Παρασκευή 26 Ιουλίου 2019

Περί προσευχής

ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ
ΕΚ ΤΟΥ ΛΟΓΟΥ ΣΤΟΥΣ ΑΓΙΟΥΣ ΠΑΝΤΕΣ
ΑΓΙΟΥ ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ



Δεχθείτε, λοιπόν, μ’ εὐχαρίστηση καὶ ὑποδεχθεῖτε, ὅλοι ἐσεῖς οἱ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί μου, ποὺ ἀποτελεῖτε τὸ οἰκουμενικὸ ποίμνιο τοῦ Χριστοῦ, καὶ ἐγκολπωθεῖτε αὐτὲς τὶς θεολογικές, ἰκετήριες καὶ κατανυκτικὲς εὐχὲς καὶ προσευχές· λάβετε αὐτὴ τὴν ἀνθοφόρα καὶ κρινοφόρα τροφή, στὴν ὁποία μπορεῖτε νὰ ἐντρυφᾶτε, νὰ χαίρεστε καὶ νὰ τρέφεστε ἀχόρταστα, σὰν νὰ βρίσκεστε σὲ κάμπους ἀνθισμένους, σὲ χλοϊσμένους λειμῶνες, σὲ δροσερὰ λειβάδια, σὲ βοσκοτόπια ποὺ τρέφουν τὶς ψυχές, σὲ μοσκοβολημένα δροσερὰ χορτάρια. Διότι σ’ αὐτὲς τὶς ἱερὲς προσευχὲς θὰ βρεῖτε πολὺ πλούσια καί, ὅπως χρειάζεται, τὰ τέσσερα ἰδιώματα ἢ μέρη, ποὺ περιέχει κάθε τέλεια Προσευχή, δηλαδή: α) τὴ δοξολογία, β) τὴν εὐχαριστία, γ) τὴν ἐξομολόγηση καὶ δ) τὴν αἴτηση.
Γιὰ τὰ δύο ἀπὸ αὐτὰ τὰ τέσσερα εἴδη μᾶς μιλάει ὁ μέγας Βασίλειος, λέγοντας: «Δύο εἶναι οἱ τρόποι τῆς προσευχῆς, ἀγαπητέ μου: ὁ πρῶτος εἶναι τῆς δοξολογίας, μὲ ταπεινοφροσύνη· κι ὁ δεύτερος, ποὺ ἀκολουθεῖ μετά, εἶναι τῶν αἰτημάτων μας. Έτσι, λοιπόν, ὅταν προσεύχεσαι, μὴν πᾶς κατ’ εὐθείαν στὰ αἰτήματα, διότι ἐκθέτεις μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο τὴ διάθεσή σου, ὅτι δηλαδὴ κάποια ἀνάγκη σὲ ὑποχρεώνει νὰ προσευχηθεῖς στὸ Θεὸ» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’). Γιὰ τ’ ἄλλα δύο εἴδη μᾶς μιλάει ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος, ὅταν γράφει: «Πρὶν ἀπ’ ὅλα, ὅταν ἀρχίζουμε τὴν προσευχή μας, πρέπει νὰ βάλουμε πρώτη τὴν εἰλικρινῆ εὐχαριστία μας, καὶ ὕστερα τὴν μετάνοια καὶ τὴν πραγματικὴ συντριβὴ τῆς ψυχῆς μας· κατόπιν, μποροῦμε νὰ παρουσιάσουμε στὸν Παμβασιλέα αὐτὸ ποὺ θέλουμε νὰ τοῦ ζητήσουμε. Αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος τῆς Προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς καὶ φανερώθηκε ἀπὸ Ἄγγελο Κυρίου σὲ κάποιον ἀδελφό μας» (Λόγ. κη’. Περὶ Προσευχῆς).
Ἔτσι, μὲ τὴ δοξολογία θὰ δοξάζετε τὸν ἄναρχο Πατέρα, τὸν συνάναρχον Υἱὸν καὶ τὸ Πανάγιον καὶ συναΐδιον Πνεῦμα, τὴν ὑπερούσια καὶ ἀδιαίρετη Τριάδα, τὸν μοναδικὸ Θεό μας, καθὼς καὶ τὴν ὑπεραγνὴ καὶ ὑπεράμωμη Μητέρα τοῦ Θεοῦ μας. Μὲ τὴν εὐχαριστία θὰ εὐχαριστεῖτε τὸν Θεὸ γιὰ τὶς εὐεργεσίες καὶ τὶς χάρες ποὺ σᾶς ἔκαμε, κρυφὲς καὶ φανερές, ψυχικὲς καὶ σωματικές, στὸ παρελθόν, στὸ παρόν, καὶ κεῖνες ποὺ θὰ σᾶς κάμει στὸ μέλλον. Μὲ τὴ μετάνοια θὰ ἐξομολογεῖσθε στὸ Θεό, μὲ συντριβὴ καρδίας καὶ πραγματικὴ κατάνυξη, ὅλες τὶς ἁμαρτίες ποὺ ἔχετε διαπράξει, εἴτε μὲ τὴν πράξη εἴτε μὲ τὴ σκέψη. Κατόπιν, μὲ τὴν αἴτηση θὰ ζητᾶτε ἀπὸ τὸ Θεὸ νὰ σᾶς ἐλεήσει καὶ νὰ σᾶς συγχωρήσει τὶς ἁμαρτίες σας, νὰ σᾶς φυλάξει ἀπὸ κάθε ὁρατὸ ἐχθρὸ καὶ ἀόρατο, καὶ νὰ σᾶς χαρίσει τὰ ἐγκόσμια καὶ ὑπερκόσμια ἀγαθά του.
