Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Περί προσευχής

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ εὐχαρίστηση καὶ ὑποδεχθεῖτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸ οἰκουμενικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐγκολπωθεῖτε αὐτὲς τὶς θεολογικές, ἰκετήριες καὶ κατανυκτικὲς εὐχὲς καὶ προσευχές· λάβετε αὐτὴ τὴν ἀνθοφόρα καὶ κρινοφόρα τροφή, στὴν ὁποία μπορεῖτε νὰ ἐντρυφᾶτε, νὰ χαίρεστε καὶ νὰ τρέφεστε ἀχόρταστα, σὰν νὰ βρίσκεστε σὲ κάμπους ἀνθισμένους, σὲ χλοϊσμένους λειμῶνες, σὲ δροσερὰ λειβάδια, σὲ βοσκοτόπια ποὺ τρέφουν τὶς ψυχές, σὲ μοσκοβολημένα δροσερὰ χορτάρια. Διότι σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς προσευχὲς θὰ βρεῖτε πολὺ πλούσια καί, ὅπως χρειάζεται, τὰ τέσσερα ἰδιώματα ἢ μέρη, ποὺ περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τὴ δοξολογία, β) τὴν εὐχαριστία, γ) τὴν ἐξομολόγηση καὶ δ) τὴν αἴτηση.
Γιὰ τὰ δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ τέσσερα εἴδη μᾶς μιλάει ὁ μέγας Βασίλειος, λέγοντας: «Δύο εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσευχῆς, ἀγαπητέ μου: ὁ πρῶτος εἶναι τῆς δοξολογίας, μὲ ταπεινοφροσύνη· κι ὁ δεύτερος, ποὺ ἀκολουθεῖ μετά, εἶναι τῶν αἰτημάτων μας. Έτσι, λοιπόν, ὅταν προσεύχεσαι, μὴν πᾶς κατ’ εὐθείαν στὰ αἰτήματα, διότι ἐκθέτεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ διάθεσή σου, ὅτι δηλαδὴ κάποια ἀνάγκη σὲ ὑποχρεώνει νὰ προσευχηθεῖς στὸ Θεὸ» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’). Γιὰ τ’ ἄλλα δύο εἴδη μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν γράφει: «Πρὶν ἀπ’ ὅλα, ὅταν ἀρχίζουμε τὴν προσευχή μας, πρέπει νὰ βάλουμε πρώτη τὴν εἰλικρινῆ εὐχαριστία μας, καὶ ὕστερα τὴν μετάνοια καὶ τὴν πραγματικὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς μας· κατόπιν, μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε στὸν Παμβασιλέα αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ ζητήσουμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος τῆς Προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ φανερώθηκε ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου σὲ κάποιον ἀδελφό μας» (Λόγ. κη’. Περὶ Προσευχῆς).
Ἔτσι, μὲ τὴ δοξολογία θὰ δοξάζετε τὸν ἄναρχο Πατέρα, τὸν συνάναρχον Υἱὸν καὶ τὸ Πανάγιον καὶ συναΐδιον Πνεῦμα, τὴν ὑπερούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τὸν μοναδικὸ Θεό μας, καθὼς καὶ τὴν ὑπεραγνὴ καὶ ὑπεράμωμη Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Μὲ τὴν εὐχαριστία θὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς χάρες ποὺ σᾶς ἔκαμε, κρυφὲς καὶ φανερές, ψυχικὲς καὶ σωματικές, στὸ παρελθόν, στὸ παρόν, καὶ κεῖνες ποὺ θὰ σᾶς κάμει στὸ μέλλον. Μὲ τὴ μετάνοια θὰ ἐξομολογεῖσθε στὸ Θεό, μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ πραγματικὴ κατάνυξη, ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχετε διαπράξει, εἴτε μὲ τὴν πράξη εἴτε μὲ τὴ σκέψη. Κατόπιν, μὲ τὴν αἴτηση θὰ ζητᾶτε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ σᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σας, νὰ σᾶς φυλάξει ἀπὸ κάθε ὁρατὸ ἐχθρὸ καὶ ἀόρατο, καὶ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά του.
Κ’ ἐπειδὴ ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα εἶναι τὰ φτερὰ τῆς θείας Προσευχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκείνη ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς καὶ φτάνει στ’ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ (διότι, καθὼς εἶπε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ἡ μὲν προσευχὴ μόνο πραΰνει τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ δάκρυο τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐλεήσει τὸν προσευχόμενο), γι’ αὐτό, σὰν σὲ μικρὸ Παράρτημα, σημειώνουμ’ ἐδῶ, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες τῶν Ἱερῶν τούτων προσευχῶν, ὅτι αὐτὴ τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, τὴν κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα ποὺ μᾶς ἔρχονται στὴν προσευχή, μποροῦμε νὰ τ’ ἀποκτήσουμε:
α) Μὲ τὸ φόβο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννιέται ὅταν ὁ ἄνθρωπος συλλογιστεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρών, τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει· καὶ ὅτι ἐκεῖνος μὲν ποὺ προσεύχεται εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του σκέτος πηλός, ἒν’ ἀσήμαντο σκουλήκι, ἕνα τίποτε, ὅταν συγκριθεῖ μὲ τὸ Θεό· ἐνῶ ὁ Θεός, ποὺ ἐμπρός του στέκεται καὶ προσεύχεται, εἶναι ὁ Παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του ἄπειρος καὶ τέλειος σὲ ὅλα, ἕνας ὑπερούσιος καὶ ἀκατάληπτος Βασιλέας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ρωτήθηκε πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ κατορθώσει, ὥστε νὰ κρατήσει στὴν προσευχὴ τὸ νοῦ του ἀμετεώριστο, ἀποκρίθηκε: «Νὰ σκέφτεται συνεχῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά του. Διότι, ἄν, ὅταν κάποιος βρίσκεται μ’ ἕναν ἄρχοντα -εἴτε εἶναι ἁπλῶς μπροστά του εἴτε συνομιλεῖ μαζί του- ἔχει τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ καὶ ἀμετεώριστα, πόσο μᾶλλον ὅταν βρίσκεται μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ προσεύχεται, ὁπού βέβαια θὰ ’χει τὸ νοῦ του ἀμετακίνητο σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐξετάζει καὶ βλέπει μέσα μας καθαρὰ “καρδίας καὶ νεφρούς”; Κι αὐτά, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς, πὼς πρέπει νὰ σηκώνουμε τὰ καθαρὰ χέρια σὲ προσευχή, δίχως ὀργὴ καὶ ἄλλους διαλογισμοὺς» (Ὄροι κατ’ ἐπιταγήν, σα΄).
Καὶ ὁ ἴδιος, πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο, λέγει: «Καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε χωρὶς ραθυμία, καὶ δίχως μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ· γιατί αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὄχι μονάχα δὲν θὰ λάβει ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, ἀλλὰ θὰ ἐξοργίσει περισσότερο τὸν Κύριο. Διότι, ἂν κάποιος βρίσκεται μπρὸς σ’ ἕναν ἄρχοντα καὶ κουβεντιάζει μαζί του, στέκετ’ ἐμπρός του μὲ φόβο, ἔχοντας ἀμετεώριστα καὶ τὰ ἐξωτερικὰ μάτια, μὰ καὶ τὰ ἐσωτερικά τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψει, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ στέκεται μὲ φόβο καὶ τρόμο μπροστὰ στὸ Θεό, ἔχοντας ἔντονα στραμμένο τὸ νοῦ του σ’ Ἐκεῖνον μονάχα καὶ σὲ τίποτε ἄλλο;» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’).
β) Ἡ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξη στὴν προσευχὴ γεννιέται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ προσεύχεται μπρὸς σ’ ἕναν τόσο παντοδύναμο Θεό, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα τιποτένιο σκουλήκι, μὰ εἶναι ὡστόσο -καὶ μὲ τὴ θέλησή του- κι’ ἕνας φταίχτης καὶ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν εἶν’ ἕνας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, καὶ δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὸ στόμα του ν’ ἀνοίξει καὶ νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὸ Θεό.
Γι’ αὐτὸ κ’ ἔχουμε τὸν μέγα Βασίλειο, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, νὰ λέει: «ὅταν δοξολογήσεις μὲ λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως μπορεῖς, καὶ ἀναπέμψεις αἶνο πρὸς τὸν Θεό, τότε ἄρχισε μὲ ταπεινοφροσύνη νὰ λὲς μὲ δικά σου λόγια: “ἐγώ, Κύριε, δὲν εἶμαι καθόλου ἄξιος νὰ σοῦ μιλήσω, γιατί εἶμαι πάρα πολὺ ἁμαρτωλός”. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ἀναγνωρίζεις κάτι κακὸ στὸν ἑαυτό σου, ἔτσι πρέπει νὰ λές, διότι κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεός. Κι ἐνῶ ἁμαρτάνουμε σὲ πολλά, τὰ περισσότερ’ ἀπὸ αὐτὰ οὔτε καν τ’ ἀντιλαμβανόμαστε» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’).
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μᾶς συμβουλεύει: νὰ μὴ στέκεσαι μὲ παρρησία καὶ θάρρος (στὴν προσευχὴ δηλαδή), «ἀκόμη κι ἂν ἔχεις καθαρότητα, μὰ νὰ προσέρχεσαι μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, καὶ τότε θὰ σταθεῖς μὲ περισσότερη παρρησία. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχεις ἀνεβεῖ ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἀκούοντας καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν μιλάει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ βροντοφωνάζει, “ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἐγὼ εἶμαι ὁ πρώτος” (Λόγος κη’, Περὶ Προσευχῆς).
Γιατί, ἂν τύχει καὶ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτὴ τὴ συνείδηση πὼς εἶναι ἁμαρτωλός, ἡ προσευχή του δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «κάποιος Ἅγιος ἔγραψε, πὼς ὅποιος δὲν λογαριάζει ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του, ἡ προσευχή του δὲν εἶν’ εὐπρόσδεκτη στὸν Κύριο» (Ἐπιστ. δ’). Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ὅπου, ὁ μὲν Τελώνης ποὺ λογάριασε ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτὸ του δικαιώθηκε, ἐνῶ κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος ποὺ πίστεψε τὸν ἑαυτό του γιὰ δίκαιο.
γ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχὴ γεννιοῦνται ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ σύνεση, καὶ δὲν λέγει ἄλλα μὲ τὸ στόμα καὶ ἄλλα μελετᾶ μὲ τὸ νοῦ του, ἀλλὰ ὁ νοῦς του εἶναι ἀφοσιωμένος ὅλως διόλου στὰ λεγόμενα, κι ἔτσι ἐννοεῖ καὶ γεύεται ὅλη τους τὴν ποιότητα, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὴ γεύση ποὺ αἰσθάνεται καὶ κατὰ κάποιο τρόπο συλλειτουργεῖ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ φαγητοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ἐρμηνεύοντας τὸ ρητὸ «ψάλατε συνετῶς», λέγει; «ὅταν κάποιος ποὺ προσεύχεται βάλει τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς μαζὶ μὲ τὴ δύναμη τῶν λόγων τῆς προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς βάζει μαζὶ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ κάθε φαγητοῦ τὴ διάθεση τῆς γεύσεως, αὐτὸς ἔχει ἐφαρμόσει ἐκείνη τὴν ἐντολὴ ποὺ λέγει “ψάλατε συνετώς”» (Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, σοθ’).
Παράλληλα μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι κι ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «ἐσὺ ν’ ἀγωνίζεσαι ν’ ἀναφέρεις στὸ Θεό, μᾶλλον δὲ ν’ ἀποκλείεις τὴν ἔννοια τῶν λεγομένων στὰ ρήματα τῆς προσευχῆς· καὶ ἂν τύχει ἐκείνη νὰ κουραστεῖ ὡς νήπιον καὶ νὰ πέσει, ἐσὺ ἀνάλαβε τὴν πάλι καὶ ἀνέβασε τὴ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ· γιατί ξέρουμε πὼς χαρακτηριστικό του νοῦ εἶναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νὰ μπορεῖ ὅλα νὰ τ’ ἀνορθώνει» (Λόγος κη’).
δ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται στὴν προσευχή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται, δὲν νομίζει πὼς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τὰ εἶπε κάποιος ἄλλος, ἢ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλὰ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κεῖνον, καὶ αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὰ λέει, αὐτοπροσώπως. Καί, ὅτι αὐτὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ διέπραξε ὅλα ἐκεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται στὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Τὸ βεβαιώνει αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής; «ὁ ταπεινόφρων, ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ κάνει ἔργο πνευματικό, διαβάζοντας τὶς ἅγιες Γραφές, ὅλα τ’ ἀναφέρει στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ λογαριασμό του, καὶ ὄχι γι’ ἄλλον» (Περὶ νόμου πνευματικοῦ, κεφ. ζ’).
Ὡστόσο, ὁποῖος ἔλαβε ἄνωθέν το χάρισμα νὰ κατανύγεται καὶ νὰ χύνει δάκρυα στὴν προσευχὴ ἀδιάλειπτα καὶ ἀβίαστα, αὐτὸς πρέπει νὰ προσέχει καλὰ νὰ μὴν περηφανευτεῖ, γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει αὐτὸ τὸ χάρισμα καὶ ν’ ἀπομείνει πάλι ξηρός, ἄνυδρος καὶ τυφλός, ὅπως μᾶς λένε ὁ παραπάνω ἅγιος Μάρκος καὶ ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ. Ὁ ἅγιος Μάρκος γράφει: «μὴν ἐπαίρεσαι, ποὺ ἀξιώθηκες νὰ χύνεις δάκρυα στὴν προσευχή σου· διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ ἄγγιξε τὰ μάτια σου καὶ σ’ ἔκαμε ν’ ἀναβλέψεις νοερά». Καὶ ὁ θεῖος Ἰσαὰκ προσθέτει: «ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ πιεῖ ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασὶ (δηλαδὴ τῶν δακρύων) καὶ ὑστέρα νὰ τὸ στερηθεῖ, αὐτὸς μόνο γνωρίζει σὲ ποιὰ δυστυχία ἐγκαταλείφθηκε καὶ τί πολύτιμο ἔχασε, ἐξαιτίας τῆς χαυνώσεως στὴν ὁποία περιέπεσε» (Λόγ. ιγ’).
ε) Καὶ τελευταῖον, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση τοῦ σώματος· δηλαδή, ὅταν κάποιος προσεύχεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκάλυπτο, μὲ τὰ γόνατα κεκλιμένα, χτυπώντας τὸ στῆθος, καὶ παρουσιάζοντας εἰκόνα ἑνὸς καταδίκου, ὁ ὁποῖος στέκεται μπροστὰ στὸν Δικαστή, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση καὶ τὸ σχῆμα τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ συσχηματίζεται ἀνάλογα καὶ παίρνει τὴν κατάλληλη διάθεση, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ κατάσταση καὶ τὶς ἀσχολίες, κι εὐθυγραμμίζεται μὲ ὅσα πράττει, πρὸς τὰ ὁποῖα καὶ συσχηματίζεται» (Λόγ. κέ’. Περὶ ταπεινοφροσύνης). Ἀκόμα, βοηθάει στὴν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος τόπος ὁπού κατοικεῖ ὁ καθένας, καὶ στὸν ὁποῖο βέβαια πρέπει ν’ ἀποσύρονται ὅταν προσεύχονται ὅσοι ἀγαποῦν νὰ κατανύγονται. Ἐπίσης, βοηθάει πολὺ ὁ ἥσυχος χρόνος, ὅπως πιὸ πολὺ προσφέρεται ὁ καιρὸς τῆς νύχτας, ὅταν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἡσυχάζουν καὶ ἀναπαύονται.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ἕνα παράδειγμα, ἔφευγε πολλὲς φορὲς ἀνεβαίνοντας στὰ βουνὰ καὶ σὲ τόπους ἔρημους, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, κι ἐκεῖ προσευχότανε. Τὸ ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «ἀνέβηκε στὰ βουνὰ μόνος Του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· κι ὅταν βράδιασε βρισκόταν ἐκεῖ μόνος Του» (Ματθ. ιδ’ 23). Καὶ τοῦτο τὸ λόγο ἐρμηνεύοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει: «γι’ αὐτὸ καὶ φεύγει συνέχεια (ὁ Κύριος) στὶς ἐρήμους, ὅπου πολλὲς φορὲς περνάει ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ τόπου, πρέπει ν’ ἀναζητοῦμε τὴν ἀταραξία στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς· γιατί μητέρα τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει κάτι τὸ σχεδὸν ὅμοιο, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἡσυχία εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς» (Λόγος εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν).
Σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ θεῖος Χρυσόστομος, λέγει: «συλλογίσου καλά, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι, μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κοιμοῦνται καὶ βασιλεύει μιὰ ἡσυχία βαθύτατη, νὰ σηκώνεσαι μόνος σου ἀπ’ τὸ κρεββάτι, καὶ μὲ παρρησία νὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν Δεσπότη καὶ Κύριό μας. Εἶναι, βέβαια, γλυκὸς ὁ ὕπνος, μὰ τίποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν προσευχὴ γλυκύτερο! Ἂν κατορθώσεις ἔτσι νὰ συνομιλήσεις μόνος πρὸς μόνον, θὰ καταφέρεις πολλὰ νὰ φέρεις εἰς πέρας, καθὼς δὲν θὰ σ’ ἐνοχλεῖ κανεὶς κι οὔτε κανεὶς θόρυβος θὰ διακόψει τὴ δέησή σου· διότι, τότε ἔχεις σύμμαχο καὶ τὸν καιρὸ γιὰ νὰ πετύχεις ἐκεῖνα ποὺ θέλεις»
ΕΤΕΡΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΕΝΙΚΩΣ
Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀρετὴ ὑψηλότερη καὶ ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν ἱερὴ Προσευχή. Καὶ εἶναι ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές, διότι ἐνῶ ἐκεῖνες, π.χ. τὸ νὰ νηστεύουμε, ν’ ἀγρυπνοῦμε, νὰ κοιμόμαστε χάμω, νὰ δινόμαστε στὴν ἄσκητικη ζωή, νὰ παρθενεύουμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες, καὶ ὅλα τ’ ἄλλα καλὰ ἔργα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ χρυσὴ γενιά, τὸν ἔναρμονιο χορὸ καὶ τὴν οὔρανοπλεχτη σειρὰ τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, παρόλον ὅτι εἶναι θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀναφαίρετο κτῆμα καὶ ἀθάνατο στόλισμα τῆς κάθε ψυχῆς, ὡστόσο δὲν ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό.
Ὂλ’ αὐτὰ τὸν προετοιμάζουν καὶ τὸν προωθοῦν γι’ αὐτὴ τὴν ἕνωση, μὰ δὲν τὸν ἑνώνουν μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ κατορθώνει μονάχα ἡ ἱερὴ Προσευχὴ μόνο αὐτὴ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, καὶ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο, κάνοντας τοὺς δύο ἕνα πνεῦμα· γιατί μὲ τὴν προσευχὴ γίνεται μιὰ ἕνωση ἄμεση κ’ ἕνα σφιχτὸ δέσιμο τοῦ Κτίστου μὲ τὰ λογικὰ κτίσματα. Αὐτὸ βροντοφωνάζει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος διδάσκαλος καὶ πολύπειρος ἐργάτης τῆς ἱερᾶς προσευχῆς, ὁ μεγάλος ποιμὴν καὶ ἱεράρχης τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλης της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ἡ ἐπικοινωνία ποὺ ἀποκτοῦμε διὰ τῶν ἀρετῶν, κάνει τοὺς ἐνάρετους ἱκανούς, λόγω τῆς ὁμοιότητος, καὶ τοὺς προετοιμάζει νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ Θεό, ἄλλα δὲν τοὺς ἑνώνει μαζί Του· ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ὅμως εἲν’ ἐκείνη ποὺ ἵερουργει καὶ τελεσιουργεῖ τὴν ἀνάταση τοῦ ἄνθρωπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἕνωση μ’ Ἐκεῖνον, γιατί εἶναι ὁ σύνδεσμος τῶν λογικῶν κτισμάτων μὲ τὸν Κτίστη τοὺς» (Λόγος περὶ Προσευχῆς, κέφ. α’).
Καὶ ἀπὸ τούτη τὴν ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία κατορθώνει ἡ ἱερὴ Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ἢ μᾶλλον πόσες πηγὲς χαρισμάτων δὲν πλημμυρίζουν τὸν ἄνθρωπο ποῦ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό; Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἕνωση ἀποκτοῦμε τὴ δύναμη νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια ἀπ’ τὸ ψέμα· νὰ βλέπουμε στὸ βάθος τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς φύσεως· νὰ προβλέπουμε καὶ νὰ προγινώσκουμε τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον ν’ ἀποχτοῦμε τὴ θεία ἔλλαμψη, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζουν ἔνυποστατο φωτισμὸ στὴν καρδιά.
Ἔρχεται ὁ ἐξαίσιος ἔρως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ὁδηγεῖ σ’ ἔκσταση ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας στὴν ἁρπαγὴ μᾶς ἄνω, πρὸς τὸν Κύριο· ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀλαλήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μ’ ἕνα λόγο, «ἀπὸ τὴν ἕνωση αὐτὴ γεννιέται ἡ πολυθρύλητη θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὅλοι τὴν ζητοῦν καὶ τὴν ποθοῦν, ἄλλα ἐλάχιστοι καὶ πολὺ σπάνια τὴν ἀπολαμβάνουν -«μόλις ἕνας ἀπὸ κάθε γενιά», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «εἶναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο καὶ δυσκολοαπόκτητο», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεσσαλονίκης (Λόγος εἰς τὸν ἅγιον Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην).
Αὐτὴ ἡ θέωση εἶναι τὸ ἔσχατον τέλος καὶ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ὁ πρῶτος καὶ πιὸ ὑψηλὸς ἀπ’ ὅλους τους σκοποὺς ποὺ ἔβαλε ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὅποιο ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἕως τὴ συντέλεια, ὁ προαιώνιος Προορισμὸς καὶ ἡ Πρόγνωση, ἡ ἔγχρονη δημιουργία τῆς Κτίσεως, ἡ δόσις τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ γραπτοῦ Νόμου, ἡ χάρη τῆς Προφητείας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔπιδημιά του ἁγίου Πνεύματος.
* * *
Ἡ θεία Προσευχὴ εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, διότι:
Ὅσο ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἴδιο του εἶναι ἀναγκαία ἡ προσευχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ φέρει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν, ἂν χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμει κανένα καλὸ ἔργο, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «χωρὶς ἔμου οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ἴε’ 5), ἄρα καὶ χωρὶς τὴν Προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἔρχεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ πράττει τὸ ἀγαθό, Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσεύχεται κανείς, καὶ νὰ ζητάει πάντοτε τὴ θεία βοήθεια μὲ τὴν προσευχή: καὶ ὅταν ἔχει νὰ βάλει κάποια καλὴ καὶ χρήσιμη σκέψη στὸ νοῦ του· κι ὅταν χρειάζεται νὰ πεῖ κάποιο λόγο ψυχωφελῆ· κι ὅταν ἔχει ὁπωσδήποτε νὰ κάμει κάποιο θεάρεστο ἔργο. Μ’ ἕνα λόγο, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη καὶ πρέπει νὰ κάνει τὴν Προσευχή του, κι ὅταν ἀρχίζει, κι ὅταν φτάνει στὴ μέση, μὰ κι ὅταν τελειώνει τὴν ἐργασία τοῦ ὅποιο ἔργο κ’ ἂν ἐπιχειρήσει νὰ κάνει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἡ καλύτερη τάξη καὶ σειρά, γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει ἕνα λόγο ἢ ἕνα ἔργο, εἶναι ν’ ἀρχίζει μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὸ Θεὸ νὰ τελειώνει» (Ἄπολογ. Λόγος).

