστάξη τον δούλον του νά δείρει έναν άλλον, οπού του έσφαλεν, εάν ο προσταχθείς δούλος δεν ενεργήση του Βασιλέως την προσταγήν, άδαρτος έμεινεν εκείνος οπού έσφαλεν εις τον Βασιλέα, υπόδικος όμως εις τον δαρμόν. Όθεν σφάλλουσι μεγάλως εκείνοι οι ανόητοι όπου λέγουσιν, ότι εις τους παρόντας καιρούς όλοι οι παρά κανόνας χειροτονηθέντες ιερωμένοι, είναι ενεργεία καθηρημένοι. Ιεροκατήγορος γλώσσα είναι εκείνη οπού ανοήτως τα τοιαύτα λόγια φλυαρεί, μη νοούσα, ότι, η προσταγή των Κανόνων, χωρίς την έμπρακτον ενέργειαν του β΄ προσώπου, ήτοι της συνόδου, είναι ατέλεστος, αμέσως και προ κρίσεως μη ενεργούσα καθ΄ εαυτήν. Αυτοί οι ίδιοι Θείοι Απόστολοι φανερά εξηγούσι τον εαυτόν τους με τον μς'· Κανόνα τους, επειδή δεν λέγουσι, πως ήδη ευθύς ενεργεία ευρίσκεται καθηρημένος, όποιος Επίσκοπος ή Πρεσβύτερος δεχθή το των αιρετικών βάπτισμα, αλλά καθαιρείσθαι προστάζομεν, ήγουν να παρασταθή εις κρίσιν, και αν αποδειχθή πως τούτο έκαμε, τότε ας γυμνωθή με την εδικήν σας απόφασιν από την ιερωσύνην, τούτο προστάσσομεν.» (σελ.5) »
Αυτή είναι η υποσημείωση του Αγίου Νικοδήμου όπου βλέπουμε καθαρά, ότι ο Άγιος δεν αναφέρεται επ’ ουδενί στους φανερά αιρετικούς, αλλά μιλάει για την παραβίαση κανόνων που δύναται να πράττουν οι επίσκοποι και οι ιερείς. Η τοποθέτηση: «…sta de faţă la judecată, şi de se va dovedi că a făcut acesta…» (…να έλθουν ενώπιο δικαστηρίου και εφόσον αποδειχθεί, ότι διέπραξε τούτο… – σ.μ.)
Στην περίπτωση την δική μας, όμως, τα πράγματα είναι εντελώς διαφορετικά, διότι η «γυμνή τη κεφαλή» αίρεση, πολύ περισσότερο εν συνόδω, δεν χρειάζεται επιπλέον αποδείξεις, εφόσον έχει κηρυχτεί δημόσια και ακούστηκε από όλον τον κόσμο. Αυτός είναι ο ένας λόγος που δεν λαμβάνουμε ως θεμελιώδη αυτή την υποσημείωση.
Ένας άλλος λόγος που δεν δεχόμαστε μια υποσημείωση ως θεμελιώδη, είναι επειδή εκπροσωπεί την άποψη ενός μόνο αγίου, και η άποψη ενός μόνο αγίου δεν δύναται να αντιτεθεί στις απόψεις πολλών Αγίων που έχουν αποφασίσει Συνοδικά, Οικουμενικά, όπως μαρτυρεί και ο Άγιος Γρηγόριος Νύσσης, λέγοντας: «...οι κανόνες δεν εκτίθενται από ένα επίσκοπον, αλλ΄υπό της κοινότητος, και συνόδου των επισκόπων...το καθ΄ ημάς εις εξουσίαν κανόνων ουκ αξιόπιστον».
Πάντως, το πλέον ακατάλληλο επιχείρημα για την ύπαρξη της Χάριτος στους αιρετικούς Οικουμενιστές είναι εκεί που γίνεται αναφορά στον Άγιο Σεραφείμ του Σάρωφ, που εξηγεί στον Μοτοβίλωφ για τα δώρα του Αγίου Πνεύματος, τα οποία τα λαμβάνει ο άνθρωπος με το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος: «… αυτή η χάρις του Βαπτίσματος είναι τόσο μεγάλη και αναγκαία, τόσο ζωοποιός για τον άνθρωπο, ώστε ακόμα και τον αιρετικό άνθρωπο δεν τον εγκαταλείπει μέχρι το θάνατό αυτού…» (σ.μ. – ιδία μετάφραση)
Λέγω, ότι αυτό το επιχείρημα είναι το πλέον ακατάλληλο διότι συγχέει απερίφραστα τα πράγματα, σε σημείο που ντρέπομαι ακόμα και που [κάποιοι] το μεταχειρίστηκαν. 
Αγαπητά αδέλφια, σε αυτό το παράδειγμα ο Άγιος μιλάει για την χάρη και το φως που εισέρχεται σε κάθε βαπτισμένο άνθρωπο, για τον οποίο λόγο,το Μυστήριο του Αγίου Βαπτίσματος ονομάζεται και Μυστήριο της Φωτίσεως, ενώ ο προσφάτως βαπτισμένος ονομάζεται νεόφυτος ή νεοφώτιστος. Αυτό το φως του Βαπτίσματος δεν σβήνει ποτέ, δύναται μόνο να καλυφθεί από τα αμαρτήματα και τις αιρέσεις στις οποίες πίπτει ο άνθρωπος στην διάρκεια της ζωής του. Για τούτο τον λόγο, όταν ένας βαπτισμένος άνθρωπος πέφτει σε κάποια αίρεση, αλλά επανέρχεται στην ζωή και επιστρέφει στην μάνα Εκκλησία, δεν αναβαπτίζεται, διότι έχει το φως του βαπτίσματος μέσα του πού θέλει μόνο να αναδειχθεί ξανά στην επιφάνεια. Αυτό επιτυγχάνεται με την ορθόδοξη ομολογία και μύρωμα με το Μεγάλο Άγιον Μύρο, ώστε ο παροδικά αιρετικός [μετανοημένος, πλέον – σ.μ.], να λάβει και πάλι το Σφράγισμα της Δωρεάς του Αγίου Πνεύματος, που είχε φύγει απ’ αυτόν όταν εξέπεσε της Αληθείας.
Όμως, αγαπητά αδέλφια, όταν εμείς λέμε ότι ο αιρετικός δεν έχει Χάρη και Μυστήρια, αναφερόμαστε στο γεγονός, ότι μέσω της αλλοτριωμένης χειροτονίας του, ψευδή δηλαδή, δεν μπορεί να ενωθεί με τη Χάρη, αφού η χειροτονία του δεν είναι πια ενεργή, το λέμε αυτό σε ομοφωνία με όλους τους Αγίους. Δεν λέμε, ότι δεν έχουν το φως εκ του βαπτίσματος, λέμε, όμως, ότι το έχουν σκεπάσει με την αίρεση και ότι το ίδιο το φως αυτό θα τους καταδικάσει εν τέλει, εφόσον δεν επιστρέφουν. Να μη συγχέουμε τα πράγματα, τα Μυστήρια δεν αγιάζονται με το φως που λάβαμε στο βάπτισμα, αλλά με την Χάρη της Ιερωσύνης, γι’ αυτό και χειροτονείται ένας βαπτισμένος άνθρωπος, άξιος να φέρει τη Χάρη της Ιερωσύνης.