Κ’ ἐπειδὴ ἡ συντριβὴ τῆς καρδιᾶς, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα εἶναι τὰ φτερὰ τῆς θείας Προσευχῆς, μὲ τὰ ὁποῖα ἐκείνη ἀνεβαίνει στοὺς οὐρανοὺς καὶ φτάνει στ’ αὐτιὰ τοῦ Κυρίου Σαβαὼθ (διότι, καθὼς εἶπε ὁ ἅγιος Ἱερώνυμος, ἡ μὲν προσευχὴ μόνο πραΰνει τὸ Θεό, ἀλλὰ τὸ δάκρυο τὸν ἀναγκάζει νὰ ἐλεήσει τὸν προσευχόμενο), γι’ αὐτό, σὰν σὲ μικρὸ Παράρτημα, σημειώνουμ’ ἐδῶ, γιὰ τοὺς ἀναγνῶστες τῶν Ἱερῶν τούτων προσευχῶν, ὅτι αὐτὴ τὴ συντριβὴ τῆς καρδίας, τὴν κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα ποὺ μᾶς ἔρχονται στὴν προσευχή, μποροῦμε νὰ τ’ ἀποκτήσουμε:
α) Μὲ τὸ φόβο ἀπὸ τὴν παρουσία τοῦ Θεοῦ, ποὺ γεννιέται ὅταν ὁ ἄνθρωπος συλλογιστεῖ ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι παρών, τὸν βλέπει καὶ τὸν ἀκούει· καὶ ὅτι ἐκεῖνος μὲν ποὺ προσεύχεται εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του σκέτος πηλός, ἒν’ ἀσήμαντο σκουλήκι, ἕνα τίποτε, ὅταν συγκριθεῖ μὲ τὸ Θεό· ἐνῶ ὁ Θεός, ποὺ ἐμπρός του στέκεται καὶ προσεύχεται, εἶναι ὁ Παντοδύναμος Δημιουργὸς καὶ Κύριος τῶν πάντων εἶναι ἀπὸ φυσικοῦ του ἄπειρος καὶ τέλειος σὲ ὅλα, ἕνας ὑπερούσιος καὶ ἀκατάληπτος Βασιλέας.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ὅταν ρωτήθηκε πὼς μπορεῖ κανεὶς νὰ κατορθώσει, ὥστε νὰ κρατήσει στὴν προσευχὴ τὸ νοῦ του ἀμετεώριστο, ἀποκρίθηκε: «Νὰ σκέφτεται συνεχῶς ὅτι ὁ Θεὸς εἶναι μπροστά του. Διότι, ἄν, ὅταν κάποιος βρίσκεται μ’ ἕναν ἄρχοντα -εἴτε εἶναι ἁπλῶς μπροστά του εἴτε συνομιλεῖ μαζί του- ἔχει τὰ μάτια του ἀνοιχτὰ καὶ ἀμετεώριστα, πόσο μᾶλλον ὅταν βρίσκεται μπρὸς στὸ Θεὸ καὶ προσεύχεται, ὁπού βέβαια θὰ ’χει τὸ νοῦ του ἀμετακίνητο σ’ Ἐκεῖνον, ποὺ ἐξετάζει καὶ βλέπει μέσα μας καθαρὰ “καρδίας καὶ νεφρούς”; Κι αὐτά, σύμφωνα μὲ τὸ λόγο τῆς Γραφῆς, πὼς πρέπει νὰ σηκώνουμε τὰ καθαρὰ χέρια σὲ προσευχή, δίχως ὀργὴ καὶ ἄλλους διαλογισμοὺς» (Ὄροι κατ’ ἐπιταγήν, σα΄).
Καὶ ὁ ἴδιος, πάλι, σὲ ἄλλο σημεῖο, λέγει: «Καὶ πρέπει νὰ προσευχόμαστε χωρὶς ραθυμία, καὶ δίχως μετεωρισμὸ τοῦ νοῦ πότε ἀπὸ δῶ καὶ πότε ἀπὸ κεῖ· γιατί αὐτὸς ποὺ προσεύχεται μ’ αὐτὸ τὸν τρόπο, ὄχι μονάχα δὲν θὰ λάβει ἐκεῖνο ποὺ ζητάει, ἀλλὰ θὰ ἐξοργίσει περισσότερο τὸν Κύριο. Διότι, ἂν κάποιος βρίσκεται μπρὸς σ’ ἕναν ἄρχοντα καὶ κουβεντιάζει μαζί του, στέκετ’ ἐμπρός του μὲ φόβο, ἔχοντας ἀμετεώριστα καὶ τὰ ἐξωτερικὰ μάτια, μὰ καὶ τὰ ἐσωτερικά τῆς ψυχῆς, γιὰ νὰ μὴν κινδυνέψει, πόσο μᾶλλον πρέπει νὰ στέκεται μὲ φόβο καὶ τρόμο μπροστὰ στὸ Θεό, ἔχοντας ἔντονα στραμμένο τὸ νοῦ του σ’ Ἐκεῖνον μονάχα καὶ σὲ τίποτε ἄλλο;» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’).