Διότι, ὅταν πρὶν ἀπὸ κάθε ἔργο μᾶς προηγεῖται ἡ Προσευχή, τότε ὅλα τα πράγματα θὰ εἶναι: πιὸ εὔκολα, θὰ μᾶς ἔρθουν δεξιά, καὶ θὰ ’ναι ὠφέλιμα, ὅπως μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος; «Ὁ ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι ἐραστὴς τῆς παρθενικῆς ζωῆς, εἴτε εἶναι πρόθυμος καὶ συνεπὴς ἐφαρμοστὴς τῆς σωφροσύνης μέσα στὸ γάμο, εἴτε θέλει νὰ συγκρατεῖ τὴν ὀργὴ καὶ νὰ ζεῖ μὲ πραότητα, εἴτε νὰ μένει καθαρὸς ἀπὸ φθόνο, εἴτε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐνάρετο ἔργο ποὺ ἁρμόζει στὸν χριστιανὸ θέλει νὰ πραγματοποιεῖ, ὅταν προηγεῖται ἡ Προσευχὴ καὶ προλειαίνει αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ζωῆς, θὰ βρεῖ εὔκολο καὶ ἴσιο το δρόμο τῆς εὐσέβειας.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσην ἀνάγκη ἀπὸ τὴν Προσευχή, ἔστω καὶ μονάχη της, ὅση ἀνάγκη ἔχει ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες τὶς ἀρετὲς μαζί. Διότι, πράγματι, εἶναι ἀδύνατο, ὄχι νὰ κατορθώσει, μὰ οὔτε καν ν’ ἀρχίσει τὴν ἐργασία μιᾶς ἀρετῆς, δίχως νὰ προσπέσει πρῶτα στὸ Θεὸ μὲ τὴν Προσευχή, κι’ ἔτσι νὰ ζητάει βοήθεια ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ δοτήρας καὶ ὁ χορηγὸς ὅλων των ἀρετῶν. Καὶ τοῦτο μᾶς τὸ βεβαιώνει πάλι ἡ πέννα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅταν γράφει: «Τὸ ὅτι εἶναι πέρα γιὰ πέρ’ ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς ἐνάρετο βίο δίχως τὴν Προσευχὴ καὶ χωρὶς τὴ συντροφιὰ τῆς σ’ ὅλη του τὴ ζωή, νομίζω πὼς εἶναι σὲ ὅλους φανερός.