Ιδού τι ζητάει ο επίσκοπος από τον Θεό όταν χειροτονεί κάποιον ιερέα: 
«Η Θεία Χάρις, ἡ πάντοτε τὰ ἀσθενῆ θεραπεύουσα καὶ τὰ ἐλλείποντα ἀναπληροῦσα, προχειρίζεται (τὸν δεῖνα) τὸν εὐλαβέστατον Διάκονον εἰς Πρεσβύτερον, εὐξώμεθα οὖν ὑπέρ αὐτοῦ, ἵνα ἔλθῃ ἐπ᾽ αὐτον ἡ χάρις τοῦ Παναγίου Πνεύματος.» Αυτή είναι η πρώτη προσευχή που γίνεται δια τον μέλλοντα ιερέα, και βλέπουμε ξεκάθαρα, ότι ο επίσκοπος ζητάει να κατέβει επ’ αυτόν η Χάρις, που αν ο υποψήφιος ιερέας θα την είχε ήδη, εκ του βαπτίσματος, η εν λόγω έκκληση θα ήταν περιττή. Τα πράγματα δεν σταματάνε εδώ, για να ολοκληρωθεί η χειροτονία, ο επίσκοπος κάνει επί του υποψηφίου και άλλες δυο προσευχές που έχουν ως κεντρικό σκοπό την λήψη της Χάριτος από τον υποψήφιο: «Ὁ Θεὸς ὁ ἄναρχος καὶ ἀτελεύτητος, ὁ πάσης κτίσεως πρεσβύτατος ὑπάρχων, ὁ τῇ προσηγορίᾳ τοῦ πρεσβυτέρου τιμήσας τοὺς ἐν τῷ βαθμῷ τούτῳ ἀξιωθέντας ἱερουργεῖν τὸν λόγον τὴς ἀληθείας. Αὐτός, Δέσποτα τῶν ἁπάντων, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησον ὑποδέξασθαι τὴν μεγάλην ταύτην χάριν τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος, καὶ τέλειον ἀνάδειξον δοῦλόν σου, ἐν πᾶσιν εὐαρεστοῦντά σοι, καὶ ἀξίως πολιτευόμενον τῆς δωρηθείσης αὐτῷ, ὑπὸ τῆς σῆς προγνωστικῆς δυνάμεως, μεγάλης ταύτης ἱερατικῆς τιμῆς. «Ὅτι σὸν τὸ κράτος, καὶ σοῦ ἐστιν ἡ Βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν»
Και η τελευταία προσευχή: «Ὁ Θεός, ὁ μέγας ἐν δυνάμει, καὶ ἀνεξιχνίαστος ἐν συνέσει, ὁ θαυμαστὸς ἐν βουλαῖς, ὑπὲρ τοὺς υἱοὺς τῶν ἀνθρώπων· Αὐτός, Κύριε, καὶ τοῦτον, ὅν εὐδόκησας τὸν τοῦ Πρεσβυτέρου ὑπεισελθεῖν βαθμόν, πλήρωσον τῆς τοῦ Ἁγίου σου Πνεύματος δωρεᾶς· ἵνα γένηται ἄξιος παρεστάναι ἀμέμπτως τῷ Θυσιαστηρίῷ σου, κηρύσσειν τὸ Εὐαγγέλιον τῆς βασιλείας σου, ἱερουργεῖν τὸν λόγον τῆς ἀληθείας σου, προσεφέρειν σοι δῶρα καὶ θυσίας πνευματικάς, ἀνακαινίζειν τὸν Λαόν σου δία τῆς τοῦ λουτροῦ παλιγγενεσίας· ὅπως καὶ αὐτός, ὑπαντήσας ἐν τῇ Δευτέρᾳ ἐπιδημία τοῦ μεγάλου Θεοῦ, καὶ Σωτῆρος ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τοῦ μονογενοῦς σου Υἱοῦ, δέξηται τὸν μισθὸν τῆς ἀγαθῆς οἰκονομίας τοῦ οἰκείου Τάγματος, ἐν τῶ πλήθει τῆς ἀγαθότητός σου. Ὅτι ηὐλόγηται καὶ δεδόξασται τὸ πάντιμον καὶ μεγαλοπρεπὲς ὄνομά σου, τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
Όπως έχουμε προαναφέρει, είναι πολύ ξεκάθαρο, ότι η Χάρη της Ιερωσύνης είναι κάτι διαφορικό από το φως που λαμβάνει ο άνθρωπος στο βάπτισμα. Περισσότερη συζήτηση γι’ αυτό το θέμα είναι περιττή. […]
Κάπως σχετικό με τα παραπάνω είναι και η πολύ λανθασμένη γνώμη για την αθώα γριούλα που βρίσκεται σε άγνοια. Με αυτή την γνώμη υποστηρίζεται, ότι ο Θεός τάχα, στέλνει την Χάρη, για να αγιάζει τα Τίμια Δώρα για την πίστη αυτής της γριούλας, που δεν ξέρει τίποτα, και η καημένη δεν φταίει για ό,τι έχουν κάνει ο επίσκοπος ή ο ιερέας της. Κατ’ επέκταση, εφόσον δεν γνωρίζει, δεν είναι ένοχη για συνέργεια σε αίρεση και επιπλέον κοινωνάει με τα Άγια Μυστήρια, ανεξαρτήτως ποιος τα λειτουργεί.
Αγαπητά εν Χριστώ αδέλφια, εφόσον η ορθή πίστη εκείνης της γριούλας φέρνει την Χάρη, ώστε να αγιάζονται τα Τίμια Δώρα, ρωτάμε εμείς, οι ανάξιοι: ποιος ο ρόλος μας μπροστά στην Αγία Τράπεζα, πια; Διότι εάν είναι έτσι, η μυστηριακή ιερωσύνη δεν έχει νόημα, φθάνει οι πιστοί να βάλουν πάνω στην Αγία Τράπεζα ψωμί και κρασί, και ευθύς ο Θεός στέλνει την Χάρη, και έτοιμη η Θεία Λειτουργία. Δεν είναι, όμως, έτσι, αγαπητά αδέλφια, ο Θεός ευλόγησε να επιλεγούν κάποιοι από εμάς για να τελούν αυτό το μεγάλο Μυστήριο, όπως είδατε να λέγεται στις προσευχές από την ακολουθία της χειροτονίας, ενώ αυτός που θέλει να εργάζεται με την Χάρη του Αγίου Πνεύματος, πρώτα-πρώτα πρέπει να προσκυνάει τον Αληθινό Θεό, απ’ όπου, σύμφωνα με το αληθινό Ευαγγέλιο, εκπορεύεται το Άγιο Πνεύμα, με άλλα λόγια, ο λειτουργός είναι αυτός που πρέπει να έχει ορθή πίστη. Έπειτα, το πώς προσεγγίζουν οι άλλοι – με καθαρή καρδιά ή με πονηριά - θα αποτελέσει το κριτήριο για το αν μεταλάβουν προς σωτηρίαν ή προς κατάκριμα. 
Με αυτά έληξε και άλλη νέο-προβαλλόμενη τρέλλα που λέει, ότι ο αιρετικός αγιάζει τάχα τα Τίμια Δώρα προς κατάκριμα του και προς κατάκριμα εκείνου που κοινωνεί εν γνώσει, ενώ για τον ανίδεο, η κοινωνία αυτή είναι τάχα προς σωτηρία. 
Δεν δύναται να λειτουργείς την Αλήθεια, παρά μόνον εάν είσαι στην Αλήθεια, δεν δύναται, όντας αιρετικός που βλασφημεί το Άγιο Πνεύμα, να μπορείς να αγιάζεις οτιδήποτε. 
Αυτό το μαρτυράει και ο Κύριος στο δικό Του Ευαγγέλιο: «… οὐδὲ δένδρον σαπρὸν καρποὺς καλοὺς ποιεῖν. (Ματθ. 7,18)
Όπως προανέφερα, ο Κύριος φρόντισε να αποκαλύψει τα πάντα, μόνο που πρέπει να αγαπάς τον Κύριο, για να μπορείς να ακούσεις την φωνή Του. Και να που με τη απέραντη καλοσύνη Του, ο Κύριος έχει περιγράψει στο Ευαγγέλιο, τι συμβαίνει με όσους Του εναντιώνονται ή Τον απαρνηθούν, εκούσια ή ακούσια, εν γνώσει ή εν αγνοία και λέει ο Κύριος: «Οὐαὶ τῷ κόσμῳ ἀπὸ τῶν σκανδάλων· ἀνάγκη γάρ ἐστιν ἐλθεῖν τὰ σκάνδαλα· πλὴν οὐαὶ τῶν ἀνθρώπῳ ἐκείνῳ δι᾿ οὗ τὸ σκάνδαλον ἔρχεται.» (Ματθ. 18,7) – αυτά αφορούν τους αιρεσιάρχες, τους ιδρυτές των αιρέσεων: τον Άρειο, τον Νεστόριο, και στην περίπτωση της παν-αίρεσης του Οικουμενισμού, όλους τους εκφραστές της, διότι εδώ ένοχος δεν είναι μόνο ο Βαρθολομαίος, αλλά όλοι οι επίσκοποι που σκορπάνε το δηλητήριο. Εκτός από τους αιρεσιάρχες έχουμε και όλους τους άλλους που κοινωνούν με την αίρεση και είναι αιρετικοί, που είτε κοινωνούν εν γνώσει (ιερείς και λαϊκοί), είτε εν αγνοία (η γριούλα). Και γι’ αυτούς έχει μιλήσει ο Κύριος στο Ευαγγέλιο Του, λέγοντας: ἐκεῖνος δὲ ὁ δοῦλος, ὁ γνοὺς τὸ θέλημα τοῦ κυρίου ἑαυτοῦ καὶ μὴ ἑτοιμάσας μηδὲ ποιήσας πρὸς τὸ θέλημα αὐτοῦ, δαρήσεται πολλάς· ὁ δὲ μὴ γνούς, ποιήσας δὲ ἄξια πληγῶν, δαρήσεται ὀλίγας. παντὶ δὲ ᾧ ἐδόθη πολύ, πολὺ ζητηθήσεται παρ᾿ αὐτοῦ, καὶ ᾧ παρέθεντο πολύ, περισσότερον αἰτήσουσιν αὐτόν. (Λουκ.12, 47-48 ).