β) Ἡ συντριβὴ καὶ ἡ κατάνυξη στὴν προσευχὴ γεννιέται ἀπὸ τὴν ταπεινοφροσύνη καὶ ἀπὸ τὴ σκέψη ὅτι ἐκεῖνος, ποὺ προσεύχεται μπρὸς σ’ ἕναν τόσο παντοδύναμο Θεό, δὲν εἶναι παρὰ ἕνα τιποτένιο σκουλήκι, μὰ εἶναι ὡστόσο -καὶ μὲ τὴ θέλησή του- κι’ ἕνας φταίχτης καὶ παραβάτης τῶν θείων ἐντολῶν εἶν’ ἕνας ἐχθρός τοῦ Θεοῦ καὶ μεγαλύτερος ἀπ’ ὅλους τούς ἁμαρτωλούς, καὶ δὲν εἶναι ἄξιος οὔτε τὸ στόμα του ν’ ἀνοίξει καὶ νὰ προσευχηθεῖ μπροστὰ στὸ Θεό.
Γι’ αὐτὸ κ’ ἔχουμε τὸν μέγα Βασίλειο, ἀπὸ τὴ μιὰ μεριά, νὰ λέει: «ὅταν δοξολογήσεις μὲ λόγια τῆς Γραφῆς, ὅπως μπορεῖς, καὶ ἀναπέμψεις αἶνο πρὸς τὸν Θεό, τότε ἄρχισε μὲ ταπεινοφροσύνη νὰ λὲς μὲ δικά σου λόγια: “ἐγώ, Κύριε, δὲν εἶμαι καθόλου ἄξιος νὰ σοῦ μιλήσω, γιατί εἶμαι πάρα πολὺ ἁμαρτωλός”. Ἀκόμη κι ἂν δὲν ἀναγνωρίζεις κάτι κακὸ στὸν ἑαυτό σου, ἔτσι πρέπει νὰ λές, διότι κανεὶς δὲν εἶναι ἀναμάρτητος, παρὰ μονάχα ὁ Θεός. Κι ἐνῶ ἁμαρτάνουμε σὲ πολλά, τὰ περισσότερ’ ἀπὸ αὐτὰ οὔτε καν τ’ ἀντιλαμβανόμαστε» (Ἀσκητ. διατάξεις, κεφ. α’).
Καὶ ἀπὸ τὴν ἄλλη μεριά, ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακας μᾶς συμβουλεύει: νὰ μὴ στέκεσαι μὲ παρρησία καὶ θάρρος (στὴν προσευχὴ δηλαδή), «ἀκόμη κι ἂν ἔχεις καθαρότητα, μὰ νὰ προσέρχεσαι μὲ πολλὴ ταπεινοφροσύνη, καὶ τότε θὰ σταθεῖς μὲ περισσότερη παρρησία. Καὶ ὅταν ἀκόμη ἔχεις ἀνεβεῖ ὅλη τὴν κλίμακα τῶν ἀρετῶν, νὰ προσεύχεσαι γιὰ τὴ συγχώρεση τῶν ἁμαρτιῶν σου, ἀκούοντας καὶ τὸν ἀπόστολο Παῦλο, ὅταν μιλάει γιὰ τοὺς ἁμαρτωλούς, νὰ βροντοφωνάζει, “ἀνάμεσα στοὺς ὁποίους ἐγὼ εἶμαι ὁ πρώτος” (Λόγος κη’, Περὶ Προσευχῆς).
Γιατί, ἂν τύχει καὶ προσευχηθεῖ ὁ ἄνθρωπος χωρὶς αὐτὴ τὴ συνείδηση πὼς εἶναι ἁμαρτωλός, ἡ προσευχή του δὲν γίνεται δεκτὴ ἀπὸ τὸν Θεό. Τὸ λέγει καὶ ὁ ἅγιος Ἰσαάκ, μὲ τοῦτα τὰ λόγια: «κάποιος Ἅγιος ἔγραψε, πὼς ὅποιος δὲν λογαριάζει ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτό του, ἡ προσευχή του δὲν εἶν’ εὐπρόσδεκτη στὸν Κύριο» (Ἐπιστ. δ’). Καὶ τοῦτο γίνεται φανερὸ ἀπὸ τὴν παραβολὴ τοῦ Τελώνου καὶ τοῦ Φαρισαίου, ὅπου, ὁ μὲν Τελώνης ποὺ λογάριασε ἁμαρτωλὸ τὸν ἑαυτὸ του δικαιώθηκε, ἐνῶ κατακρίθηκε ὁ Φαρισαῖος ποὺ πίστεψε τὸν ἑαυτό του γιὰ δίκαιο.