Διότι, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ζήσει καὶ ν’ ἀσκήσει τὴν ἀρετή, ὅταν δὲν προστρέχει καὶ δὲν γονατίζει συνεχῶς στὸν αἰώνιο χορηγὸ καὶ δοτήρα της;» Καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ μ’ ἕναν ἁπλὸ καὶ σύντομο λόγο, ὅση ἀνάγκη ἔχουν ἀπὸ τὸ νερὸ τὰ φυτὰ γιὰ νὰ καρποφορήσουν, τόση ἀνάγκη ἔχει κι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἱερὴ Προσευχή, γιὰ ν’ ἀποδώσει κάποιον καρπὸ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἵερου πάλι Χρυσοστόμου, ποὺ λέει: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χρειαζόμαστε τὴν προσευχὴ λιγώτερο ἀπ’ ὅ,τι χρειάζονται τὸ νερὸ τὰ δέντρα· διότι, ὅπως ἐκεῖνα δὲν μποροῦν νὰ δώσουν καρποὺς δίχως νὰ παίρνουν νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ μὲ τὶς ρίζες τους, ἔτσι κ’ ἔμεις δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τοὺς πολυτίμητους καρποὺς τῆς εὐσέβειας, ὅταν δὲν ποτιζόμαστε μὲ τὶς προσευχές». Καί,
Ἡ ἱερὴ Προσευχὴ εἶναι ὄντως ἀναγκαιότατη, σχεδὸν σὲ κάθε ἀναπνοὴ τοῦ ἄνθρωπου. Διότι, μὲ τὸ νὰ εἶναι, ὡς ἀσώματος, ἀεικίνητος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σὲ κάθε ἀναπνοή του, μποροῦν νὰ τοῦ ἔλθουν οἱ προσβολὲς τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ μ’ αὐτὲς τὶς προσβολὲς νὰ τοῦ κάνει πόλεμο καὶ νὰ τὸν πληγώνει ὁ παντοτεινὸς ἐχθρός του ἀνθρώπινου γένους, ὁ διάβολος, Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, στὴν κάθε τοῦ ἀναπνοὴ σχεδόν, νὰ βαστάει τὸ ὅπλο τῆς θείας Προσευχῆς, γιὰ νὰ μπορεῖ μ’ αὐτὸ νὰ πολεμεῖ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ ἐκμηδενίζει τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις του. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς τὸν φόβο, μήπως τὸν εὕρει ἄοπλον ὁ ἐχθρὸς καὶ τὸν πληγώσει μὲ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς καὶ τὶς συγκαταθέσεις τῶν λογισμῶν, κ’ ἔτσι τὸν ὁδηγήσει στὸ θάνατο.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὅποιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει σὲ ὅλους γενικά τους χριστιανοὺς (κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), νὰ προσεύχονται παντοτεινὰ καὶ ἀδιάκοπα: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Ἃ’ Θεσ. ἴε’ 17). Ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, παρὰ ν’ ἀναπνέει· καὶ ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ καὶ τοῦτο, πὼς πρέπει κανεὶς νὰ μὴν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ τοῦτο μονάχα τὸ ἔργο, δηλαδὴ νὰ προσεύχεται. Εἶμαι κ’ ἐγὼ ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπαινοῦν τὸ θεῖο νόμο, ποὺ μᾶς παραγγέλλει μέρα καὶ νύχτα νὰ μελετοῦμε, καὶ βράδυ, πρωὶ καὶ μεσημέρι νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Ἀκόμη, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ λόγο τοῦ Μωυσέως: κι ὅταν κοιμόμαστε, κι ὅταν ξυπνοῦμε, κι ὅταν ὁδοιποροῦμε ἢ κάνουμε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔργο, ἡ μνήμη μας νὰ βρίσκεται στὸν Καθαρό, μὲ τὴν προσευχὴ» (Κατὰ Εὐνομιανῶν).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλὴ προσευχὴ εἲν’ ἐκείνη, ποὺ τυπώνει μ’ ἐνάργεια τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή· κι αὐτὸ σημαίνει τὴν ἔνοικησή του Θεοῦ μέσα μας, δηλαδὴ μὲ τὴ μνήμη νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκαταστημένο μέσα του τὸν Θεό· καὶ τότε γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνέχεια τῆς μνήμης μας δὲν διακόπτεται ἀπὸ φροντίδες γήινες, καὶ οὔτε ταράζεται ὁ νοῦς μὲ τ’ ἀπροσδόκητα πάθη, ἀλλὰ ὅταν ὁ φιλόθεος, ἀποφεύγοντας τὰ πάντα, ἀναχωρεῖ πρὸς τὸν Θεὸ» (Ἐπιστολὴ ἅ’). Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ γράφει: «χωρὶς τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν μπορεῖς νὰ προσεγγίσεις τὸ Θεό».
Καὶ ὅτι τοῦτο τὸ χρέος, τῆς παντοτεινῆς προσευχῆς, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς Μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους λαϊκοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο, μᾶς τὸ βεβαίωσε καὶ ὁ Ἄγγελος Κυρίου, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φανέρωσε τοῦτο τὸ πράγμα στὸν ὅσιο καὶ δίκαιον ἐκεῖνον Ἰώβ, ποὺ εἶχε ἀντιρρήσεις καὶ ἀμφιβολίες γι’ αὐτό, ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἰδεῖ στὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Τὸ βεβαιώνει, ἀκόμη, πιὸ περίτρανα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν παραγγείλει σὲ ὅλους τους κοσμικοὺς τεχνίτες, ἀντὶ νὰ λένε τραγούδια, ἄσκοπες κουβέντες καὶ φλυαρίες ποὺ δὲν ὠφελοῦν, νὰ προσεύχονται ἐκεῖ ὁπού ἐργάζονται, ἄλλοτε νοερὰ καὶ σιωπηλὰ καὶ ἄλλοτε ψάλλοντας μὲ τὸ στόμα θεῖες ὠδὲς καὶ πνευματικὰ τροπάρια.
Τοῦτα τὰ λόγια λέγει καὶ ἡ χαριτωμένη καὶ γλυκόλαλη ἐκείνη γλώσσα: «Εἶσαι τεχνίτης ποῦ δουλεύει μὲ τὰ χέρια; ψάλλε τὴν ὥρα ποῦ κάθεσαι κ’ ἐργάζεσαι· δὲν θέλεις ἢ δὲν μπορεῖς νὰ ψάλλεις μὲ τὸ στόμα; μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μὲ τὸ νοῦ σου. Μεγάλος σύντροφος ὁ ψαλμός! Τίποτε τὸ κακὸ δὲν θὰ σοῦ συμβεῖ ἀπὸ τοῦτο, διότι θὰ αἰσθάνεσαι σὰν νὰ μπορεῖς νὰ ζῆς σὲ μοναστήρι. Διότι δὲν εἶναι τόσο ἡ καταλληλότης τῶν τόπων ποὺ βρισκόμαστε, ὅσο ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν τρόπων τῆς ζωῆς μας ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴν ἡσυχία τὴν ὁποία χρειαζόμαστε γι’ αὐτὸ» (Περὶ Ἀνδριάντων, κᾶ’). Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι, μᾶς λέει ὁ ἴδιος: «Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο πρέπει, καὶ ὅταν σηκωνόμαστε ἀπ’ τὸ κρεββάτι μας νὰ ὑποδεχόμαστε τὸν ἥλιο μὲ προσευχὴ στὸ Θεό· κι ὅταν καθόμαστε στὸ τραπέζι ἢ ἑτοιμαζόμαστε νὰ πλαγιάσουμε, καὶ μᾶλλον τὴν κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νὰ προσφέρουμε ἱκεσία καὶ προσευχὴ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τρέχουμε τὸ δρόμο τῆς ἡμέρας μᾶς δίχως ἐμπόδια καὶ δυσκολίες»

Αι Επτά Οικουμενικές Σύνοδοι

ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΓΙΕΣ ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΕΣ ΣΥΝΟΔΟΙ



ΟΙ ΕΠΤΑ ΑΚΛΟΝΗΤΟΙ ΣΤΥΛΟΙ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ

ΑΓΙΟΥ ΝΕΚΤΑΡΙΟΥ ΠΕΝΤΑΠΟΛΕΩΣ

Εκφέροντας την κρίση μας για τις άγιες Οικουμενικές Συνόδους λέμε ότι οι επτά Οικουμενικές Σύνοδοι πρέπει να θεωρηθούν ως επτά συνεδρίες μιας και της αυτής Συνόδου που συγκροτήθηκε για να συζητήσει, να διαλευκάνει και να καθορίσει τα διάφορα μέρη μίας και της αυτής υπόθεσης και να φρουρήσει και να διδάξει μία και την αυτή αλήθεια. Για την ταυτότητα λοιπόν του θέματος και του σκοπού τους τις θεωρώ μία Σύνοδο και διαβεβαιώνω ότι Ορθόδοξη είναι μόνο εκείνη η Εκκλησία η οποία δέχεται τις επτά Οικουμενικές Συνόδους και διατηρεί το πνεύμα τους αναλλοίωτο.

Διότι αυτός που απορρίπτει μια συνεδρία, απορρίπτει μία αλήθεια του ίδιου θέματος και επομένως δεν μπορεί να είναι Ορθόδοξος. Όμοια χάνει τον τίτλο της Ορθοδοξίας εκείνος που διαστρέφει μια αλήθεια, την οποία η πρώτη συνεδρία διακήρυξε και οι έξι μετά από αυτήν σεβάστηκαν.



Η πρώτη οικουμενική Σύνοδος αποφάνθηκε ότι ο Υιός του ανθρώπου είναι Υιός του Θεού και κήρυξε αυτόν ομοούσιο με τον Πατέρα.

Η δεύτερη επιβεβαίωσε το σύμβολο της πίστεως που συντάχθηκε από την πρώτη και κήρυξε από το ένα μέρος την ενότητα του Τριαδικού Θεού και από το άλλο τη θεότητα του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, του τρίτου προσώπου της Αγίας Τριάδος, η οποία μας αποκαλύφθηκε δια του Κυρίου μας Ιησού Χριστού.

Η τρίτη απέκρουσε την παρανόηση από κάποιους του πνεύματος των δύο πρώτων Συνόδων, επικύρωσε τα δόγματά τους, διασάφησε και ανέπτυξε τα ζητήματα τα οποία δεν είχαν αναπτυχθεί από τις δύο προηγούμενες Συνόδους και όρισε τη σχέση ή μάλλον τον σύνδεσμο και τον τρόπο της ένωσης των δύο φύσεων στον Χριστό, της θείας και της ανθρώπινης, και αποφάνθηκε ότι η Παρθένος Μαρία είναι Θεοτόκος.

Η τέταρτη απέκρουσε το μονοφυσιτικό δόγμα, κατά το οποίο το ανθρώπινο στοιχείο στον Κύριό μας Ιησού Χριστό απορροφήθηκε από το θεϊκό και αναγνωριζόταν σε αυτόν μια φύση η θεϊκή, και αποφάνθηκε ότι ο Κύριος είναι τέλειος Θεός και τέλειος άνθρωπος.

Η πέμπτη με την καταδίκη των τριών κεφαλαίων και των οπαδών της Αντιοχειανής σχολής περιφρούρησε τη μία πίστη που ομολογήθηκε από τους οπαδούς των τεσσάρων προηγούμενων Συνόδων και απομάκρυνε από την ορθή πίστη την κατηγορία για απόκλιση προς τον Νεστοριανισμό.

Η έκτη απέδειξε ότι στον Ιησού Χριστό που έχει δυο τέλειες φύσεις υπάρχουν δυο θελήσεις, η θέληση της θεότητας και η θέληση της ανθρωπότητας, και ότι η ανθρώπινη θέληση υποτασσόταν στη θεϊκή.

Η έβδομη με την απόκρουση των μεταρρυθμιστικών ιδεών απέκρουσε πλανεμένες δοξασίες που αναφέρονταν στις σχέσεις της στρατευόμενης Εκκλησίας προς την θριαμβεύουσα, αποδέχθηκε την πίστη των προηγούμενων Συνόδων και επικύρωσε τις αρχαιότατες παραδόσεις που αναγνωρίστηκαν από την πρώτη Σύνοδο.

Για τον στενό αυτό σύνδεσμο των επτά Οικουμενικών Συνόδων και για το έργο τους οι επτά άγιες Σύνοδοι είναι οι επτά ακλόνητοι στύλοι της Εκκλησίας, στους οποίους στηρίζεται όλο το οικοδόμημα της Ορθοδοξίας· είναι οι επτά πύργοι της αλήθειας που ανυψώθηκαν από το Άγιο Πνεύμα για την φρούρηση της αποκαλυμμένης αλήθειας· είναι επτά προμαχώνες που υπερασπίζονται την ευσέβεια απέναντι στις εισβολές της ασέβειας· είναι επτά περίβολοι που περιχαράκωσαν τη μία αναπτυγμένη ορθόδοξη πίστη· είναι επτά σάλπιγγες που διασάλπισαν στα πέρατα της οικουμένης τα δόγματα της αλήθειας· είναι οι επτά άγγελοι φρουροί της αληθινής πίστης, και τέλος η λυδία λίθος με την οποία πρέπει να δοκιμάζεται η πίστη κάθε ορθόδοξου Χριστιανού.