Τέλος, υπενθυμίζουμε τα λόγια του Αγίου Μάξιμου του Ομολογητοῦ: «Εάν ο Χριστός δεν ομολογείται σωστά, τότε η κοινωνία μαζί Του και όσων Τον ομολογούν ορθόδοξα είναι αδύνατη, διότι αυτός που δεν Τον ομολογεί σωστά, δηλαδή σύμφωνα με την Παράδοση, τίθεται εκτός Χριστού.» Και λέει πάλι ο Άγιος: «Εκεί που δεν υπάρχει η Αλήθεια και η κληρονομιά, (παρακαταθήκη), της Ομολογίας της Πίστεως, δεν υπάρχει καμμία καθολική Εκκλησία και κατ’ επέκταση, ούτε Ιερωσύνη, ούτε Βάπτισμα, ούτε Μυστήρια.» (ιδίας μετάφραση – σ.μ.)
Τα λόγια αυτά γράφτηκαν προς Δόξαν Θεού και προς σωτηρία όλων όσων αναζητούν την Αλήθεια, όπως αυτή μαρτυρείται στο Ιερό Ευαγγέλιο, στους Ιερούς Κανόνες και από τους Αγίους Πατέρες, ότι οι αιρετικοί [δηλαδή] – καταδικασμένοι ή μη καταδικασμένοι –, όντας εκτός της [Μίας] Καθολικής Εκκλησίας, με τη Χάρη δεν μπορούν πια να συνεργάζονται. (ιδίας υπογράμμιση – σ.μ.)
Του Θεού η αιώνια δόξα και η δύναμη. Αμήν.

Ιοάν, ιερέας ελέου Θεού
μετάφραση κειμένου:
Συλβάνα Δεπούντη

Η ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ» ΤΙΜΟΘΕΟΥ– ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ ΣΤΑ ΨΕΥΔΗ Κ’ ΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ

Η ΠΑΝΑΙΡΕΤΙΚΗ ΕΓΚΥΚΛΙΟΣ ΤΟΥ «ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΟΥ» ΤΙΜΟΘΕΟΥ– 
ΑΝΑΙΡΕΣΗ  ΑΥΤΗΣ ΚΑΙ  ΟΜΟΛΟΓΙΑ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΑΠΑΡΑΙΤΗΤΕΣ  ΕΠΙΣΗΜΑΝΣΕΙΣ  ΣΤΑ ΨΕΥΔΗ ΚΤΙΣ ΑΙΡΕΣΕΙΣ ΤΗΣ ΠΑΡΑΠΑΝΩ ΕΓΚΥΚΛΙΟΥ

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΕΛΕΓΧΕΙ ΟΣΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΑ ΛΕΓΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΛΕΜΕ ΟΥΤΕ ΤΟ ΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΟ ΑΛΛΟ.

Ο ΑΓΙΟΣ ΜΑΞΙΜΟΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ ΕΛΕΓΧΕΙ ΟΣΟΥΣ ΚΑΚΟΔΟΞΑ ΛΕΓΟΥΝ ΟΤΙ ΔΕΝ ΛΕΜΕ ΟΥΤΕ ΤΟ ΕΝΑ ΟΥΤΕ ΤΟ ΑΛΛΟ.

Ἐλέγχει ὁ Ἃγιος Ὁμολογητής ὃσους κακόδοξα λέγουν, ὃτι ἐμεῖς δεν λέμε οὗτε ὃτι οἱ παναιρετικοί οἰκουμενιστές και ὃσοι τους μνημονεύουν, τελοῦν ἒγκυρα Μυστήρια, οὗτε ὃτι δεν τελοῦν, με διάφορες προφάσεις, εἲτε γιατί βρίσκονται σε σύγχυση και σε ἀβεβαιότητα, που σημαίνει ἀπιστία στις Ἃγιες Γραφές, (ἀφοῦ οἱ Ἃγιοι Ἀπόστολοι ὁμιλοῦν καθαρά με 3 μάλιστα Κανόνες στο Ἰ.Πηδάλιο γι’αὐτό το θέμα), εἲτε γιατί θέλουν να τα ἒχουν καλά με ὃλους (δηλ.και με τους ὀρθοδόξους και με τους κακοδόξους, ὃπως μερικοί ἀπό αὐτούς εὐθαρσῶς ὀμολογοῦν), εἲτε για να ἀποφύγουν τις διώξεις και τις ἐπιπτώσεις που ἡ ὀμολογία τῆς ἀληθείας συνεπάγεται. 
Εἶναι ἡ ἀνάλογη περίπτωση τῆς ἐποχῆς τοῦ Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ ὃταν ἐπικρατοῦσε ἡ αἳρεση τοῦ μονοθελητισμοῦ, και ἡ διαταγή τοῦ Αὐτοκράτωρα ἦταν να μην λέγουν οὗτε το ἓνα, οὗτε το ἂλλο. Να μην ὁμιλοῦν δηλ. οὗτε ὑπέρ τοῦ μονοθελητισμοῦ, οὗτε κατά.
Ὁ Ἃγιος προτίμησε  να πάθει ἐξορίες, κόψιμο δεξιοῦ χεριοῦ και γλώσσας (καθώς και οἱ δύο μαθητές του Μοναχοί Ἀναστάσιοι), παρά να ὑπακούσουν στην διαταγή  τοῦ Αὐτοκράτορα, που ἀναιροῦσε την Ὀρθόδοξη διδασκαλία. «Η ΣΙΩΠΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ ΕΙΝΑΙ ΑΝΑΙΡΕΣΗ ΤΩΝ ΛΟΓΩΝ» ἦταν ἡ ἀπάντηση τοῦ Ἁγίου στους ἀπεσταλμένους τοῦ αὐτοκράτορα. 
Το ἳδιο συμβαίνει και σήμερα με τον οἰκουμενισμό. Ὃσοι ἒχουν ἀποτειχιστεῖ ἀπό τους παναιρετικούς ἐπισκόπους τους, ἒχουν ἢδη ἀποδεχθεῖ με την ἐνέργειά τους αὐτή, (δηλ. με την ἀποτείχιση) ὃτι ὁ οἰκουμενισμός εἶναι αἳρεση και μάλιστα κατεγνωσμένη (βάσει τοῦ 15ου Κανόνα τῆς Πρωτοδευτέρας -με Οἰκουμενικό κῦρος- Συνόδου),   ἂλλως δεν μποροῦσαν να κάνουν ἀποτείχιση. 