γ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα στὴν προσευχὴ γεννιοῦνται ὅταν ὁ ἄνθρωπος προσεύχεται μὲ σύνεση, καὶ δὲν λέγει ἄλλα μὲ τὸ στόμα καὶ ἄλλα μελετᾶ μὲ τὸ νοῦ του, ἀλλὰ ὁ νοῦς του εἶναι ἀφοσιωμένος ὅλως διόλου στὰ λεγόμενα, κι ἔτσι ἐννοεῖ καὶ γεύεται ὅλη τους τὴν ποιότητα, ὅπως ἀκριβῶς γίνεται μὲ τὴ γεύση ποὺ αἰσθάνεται καὶ κατὰ κάποιο τρόπο συλλειτουργεῖ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ φαγητοῦ. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ μέγας Βασίλειος, ἐρμηνεύοντας τὸ ρητὸ «ψάλατε συνετῶς», λέγει; «ὅταν κάποιος ποὺ προσεύχεται βάλει τὴ διάθεση τῆς ψυχῆς μαζὶ μὲ τὴ δύναμη τῶν λόγων τῆς προσευχῆς, ὅπως ἀκριβῶς βάζει μαζὶ μὲ τὴν ποιότητα τοῦ κάθε φαγητοῦ τὴ διάθεση τῆς γεύσεως, αὐτὸς ἔχει ἐφαρμόσει ἐκείνη τὴν ἐντολὴ ποὺ λέγει “ψάλατε συνετώς”» (Ὄροι κατ’ ἐπιτομήν, σοθ’).
Παράλληλα μὲ τοῦτα τὰ λόγια εἶναι κι ἐκεῖνα τοῦ ἁγίου Ἰωάννου τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος ἀναφέρει: «ἐσὺ ν’ ἀγωνίζεσαι ν’ ἀναφέρεις στὸ Θεό, μᾶλλον δὲ ν’ ἀποκλείεις τὴν ἔννοια τῶν λεγομένων στὰ ρήματα τῆς προσευχῆς· καὶ ἂν τύχει ἐκείνη νὰ κουραστεῖ ὡς νήπιον καὶ νὰ πέσει, ἐσὺ ἀνάλαβε τὴν πάλι καὶ ἀνέβασε τὴ στὸ θρόνο τοῦ Θεοῦ· γιατί ξέρουμε πὼς χαρακτηριστικό του νοῦ εἶναι ἡ ἀστάθεια, ἐνῶ τοῦ Θεοῦ εἶναι τό νὰ μπορεῖ ὅλα νὰ τ’ ἀνορθώνει» (Λόγος κη’).
δ) Ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται στὴν προσευχή, ὅταν ἐκεῖνος ποὺ προσεύχεται, δὲν νομίζει πὼς τὰ λόγια τῆς προσευχῆς τὰ εἶπε κάποιος ἄλλος, ἢ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κάποιον ἄλλον ἄνθρωπο, ἀλλὰ πὼς ἔχουν γραφεῖ γιὰ κεῖνον, καὶ αὐτὸς ἀκριβῶς εἶναι ποὺ τὰ λέει, αὐτοπροσώπως. Καί, ὅτι αὐτὸς εἶν’ ἐκεῖνος ποὺ διέπραξε ὅλα ἐκεῖνα τ’ ἁμαρτήματα, τὰ ὁποῖα περιλαμβάνονται στὰ λόγια τῆς προσευχῆς. Τὸ βεβαιώνει αὐτὸ καὶ ὁ ἅγιος Μάρκος ὁ ἀσκητής; «ὁ ταπεινόφρων, ποὺ ἀναλαμβάνει νὰ κάνει ἔργο πνευματικό, διαβάζοντας τὶς ἅγιες Γραφές, ὅλα τ’ ἀναφέρει στὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ λογαριασμό του, καὶ ὄχι γι’ ἄλλον» (Περὶ νόμου πνευματικοῦ, κεφ. ζ’).
Ὡστόσο, ὁποῖος ἔλαβε ἄνωθέν το χάρισμα νὰ κατανύγεται καὶ νὰ χύνει δάκρυα στὴν προσευχὴ ἀδιάλειπτα καὶ ἀβίαστα, αὐτὸς πρέπει νὰ προσέχει καλὰ νὰ μὴν περηφανευτεῖ, γιατί κινδυνεύει νὰ χάσει αὐτὸ τὸ χάρισμα καὶ ν’ ἀπομείνει πάλι ξηρός, ἄνυδρος καὶ τυφλός, ὅπως μᾶς λένε ὁ παραπάνω ἅγιος Μάρκος καὶ ὁ Ὅσιος Ἰσαάκ. Ὁ ἅγιος Μάρκος γράφει: «μὴν ἐπαίρεσαι, ποὺ ἀξιώθηκες νὰ χύνεις δάκρυα στὴν προσευχή σου· διότι ὁ Χριστὸς εἶναι ποὺ ἄγγιξε τὰ μάτια σου καὶ σ’ ἔκαμε ν’ ἀναβλέψεις νοερά». Καὶ ὁ θεῖος Ἰσαὰκ προσθέτει: «ὅποιος ἀξιώθηκε νὰ πιεῖ ἀπὸ τοῦτο τὸ κρασὶ (δηλαδὴ τῶν δακρύων) καὶ ὑστέρα νὰ τὸ στερηθεῖ, αὐτὸς μόνο γνωρίζει σὲ ποιὰ δυστυχία ἐγκαταλείφθηκε καὶ τί πολύτιμο ἔχασε, ἐξαιτίας τῆς χαυνώσεως στὴν ὁποία περιέπεσε» (Λόγ. ιγ’).