ΑΓΙΟΥ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ ΠΑΡΙΟΥ

<<ΥΠΑΡΧΕΙ ΜΕΝ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΑΓΙΩΝ ΚΑΙ ΟΣΙΩΝ, ΑΛΛΑ ΥΠΑΡΧΕΙ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΨΑΛΜΟ ΚΑΙ ΕΚΚΛΗΣΙΑ ΠΟΝΗΡΕΥΟΜΕΝΩΝ>>

«Λοιπόν δεν είναι πάντοτε σεπτόν και τίμιον το της Συνόδου όνομα. Αλλ΄ εκείνη μεν είναι σεπτή και τιμία, η αγία Σύνοδος, η στοιχούσα τοις τε εγγράφοις και αγράφοις παραδεδομένοις υπό των αγίων Αποστόλων και της Καθολικής Εκκλησίας. Και της τοιαύτης Συνόδου κατά χρέος τας αποφάσεις δεχόμεθα και φυλάττομεν· των δε αλλοτρίων την φωνήν, ούτε γινώσκομεν, ούτε πειθόμεθα αυτή.

Δυνάμεθα εντεύθα ν΄ απαριθμήσωμεν πολλάς τοιαύτας Συνόδους, αλλ΄ ίνα μη χρονοτριβώμεν περιττώς, ας ίδη ο αναγνώστης τον Β΄ τόμον των Συνοδικών και θέλει εύρει αυτάς, όπου και ρητώς ληστρικαί επιγράφονται. Και το χειρότερον όπου όχι μόνον τοπικαί και ολιγάριθμοι αστάθησαν τοιαύται, αλλά και οικουμενικαί πολυάριθμοι, οία η εν Εφέσω το δεύτερον, η συμφωνήσασα τω μονοφυσίτη Ευτυχεί και τον ευσεβέστατον και αγιώτατον Φλαβιανόν τον Κων/λεως αποκτείνασα.

Μετά ταύτην η επί Κοπρωνύμου πολυαριθμοτάτη, η φριάξασα κατά των αγίων εικόνων. Ομοίως και η επί Βασιλείου του Μακεδόνος οικουμενική ονομασθείσα, παρανομωτάτη δ΄ αναφανείσα, ως καθελούσα και αναθεματίσασα τον αγιώτατον Φώτιον. Περιττόν δε είναι ν΄ αναφέρω το εν Φλωρεντία οικουμενικόν μεν, ληστρικώτατον δε συνέδριον. Λοιπόν πάλιν λέγομεν, δεν είναι πάντοτε σεπτόν και τίμιον το της Συνόδου όνομα, καθώς ουδέ το της Εκκλησίας, καθ΄ ότι, εστί μεν Εκκλησία αγίων και Εκκλησία οσίων, αλλ΄ εστί κατά τον ψαλμόν και Εκκλησία πονηρευομένων».