Για το ἂν τελοῦν ἒγκυρα ἢ ὂχι μυστήρια οἱ αἱρετικοί, οἱ Ἃγιοι Ἀπόστολοι διδάσκουν με 3 μάλιστα Κανόνες στο Ἰερό Πηδάλιο (Βλ. 46ον, 47ον και 68ον Κανόνα), και λύνουν το θέμα αὐτό, χωρίς να ἀφήνουν τον παραμικρό ἐνδοιασμό για το ἀντίθετο. π.χ. 46ος Κανών: "Οποιος κληρικός δεχθεί το βάπτισμα (μόλυσμα) τῶν  αἱρετικῶν ἢ την θυσία (την "Θ.Κοινωνία" των), να καθαιρείται".  Ἐπίσης και ὁ Κανόνας τῆς ἐν Καρχηδόνι Συνόδου, λέει ὃτι «Τά μυστήρια και ὃσα οἱ αἱρετικοί τελοῦν (τελετές), ὁφείλουμε να ἀποποιοῦμε και να ἀποδοκιμάζουμε και να τα θεωροῦμε ὡς βέβηλα». 
Ὃποιος λοιπόν λέει ὃτι δεν λέω οὗτε το ἓνα, οὗτε το ἂλλο, αὐτός δεν δέχεται τους Κανόνες τῶν Ἁγίων Ἀποστόλων και τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων,  (ἃρα δεν δέχεται τον ίδιο τον Χριστό, κατά την Αγία Γραφή και κατά τον Άγιο Μάξιμο τον Ομολογητή), και εἶναι για τον λόγο αὐτό, ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ.
Ἐπίσης αὐτός, εἶναι ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ, γιατί λέει ἐμμέσως πλήν σαφῶς, ὃτι μπορεῖ ὁ οἰκουμενισμός και ἡ ψευδοσύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου που τον νομοθέτησε, να μην εἶναι αἳρεση, ἀφοῦ ἐκεῖ μπορεῖ να τελοῦνται ἒγκυρα Μυστήρια, ἀλλά Ἐκκλησία κανονική και αὐτή (ἐπειδή στην Μία αληθινή Ορθόδοξη Εκκλησία τελούνται Έγκυρα Μυστήρια, ἀφοῦ ὁ αἱρετικός -το κλαδί-, ἒχει ἢδη με την αἳρεσή του, ἀποκοπεῖ ἀπό την ἂμπελο -ἀπό τον Χριστό και την Ἐκκλησία Του-, και δεν μπορεῖ να ἀπομυζήσει τον χυμό τῆς ἀμπέλου γιά να φέρει καρπό και ξηραίνεται και εἰς πῦρ βάλλεται κατά την Ἁγία Γραφή -κατά Ἰω. ΙΕ'1-6). Ἐδῶ ὃμως πέφτουν σε ἀτόπημα, γιατί στο Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὀμολογοῦμε ὃτι “Πιστεύουμε εἰς μίαν Ἁγίαν, Καθολικήν (Ὀρθόδοξον) και Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν”. Ὂχι σε δύο ἢ σε πολλές Ἐκκλησίες, ὃπως δέχονται οἱ παναιρετικοί οἰκουμενιστές. 
Τα ἲδια λοιπόν με την ψευδοσύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, (που ὀνόμασε «ἐκκλησίες» ὃλες τις αἱρέσεις), λέγουν και αὐτοί οἱ «ἀποτειχισμένοι», που ὑποστηρίζουν ὃτι οἱ παναιρετικοί οἰκουμενιστές και ὃσοι τους μνημονεύουν, τελοῦν ἒγκυρα μυστήρια εἲτε κατ’ἀκρίβεια, εἲτε κατ’οἰκονομία, καθώς και αὐτοί που δεν λέγουν οὗτε το ἓνα, οὗτε το ἂλλο, σύμφωνα με τον Ἃγιο Μάξιμο τον Ὁμολογητή.  
Ἀκολουθεῖ το Κείμενο «Ἃγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής - διάλογος με τους ἐκπροσώπους τοῦ αὐτοκράτορα»                   

Εὐχόμεθα Kαλή Φώτιση, Καλή Μετάνοια, Καλή Ὀμολογία, Καλή Ὑγεία σε ὃλους.
Εύχεσθε και για ἐμᾶς.
 “Μ.Α.Χ.Ο.Μ.Α.Ι.” 
Μοναχοί καιγωνιζόμενοι Χριστιανοί 
ρθόδοξοι, Μετά τῆς νωθεν σχύος.  

Άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής
ΤΟΥ ΕΝ ΑΓΙΟΙΣ ΠΑΤΡΟΣ ΗΜΩΝ ΜΑΞΙΜΟΥ ΤΟΥ ΟΜΟΛΟΓΗΤΟΥ
         Διάλογος με τον Θεοδόσιο, τον επίσκοπο Καισαρείας Βιθυνίας, κατά την πρώτη του εξορία στο φρούριο της Βιζύης της Θράκης. 
       Ο άγιος Μάξιμος ο Ομολογητής, μέγας θεολόγος και Πατήρ της Εκκλησίας, ωμολόγησε την Ορθόδοξο Πίστι σε μία εποχή που παρουσιάζει πολλές ομοιότητες με την ιδική μας. Η πολιτική των τότε αυτοκρατόρων απέβλεπε σε πολιτικοκοινωνικές ενοποιήσεις σαν τις σημερινές. Ως πρόσφορο μέσον για την πραγματοποίησί τους θεωρήθηκε η υποστήριξις της αιρέσεως του Μονοθελητισμού. Είχαν χρησιμοποιηθή και εκκλησιαστικοί άνδρες, οι οποίοι υποστήριζαν την αίρεσι χάριν των κοσμικών αυτών σκοπιμοτήτων. Είχαν πιστεύσει ότι ασκούν τάχα κάποια εκκλησιαστική οικονομία. Δυστυχώς, όλοι σχεδόν οι πατριαρχικοί θρόνοι είχαν πέσει στην αίρεσι του Μονοθελητισμού. Η Ορθόδοξος Πίστις ζούσε μόνο στην συνείδησι του πιστού λαού και εκφραζόταν με το στόμα των ελαχίστων Ομολογητών, οι οποίοι την εστερέωσαν με το μαρτύριό τους.
       Την εποχή αυτή ο άγιος Μάξιμος είχε διαδραματίσει πρωτεύοντα ρόλο για την συγκρότησι της ορθοδόξου τοπικής Συνόδου της Ρώμης (649), η οποία κατεδίκασε τον Μονοθελητισμό. Για τον λόγο αυτό ευρίσκεται εξόριστος στην Βιζύη της Θράκης. Έχει διακόψει την εκκλησιαστική κοινωνία με τους πατριαρχικούς θρόνους της Ανατολής, επειδή έχουν εκπέσει στην αίρεσι. Η αναφορά του είναι στην ορθοδοξούσα τότε Ρώμη και στον Ομολογητή άγιο Πάπα Μαρτίνο.
       Με σκοπό να μεταβάλλουν την γνώμη του και να τον προσεταιρισθούν, ο επίσκοπος Θεοδόσιος και οι αυτοκρατορικοί απεσταλμένοι τον επισκέπτονται στην Βιζύη και διεξάγουν τον κατωτέρω διάλογο. Ο Άγιος με αταλάντευτη σταθερότητα διακρίνει την αλήθεια από την αίρεσι, το φως από το σκότος, και με γνώμονα την διδασκαλία των αγίων Αποστόλων και Πατέρων ανασκευάζει τα επιχειρήματα των μονοθελητών συνομιλητών του. Είναι συγκινητική η ταπείνωσις του Αγίου που συνοδεύει όλες τους τις εκφράσεις και κινήσεις, ακόμη και την ώρα που η αδικία εναντίον του είναι κατάφωρη. Προφανώς, ο φόβος του Θεού, η σταθερή ομολογία και η αληθινή ταπείνωσις συνιστούν το ιερό τρίπτυχο που χαρακτηρίζει κάθε Ορθόδοξο ομολογία.
       Ο διάλογος του αγίου Μαξίμου στον τόπο της εξορίας του με τους συγκλητικούς άρχοντες και με τους επισκόπους της Κωνσταντινουπόλεως είναι ένα  κλασικό πλέον κείμενο, στο οποίο φανερώνει τις γνήσια Ορθόδοξες και
-2-
εκκλησιαστικές προϋποθέσεις του Αγίου και τις αιρετικές και κοσμικές αντίστοιχα των συνομιλητών του.