ε) Καὶ τελευταῖον, ἡ κατάνυξη καὶ τὰ δάκρυα γεννιοῦνται καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση τοῦ σώματος· δηλαδή, ὅταν κάποιος προσεύχεται μὲ τὸ κεφάλι ἀκάλυπτο, μὲ τὰ γόνατα κεκλιμένα, χτυπώντας τὸ στῆθος, καὶ παρουσιάζοντας εἰκόνα ἑνὸς καταδίκου, ὁ ὁποῖος στέκεται μπροστὰ στὸν Δικαστή, ἐπειδὴ καὶ ἀπὸ τὴν ἐξωτερικὴ στάση καὶ τὸ σχῆμα τοῦ σώματος ἡ ψυχὴ συσχηματίζεται ἀνάλογα καὶ παίρνει τὴν κατάλληλη διάθεση, ὅπως λέγει πάλι ὁ ἅγιος Ἰωάννης τῆς Κλίμακος: «Ἡ ψυχὴ ἐξομοιώνεται μὲ τὴν ἐξωτερικὴ κατάσταση καὶ τὶς ἀσχολίες, κι εὐθυγραμμίζεται μὲ ὅσα πράττει, πρὸς τὰ ὁποῖα καὶ συσχηματίζεται» (Λόγ. κέ’. Περὶ ταπεινοφροσύνης). Ἀκόμα, βοηθάει στὴν κατάνυξη τῆς καρδιᾶς καὶ ὁ πιὸ ἥσυχος τόπος ὁπού κατοικεῖ ὁ καθένας, καὶ στὸν ὁποῖο βέβαια πρέπει ν’ ἀποσύρονται ὅταν προσεύχονται ὅσοι ἀγαποῦν νὰ κατανύγονται. Ἐπίσης, βοηθάει πολὺ ὁ ἥσυχος χρόνος, ὅπως πιὸ πολὺ προσφέρεται ὁ καιρὸς τῆς νύχτας, ὅταν οἱ ἄλλοι ἄνθρωποι ἡσυχάζουν καὶ ἀναπαύονται.
Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ Κύριος, θέλοντας νὰ μᾶς δείξει ἕνα παράδειγμα, ἔφευγε πολλὲς φορὲς ἀνεβαίνοντας στὰ βουνὰ καὶ σὲ τόπους ἔρημους, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς νύχτας, κι ἐκεῖ προσευχότανε. Τὸ ἀναφέρει ἐπιγραμματικὰ ὁ ἱερὸς εὐαγγελιστὴς Ματθαῖος: «ἀνέβηκε στὰ βουνὰ μόνος Του γιὰ νὰ προσευχηθεῖ· κι ὅταν βράδιασε βρισκόταν ἐκεῖ μόνος Του» (Ματθ. ιδ’ 23). Καὶ τοῦτο τὸ λόγο ἐρμηνεύοντας ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος λέγει: «γι’ αὐτὸ καὶ φεύγει συνέχεια (ὁ Κύριος) στὶς ἐρήμους, ὅπου πολλὲς φορὲς περνάει ὅλη τὴ νύχτα προσευχόμενος, γιὰ νὰ μᾶς διδάξει ὅτι, καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ χρόνου καὶ ἀπὸ τὴν ἄποψη τοῦ τόπου, πρέπει ν’ ἀναζητοῦμε τὴν ἀταραξία στὴν ὥρα τῆς προσευχῆς· γιατί μητέρα τῆς ἡσυχίας εἶναι ἡ ἔρημος». Καὶ ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνὸς λέγει κάτι τὸ σχεδὸν ὅμοιο, ὅτι δηλαδὴ ἡ ἡσυχία εἶναι μητέρα τῆς προσευχῆς» (Λόγος εἰς τὴν Μεταμόρφωσιν).
Σὲ ἄλλο σημεῖο, πάλι ὁ θεῖος Χρυσόστομος, λέγει: «συλλογίσου καλά, πόσο μεγάλο πράγμα εἶναι, μέσα στὴ βαθειὰ νύχτα, ὅταν ὅλοι οἱ ἄνθρωποι κοιμοῦνται καὶ βασιλεύει μιὰ ἡσυχία βαθύτατη, νὰ σηκώνεσαι μόνος σου ἀπ’ τὸ κρεββάτι, καὶ μὲ παρρησία νὰ συνομιλεῖς μὲ τὸν Δεσπότη καὶ Κύριό μας. Εἶναι, βέβαια, γλυκὸς ὁ ὕπνος, μὰ τίποτε δὲν εἶναι ἀπὸ τὴν προσευχὴ γλυκύτερο! Ἂν κατορθώσεις ἔτσι νὰ συνομιλήσεις μόνος πρὸς μόνον, θὰ καταφέρεις πολλὰ νὰ φέρεις εἰς πέρας, καθὼς δὲν θὰ σ’ ἐνοχλεῖ κανεὶς κι οὔτε κανεὶς θόρυβος θὰ διακόψει τὴ δέησή σου· διότι, τότε ἔχεις σύμμαχο καὶ τὸν καιρὸ γιὰ νὰ πετύχεις ἐκεῖνα ποὺ θέλεις»
ΕΤΕΡΟΝ ΠΕΡΙ ΠΡΟΣΕΥΧΗΣ ΓΕΝΙΚΩΣ
Δὲν ὑπάρχει ἄλλη ἀρετὴ ὑψηλότερη καὶ ἀναγκαιότερη ἀπὸ τὴν ἱερὴ Προσευχή. Καὶ εἶναι ὑψηλότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἀρετές, διότι ἐνῶ ἐκεῖνες, π.χ. τὸ νὰ νηστεύουμε, ν’ ἀγρυπνοῦμε, νὰ κοιμόμαστε χάμω, νὰ δινόμαστε στὴν ἄσκητικη ζωή, νὰ παρθενεύουμε, νὰ κάνουμε ἐλεημοσύνες, καὶ ὅλα τ’ ἄλλα καλὰ ἔργα ποὺ ἀποτελοῦν τὴ χρυσὴ γενιά, τὸν ἔναρμονιο χορὸ καὶ τὴν οὔρανοπλεχτη σειρὰ τῶν θεοειδῶν ἀρετῶν, παρόλον ὅτι εἶναι θεϊκὰ γνωρίσματα, ἀναφαίρετο κτῆμα καὶ ἀθάνατο στόλισμα τῆς κάθε ψυχῆς, ὡστόσο δὲν ἑνώνουν τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό.