Περί Πίστεως του Μεγάλου Φωτίου

ΠΕΡΙ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ
ΤΟΥ ΑΓΙΟΥ ΚΑΙ ΜΕΓΑΛΟΥ ΦΩΤΙΟΥ
Ε΄ΜΥΣΤΑΓΩΓΙΚΗ ΚΑΤΗΧΗΣΗ



«῾Η πίστη εἶναι ἡ ὕπαρξη αὐτῶν πού ἐλπίζουμε, χωρίς τώρα νά τά βλέπουμε, ἀλλά ἡ πίστη τά κάνει στήν ψυχή μας φανερά, σάν νά τά βλέπουμε. Μ᾿ αὐτήν οἱ προπάτορές μας ἀπέκτησαν τήν καλή μαρτυρία»Παυλος
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος λέει ὅτι «χωρίς πίστη εἶναι ἀδύνατο νά εὐαρεστήσουμε στόν Θεό» (῾Εβρ. 11, 6). Γιατί ποιός θά δείξει προθυμία νά ὑπηρετήσει τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ἄν δέν εἶναι βέβαιος ὅτι ὁ Θεός θά τοῦ δώσει τόν καρπό τῆς πίστεώς του;2 Πῶς θά κρατήσει τήν παρθενία μιά κόρη καί θά σωφρονήσει ἕνας νέος, ἄν δέν εἶναι βέβαιος ὅτι θά τοῦ δοθεῖ γιά τήν ἁγνότητά του ἀμάραντο στεφάνι; (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 4). ῾Η πίστη εἶναι μάτι πού φωτίζει τή συνείδηση καί τροφοδοτεῖ τή σύνεση τοῦ ἀνθρώπου.
Ὁ προφήτης ῾Ησαΐας λέει· «῎Αν δέν πιστέψετε, δέν θά ἐννοήσετε» (῾Ησ. 7, 9). Καί ὅπως συνέβη μέ τόν προφήτη Δανιήλ, «ἡ πίστη φράζει στόματα λιονταριῶν» (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 33). ῾Η ἁγία Γραφή λέει σχετικά μέ αὐτόν, ὅτι σύρθηκε ἔξω ἀπό τό λάκκο καί δέν εἶχε πάθει τό παραμικρό (πρβλ. Δαν. 6, 23), γιατί εἶχε ἐμπιστευθεῖ τόν ἑαυτό του στόν Θεό του. ῾Υπάρχει τίποτα φοβερότερο καί χειρότερο ἀπό τό διάβολο; Ἀλλά καί ἐναντίον αὐτοῦ δέν ἔχουμε κανένα ἄλλο ὅπλο ἀπό τήν πίστη (πρβλ. Α´ Πέτρ. 5, 9), ἡ ὁποία εἶναι ἀσώματη ἀσπίδα ἐναντίον ἀοράτου ἐχθροῦ. Διότι ὁ διάβολος τοξεύει μέ διάφορα βέλη, ὕπουλα καί δόλια, ὅσους δέν ἔχουν νήψη (πρβλ. Ψαλμ. 10, 2).
Ἐπειδή ὅμως ὁ ἐχθρός εἶναι ἀόρατος, ἔχουμε ἰσχυρό περίβλημα τήν πίστη, ὅπως λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Μαζί μέ ὅλα αὐτά νά πάρετε πάνω σας, σάν ἄλλη ἀσπίδα, τήν πίστη, μέ τήν ὁποία θά μπορέσετε νά σβήσετε ὅλους τούς καυστικούς πειρασμούς τοῦ πονηροῦ, πού μοιάζουν μέ βέλη πύρινα» (Ἐφεσ. 6, 16). Πολλές φορές στέλνεται ἀπό τό διάβολο πυρακτωμένο βέλος ἐπιθυμίας γιά αἰσχρή ἡδονή. Ἀλλά ἡ πίστη φέρνει στό νοῦ τήν Κρίση, τοῦ καταστέλλει τούς ἡδονικούς λογισμούς καί μ᾿ αὐτό τόν τρόπο μαραίνεται ἡ σαρκική ἐπιθυμία, δηλαδή ἐξουδετερώνεται τό σατανικό βέλος.
Ε´ . Μιλήσαμε πολύ γιά τήν πίστη, ἀλλά καί ὁλόκληρη τήν ἡμέρα ἄν μιλούσαμε δέν θά ἦταν ἀρκετός ὁ χρόνος γιά νά ὁλοκληρώσουμε τή διήγησή μας. Γιά τώρα ὅμως ἄς ἀρκεστοῦμε, ἀπό τά πρότυπα τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης, μόνο στόν Ἀβραάμ, ἐπειδή μέ τήν πίστη γίναμε δικά του παιδιά (πρβλ. Ρωμ. 4, 11. Γαλ. 3, 7). Ἐκεῖνος δέν δικαιώθηκε μόνο ἀπό τά ἔργα του (Ἰακ. 2, 21), ἀλλά καί ἀπό τήν πίστη του (πρβλ. Γέν. 15, 6. Ρωμ. 4, 3. Ἰακ. 2, 23). Γιατί κατόρθωσε πολλά. Δέν ὀνομάστηκε ὅμως ποτέ ἄλλοτε φίλος τοῦ Θεοῦ, παρά μόνο ὅταν πίστεψε. Κάθε ἔργο πού ἔκανε τό ἔκανε μέ τήν πίστη3.
Ἐγκατέλειψε τούς γονεῖς του γιά τήν πίστη. Ἐγκατέλειψε τήν πατρίδα του, τή χώρα του καί τό σπίτι του γιά τήν πίστη (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 8-10). ῞Οπως ἀκριβῶς λοιπόν αὐτός πίστεψε καί δικαιώθηκε καί σύ πίστεψε γιά νά δικαιωθεῖς. ῏Ηταν δηλαδή νεκρωμένη ἡ σωματική του ἱκανότητα γιά τεκνογονία, γιατί ἦταν γέρος καί ἡ γυναίκα του καί αὐτή γριά καί δέν τούς ἀπέμενε καμιά ἐλπίδα γιά νά κάνουν παιδιά. Ὁ Θεός ὑπόσχεται στό γέροντα ὅτι θά κάνει παιδιά. Καί ἐπειδή δέν ἀσθένησε κατά τήν πίστη ὁ Ἀβραάμ (Ρωμ. 4, 19) —παρόλο πού αἰσθάνθηκε τό σῶμα του ἤδη νεκρωμένο— δέν συγκέντρωσε τήν προσοχή του στήν ἀδυναμία τοῦ σώματός του, ἀλλά στή δύναμη Ἐκείνου πού τοῦ ὑποσχόταν.
Διότι θεώρησε ἀξιόπιστο Αὐτόν πού τοῦ ἔστελνε τήν τόσο χαρούμενη εἴδηση (πρβλ.῾Εβρ. 11, 11). Καί ἔτσι σάν ἀπό δυό νεκρά σώματα (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 12), ἐντελῶς παράδοξα, ἀπέκτησε τό παιδί. Καί μετά, ἀφοῦ τό ἀπέκτησε, ὅταν πῆρε τήν ἐντολή νά προσφέρει τό γιό του —ἄν καί εἶχε ἀκούσει τό «ἀπό τόν Ἰσαάκ θά ἀποκτήσεις ἀπογόνους» (Γέν. 21, 12)— πρόσφερε τό μοναχοπαίδι του στόν Θεό (πρβλ. Γέν. 22, 2), πιστεύοντας ὅτι ὁ Θεός μποροῦσε καί νά τό νεκραναστήσει (πρβλ. ῾Εβρ. 11, 19). Καί ἀφοῦ ἔδεσε τό παιδί καί τό ἔβαλε πάνω στά ξύλα, τό πρόσφερε κατά τήν προαίρεσή του στόν Θεό. Ἐξαιτίας ὅμως τῆς ἀγαθότητας τοῦ Θεοῦ, τό παρέλαβε πίσω ζωντανό, γιατί ὁ Θεός τοῦ χάρισε ἀρνί γιά νά θυσιάσει ἀντί γιά τό παιδί του (πρβλ. Γέν. 22, 9-13). Τέλος, ἐπειδή ἀποδείχτηκε πιστός σ᾿ ὅλες αὐτές τίς δοκιμασίες, πῆρε τή σφραγίδα τῆς δικαιοσύνης μέ τήν περιτομή· καί ἡ πίστη πού ἔδειξε, πρίν ἀπό τήν περιτομή, ἐπισφραγίστηκε μέ τή νέα ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ πρός αὐτόν, ὅτι θά γίνει πατέρας πολλῶν ἐθνῶν (πρβλ. Γέν. 17, 5).
Ϛ´ . ῎Ας δοῦμε λοιπόν πῶς εἶναι πατέρας πολλῶν ἐθνῶν, ὁ Ἀβραάμ. ῞Ολοι μας, ἀβίαστα, ὁμολογοῦμε ὅτι εἶναι πατέρας τῶν Ἰουδαίων γιά τό λόγο τῆς φυλετικῆς κατά σάρκα διαδοχῆς. ῎Αν ὅμως στρέψουμε τήν προσοχή μας καί θεμελιώσουμε τή σκέψη μας στήν κατά σάρκα διαδοχή, τότε θά ἀναγκαστοῦμε νά ποῦμε ὅτι ἡ ἐπαγγελία τοῦ Θεοῦ εἶναι ψεύτικη. Διότι μέ αὐτή τή βάση δέν εἶναι δυνατόν νά θεωρηθεῖ πατέρας ὅλων μας. Ἐκεῖνο ὅμως πού μᾶς κάνει ὅλους μας παιδιά του εἶναι ἡ ὑποδειγματική πίστη του στόν Θεό (πρβλ. Ρωμ. 4, 12). Πῶς καί μέ ποιό τρόπο γίνεται αὐτό;
Οἱ ἄνθρωποι δέν μποροῦν νά πιστέψουν ὅτι μπορεῖ ποτέ ὁ ἄνθρωπος νά ἀναστηθεῖ ἐκ νεκρῶν. ῞Οπως δέν εἶναι δυνατόν νά πιστέψουν ὅτι μπορεῖ νά τεκνογονήσουν νεκρωμένα ἀπό τά γηρατειά ἄτομα. Ἀλλά ἐμεῖς πιστεύουμε στόν Χριστό, πού τώρα κηρύσσεται, ὁ Ὁποῖος σταυρώθηκε μέν καί πέθανε, ἀλλά καί ἀναστήθηκε. Μέ τήν ὁμοιότητα τῆς πίστεως γινόμαστε παιδιά τοῦ Ἀβραάμ. Καί ἔτσι, ἀφοῦ πιστέψουμε, δεχόμαστε ὅμοια μ᾿ ἐκεῖνον τήν πνευματική σφραγίδα. Διά τοῦ Βαπτίσματος περιτεμνόμαστε μέ τή Χάρη καί τή δύναμη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὄχι κατά τό σῶμα, ἀλλά κατά τήν καρδιά, ὅπως λέει ὁ προφήτης Ἱερεμίας· «Νά περιτμήσετε, γιά χάρη τοῦ Θεοῦ, τήν ἀκροβυστία τῆς καρδιᾶς σας» (πρβλ. Ἱερ. 4, 4). Καί ὅπως λέει καί ὁ ἀπόστολος Παῦλος· «Κατά τήν περιτομή πού δεχτήκατε ἀπό τόν Χριστό, ὅταν ταφήκατε μαζί Του κατά τό Βάπτισμα» (Κολ. 2, 11-12) καί ὅσα ἄλλα σχετικά ἀκολουθοῦν.
Ζ´ . ῎Αν κρατήσουμε αὐτή τήν πίστη, δέν θά κατακριθοῦμε καί θά στολιστοῦμε μέ κάθε εἴδους ἀρετή. Γιατί τόση δύναμη ἔχει ἡ πίστη, ὥστε νά δίνει τή δυνατότητα νά περπατᾶνε οἱ ἄνθρωποι καί πάνω στή θάλασσα. ῎Ανθρωπος ἴδιος μ᾿ ἐμᾶς ἦταν ὁ Πέτρος, πού εἶχε σάρκα καί αἷμα καί μεγάλωσε καί ἀνδρώθηκε, τρώγοντας τίς ἴδιες μ᾿ ἐμᾶς τροφές. Ἀλλά ὅταν ὁ Ἰησοῦς τοῦ εἶπε «ἔλα», ἐπειδή πίστεψε4, περπάτησε πάνω στά νερά (Ματθ. 14, 29), ἔχοντας τήν πίστη πιό σίγουρο θεμέλιο καί ἀπό τήν προκυμαία καί κινώντας ἀνάλαφρα τό βαρύ σῶμα του, χάρη στήν ἐλαφρότητα πού τοῦ χάριζε ἡ πίστη. ῞Οσο βέβαια εἶχε τήν πίστη, πατοῦσε γερά πάνω στό νερό. ῞Οταν ὅμως δίστασε, τότε ἄρχισε νά καταποντίζεται (πρβλ. Ματθ. 14, 30).
Γιατί ὅσο ἔχανε λίγο-λίγο τήν πίστη, τόσο βούλιαζε καί τό σῶμα. Γνωρίζοντας ὅμως τό πάθημά του, τοῦ εἶπε ὁ Ἰησοῦς πού γιατρεύει τά πάθη τῶν ψυχῶν μας· «᾿Ολιγόπιστε, γιατί δίστασες;» (Ματθ. 14, 31). Καί πάλι, παίρνοντας δύναμη ἀπό τόν Χριστό, πού τόν κράτησε ἀπό τό δεξί χέρι, ἀφοῦ πάλι πίστεψε μέ τή χειραγωγία τοῦ Δεσπότου Χριστοῦ, ἔκανε τήν ἴδια καί πάλι διαδρομή, περπατώντας στή θάλασσα. Αὐτό τό γεγονός, ὅτι δηλαδή περπάτησε πάλι, τό ἀναφέρει ἔμμεσα τό Εὐαγγέλιο πού λέει· «ἀφοῦ ἀνέβηκαν πάλι στό πλοῖοϜ» (Ματθ. 14, 32). Διότι δέν εἶπε ὅτι κολυμπώντας ὁ Πέτρος ἀνέβηκε, ἀλλά ἀφήνει νά ἐννοηθεῖ ὅτι ὅσο διάστημα ἔκανε, περπατώντας στά κύματα πρός τόν Ἰησοῦ, τόσο περπάτησε καί ἐπιστρέφοντας μαζί Του, γιά νά ἀνέβη πάλι στό πλοῖο.
Η´ . Τόση δύναμη ἔχει ἡ πίστη, ὥστε δέν σώζεται μονάχα ἐκεῖνος πού πιστεύει, ἀλλά καί πολλοί σώθηκαν, χάρη στήν πίστη τῶν ἄλλων. Δέν ἦταν πιστός ὁ Παραλυτικός τῆς Καπερναούμ, ἀλλά ἐκεῖνοι πού τόν βάσταζαν καί πού χάλασαν τή σκεπή πίστευαν. Διότι μαζί μέ τό σῶμα ἦταν ἄρρωστη καί ἡ ψυχή τοῦ Παραλυτικοῦ. Καί μή νομίσεις ὅτι τόν κατηγορῶ ἐγώ ἄδικα. Αὐτό τό λέει τό Εὐαγγέλιο· «῞Οταν ὁ Ἰησοῦς εἶδε», ὄχι τήν πίστη ἐκείνου, ἀλλά «τήν πίστη ἐκείνων, λέει στόν Παραλυτικό» (Ματθ. 9, 2)· «σήκω ἐπάνω» (Ματθ. 9, 6). Ἐκεῖνοι πού τόν βάσταγαν πίστευαν καί ὁ Παραλυτικός ἀπόλαυσε τή γιατρειά5.
Θ´ . Καί θέλεις νά βεβαιωθεῖς ὅτι μέ τήν πίστη ἄλλων σώζονται ἄλλοι; Πέθανε ὁ Λάζαρος (πρβλ. Ἰωάν. 11, 14). Πέρασε ἡ πρώτη, ἡ δεύτερη καί ἡ τρίτη ἡμέρα. Διαλύθηκαν τά νεῦρα του καί τό σῶμα του ἄρχισε νά σαπίζει. Πῶς μποροῦσε νά πιστέψει ὁ ἄνθρωπος πού ἦταν τέσσερις ἡμέρες πεθαμένος καί νά παρακαλέσει γιά τόν ἑαυτό του τό Λυτρωτή; Ἀλλά αὐτό πού δέν μποροῦσε νά κάνει ὁ πεθαμένος τό ἔκαναν ἐκ μέρους του οἱ πραγματικές ἀδελφές του. ῞Οταν ἦρθε λοιπόν ὁ Κύριος, ἔπεσε στά πόδια του ἡ ἀδελφή τοῦ Λαζάρου (πρβλ. Ἰωάν. 11, 32) καί ὅταν ὁ Ἰησοῦς ρώτησε «ποῦ τόν θάψατε;» (Ἰωάν. 11, 34) καί ἐκείνη τοῦ ἀποκρίθηκε «Κύριε, ἤδη βρωμάει, ἔχει τέσσερις ἡμέρες πεθαμένος» (Ἰωάν. 11, 39), ὁ Κύριος εἶπε· «῎Αν πιστέψεις, θά δεῖς τή δόξα τοῦ Θεοῦ» (Ἰωάν. 11, 40). Καί αὐτό ἦταν σάν νά ἔλεγε. Ἐσύ ἀναπλήρωσε τήν πίστη πού δέν μπορεῖ νά ἔχει ὁ νεκρός6.
Τόση λοιπόν δύναμη εἶχε ἡ πίστη τῶν ἀδελφῶν, ὥστε ξανάφερε τό νεκρό στή ζωή ἀπό τίς πύλες τοῦ ῞Αδη. Σκέψου καί κάπως ἀλλιῶς· ῎Αν ἄλλοι ἄνθρωποι, πού κατέθεσαν τήν πίστη τους γιά λογαριασμό ἄλλων, μπόρεσαν νά χαρίσουν τήν ἀνάσταση σέ νεκρούς, ἐσύ πού θά πιστέψεις εἰλικρινά γιά χάρη τοῦ ἑαυτοῦ σου, δέν θά ὠφεληθεῖς πολύ περισσότερο; Ἀλλά, καί ἄν ἀκόμα εἶσαι ἄπιστος ἤ ὀλιγόπιστος, ὁ Κύριος εἶναι φιλάνθρωπος καί δέχεται τή μετάνοιά σου. Μόνο καί σύ πές Του μέ εὐγνωμοσύνη· «Πιστεύω Κύριε, βοήθησε τήν ἀπιστία μου» (Μάρκ. 9, 24). Καί ἄν νομίζεις ὅτι εἶσαι πιστός, ὅμως δέν ἔχεις ἀκόμα τήν τέλεια πίστη. ῎Εχεις ἀνάγκη ὅπως καί οἱ Ἀπόστολοι νά πεῖς· «Κύριε, πρόσθεσέ μας πίστη» (Λουκ. 17, 5). ῞Ενα μέρος λοιπόν πίστεως ἔχεις ἐσύ καί τό ἄλλο, τό πολύ, θά τό πάρεις ἀπό Ἐκεῖνον.
Ι´ . ῾Η πίστη ἔχει ἕνα ὄνομα, ἀλλά μέ τό ὄνομα αὐτό φανερώνει δύο πράγματα. Τό ἕνα εἶδος πίστεως εἶναι τό δογματικό, πού φανερώνει τή συγκατάθεση τῆς ψυχῆς γιά μιά συγκεκριμένη διδασκαλία ἤ ἀλήθεια. Καί αὐτό ὠφελεῖ τήν ψυχή, ὅπως εἶπε καί ὁ Κύριος· «Ἐκεῖνος πού ἀκούει τό λόγο μου καί πιστεύει σ᾿ Ἐκεῖνον πού μέ ἀπέστειλε, θά ἔχει ζωή αἰώνια καί δέν θά περάσει ἀπό Κρίση» (Ἰωάν. 5, 24). Καί πάλι· «Ἐκεῖνος πού πιστεύει στόν Υἱό, δέν θά κριθεῖ» (πρβλ. Ἰωάν. 3, 18), ἀλλά «θά μεταβεῖ ἀπό τό θάνατο στή ζωή» (Ἰωάν. 5, 24).
῎Ω! Πόσο μεγάλη εἶναι ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ! Οἱ δίκαιοι ἐργάστηκαν πνευματικά πολλά χρόνια καί εὐαρέστησαν στόν Θεό. Καί αὐτό πού ἐκεῖνοι κατόρθωσαν νά πετύχουν μέ τήν εὐαρέστηση πολλῶν ἐτῶν, αὐτό τό χαρίζει τώρα ὁ Κύριος σέ μᾶς γιά προσπάθεια μιᾶς ὥρας. «῎Αν λοιπόν πιστέψεις ὅτι ὁ Ἰησοῦς Χριστός εἶναι ὁ Κύριος τοῦ κόσμου καί ὅτι ὁ Θεός Τόν ἀνέστησε ἐκ νεκρῶν, θά σωθεῖς» (Ρωμ. 10, 9) καί θά μετατεθεῖς στόν Παράδεισο ἀπό Ἐκεῖνον πού ἔβαλε τό ληστή στόν Παράδεισο (πρβλ. Λουκ. 23, 43). Καί νά μήν ἀπιστήσεις ὅτι αὐτό δέν μπορεῖ νά γίνει. Διότι Ἐκεῖνος πού ἔσωσε τό ληστή σέ μιά ὥρα, σ᾿ αὐτόν τόν ἅγιο τόπο τοῦ Γολγοθᾶ, Αὐτός θά σώσει καί σένα, ἅμα βέβαια πιστέψεις.
ΙΑ´ . Τό δεύτερο εἶδος τῆς πίστεως εἶναι ἐκεῖνο πού θά τό λέγαμε ἐνεργητική πίστη, δηλαδή χαρισματική καί βιωματική λειτουργία τῆς πίστεως, γιατί δωρίζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ Θεοῦ7. «Σέ ἄλλον δίνεται ἀπό τό Πνεῦμα λόγος σοφίας, σέ ἄλλον λόγος γνώσεως, σύμφωνα μέ τή χορηγία τοῦ ῎Ιδιου ῾Αγίου Πνεύματος. Σέ ἄλλον χάρισμα πίστεως ἀπό τό ῎Ιδιο τό Πνεῦμα. Σέ ἄλλον χάρισμα θεραπείας διαφόρων ἀσθενειῶν» (Α´ Κορ. 12, 8-9). Αὐτή λοιπόν ἡ πίστη, πού δωρίζεται ἀπό τή Χάρη τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, δέν ἔχει σχέση μόνο μέ τό δόγμα, ἀλλά εἶναι ἐκείνη πού ἐνεργεῖ καί τά θαυμαστά πράγματα πού ξεπερνοῦν τίς ἀνθρώπινες δυνάμεις. ῞Οποιος λοιπόν ἔχει αὐτή τήν πίστη, θά πεῖ σ᾿ αὐτό τό ὄρος «πήγαινε ἀπό ἐδῶ ἐκεῖ, καί αὐτό θά πάει» (Ματθ. 17, 20). Γιατί, ὅταν μέ πίστη πεῖ κάποιος κάτι, πιστεύοντας ὅτι θά γίνει καί δέν ἔχει δισταγμό ἤ ἀμφιβολία μέσα του, τότε θά λάβει τή σχετική Χάρη. Γι᾿ αὐτή τήν πίστη ἔχει εἰπωθεῖ τό «ἄν ἔχετε πίστη ὅσο ἕνας σπόρος σιναπιοῦ» (Ματθ. 17, 20).
Διότι, ὅπως ἀκριβῶς ὁ σπόρος τοῦ σιναπιοῦ εἶναι μικρός στό μέγεθος, ἀλλά ἔχει μέσα του πολλή δύναμη καί ὅταν τόν σπείρουν παίρνει ἐλάχιστο μέρος γῆς, ὅταν ὅμως μεγαλώσει ἁπλώνει μεγάλα κλαδιά καί μπορεῖ νά σκεπάσει μέσα στό φύλλωμά του ἀκόμα καί πλῆθος ἀπό πουλιά (πρβλ. Ματθ. 13, 32), ἔτσι εἶναι καί ἡ πίστη στήν ψυχή. ῞Οταν εἶναι δυνατή, κατορθώνει πολύ μεγάλα πράγματα. Αὐτή λογίζεται περί τοῦ Θεοῦ καί τόν Θεό θεωρεῖ, ὅσο βέβαια τή χαριτώνει, τήν ἐνισχύει ὁ φωτισμός τοῦ Θεοῦ. Αὐτή περιδιαβαίνει τά πέρατα τοῦ κόσμου καί βλέπει, καί πρίν ἀκόμα τελειώσει αὐτή ἡ ζωή, τή μέλλουσα Κρίση καί τήν ἀνταπόδοση ὅσων μᾶς ἔχει ὁ Θεός ὑποσχεθεῖ. Νά ἔχεις λοιπόν τήν πίστη πού χρειάζεται ἀπό μέρους σου πρός τόν Θεό, γιά νά λάβεις ἀπό Ἐκεῖνον τήν ἐνεργητική πίστη πού ξεπερνάει τήν ἀνθρώπινη δύναμη.
ΙΒ´ . Σάν προσωπική πίστη σου λοιπόν, πού θά τήν μάθεις καί θά τήν ἀπαγγέλλεις, πρέπει νά ἀποκτήσεις καί νά τηρήσεις μόνο αὐτή πού ἡ Ἐκκλησία τώρα σοῦ παραδίδει καί πού εἶναι κατοχυρωμένη μέ τίς αὐθεντικές ἀλήθειες τῆς ἁγίας Γραφῆς. Ἐπειδή ὅμως δέν εἶναι δυνατόν νά διαβάζουν ὅλοι τίς ἅγιες Γραφές —ἀφοῦ ἄλλοι εἶναι ἄνθρωποι μικρῆς ἀντιλήψεως καί ἄλλοι ἐμποδίζονται ἀπό τίς διάφορες ἀσχολίες τους νά μελετήσουν καί νά μάθουν— περιλαμβάνουμε ὅλη τή δογματική διδασκαλία τῆς πίστεώς μας σέ λίγους στίχους, γιά νά μή χαθοῦν οἱ ψυχές ἀπό τήν ἀμάθεια. Αὐτούς τούς στίχους θέλω νά τούς ἀποστηθίσετε καί νά τούς ἀπαγγέλλετε μέ πολλή προσοχή, γράφοντάς τους ὄχι σέ χαρτί, ἀλλά χαράζοντάς τους στή μνήμη καί στήν καρδιά σας.
Καί νά φυλαγόσαστε ὅταν τούς μελετᾶτε, νά μήν ἀκούσει κανείς Κατηχούμενος αὐτά πού τώρα ἐδῶ σᾶς παραδίνουμε. Αὐτή τήν πίστη νά τήν ἔχετε γιά ἐφόδιο σέ κάθε στιγμή τῆς ζωῆς σας καί νά μή δεχτεῖτε πέρα ἀπό αὐτή ποτέ καμιά ἄλλη. Οὔτε καί ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἀλλάξουμε γνώμη καί ἔρθουμε σέ ἀντίθεση μέ ἐκεῖνα πού τώρα σᾶς διδάσκουμε. Οὔτε ἄν ὁ διάβολος μετασχηματιστεῖ σέ φωτεινό ἄγγελο (πρβλ. Β´ Κορ. 11, 14) καί θελήσει νά σᾶς πλανήσει. Γιατί, κι ἄν ἀκόμα ἐμεῖς ἤ κάποιος ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς εὐαγγελιστεῖ κάτι ἀντίθετο ἀπό ἐκεῖνο πού παραλάβατε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος (Γαλ. 1, 8-9).
Καί τώρα μέν, ἀκούγοντας μιά λέξη, νά φέρνεις στό νοῦ σου τήν πίστη, νά περιμένεις ὅμως τήν κατάλληλη στιγμή νά διδαχτεῖς ἀπό τήν ἁγία Γραφή γιά τό πλῆρες περιεχόμενο κάθε ἄρθρου. Γιατί οἱ ἀλήθειες τῆς πίστεως δέν συντάχθηκαν κατά τήν ἀνθρώπινη γνώμη καί ἐπιθυμία, ἀλλά ἀφοῦ συλλέχθηκαν τά κυριότερα σημεῖα ὅλων τῶν Γραφῶν, συντάχθηκε περιληπτικά ὅλη ἡ διδασκαλία τῆς πίστεως. Καί ὅπως ἀκριβῶς ὁ μικρός σπόρος τοῦ σιναπιοῦ περιέχει δυναμικά ὅλο τό φυτό στήν πλήρη ἀνάπτυξή του, ἔτσι καί αὐτό τό Σύμβολο τῆς Πίστεως συγκέντρωσε, μέσα σέ λίγα λόγια, ὅλη τή γνώση τῆς εὐσέβειας, πού περιέχεται σ᾿ ὁλόκληρη τήν Παλαιά καί τήν Καινή Διαθήκη8. Προσέχετε λοιπόν, ἀδελφοί, καί κρατεῖτε τίς παραδόσεις (πρβλ. Β´ Θεσ. 2, 15), τίς ὁποῖες τώρα παραλάβατε καί γράψτε τες βαθιά μέσα στήν καρδιά σας (πρβλ. Παρμ. 7, 3).
ΙΓ´ . Κρατῆστε τες μέ εὐλάβεια νηπτική, ὥστε νά μήν τίς φθείρει ὁ ἐχθρός δολίως μέσα στίς ψυχές μερικῶν ἀπό σᾶς. Προσέξτε μήπως κάποιος αἱρετικός ἀλλοιώσει κάτι ἀπό αὐτά πού σᾶς παραδίδουμε. Γιατί ἡ πίστη μοιάζει μέ τήν κατάθεση χρημάτων στήν Τράπεζα (πρβλ. Λουκ. 19, 23), πράγμα πού τώρα κάναμε κι ἐμεῖς. Ὁ Θεός θά μᾶς ζητήσει λόγο γι᾿ αὐτή τήν παρακαταθήκη. «Σᾶς ἐξορκίζω», καθώς λέει ὁ ἀπόστολος Παῦλος, «ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ», ὁ Ὁποῖος ζωοποιεῖ τά πάντα καί ἐνώπιον τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, ὁ Ὁποῖος μαρτύρησε τήν ἐποχή τοῦ Πόντιου Πιλάτου, νά τηρήσετε αὐτή τήν καλή ὁμολογία καί τήν πίστη πού σᾶς παραδόθηκε, ἄσπιλη, μέχρι τῆς δευτέρας Παρουσίας τοῦ Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ (πρβλ. Α´ Τιμ. 5, 21 καί 6, 13-14).
Τώρα σοῦ παραδόθηκε θησαυρός ζωῆς καί ὁ Δεσπότης, ὅταν ἔρθει πάλι, θά σοῦ ζητήσει αὐτό πού σοῦ παρέδωσε. Αὐτή θά τήν κάνει σέ ὅλους φανερή, κάποια ὁρισμένη στιγμή, ὁ μακάριος καί μόνος δυνάστης, ὁ Βασιλιάς τῶν βασιλιάδων καί Κύριος τῶν κυρίων. Ὁ μοναδικός κάτοχος τῆς ἀθανασίας, Ἐκεῖνος πού κατοικεῖ σέ ἀπρόσιτο φῶς καί τόν Ὁποῖο δέν εἶδε ποτέ κανένας ἄνθρωπος, οὔτε θά μπορέσει ποτέ νά δεῖ (πρβλ. Α´ Τιμ. 6, 15-16). Σ᾿ Αὐτόν ἀνήκει ἡ δόξα ἡ τιμή καί ἡ δύναμη στούς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Ἀμήν.
ΙΕΡΟΣΟΛΥΜΙΤΙΚΟ ΣΥΜΒΟΛΟ