       Παραθέτουμε χαρακτηριστικά αποσπάσματα από αυτόν τον διάλογο, επειδή πιστεύουμε ότι θα βοηθήση τον λαό του Θεού να  αντιληφθή ποιοι είναι σε κάθε εποχή οι εκφρασταί της Πίστεώς του, αλλά και να δώσουμε αφορμές θεολογικής αυτοκριτικής σε όσους λόγω της εκκλησιαστικής τους ευθύνης ευρίσκονται μπροστά σε προφανή κίνδυνο να αθετήσουν και σήμερα την  ακρίβεια της αγίας Ορθοδόξου Πίστεως λόγω άλλων σκοπιμοτήτων.
       Στις 24 του μηνός Αυγούστου, της 14ης επινεμήσεως που μόλις τώρα πέρασε, επισκέφθηκε τον αββά Μάξιμο στον τόπο της εξορίας του, δηλαδή στο κάστρο της Βιζύης, ο προρρηθείς επίσκοπος Θεοδόσιος, σταλμένος όπως είπε από τον ίδιο τον πατριάρχη της Κωνσταντινουπόλεως Πέτρο. Και μαζί του οι ύπατοι Παύλος και Θεοδόσιος, σταλμένοι όπως είπαν κι αυτοί από τον βασιλέα. Είχαν μαζί τους, καθώς φαίνεται, και τον επίσκοπο Βιζύης. Και λέγει ο Θεοδόσιος ο Επίσκοπος: 
       ΘΕΟΔΟΣΙΟΣ: Παρακαλούν μέσω ημών ο βασιλεύς και ο πατριάρχης, να μάθουν από σένα ποια είναι η αιτία που δεν έχεις κοινωνία με τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Γνωρίζετε τις καινοτομίες που έγιναν από την επινέμησι του περασμένου κύκλου, οι όποίες άρχισαν από την Αλεξάνδρεια με τα εννέα κεφάλαια που εξέθεσε ο Κύρος, αυτός που δεν ξέρω πως έγινε πατριάρχης της πόλεως εκείνης, και που επικυρώθηκαν από τον θρόνο της Κωνσταντινουπόλεως. Γνωρίζετε επίσης και τις άλλες αλλοιώσεις, τις προσθήκες και τις αφαιρέσεις, που έγιναν συνοδικά από τους προεδρεύσαντας στην Εκκλησία των Βυζαντινών. Εννοώ τον Σέργιο, τον Πύρρο και τον Παύλο. Και αυτές τις καινοτομίες τις γνωρίζει όλη η οικουμένη. Γι' αυτήν την αιτία δεν έχω κοινωνία, ο δούλος σας, με την Εκκλησία της Κωνσταντινουπόλεως. Ας αρθούν τα εμπόδια που μπήκαν από τους παραπάνω άνδρες, και μαζί μ' αυτά κι αυτοί που τάβαλαν, όπως είπε ο Θεός: «και τους λίθους εκ της οδού διαρρίψατε» (Ιερεμ. 50, 26). Έτσι, βρίσκοντας την οδό του Ευαγγελίου όπως ήταν πρώτα, λεία και ομαλή και ελεύθερη από κάθε ακανθώδη αιρετική κακία, θα την βαδίζω χωρίς να μου χρειάζεται καμμία ανθρώπινη προτροπή. Μέχρις ότου όμως οι πατριάρχαι της Κωνσταντινουπόλεως καυχώνται για τα τεθέντα εμπόδια και γι' αυτούς που τα έβαλαν, δεν υπάρχει κανένας λόγος ή τρόπος που να με πείση να έχω κοινωνία με αυτούς. 
         ΘΕΟΔ.:  Μα τι κακό λοιπόν ομολογούμε, ώστε να χωρισθής από την κοινωνία μαζί μας; 
         ΜΑΞΙΜΟΣ: Επειδή λέγετε ότι ο Θεός και Σωτήρας μας Ιησούς Χριστός έχει μία ενέργεια της Θεότητος και ανθρωπότητός του. Έτσι συγχέετε τον λόγο της θεολογίας με τον λόγο της οικονομίας.
       Και πάλι, υιοθετώντας άλλη καινοτομία, αφαιρείτε εξ ολοκλήρου όλα τα γνωριστικά και συστατικά (στοιχεία) της θεότητος και ανθρωπότητος του Χριστού, θεσπίζοντας με νόμους και τύπους, ότι δεν πρέπει να λέγεται γι' Αυτόν,
-3-
 ούτε μία ούτε δύο θελήσεις ή ενέργειες. Αυτό είναι πράγμα ανυπόστατο, διότι οι άγιοι Πατέρες μας διδάσκουν μεγαλοφώνως ότι: «Αυτό που δεν έχει καμμιά δύναμι, ούτε υπάρχει ούτε είναι κάτι, ούτε έχει καμμία εντελώς θέσι». 
       ΘΕΟΔ.:  Μη παίρνης σαν κύριο δόγμα, αυτό που γίνεται από οικονομία. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Αν δεν είναι κύριο δόγμα για όσους το δέχονται, για ποιο λόγο με παραδώσατε ανέντιμα σε βάρβαρα και άθεα έθνη; Για ποιο λόγο καταδικάσθηκα να μένω στη Βιζύη, και οι σύνδουλοί μου, ο ένας στην Πέρβερι κι ο άλλος στην Μεσήμβρια;
       Και ποιος πιστός δέχεται την οικονομία που κάνει να σιγήσουν τα λόγια, τα οποία οικονόμησε ο των όλων Θεός να ειπωθούν από τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους; Κι ας ιδούμε, μεγάλε κύριε, σε ποιο κακό καταλήγει το θέμα αυτό, αν το καλοεξετάσουμε. Διότι ο Θεός έβαλε στην Εκκλησία, πρώτον μεν τους αποστόλους, δεύτερον προφήτας, τρίτον διδασκάλους, για να καταρτίζωνται οι πιστοί, λέγοντας στο Ευαγγέλιο προς τους αποστόλους και μέσω αυτών προς τους μεταγενεστέρους «Ό υμίν λέγω, πάσι λέγω», και πάλι «ο δεχόμενος υμάς εμέ δέχεται, και ο αθετών υμάς, εμέ αθετεί». Είναι λοιπόν φανερό και αναντίρρητο, ότι αυτός που δεν δέχεται τους αποστόλους και τους προφήτας και διδασκάλους και δεν υπολογίζει τα λόγια τους,δεν υπολογίζει τον ίδιο το Χριστό.
       Ας εξετάσουμε δε και κάτι άλλο. Ο Θεός διάλεξε και κατέστησε αποστόλους, προφήτας και διδασκάλους, προς τον καταρτισμό των πιστών. Αντίθετα, ο διάβολος διάλεξε και ξεσήκωσε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, για να πολεμηθή και ο παλαιός νόμος και ο ευαγγελικός. Μοναδικούς δε ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους εννοώ τους αιρετικούς, των οποίων είναι διεστραμμένοι οι λόγοι και οι λογισμοί. Όπως ακριβώς λοιπόν αυτός που δέχεται τους αληθινούς αποστόλους και προφήτας και διδασκάλους, δέχεται τον Θεό, έτσι και αυτός που δέχεται τους ψευδαποστόλους και ψευδοπροφήτας και ψευδοδιδασκάλους, δέχεται τον διάβολο. Αυτός λοιπόν που βάζει τους αγίους μαζί με τους βδελυρούς και ακαθάρτους αιρετικούς (δεχθήτε τα λόγια μου, λέγω την αλήθεια), προφανώς βάζει στην ίδια μοίρα τον Θεό μαζί με τον διάβολο.
       Αν λοιπόν εξετάζοντας τις καινοτομίες που έγιναν τώρα στα χρόνια μας, τις βρίσκουμε να έχουν καταντήσει σ' αυτό το πιο ακραίο κακό, προσέξτε μήπως, ενώ προφασιζόμαστε την ειρήνη, βρεθούμε να νοσούμε και να κηρύττουμε την αποστασία, η οποία θα είναι, κατά τον θείο απόστολο, πρόδρομος της παρουσίας του Αντιχρίστου. Αυτά σας τα είπα χωρίς κανένα δισταγμό, κύριοί μου, για να λυπηθήτε τους εαυτούς σας κι εμάς.