Ὂλ’ αὐτὰ τὸν προετοιμάζουν καὶ τὸν προωθοῦν γι’ αὐτὴ τὴν ἕνωση, μὰ δὲν τὸν ἑνώνουν μὲ τὸ Θεό. Αὐτὸ τὸ κατορθώνει μονάχα ἡ ἱερὴ Προσευχὴ μόνο αὐτὴ ἑνώνει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ Θεό, καὶ τὸ Θεὸ μὲ τὸν ἄνθρωπο, κάνοντας τοὺς δύο ἕνα πνεῦμα· γιατί μὲ τὴν προσευχὴ γίνεται μιὰ ἕνωση ἄμεση κ’ ἕνα σφιχτὸ δέσιμο τοῦ Κτίστου μὲ τὰ λογικὰ κτίσματα. Αὐτὸ βροντοφωνάζει καὶ ὁ μέγας ἐκεῖνος διδάσκαλος καὶ πολύπειρος ἐργάτης τῆς ἱερᾶς προσευχῆς, ὁ μεγάλος ποιμὴν καὶ ἱεράρχης τῆς Θεσσαλονίκης καὶ ὅλης της Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Παλαμᾶς: «Ἡ ἐπικοινωνία ποὺ ἀποκτοῦμε διὰ τῶν ἀρετῶν, κάνει τοὺς ἐνάρετους ἱκανούς, λόγω τῆς ὁμοιότητος, καὶ τοὺς προετοιμάζει νὰ ὑποδεχτοῦν τὸ Θεό, ἄλλα δὲν τοὺς ἑνώνει μαζί Του· ἡ δύναμη τῆς προσευχῆς ὅμως εἲν’ ἐκείνη ποὺ ἵερουργει καὶ τελεσιουργεῖ τὴν ἀνάταση τοῦ ἄνθρωπου πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν ἕνωση μ’ Ἐκεῖνον, γιατί εἶναι ὁ σύνδεσμος τῶν λογικῶν κτισμάτων μὲ τὸν Κτίστη τοὺς» (Λόγος περὶ Προσευχῆς, κέφ. α’).
Καὶ ἀπὸ τούτη τὴν ἕνωση τοῦ ἄνθρωπου μὲ τὸν Θεό, τὴν ὁποία κατορθώνει ἡ ἱερὴ Προσευχή, πόσα μεγάλα χαρίσματα, ἢ μᾶλλον πόσες πηγὲς χαρισμάτων δὲν πλημμυρίζουν τὸν ἄνθρωπο ποῦ εἶναι ἑνωμένος μὲ τὸν Θεό; Ἀπὸ αὐτὴ τὴν ἕνωση ἀποκτοῦμε τὴ δύναμη νὰ διακρίνουμε τὴν ἀλήθεια ἀπ’ τὸ ψέμα· νὰ βλέπουμε στὸ βάθος τὰ κρυμμένα μυστήρια τῆς φύσεως· νὰ προβλέπουμε καὶ νὰ προγινώσκουμε τὰ ὅσα θὰ συμβοῦν στὸ μέλλον ν’ ἀποχτοῦμε τὴ θεία ἔλλαμψη, δηλαδὴ ἐκεῖνο ποὺ ὀνομάζουν ἔνυποστατο φωτισμὸ στὴν καρδιά.
Ἔρχεται ὁ ἐξαίσιος ἔρως πρὸς τὸν Θεό, ποὺ ὁδηγεῖ σ’ ἔκσταση ὅλες τὶς δυνάμεις τῆς ψυχῆς μας στὴν ἁρπαγὴ μᾶς ἄνω, πρὸς τὸν Κύριο· ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει ἡ ἀποκάλυψη τῶν ἀλαλήτων μυστηρίων τοῦ Θεοῦ. Μ’ ἕνα λόγο, «ἀπὸ τὴν ἕνωση αὐτὴ γεννιέται ἡ πολυθρύλητη θέωση τοῦ ἀνθρώπου, ποὺ ὅλοι τὴν ζητοῦν καὶ τὴν ποθοῦν, ἄλλα ἐλάχιστοι καὶ πολὺ σπάνια τὴν ἀπολαμβάνουν -«μόλις ἕνας ἀπὸ κάθε γενιά», κατὰ τὸν ἅγιο Ἰσαὰκ (Λόγ. λβ’)-γιατί «εἶναι πράγμα δυσεύρετο, δυσκολοπρόφερτο καὶ δυσκολοαπόκτητο», κατὰ τὸν ἅγιο Γρηγόριο Θεσσαλονίκης (Λόγος εἰς τὸν ἅγιον Πέτρον τὸν Ἀθωνίτην).