῾Η ἁγία καί Ἀποστολική πίστη πού παραδόθηκε στούς Φωτιζόμενους σύμφωνα μέ τήν ὑπόσχεσή μας πρός αὐτούς.
Α´ . Πιστεύουμε σέ ῞Ενα Θεό, Πατέρα, Παντοκράτορα· δημιουργό τοῦ οὐρανοῦ καί τῆς γῆς, ὅλων τῶν ὁρατῶν καί τῶν ἀοράτων.
Β´ . Καί σέ ῞Εναν Κύριο Ἰησοῦ Χριστό, τόν Υἱό τοῦ Θεοῦ τό Μονογενή. Σ᾿ Αὐτόν πού γεννήθηκε προαιώνια ἀπό τόν Πατέρα καί ὁ Ὁποῖος εἶναι Θεός ἀληθινός καί διά τοῦ Ὁποίου ἔγιναν τά πάντα.
Γ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού προσέλαβε σάρκα καί ἔγινε ἄνθρωπος (ἀπό τήν Παρθένο καί τό ῞Αγιο Πνεῦμα).
Δ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού σταυρώθηκε καί θάφτηκε.
Ε´ . Σ᾿ Αὐτόν πού ἀναστήθηκε τήν τρίτη ἡμέρα.
Ϛ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού ἀνέβηκε στούς οὐρανούς καί κάθισε στά δεξιά τοῦ Θεοῦ-Πατέρα.
Ζ´ . Σ᾿ Αὐτόν πού θά ἔρθει μέσα σέ δόξα, νά κρίνει ζωντανούς καί νεκρούς καί τοῦ Ὁποίου ἡ Βασιλεία δέν θά τελειώσει ποτέ.
Η´ . Πιστεύουμε καί σέ ῞Ενα ῞Αγιο Πνεῦμα, τόν Παράκλητο, Αὐτό πού μίλησε μέ τή γλώσσα τῶν Προφητῶν.
Θ´ . Πιστεύουμε καί σέ ῞Ενα Βάπτισμα μετάνοιας, μέ τό ὁποῖο συγχωροῦνται οἱ ἁμαρτίες μας.
Ι´ . Πιστεύουμε καί σέ Μία, ῾Αγία, Καθολική Ἐκκλησία.
ΙΑ´ . Πιστεύουμε καί στήν ἀνάσταση τῶν σωμάτων.
ΙΒ´ . Πιστεύουμε καί στήν αἰώνια ζωή.

Περί Πίστεως του Αγίου Γρηγορίου του Παλαμά

ΟΜΙΛΙΑ ΠΕΡΙ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΑΓΙΟΥ ΓΡΗΓΟΡΙΟΥ ΤΟΥ ΠΑΛΑΜΑ



Πιστεύομε στὸ Θεό, καὶ πιστεύομε τὸν Θεό· ἄλλο τὸ ἕνα καὶ ἄλλο τὸ ἄλλο. Πραγματικὰ πιστεύω τὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι θεωρῶ βέβαιες κι’ ἀληθινὲς τὶς ἐπαγγελίες ποὺ μᾶς ἔδωσε· πιστεύω δὲ στὸν Θεὸ σημαίνει ὅτι φρονῶ περὶ αὐτοῦ ὀρθῶς.

Πρέπει δὲ νὰ τὰ ἔχωμε καὶ τὰ δύο, νὰ εἴμαστε ἀληθινοὶ καὶ στὰ δύο καὶ νὰ συμπεριφερώμαστε ἔτσι, ὥστε καὶ νὰ πιστευώμαστε ἀπὸ ἐκείνους ποὺ βλέπουν σωστὰ καὶ πιστοὶ νὰ εἴμαστε ἐνώπιόν του Θεοῦ πρὸς τὸν ὁποῖο ἀπευθύνεται ἡ πίστις, καὶ ὡς πιστοὶ ἀκριβῶς νὰ δικαιούμαστε ἀπὸ αὐτὸν «διότι»,λέγει, «ἐπίστευσε ὁ Ἀβραὰμ καὶ τοῦτο ὑπολογίσθηκε γιὰ τὴν δικαίωσή του».

Πῶς λοιπὸν πιστεύσας ἐδικαιώθηκε ὁ Ἀβραάμ; Ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὑπόσχεσι γιὰ τὸ σπέρμα του, ποὺ ἦταν ὁ Ἰσαάκ, ὅτι θὰ εὐλογηθοῦν ὅλες oι φυλὲς τοῦ Ἰσραήλ. Ἔπειτα διατάσσεται ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ θυσιάση, παιδὶ ἀκόμη, τὸν Ἰσαὰκ ποὺ ἦταν ὁ μόνος διὰ τοῦ ὁποίου ἐπρόκειτο νὰ ἐκπληρωθῆ ἡ ὑπόσχεσις. Καὶ χωρὶς ν’ ἀντείπη τίποτε ὁ πατέρας, ἔσπευσε νὰ γίνη αὐτόχειρ τοῦ παιδιοῦ του, ἐνῶ ἐθεωροῦσε αὐτὴν τὴν δὶ’ αὐτοῦ ὑπόσχεσι βέβαιη καὶ ἔγκυρη.