       Με συμβουλεύετε επίσης να έλθω να κοινωνήσω με την Εκκλησία στην οποία τέτοια κηρύσσονται, ενώ έχω άλλα γραμμένα στο βιβλίο της καρδιάς μου, και να γίνω κοινωνός μ' αυτούς που νομίζουν ότι στρέφονται εναντίον του διαβόλου με την βοήθεια του Θεού, ενώ στην πραγματικότητα στρέφονται εναντίον του Θεού; Να μη δώση Ο Θεός, που γεννήθηκε για μένα χωρίς αμαρτία!

-4-
       Και αφού τους έβαλε μετάνοια, είπε: ΜΑΞΙΜΟΣ: Οτιδήποτε έχετε διαταγή να κάνετε στο δούλο σας, σας λέγω κάμετέ το. Εγώ πάντως ουδέποτε θα γίνω συγκοινωνός μ' αυτούς που δέχονται αυτές τις καινοτομίες.
       Μόλις τα άκουσαν εκείνοι αυτά, πάγωσαν. Έβαλαν κάτω τα κεφάλια τους και εσιώπησαν για αρκετή ώρα. Σήκωσε κάποια στιγμή το κεφάλι του ο επίσκοπος Θεοδόσιος, κύτταξε προς τον αββά Μάξιμο και είπε:
      ΘΕΟΔ.: Σου λέμε λοιπόν εμείς πως, εάν εσύ κοινωνήσης, ο δεσπότης μας ο βασιλεύς θα ελαφρύνη τον Τύπο. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Η απόστασις που μας χωρίζει είναι ακόμη μεγάλη. Τι θα κάνουμε με το δόγμα του ενός θελήματος που επικυρώθηκε συνοδικά από τον Σέργιο και τον Πύρρο για την αναίρεσι κάθε ενέργειας; 
      ΘΕΟΔ.: Εκεινο το χαρτί καταστράφηκε και αχρηστεύθηκε. 
      ΜΑΞΙΜΟΣ: Το έσβησαν από τους πέτρινους τοίχους, όχι όμως κι από τις νοερές ψυχές. Ας δεχθούν την καταδίκη του που έγινε συνοδικά στην Ρώμη με ευσεβή δόγματα και κανόνες, και τότε θα λυθή το μεσότοιχο και δεν θάχουμε ανάγκη από συμβουλές. 
       ΘΕΟΔ.: Δεν έχει ισχύ η σύνοδος της Ρώμης, γιατί έγινε χωρίς την διαταγή του βασιλέως. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ:  Αν οι διαταγές των βασιλέων δίνουν κύρος στις προγενέστερες συνόδους και όχι η ευσεβής πίστις, ας δεχθούν και τις συνόδους που έγιναν εναντίον του ομοουσίου, μια και έγιναν με εντολή των βασιλέων. Και ποιος κανόνας ορίζει να είναι έγκυρες μόνο εκείνες οι σύνοδοι που συνεκλήθησαν με εντολή βασιλέως ή οπωσδήποτε όλες οι σύνοδοι να συγκαλούνται κατόπιν βασιλικής διαταγής; Ο ευσεβής κανών της Εκκλησίας γνωρίζει ως άγιες και έγκυρες εκείνες τις συνόδους, τις οποίες διακρίνει η ορθότης των δογμάτων. 
       ΘΕΟΔ.: Όπως τα λες είναι. η ορθότης των δογμάτων δίνει κύρος στις συνόδους. Τι λοιπόν; Δεν πρέπει καθόλου να λέμε μία ενέργεια στον Χριστό; 
      ΜΑΞΙΜΟΣ: Σύμφωνα με την αγία Γραφή και τους αγίους Πατέρας τίποτα τέτοιο δεν παρελάβαμε να λέμε. Αλλά, όπως ακριβώς παρελάβαμε να πιστεύωμε για το Χριστό δύο φύσεις, αυτές από τις οποίες απαρτίζεται, έτσι μας επετράπη να πιστεύωμε και να ομολογούμε και τις φυσικές Του θελήσεις και ενέργειες που υπάρχουν καταλλήλως σ' αυτόν, αφού αυτός ο ίδιος είναι εκ φύσεως Θεός μαζί και άνθρωπος. 
       ΘΕΟΔ.: Πράγματι, κύριε, και εμείς ομολογούμε και τις φύσεις και τις διάφορες ενέργειες, δηλαδή και την θεία και την ανθρωπίνη. και ότι η θεότης του είναι θελητική και η ανθρωπότης του θελητική. επειδή η ψυχή του δεν ήταν χωρίς θέλησι. Αλλά για να μη χάνουμε τον καιρό μας εδώ, ό,τι κι αν είπαν οι Πατέρες το ομολογώ, και μάλιστα το κάνω και εγγράφως (δηλαδή), δύο φύσεις και δύο θελήματα και δύο ενέργειες. Έλα λοιπόν να κοινωνήσης μαζί μας και να γίνη η ένωσις. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, δεν τολμώ να δεχθώ εγώ έγγραφη συγκατάθεσι από σας γι' αυτό το πράγμα, διότι είμαι απλός μοναχός. Αν όμως ο Θεός σας έφερε σε κατάνυξι, ώστε να δεχθήτε τους λόγους των αγίων Πατέρων, να ενεργήσετε
-5-
όπως απαιτούν οι κανόνες. Να στείλετε, δηλαδή, περί τούτου έγγραφο προς τον επίσκοπο Ρώμης, ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης και η περί αυτόν σύνοδος. Εγώ πάντως ούτε κι αν γίνουν αυτά θα κοινωνήσω, επειδή οι αναθεματισθέντες αναφέρονται στην αγία αναφορά. Διότι φοβάμαι το κατάκριμα του αναθέματος. 
       ΘΕΟΔ.: Ο Θεός γνωρίζει ότι δεν σε κατηγορώ που φοβάσαι, αλλά ούτε και κανένας άλλος. Για το όνομα όμως του Κυρίου, πες μας την γνώμη σου, εάν είναι δυνατόν να γίνη αυτό (δηλ. να αρθή το ανάθεμα ήδη αποθανόντος αιρετικού). 
      ΜΑΞΙΜΟΣ: Ποια γνώμη μπορώ να σας δώσω γι' αυτό; Πηγαίνετε, ψάξτε να βρήτε αν ποτέ έχει γίνει κάτι τέτοιο και ελευθερώθηκε κανείς μετά θάνατον από το έγκλημα για την πίστι, κι από το κατάκριμα που έχει εξαγορευθή εναντίον του. Πρέπει να καταδεχθούν ο βασιλεύς και ο Πατριάρχης να μιμηθούν την συγκατάβασι του Θεού. και ο μεν να κάνει παρακλητική κέλευσι, ο δε συνοδική δέησι προς τον πάπα της Ρώμης. Χωρίς αμφιβολία, αν βρεθή κάποιος τρόπος εκκλησιαστικός που να το επιτρέπη αυτό για την σωστή ομολογία της πίστεως, θα συμφωνήση περί αυτού μαζί σας. 
        ΘΕΟΔ.: Αυτό θα γίνη οπωσδήποτε. αλλά δος μου τον λόγο σου ότι, εάν στείλουν εμένα, θα έλθης μαζί μου. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, σου είναι πιο συμφέρον να πάρης μαζί σου τον σύνδουλό μου που είναι στη Μεσημβρία, παρά εμένα. Εκείνος και την γλώσσα γνωρίζει και τον σέβονται πολύ, μια και τόσα χρόνια τιμωρείται για τον Θεό και για την ορθή πίστι που κρατεί ο θρόνος τους. 
       ΘΕΟΔ.: Έχουμε μεταξύ μας κάτι μικροδιαφορές, και δεν μου είναι τόσο ευχάριστο να πάω μαζί του. 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Δέσποτα, αφού νομίζετε ότι πρέπει να γίνη αυτό, ας γίνη όπως αποφασίζετε. εγώ σας ακολουθώ όπου θέλετε. 