Αὐτὴ ἡ θέωση εἶναι τὸ ἔσχατον τέλος καὶ ὁ σκοπὸς γιὰ τὸν ὁποῖο ζοῦμε, ὁ πρῶτος καὶ πιὸ ὑψηλὸς ἀπ’ ὅλους τους σκοποὺς ποὺ ἔβαλε ὁ Θεός, γιὰ τὸν ὅποιο ὑπάρχει ἀπὸ τὴν ἀρχὴ τῶν αἰώνων ἕως τὴ συντέλεια, ὁ προαιώνιος Προορισμὸς καὶ ἡ Πρόγνωση, ἡ ἔγχρονη δημιουργία τῆς Κτίσεως, ἡ δόσις τοῦ φυσικοῦ καὶ τοῦ γραπτοῦ Νόμου, ἡ χάρη τῆς Προφητείας, ἡ ἔνσαρκος οἰκονομία τοῦ Λόγου τοῦ Θεοῦ, ἡ ἔπιδημιά του ἁγίου Πνεύματος.
* * *
Ἡ θεία Προσευχὴ εἶναι ἀναγκαιότερη ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες ἀρετές, διότι:
Ὅσο ἀναγκαία καὶ ἀπαραίτητη εἶναι ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ στὸν ἄνθρωπο, τὸ ἴδιο του εἶναι ἀναγκαία ἡ προσευχή, ἡ ὁποία μπορεῖ νὰ φέρει τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ. Ἔτσι λοιπόν, ἂν χωρὶς τὴ βοήθεια τοῦ Θεοῦ δὲν μπορεῖ ὁ ἄνθρωπος νὰ κάμει κανένα καλὸ ἔργο, κατὰ τὸ λόγο τοῦ Κυρίου «χωρὶς ἔμου οὗ δύνασθε ποιεῖν οὐδὲν» (Ἰω. ἴε’ 5), ἄρα καὶ χωρὶς τὴν Προσευχή, μὲ τὴν ὁποία ἔρχεται ἡ βοήθεια τοῦ Θεοῦ, δὲν δύναται ὁ ἄνθρωπος νὰ πράττει τὸ ἀγαθό, Γι’ αὐτὸ εἶναι ἀνάγκη νὰ προσεύχεται κανείς, καὶ νὰ ζητάει πάντοτε τὴ θεία βοήθεια μὲ τὴν προσευχή: καὶ ὅταν ἔχει νὰ βάλει κάποια καλὴ καὶ χρήσιμη σκέψη στὸ νοῦ του· κι ὅταν χρειάζεται νὰ πεῖ κάποιο λόγο ψυχωφελῆ· κι ὅταν ἔχει ὁπωσδήποτε νὰ κάμει κάποιο θεάρεστο ἔργο. Μ’ ἕνα λόγο, ὁ ἄνθρωπος ἔχει ἀνάγκη καὶ πρέπει νὰ κάνει τὴν Προσευχή του, κι ὅταν ἀρχίζει, κι ὅταν φτάνει στὴ μέση, μὰ κι ὅταν τελειώνει τὴν ἐργασία τοῦ ὅποιο ἔργο κ’ ἂν ἐπιχειρήσει νὰ κάνει, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου: «Ἡ καλύτερη τάξη καὶ σειρά, γιὰ τὸν κάθε ἄνθρωπο ποὺ ἀρχίζει ἕνα λόγο ἢ ἕνα ἔργο, εἶναι ν’ ἀρχίζει μὲ τὸ Θεὸ καὶ στὸ Θεὸ νὰ τελειώνει» (Ἄπολογ. Λόγος).

Διότι, ὅταν πρὶν ἀπὸ κάθε ἔργο μᾶς προηγεῖται ἡ Προσευχή, τότε ὅλα τα πράγματα θὰ εἶναι: πιὸ εὔκολα, θὰ μᾶς ἔρθουν δεξιά, καὶ θὰ ’ναι ὠφέλιμα, ὅπως μᾶς τὸ βεβαιώνει καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος; «Ὁ ἄνθρωπος, εἴτε εἶναι ἐραστὴς τῆς παρθενικῆς ζωῆς, εἴτε εἶναι πρόθυμος καὶ συνεπὴς ἐφαρμοστὴς τῆς σωφροσύνης μέσα στὸ γάμο, εἴτε θέλει νὰ συγκρατεῖ τὴν ὀργὴ καὶ νὰ ζεῖ μὲ πραότητα, εἴτε νὰ μένει καθαρὸς ἀπὸ φθόνο, εἴτε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἐνάρετο ἔργο ποὺ ἁρμόζει στὸν χριστιανὸ θέλει νὰ πραγματοποιεῖ, ὅταν προηγεῖται ἡ Προσευχὴ καὶ προλειαίνει αὐτὸν τὸν δρόμο τῆς ζωῆς, θὰ βρεῖ εὔκολο καὶ ἴσιο το δρόμο τῆς εὐσέβειας.