Βλέπετε ποιὰ εἶναι ἡ πίστις ποῦ δικαιώνει; Ἀλλὰ ἐπαγγέλθηκε καὶ σὲ μᾶς ὁ Χριστὸς κληρονομιὰ ζωῆς ἀΐδιας καὶ τρυφῆς καὶ δόξης καὶ βασιλείας, ἐνῶ ἔπειτα παρήγγειλε νὰ πτωχεύωμε, νὰ νηστεύωμε, νὰ ζοῦμε μὲ εὐτέλεια καὶ θλίψι, νὰ εἴμαστε ἕτοιμοι γιὰ θάνατο, νὰ σταυρώνωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς μαζὶ μὲ τὰ πάθη καὶ τὶς ἐπιθυμίες. Ἐὰν λοιπὸν σπεύδωμε πρὸς αὐτὰ καὶ πιστεύομε ἐκείνη τὴν ἐπαγγελία τοῦ Χριστοῦ, πραγματικὰ ἐπιστεύσαμε τὸν Θεὸ κατὰ τὸ παράδειγμα τοῦ Ἀβραάμ, καὶ τοῦτο θὰ ὑπολογισθῆ γιὰ τὴν δικαίωσί μας.

Και παρατηρήσατε τὴν ἀκολουθία τῶν προτάσεων. Τὸ ὅτι δηλαδὴ ἐδέχθηκε νὰ προσφέρη γιὰ σφαγὴ τὸν Ἰσαὰκ δὲν ἔγινε μόνο ἰσχυρὰ μαρτυρία καὶ ἀπόδειξις τῆς πίστεως τοῦ Ἀβραάμ, ἀλλὰ ὑπῆρξε καὶ αἴτιό του ὅτι ὁ Χριστὸς ἐγεννήθηκε ἀπὸ τὸ σπέρμα του, διὰ τοῦ ὁποίου εὐλογήθηκαν ὅλες οἱ φυλὲς τῆς γῆς κι ἐκπληρώθηκε ἡ ἐπαγγελία. Διότι κατὰ κάποιον τρόπο ὁ Θεὸς ἔγινε ὀφειλέτης σ’ αὐτὸν ποὺ ἔδωσε γιὰ τὸν Θεὸ τὸν μονογενῆ καὶ γνήσιο υἱό του· ὀφειλέτης ν’ ἀντιδώση γι’ αὐτὸν καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ἐπαγγελία τὸν δικό του μονογενῆ καὶ γνήσιο υἱό.

Ἔτσι καὶ σὲ μᾶς· ἡ χάρη τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ σωφροσύνη καὶ δικαιοσύνη καὶ ταπείνωσις, ἡ ὑπομονὴ τῶν κάθε εἴδους κακώσεων καὶ μετάδοσις τῶν ἀγαθῶν, καθὼς καὶ ἡ κακοπάθεια τοῦ σώματος μὲ νηστεῖες καὶ ἀγρυπνίες καὶ γενικῶς τὸ νὰ σταυρώνωμε τοὺς ἑαυτοὺς μᾶς μαζὶ μὲ τὰ παθήματα καὶ τὶς ἐπιθυμίες, ὄχι μόνο εἶναι ἀπόδειξις ὅτι πιστεύομε ἀληθινὰ στὶς ἐπαγγελίες τοῦ Χριστοῦ, ἀλλὰ καὶ καθιστᾶ κατὰ κάποιον τρόπο τὸν Θεὸν ὀφειλέτη νὰ ἀντιπροσφέρη σὲ μᾶς τὴν ἀΐδια καὶ ἄφθαρτη ζωὴ καὶ τρυφή, τὴν δόξα καὶ βασιλεία.

Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ ἴδιος, ἀπευθυνόμενος πρὸς τοὺς μαθητᾶς του, ἔλεγε· μακάριοι εἶναι οἱ πτωχοὶ διότι δική σας εἶναι ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν· μακάριοι οἱ πενθοῦντες, μακάριοι οἱ ἐλεήμονες, μακάριοι οἱ διωκόμενοι γιὰ τὴν δικαιοσύνη»· καί, ἀλλοίμονο στοὺς πλουσίους, ἀλλοίμονο στοὺς γελώντας, ἀλλοίμονο στοὺς χορτασμένους, ἀλλοίμονό σας ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι σᾶς κολακεύουν. Αὐτὸς λοιπὸν ποῦ ἀποβλέπει ὄχι πρὸς τὰ μακαριζόμενα ἀπὸ τὸν Κύριο, ἀλλὰ πρὸς τὰ ταλανιζόμενα, εἰπέ μου, πῶς θὰ πιστευθῆ ὅτι ἐμπιστεύεται τὸν Θεό; «Δεῖξε μου», λέγει, «τὴν πίστι σου ἀπὸ τὰ ἔργα σου», καὶ «ὅποιος εἶναι σοφός, ἃς δείξη τὰ ἔργα του ἀπὸ τὴν καλὴ συμπεριφορά».

Ότι λοιπὸν πιστεύομε ἀληθινὰ τὸν Θεό, δηλαδὴ ἀναγνωρίζομε ἀληθινὲς καὶ βέβαιες τὶς ἐπαγγελίες ἢ ἀπειλές του πρὸς ἐμᾶς, καὶ περιμένομε νὰ ἐκδηλωθοῦν γρήγορα, δεικνύεται διὰ τῶν ἀγαθῶν μας ἔργων καὶ τῆς τηρήσεως τῶν θείων ἐντολῶν. Ὅτι δὲ ὀρθῶς πιστεύομε στὸν Θεό, δηλαδὴ καλῶς καὶ ἀσφαλῶς καὶ εὐσεβῶς φρονοῦμε γι’ αὐτόν, ἀπὸ ποῦ προέρχεται ἡ ἀπόδειξις; ἀπὸ τὴν συμφωνία πρὸς τοὺς θεοφόρους πατέρες μας.

Ὅτι δὲ τὸ νὰ ἐμπιστευώμαστε ἀδιαψεύστως τὸν Θεὸ προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὰ πάθη τῆς σαρκὸς καὶ ἀπὸ τὶς παγίδες τοῦ πονηροῦ, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἐμπαθεῖς ἀνθρώπους, ποὺ θέλγουν καὶ παρασύρουν κάτω πρὸς τὶς ἐμπαθεῖς ἡδονές, ἔτσι καὶ τὸ νὰ πιστεύωμε ὀρθῶς στὸν μόνο ἀληθινὸ Θεὸ προκαλεῖ τὴν ἀντίθεσι ὄχι μόνο ἀπὸ τὴν ἄγνοια καὶ ἀπὸ τὶς ὑποβολὲς τοῦ Ἀντικειμένου, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς δυσσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ τὸν ἁρπάζουν καὶ τὸν ρίπτουν μαζί τους κάτω πρὸς τὴν δική τους ἀπώλεια. Εἶναι ὅμως στὴ διάθεσί μας, γιὰ κάθε μιὰ ἀπὸ τὶς περιπτώσεις, μεγάλη βοήθεια, ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν ἴδιο τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἀπὸ αὐτὸν δοσμένη σ’ ἐμᾶς γνωστικὴ δύναμι, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τοὺς ἀγαθοὺς ἀγγέλους καὶ ἀπὸ τοὺς θεοσεβεῖς ἀνθρώπους ποὺ ζοῦν κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.

Γι’ αὐτὸ ἡ πνευματικὴ καὶ κοινὴ μητέρα καὶ τροφός μας, ἡ Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, σήμερα ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἀντικηρύσσει ὁλοφανέστερα καὶ δημοσιώτερα αὐτοὺς ποὺ ἔλαμψαν κατὰ τὴν εὐσέβεια καὶ ἀρετὴ καὶ τὶς πανίερες συνόδους των καὶ τὰ θεία δόγματα ποὺ διατυπώθηκαν σ’ αὐτές, ἀφ’ ἑτέρου δὲ ἀποκηρύσσει ἐπισημότερα τοὺς ὀπαδοὺς τῆς δυσσεβείας καὶ τὰ πονηρὰ διδάγματα καὶ φρονήματά τους· ἔτσι ὥστε ἐμεῖς αὐτοὺς μὲν ἀποστρεφόμενοι, τοὺς δὲ ὀρθοδόξους ἀκολουθώντας, νὰ πιστεύωμε σ’ ἕνα Θεό, Πατέρα, Υἱὸ καὶ ἅγιο Πνεῦμα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο καὶ διὰ τοῦ ὁποίου καὶ στὸν ὁποῖο ἔγιναν τὰ πάντα, ὁ ὁποῖος ὑπάρχει πρὶν ἀπὸ ὅλα καὶ ἐπάνω σε ὅλα καὶ μέσα σὲ ὅλα καὶ ὑπεράνω του παντός, μονὰς σὲ τριάδα καὶ τριὰς σὲ μονάδα, ἀσυγχύτως ἐνουμένη καὶ ἀμερίστως διαιρούμενη· μονὰς ἡ ἴδια καὶ τριὰς παντοδύναμη.

Είναι Πατὴρ ἄχρονος καὶ ἄναρχος καὶ ἀΐδιος, μόνος αἰτία καὶ ρίζα τῆς θεότητος ποὺ ἐνυπάρχει στὸν Υἱὸ καὶ στὸ ἅγιο Πνεῦμα· ὄχι μόνος δημιουργός, ἀλλὰ μόνος Πατὴρ ἑνὸς Υἱοῦ καὶ μόνος προβολεὺς ἑνὸς ἁγίου Πνεύματος· πάντοτε ὧν καὶ πάντοτε ὧν Πατὴρ καὶ πάντοτε ὧν μόνος Πατὴρ καὶ μόνος προβολεύς.

Του ὁποίου ἕνας εἶναι Υἱός, συναΐδιος μὲ αὐτὸν καὶ χρονικῶς συνάναρχος· ὄχι ἄναρχος δέ, διότι ἔχει γεννήτορα καὶ ρίζα, πηγὴ καὶ ἀρχὴ τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο μόνον προῆλθε πρὶν ἀπὸ ὅλους τους αἰῶνες ἀσωμάτως, ἀπαθῶς, ἀρρεύστως, γεννητῶς, ἀλλὰ δὲν διαιρέθηκε· ποὺ εἶναι Θεὸς ἀπὸ Θεό, ὄχι ἄλλος κατὰ τὸ ὅτι εἶναι Θεὸς καὶ ἄλλος κατὰ τὸ ὅτι εἶναι Υἱός· πάντοτε ὧν καὶ πάντοτε ὧν Υἱὸς καὶ πάντοτε ὧν ἀσυγχύτως πρὸς τὸν Θεό·

λόγος ζωντανός, φῶς ἀληθινό, ἐνυπόστατος σοφία, αἰτία καὶ ἀρχὴ ὅλων των δημιουργημάτων, ἀφοῦ ὅλα αὐτὰ ἔγιναν δὶ’ αὐτοῦ· αὐτὸς ἐκένωσε τὸν ἑαυτὸ τοῦ χάριν τῆς συντελείας τῶν αἰώνων, ὅπως προεῖπαν οἱ προφῆτες, παίρνοντας γιὰ μᾶς τὴν δική μας μορφή, καί, ἀφοῦ ἐκυοφορήθηκε ἀπὸ τὴν ἀειπάρθενη Μαρία μ’ εὐδοκία τοῦ Πατρὸς καὶ συνεργία τοῦ ἁγίου Πνεύματος, ἐγεννήθηκε κι’ ἐνανθρώπησε ἀληθινά, ἔγινε ὅμοιος μ’ ἐμᾶς καθ’ ὅλα, πλὴν τῆς ἁμαρτίας, ἐνῶ ἔμεινε ὅ,τι ἦταν, Θεὸς ἀληθινὸς σὲ μιὰ ὑπόσταση καὶ μετὰ τὴν ἐνανθρώπηση, ἐνεργῶν ὅλα τα θεία ὡς Θεὸς καὶ ὅλα τα ἀνθρώπινα πάθη· ἀπαθὴς καὶ ἀθάνατος ὧν καὶ διαμένων ὡς Θεός, ἑκουσίως δὲ παθῶν γιὰ μᾶς κατὰ τὴν σάρκα ὡς ἄνθρωπος, σταυρωθεῖς καὶ ἀποθανῶν, ταφεῖς καὶ ἀναστᾶς κατὰ τὴν τρίτη ἡμέρα καὶ καταργήσας διὰ τοῦ θανάτου καὶ τῆς ἀναστάσεώς του αὐτὸν ποὺ ἔχει τὴν κυριαρχία τοῦ θανάτου· καὶ μετὰ τὴν ἀνάστασι ἐπιφανεῖς, ἀναληφθεῖς στὸν οὐρανὸ καὶ καθίσας ἀπὸ τὰ δεξιά του Πατρὸς ἀφοῦ ἔκαμε ὁμότιμο καὶ ὁμόθρονο ὡς ὁμότιμό το φύραμά μας, μὲ τὸ ὁποῖο πρόκειται νὰ ἔλθη πάλι ἐνδόξως νὰ κρίνη ζώντας καὶ νεκρούς, ποὺ θὰ ἐπανέλθουν πρὸς τὴν ζωὴ ἐξ αἰτίας τῆς παρουσίας του, καὶ ν’ ἀποδώσει στὸν καθένα κατὰ τὰ ἔργα του.