       Μετά από αυτό σηκώθηκαν όλοι επάνω χαρούμενοι και με δάκρυα στα μάτια. Έβαλαν μετάνοια και έγινε προσευχή. Και κάθε ένας τους ασπάσθηκε τα άγια Ευαγγέλια, και τον Τίμιο Σταυρό, και την εικόνα του Θεού και Σωτήρος ημών Ιησού Χριστού, και της Δεσποίνης ημών Παναγίας Θεοτόκου της Μητέρας Του, αφού έβαλαν επάνω και τα χέρια τους προς βεβαίωσι των συμφωνηθέντων. Αφού ειπώθηκαν αυτά, όταν ασπάζονταν μεταξύ τους είπε ο ύπατος Θεοδόσιος: 
       ΘΕΟΔ.: Να λοιπόν, έγιναν όλα καλά. Άρα γε θα καταδεχθή ο βασιλεύς να κάνη παρακλητική κέλευσι; 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Οπωσδήποτε θα κάνη, εάν θέλη να είναι μιμητής του Θεού και να ταπεινωθή μαζί Του για την κοινή σωτηρία όλων μας. Ας αναλογισθή ότι, αφού ο Θεός που φύσει σώζει, δεν μας έσωσε παρά αφού με την θέλησί Του ταπεινώθηκε, πώς ο φύσει σωζόμενος άνθρωπος θα σωθή ή θα σώση χωρίς να ταπεινωθή; 
       Μετά δε την αναχώρησι των παραπάνω ανδρών, στις 8 του μηνός Σεπτεμβρίου της παρούσης 15ης ινδικτιώνος, πήγε πάλι ο ύπατος Παύλος στη Βιζύη προς τον αββά Μάξιμο, έχοντας μαζί του διαταγή που έλεγε τα εξής: «Παραγγέλομε στην ενδοξότητά σου να πας στη Βιζύη και να φέρης τον Μοναχό Μάξιμο  με πολλή τιμή και περιποίησι, λόγω της μεγάλης του ηλικίας και της
-6-
ασθενείας του, και διότι αυτός ανήκει στους προγόνους μας και τους έχει τιμήσει. Και να τον βάλης στο λαμπρό μοναστήρι του Αγίου Θεοδώρου, που βρίσκεται δίπλα στο Βασιλικό παλάτι». Αφού λοιπόν ο ύπατος τον πήρε και τον έβαλε στο προειρημένο μοναστήρι, πήγε να δώση ειδοποίησι.
       Την επομένη ημέρα πήγαν προς αυτόν οι πατρίκιοι Επιφάνιος και Τρώιλος, με λαμπρό ντύσιμο και ύφος, καθώς και ο επίσκοπος Θεοδόσιος. Συναντήθηκαν με αυτόν στο κατηχουμενείο της Εκκλησίας του ιδίου μοναστηριού. Αφού έγινε ο συνηθισμένος ασπασμός κάθησαν, υποχρεώνοντας κι αυτόν να καθήση. Και αρχίζοντας τον λόγο μαζί του ο Τρώιλος είπε: 
       ΤΡΩΙΛΟΣ:  Ο αυτοκράτωρ μας διέταξε να έρθουμε και να σου ανακοινώσουμε την γνώμη που έχει η θεοστήρικτη βασιλεία του. Αλλά πρώτα πες μας, θα κάνης την διαταγή του βασιλέως ή δεν θα την κάνης; 
Ο Μάξιμος είπε: ΜΑΞΙΜΟΣ: Κύριε, να ακούσω τι διέταξε η ευσεβής του δύναμις και θά αποκριθώ κατάλληλα. γιατί προς κάτι το άγνωστο ποια απάντησι μπορώ να δώσω; 
Ο Τρώιλος επέμενε λέγοντας: ΤΡΩΙΛ.: Δεν πρόκειται να πούμε τίποτε, εάν δεν μας πης πρώτα, αν θα κάνης ή όχι την διαταγή του βασιλέως. 
       Και όταν τους είδε να αντιστέκωνται και λόγω της καθυστερήσεώς του να βλέπουν πιο σκληρά και μαζί με τους συνακόλουθούς τους να αποκρίνωνται πιο άγρια, ενώ φάνταζαν τα περήφανα στολίδια των αξιωμάτων τους, απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: 
       ΜΑΞΙΜΟΣ: Αφού δεν θέλετε να πήτε στον δούλο σας την απόφασι του κυρίου και βασιλέως μας, να λοιπόν σας λέω, κι ακούει ο Θεός και οι άγιοι άγγελοι και όλοι εσείς: οτιδήποτε με διατάξη για κάθε πράγμα που καταλύεται και καταστρέφεται σ' αυτόν τον αιώνα, με προθυμία το κάνω. 
Και αμέσως ο Τρώιλος είπε: ΤΡΩΙΛ.: Συγχωρέστε με, αλλά εγώ φεύγω.  γιατί αυτός τίποτε δεν πρόκειται να κάνη. 
       Και αφού έγινε πάρα πολύς θόρυβος και μεγάλη ταραχή και σύγχυσι, τους είπε ο επίσκοπος Θεοδόσιος: ΘΕΟΔ.: Πείτε του την διαταγή και θα μάθετε την απάντησί του. Διότι, δεν είναι λογικό να φύγουμε, χωρίς να πούμε και να ακούσουμε τίποτε. 
Τότε ο πατρίκιος Επιφάνιος είπε:ΕΠΙΦ.: Αυτό σου δηλώνει με μας ο βασιλεύς: «Επειδή η Δύσις και όσοι διαστρέφουν (τα πράγματα) στην Ανατολή αποβλέπουν σε σένα, κι όλοι εξ αιτίας σου ξεσηκώνονται μη θέλοντας να συμφωνήσουν μαζί μας για την πίστι, είθε να σε κατανύξη ο Θεός να κοινωνήσης μαζί μας βάσει του Τύπου που εκθέσαμε. Θα βγούμε τότε εμείς οι ίδιοι στη Χαλκή (πύλη) και θα σε ασπασθούμε, θα σου δώσουμε το χέρι και με κάθε τιμή και δόξα θα σε βάλουμε στην μεγάλη Εκκλησία. Θα στέκεσαι μαζί μας στο μέρος που συνηθίζουν να στέκωνται οι βασιλείς. Θα κάνουμε τότε και την σύναξι (Θ. Λειτουργία) και θα κοινωνήσουμε τα άχραντα και ζωοποιά μυστήρια, το ζωοποιό σώμα και αίμα του Χριστού. Θα σε ανακηρύξουμε πατέρα μας. και θα γίνη χαρά όχι μόνο στην φιλόχριστη και βασιλική μας πόλι, αλλά και σ' όλη την οικουμένη.
Γιατί  γνωρίζουμε  πολύ καλά ότι, εάν  εσύ κοινωνήσης με τον  εδώ άγιο
-7-
θρόνο, όλοι θα ενωθούν μαζί μας, αυτοί που εξ αιτίας σου και εξ αιτίας της διδασκαλίας σου αποσχίσθηκαν από την κοινωνία με μας». 
Γυρίζοντας τότε προς τον επίσκοπο ο αββάς Μάξιμος του είπε με δάκρυα στα μάτια: ΜΑΞΙΜΟΣ: Μεγάλε κύριε, όλοι περιμένουμε ημέρα κρίσεως. Αληθινά, ούτε όλη η δύναμι των ουρανών δεν θα με πείση να το κάνω αυτό. Γιατί, τι θα έχω να απολογηθώ -δεν λέω στο Θεό, αλλά στην συνείδησί μου-, αν για την δόξα των ανθρώπων, που μόνη της δεν έχει καμμιά οντότητα, γίνω εξωμότης της πίστεως που σώζει αυτούς που την υπερασπίζονται; 
       Όταν άκουσαν τα λόγια αυτά, σηκώθηκαν όλοι επάνω και γεμάτοι θυμό τον έσπρωξαν, τον τράβηξαν και τον έρριξαν κάτω. Τον γέμισαν μάλιστα από το κεφάλι ως τα νύχια με φτυσίματα, που η δυσωδία τους παρέμεινε μέχρις ότου πλύθηκαν τα ρούχα του. Σηκώθηκε τότε και ο επίσκοπος και είπε: 
       ΘΕΟΔ.: Δεν έπρεπε να το κάνετε αυτό. Έπρεπε να ακούσωμε μόνο την απάντησί του και να την αναφέρωμε στον αγαθό μας βασιλέα. 
       Μόλις τους έπεισε ο επίσκοπος να ησυχάσουν, κάθησαν πάλι. Με θυμό όμως και αγριότητα του είπαν μύριες βρισιές και ακατανόμαστες κατάρες. Τότε του είπε ο Επιφάνιος: ΕΠΙΦ.: Πες μας λοιπόν κάκιστε λαίμαργε γέρο, μας είπες αυτά τα λόγια θεωρώντας ως αιρετικούς εμάς και την πόλι μας και τον βασιλέα; Αληθινά, είμαστε περισσότερο Χριστιανοί και ορθόδοξοι από σένα. Και ομολογούμε ότι ο Κύριός μας και Θεός έχει και θεϊκή και ανθρώπινη θέλησι και νοερή ψυχή. και ότι κάθε νοερή φύσι οπωσδήποτε έχει εκ φύσεως το θέλειν και το ενεργείν, επειδή ίδιον της ζωής είναι η κίνησις και ίδιον του νοός η θέλησις. Και γνωρίζουμε ότι είναι θελητικός, όχι μόνο κατά την θεότητα, αλλά και κατά την ανθρωπότητα. Δεν αρνούμαστε επίσης και τις δύο θελήσεις του και ενέργειες. 
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: ΜΑΞΙΜΟΣ:  Εάν πιστεύετε έτσι, όπως πιστεύουν οι νοερές φύσεις και η Εκκλησία του Θεού, πώς εσείς με αναγκάζετε να κοινωνήσω με τον Τύπο, που μόνο την αναίρεσι αυτών έχει; 
       ΕΠΙΦ.:   Αυτό έγινε για οικονομία, για να μη ζημιωθούν οι λαοί μας με τέτοιες λεπτολογίες. 
Και απαντώντας ο αββάς Μάξιμος είπε: ΜΑΞΙΜΟΣ: Συμβαίνει το αντίθετο. κάθε άνθρωπος αγιάζεται με την ακριβή ομολογία της πίστεως, και όχι με την αναίρεσι που βρίσκεται στον Τύπο. 
Και είπε ο Τρώιλος ΤΡΩΙΛ.: Και στο παλάτι σου είπαμε, ότι (ο Τύπος) δεν ανήρεσε τίποτε, αλλά διέταξε να κατασιγάσουν (οι διϊστάμενες απόψεις) για να ειρηνεύσουμε όλοι. 
Και απαντώντας πάλι ο αββάς Μάξιμος είπε:  ΜΑΞΙΜΟΣ: Η σιωπή των λόγων είναι αναίρεσις των λόγων. Λέγει το Άγιον Πνεύμα μέσω του Προφήτου Δαβίδ: «Ουκ εισί λαλιαί, ουδέ λόγοι, ων ουχί ακούονται αι φωναί αυτών». Άρα λοιπόν ο λόγος που δεν λέγεται, δεν είναι καν λόγος. 
Και είπε ο Τρώιλος: ΤΡΩΙΛ.: Στην καρδιά σου να έχης ό,τι θέλεις, δεν σε εμποδίζει κανείς. 
Ο αββάς Μάξιμος απήντησε: ΜΑΞΙΜΟΣ: Ο Θεός δεν περιώρισε στην καρδιά
-8-
όλη την σωτηρία, αλλά είπε: «Ο ομολογών με έμπροσθεν των ανθρώπων, ομολογήσω αυτόν έμπροσθεν του Πατρός μου του εν ουρανοίς». Και ο θείος Απόστολος διδάσκει ως εξής: «Kαρδία μεν πιστεύεται εις δικαιοσύνην. στόματι δε ομολογείται εις σωτηρίαν». Αν λοιπόν ο Θεός και οι προφήται και οι απόστολοι του Θεού προτρέπουν να ομολογήται με τους λόγους των Αγίων το μυστήριο, το μεγάλο και φρικτό και σωτήριο για όλο τον κόσμο, δεν πρέπει να σιωπήση με κανένα τρόπο η φωνή που κηρύττει αυτό, για να μη κινδυνεύση η σωτηρία των σιωπώντων. 
Και απαντώντας ο Επιφάνιος με πολύ άγριο τρόπο είπε:  ΕΠΙΦ.: Υπέγραψες στον λίβελλο; 
Και είπε ο αββάς Μάξιμος: ΜΑΞΙΜΟΣ: Ναι υπέγραψα. 
       ΕΠΙΦ.:   Και πώς τόλμησες να υπογράψης και να αναθεματίσης αυτούς που ομολογούν και πιστεύουν όπως οι νοερές φύσεις και η καθολική Εκκλησία; Αληθινά με δική μου πρότασι θα σε πάμε στην πόλι, θα σε στήσουμε δεμένο στην αγορά και θα φέρουμε τους μίμους, άνδρες και γυναίκες, και τις πιο διάσημες πόρνες και όλο το λαό, για να χτυπήση και φτύση καθένας και καθεμιά τους το πρόσωπό σου. 
Απαντώντας σ' αυτά ο αββάς Μάξιμος είπε: ΜΑΞΙΜΟΣ: Ας γίνη όπως είπατε, εάν αναθεματίσαμε αυτούς που ομολογούν ότι ο Κύριος έχει δύο φύσεις, και τις κατάλληλες σ' αυτόν δύο φυσικές θελήσεις και ενέργειες, και ότι είναι εκ φύσεως αληθινός Θεός και άνθρωπος. Διάβασε, δέσποτα, τα πρακτικά και τον λίβελλο, και εάν βρήτε αυτά που είπατε, κάμετε ό,τι σκέπτεσθε. 
       Μετά από αυτά τον ωδήγησαν στην Κωνσταντινούπολι και έβγαλαν απόφασι εναντίον τους. Ανεθεμάτισαν και κατεδίκασαν τον εν αγίοις Μάξιμο, τον μακάριο μαθητή του Αναστάσιο, τον αγιώτατο πάπα Μαρτίνο, τον άγιο Σωφρόνιο πατριάρχη Ιεροσολύμων, και όλους τους ορθοδόξους και ομοφρονούντας μ' αυτούς. Έπειτα έφεραν και τον άλλο μακάριο Αναστάσιο. Αφού χρησιμοποίησαν και γι' αυτόν τα ίδια αναθέματα και βρισιές, τους παρέδωσαν στους άρχοντες λέγοντας: Αποφασίζουμε να σας παραλάβη αμέσως ο πανεύφημος έπαρχός μας, που είναι δω, στο πολυάνθρωπο ανάκτορό του. Να σας χτυπήση με νεύρα στα μετάφρενα (τον Μάξιμο, Αναστάσιο και Αναστάσιο), και να αποκόψη από την ρίζα το όργανο της ακολασίας σας, δηλαδή την βλάσφημη γλώσσα σας, του Μαξίμου, Αναστασίου και Αναστασίου. Στη συνέχεια να κόψη με σιδερένιο μαχαίρι και την ταραχώδη δεξιά που υπηρέτησε τον βλάσφημο λογισμό σας. Μόλις δε σας αποστερήσουν αυτά τα βδελυκτά μέλη, να τα κρεμάσουν πάνω σας και να σας περιφέρουν στα δώδεκα τμήματα της βασιλίδος των πόλεων. Κατόπιν να σας παραδώση σε ισόβια εξoρία  και ταυτόχρονα συνεχή φρούρησι, έτσι που συνεχώς και για όλο το χρόνο της ζωής σας να οδύρεσθε για τα βλάσφημα σφάλματά σας. Γιατί η κατάρα που εφεύρατε εναντίον μας, επέπεσε πάνω στα κεφάλια σας. 
Τότε λοιπόν τους πήρε ο έπαρχος και τους τιμώρησε κόβοντας τα μέλη τους.
Τέλος τους περιέφερε σ' όλη την πόλι και τους εξώρισε στην Λαζική. 
(Από το τεύχος 21 του έτους 1996 του περιοδικού Ο ΟΣΙΟΣ ΓΡΗΓΟΡΙΟΣ, σελίς 6-20). ΠΗΓΗ: Ι.Μ.ΠΑΝΤΟΚΡΑΤΩΡΟΣ ΜΕΛΙΣΟΧΩΡΙΟΥ                 -9-

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...