Ἀναγνωρίζοντας κι ἐμεῖς αἰσθητὸ καὶ περιγραπτὸ τοῦτο το ἀπὸ ἐμᾶς προσλημμά του καὶ φύραμα, εἰκονίζομε καὶ προσκυνοῦμε εὐσεβῶς καὶ αὐτὴν ποὺ τὸν ἐγέννησε παρθενικῶς καὶ τοὺς εὐαρεστήσαντας αὐτὸν τελείως. Τούτου τὰ σύμβολα τῶν παθῶν, καὶ μάλιστα τὸν σταυρό, τιμοῦμε καὶ προσκυνοῦμε ὡς θεία τρόπαια κατὰ τοῦ κοινοῦ πολεμίου. Τὴν ἀνάμνησι τούτου τελώντας κατὰ τὴν ἐντολὴ τοῦ καθημερινῶς, ἱερουργοῦμε τὰ θειότατα μυστήρια καὶ μετέχομε σ’ αὐτά. Κατὰ τὴν παραγγελία τούτου πρὶν ἀπὸ ὅλα βαπτιζόμαστε καὶ βαπτίζομε σ’ ἕνα ὄνομα σεπτὸ καὶ προσκυνητὸ τοῦ Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ ἁγίου Πνεύματος.

Διότι ἀπὸ τὸν ἀΐδιο καὶ ἄναρχο Πατέρα ἐκπορεύεται τὸ ἅγιο Πνεῦμα, ποὺ εἶναι συνάναρχο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱὸ ὡς ἄχρονο, ὄχι δὲ ἄναρχο, ἀφοῦ καὶ αὐτὸ ρίζα καὶ ἀρχὴ καὶ αἰτία ἔχει τὸν Πατέρα, ἀπὸ τὸν ὁποῖο προῆλθε πρὶν ἀπὸ ὅλους τους αἰῶνες ἀρρεύστως, ἀπαθῶς, ἐκπορευτῶς, καὶ εἶναι ἐπίσης ἀδιαίρετό του Πατρὸς καὶ τοῦ Υἱοῦ, ὡς προερχόμενο ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀναπαυόμενο στὸν Υἱό· ποὺ ἔχει ἀσύγχυτη τὴν ἕνωσι καὶ ἀμέριστη τὴ διαίρεση· ποὺ εἶναι καὶ αὐτὸ Θεὸς ἀπὸ Θεό, ὄχι ἄλλος μὲν ὡς Θεός, ἄλλος δὲ Παράκλητος ὡς Πνεῦμα ἅγιο αὐθυπόστατο· ποὺ ἔχει τὴν ὕπαρξι ἀπὸ τὸν Πατέρα καὶ ἀποστέλλεται διὰ τοῦ Υἱοῦ, γιὰ τὴν ἔναρξι αἰωνίας ζωῆς, γι’ ἀρραβώνα τῶν μελλοντικῶν καὶ πάντοτε διατηρουμένων ἀγαθῶν ποὺ εἶναι κι’ αὐτὸ αἴτιο ὅλων των δημιουργημάτων, διότι σ’ αὐτὸ ἔγιναν ὅλα, τὸ ἴδιο καὶ ἀπαράλλακτο μὲ τὸν Πατέρα καὶ τὸν Υἱό, χωρὶς τὴν ἀγεννησία καὶ τὴ γέννησι.

Ἐστάλθηκε δὲ ἀπὸ τὸν Υἱὸ πρὸς τοὺς μαθητᾶς του, δηλαδὴ ἐφανερώθηκε· διότι πὼς ἀλλοιῶς θὰ ἐστελλόταν τὸ παντοῦ παρὸν καὶ μὴ χωριζόμενο ἀπὸ τὸν πέμποντα; Γι’ αὐτὸ ὄχι μόνο ἀπὸ τὸν Υἱό, ἀλλὰ καὶ ἀπὸ τὸν Πατέρα στέλλεται καὶ ἀπὸ τὸν ἑαυτὸ τοῦ ἔρχεται· διότι ἡ ἀποστολή, δηλαδὴ ἡ φανέρωσις, εἶναι κοινὸ ἔργο Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος.

Φανερώνεται δὲ ὄχι κατὰ τὴν οὐσία, διότι κανεὶς ποτὲ δὲν εἶδε οὔτε ἀπεκάλυψε τὴν φύσι τοῦ Θεοῦ, ἀλλὰ κατὰ τὴ χάρι καὶ τὴ δύναμι καὶ τὴν ἐνέργεια, ἡ ὁποία εἶναι κοινὴ Πατρός, Υἱοῦ καὶ Πνεύματος. Διότι ἴδιο στὸ καθ’ ἕνα ἀπὸ αὐτὰ εἶναι ἡ ὑπόστασίς του καὶ τὰ ὑποστατικῶς γύρω ἀπὸ αὐτὴν παρατηρούμενα- κοινὰ δὲ αὐτῶν δὲν εἶναι μόνο ἡ ἀφανέρωτη καὶ ὑπερώνυμη καὶ ἀμέθεκτη οὐσία, ἀλλὰ καὶ ἡ χάρις καὶ ἡ δύναμις, ἡ ἐνέργεια καὶ ἡ λαμπρότης, ἡ ἀφθαρσία καὶ ἡ βασιλεία, καὶ ὅλα ἐκεῖνα, διὰ τῶν ὁποίων κοινωνεῖ κι’ ἑνώνεται κατὰ χάρι μὲ τοὺς ἁγίους ἀγγέλους καὶ ἀνθρώπους ὁ Θεός, χωρὶς νὰ ἐκπίπτη ἀπὸ τὸ ἑνιαῖο καὶ τὴν ἁπλότητα οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καὶ διαφόρου των ὑποστάσεων οὔτε ἐξ αἰτίας τοῦ μεριστοῦ καὶ ποικίλου καὶ θείων δυνάμεων καὶ ἐνεργειῶν.

Ἔτσι πιστεύομε σ’ ἕνα Θεό, σὲ μιὰ τρισυπόστατη καὶ παντοδύναμη θεότητα καὶ ἀνακηρύσσομε αὐτοὺς ποὺ μὲ τέτοια πίστι εὐαρέστησαν τὸν Θεό, ἐνῶ αὐτοὺς ποὺ δὲν πιστεύουν μὲ ὅμοιο τρόπο, ἀλλὰ ἢ ἐγκαινίασαν ἰδιαίτερη αἵρεσι ἢ ἀκολούθησαν μέχρι τέλους τοὺς ἀρχηγούς της, τοὺς ἀπορρίπτομε. Νὰ γνωρίζετε δὲ τοῦτο, ἀδελφοί, ὅτι τὰ πονηρὰ πάθη καὶ τὰ δυσσεβὴ δόγματα ἀλληλοεισάγονται, πραγματοποιούμενα λόγω τῆς δικαίας ἐγκαταλείψεως ἀπὸ τὸν Θεό.

Ότι λοιπὸν τὸ μεγάλο πλῆθος τῶν ἁμαρτιῶν διαπράττονται διὰ τῆς δυσσεβείας, μᾶς τὸ ἐδίδαξε ὁ μέγας Παῦλος γράφοντας περὶ τῶν Ἑλλήνων «ἐπειδὴ δὲν ἐφρόντισαν νὰ ἐπιγνώσουν τὸν Θεό», «ἂλλ’ ἐνῶ ἐγνώρισαν τὸν Θεό, δὲν τὸν ἐδόξασαν οὔτε τὸν ἐσεβάσθηκαν ὡς Θεό», «τοὺς παρέδωσε ὁ Θεὸς σὲ νοῦ ἀδόκιμο, ὥστε νὰ πράττουν τὰ ἀνεπίτρεπτα, γεμάτους κάθε ἀδικία, πορνεία, πλεονεξία, καὶ τὰ παρόμοια». Ὅτι δὲ πάλι διὰ τῆς ἁμαρτίας εἰσάγεται ἡ δυσσέβεια, ἡ ἀπόδειξις παρέχεται ἀπὸ πολλοὺς ποὺ τὸ ἔπαθαν ἀθλίως. Ὁ Σολομῶν ἐκεῖνος, ἀφοῦ παρέδωσε τὸν ἑαυτό του στὶς σαρκικὲς ἐπιθυμίες, ὠλίσθησε σὲ εἰδωλολατρία. Ὁ Ἱεροβοάμ, ἀφοῦ ἐνικήθηκε ἀπὸ ἄκρα φιλαρχία, ἐθυσίασε στὶς χρυσὲς δαμάλεις. Ὁ προδότης Ἰούδας ἀρρωστημένος ἀπὸ φιλαργυρία, περιέπεσε στὴ θεοκτονία.

Γι’ αὐτὰ λοιπόν, ἐπειδὴ καὶ ἡ πίστις χωρὶς ἔργα εἶναι νεκρὰ καὶ ἀνενέργητη, καὶ τὰ ἔργα χωρὶς πίστι εἶναι μάταια καὶ ἄχρηστα, ἡ χάρις τοῦ Πνεύματος σήμερα στὸν σεπτὸ καιρὸ τῆς νηστείας καὶ τῆς ἐνάρετης ἀσκήσεως συνεδύασε τὴν ἀνακήρυξι τῶν ὀρθοτομούντων τὸν λόγο τῆς εὐσεβείας καὶ τὴν ἀποκήρυξι ἐκείνων ποὺ δὲν ἐδιάλεξαν τὴν ὀρθοδοξία, ἔτσι ὥστε ἐμεῖς, σπεύδοντας καὶ στὰ δυὸ συνδυασμένα, καὶ τὴν πίστι νὰ ἐπιδείξωμε μὲ τὰ ἔργα καὶ τῶν κόπων τὸ κέρδος νὰ ἀποκτήσωμε διὰ τῆς πίστεως.

Όχι δὲ μόνο εἰσάγονται δὶ’ ἀλλήλων τὰ πονηρὰ πάθη καὶ ἡ δυσσέβεια, ἀλλὰ καὶ ὁμοιάζουν μεταξύ τους. Καὶ θὰ εἰπῶ λίγα πρὸς τὴν ἀγάπη σας γιὰ τοὺς ἑτεροδόξους ποὺ ἀναφάνηκαν στὴν ἐποχή μας.

Ὅπως ὁ Ἀδάμ, ἀφοῦ ἔλαβε ἐξουσία ἀπὸ τὸν Θεὸ νὰ τρώγη ἀπὸ κάθε δένδρο τοῦ παραδείσου, δὲν ἀρκέσθηκε σ’ ὅλα ἐκεῖνα, ἀλλὰ πειθόμενος στὴ συμβουλὴ τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, ἔφαγε ἀπὸ τὸ μόνο δένδρο ποὺ εἶχε προσταχθῆ νὰ μὴ τὸ ἐγγίση, ἔτσι συμβαίνει καὶ μὲ ἐμᾶς· ἐνῶ τὰ ὑπάρχοντα στὸ Θεὸ ἀγαθὰ καὶ οἱ πραγματικὰ ἀγαθοπρεπεῖς δωρεὲς προτίθενταν ἀπὸ αὐτὸν γιὰ μέθεξι στοὺς θέλοντας, συμφώνως πρὸς τὸν εἰπόντα «ὅλα ὅσα εἶναι ὁ Θεὸς θὰ εἶναι καὶ ὁ θεωμένος διὰ τῆς χάριτος, χωρὶς τὴν ταυτότητα κατὰ τὴν οὐσία», ὑπάρχουν μερικοὶ ποὺ διδάσκουν ὅτι ἐμεῖς μετέχομε καὶ τῆς ἰδίας της ὑπερουσίου οὐσίας καὶ ἰσχυρίζονται ὅτι μποροῦν νὰ τὴν ὀνομάζουν αὐθεντικῶς, καὶ μιμούμενοι τὸν ἀρχέκακο ὄφι, παρερμηνεύουν καὶ διαστρέφουν τὰ λόγια τῶν ἁγίων, ὅπως ἐκεῖνος τὰ τοῦ Θεοῦ.

Ἀλλὰ ἐμεῖς, ἀφοῦ ἐλάβαμε δύναμι ἀπὸ τὸν Κύριο νὰ πατοῦμε ἐπάνω σε ὄφεις καὶ σκορπιοὺς καὶ σὲ κάθε δύναμι τοῦ ἐχθροῦ, ἀφοῦ συντρίψωμε εὔκολα κάθε μηχανὴ καὶ παγίδα του, εἴτε κατὰ τῆς εὐσεβείας εἴτε κατὰ τῆς εὐσεβοῦς διαγωγῆς καὶ φανοῦμε νικηταὶ ἐναντίον τοῦ σὲ ὅλα, θὰ ἐπιτύχωμε τοὺς οὐράνιους καὶ ἄφθαρτους στεφάνους τῆς δικαιοσύνης, μέσα στὸν Χριστό, τὸν ἀδέκαστο κριτὴ καὶ δοτήρα τῶν ἀνταμοιβῶν.

Σ’ αὐτὸν πρέπει κάθε δόξα, τιμὴ καὶ προσκύνησις, μαζὶ μὲ τὸν ἄναρχο Πατέρα του καὶ τὸ πανάγιο καὶ ἀγαθὸ καὶ ζωοποιὸ Πνεῦμα, τώρα καὶ πάντοτε καὶ στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων. Γένοιτο.

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...