Ὁ ἄνθρωπος ἔχει τόσην ἀνάγκη ἀπὸ τὴν Προσευχή, ἔστω καὶ μονάχη της, ὅση ἀνάγκη ἔχει ἀπ’ ὅλες τὶς ἄλλες τὶς ἀρετὲς μαζί. Διότι, πράγματι, εἶναι ἀδύνατο, ὄχι νὰ κατορθώσει, μὰ οὔτε καν ν’ ἀρχίσει τὴν ἐργασία μιᾶς ἀρετῆς, δίχως νὰ προσπέσει πρῶτα στὸ Θεὸ μὲ τὴν Προσευχή, κι’ ἔτσι νὰ ζητάει βοήθεια ἀπὸ Ἐκεῖνον, ποὺ εἶναι ὁ δοτήρας καὶ ὁ χορηγὸς ὅλων των ἀρετῶν. Καὶ τοῦτο μᾶς τὸ βεβαιώνει πάλι ἡ πέννα τοῦ ἱεροῦ Χρυσοστόμου, ὅταν γράφει: «Τὸ ὅτι εἶναι πέρα γιὰ πέρ’ ἀδύνατο νὰ ζήσει κανεὶς ἐνάρετο βίο δίχως τὴν Προσευχὴ καὶ χωρὶς τὴ συντροφιὰ τῆς σ’ ὅλη του τὴ ζωή, νομίζω πὼς εἶναι σὲ ὅλους φανερός.

Διότι, πῶς θὰ μποροῦσε κανεὶς νὰ ζήσει καὶ ν’ ἀσκήσει τὴν ἀρετή, ὅταν δὲν προστρέχει καὶ δὲν γονατίζει συνεχῶς στὸν αἰώνιο χορηγὸ καὶ δοτήρα της;» Καί, γιὰ νὰ τὸ ποῦμε αὐτὸ μ’ ἕναν ἁπλὸ καὶ σύντομο λόγο, ὅση ἀνάγκη ἔχουν ἀπὸ τὸ νερὸ τὰ φυτὰ γιὰ νὰ καρποφορήσουν, τόση ἀνάγκη ἔχει κι ὁ ἄνθρωπος ἀπὸ τὴν Ἱερὴ Προσευχή, γιὰ ν’ ἀποδώσει κάποιον καρπὸ στὴν ἀρετὴ καὶ στὴν εὐσέβεια, κατὰ τὸν λόγο τοῦ ἵερου πάλι Χρυσοστόμου, ποὺ λέει: «Ὅλοι οἱ ἄνθρωποι δὲν χρειαζόμαστε τὴν προσευχὴ λιγώτερο ἀπ’ ὅ,τι χρειάζονται τὸ νερὸ τὰ δέντρα· διότι, ὅπως ἐκεῖνα δὲν μποροῦν νὰ δώσουν καρποὺς δίχως νὰ παίρνουν νερὸ ἀπὸ τὴ γῆ μὲ τὶς ρίζες τους, ἔτσι κ’ ἔμεις δὲν μποροῦμε νὰ δώσουμε τοὺς πολυτίμητους καρποὺς τῆς εὐσέβειας, ὅταν δὲν ποτιζόμαστε μὲ τὶς προσευχές». Καί,
Ἡ ἱερὴ Προσευχὴ εἶναι ὄντως ἀναγκαιότατη, σχεδὸν σὲ κάθε ἀναπνοὴ τοῦ ἄνθρωπου. Διότι, μὲ τὸ νὰ εἶναι, ὡς ἀσώματος, ἀεικίνητος ὁ νοῦς τοῦ ἀνθρώπου, σὲ κάθε στιγμὴ καὶ σὲ κάθε ἀναπνοή του, μποροῦν νὰ τοῦ ἔλθουν οἱ προσβολὲς τῶν πονηρῶν λογισμῶν, καὶ μ’ αὐτὲς τὶς προσβολὲς νὰ τοῦ κάνει πόλεμο καὶ νὰ τὸν πληγώνει ὁ παντοτεινὸς ἐχθρός του ἀνθρώπινου γένους, ὁ διάβολος, Γι’ αὐτό, λοιπόν, ἔχει ἀνάγκη ὁ ἄνθρωπος, στὴν κάθε τοῦ ἀναπνοὴ σχεδόν, νὰ βαστάει τὸ ὅπλο τῆς θείας Προσευχῆς, γιὰ νὰ μπορεῖ μ’ αὐτὸ νὰ πολεμεῖ τὸν ἐχθρὸ καὶ νὰ ἐκμηδενίζει τὶς προσβολὲς καὶ τὶς ἐπιθέσεις του. Καὶ νὰ ἔχει ὁ ἄνθρωπος διαρκῶς τὸν φόβο, μήπως τὸν εὕρει ἄοπλον ὁ ἐχθρὸς καὶ τὸν πληγώσει μὲ τοὺς διαφόρους συνδυασμοὺς καὶ τὶς συγκαταθέσεις τῶν λογισμῶν, κ’ ἔτσι τὸν ὁδηγήσει στὸ θάνατο.

Αὐτὸς εἶναι ὁ λόγος, γιὰ τὸν ὅποιο καὶ ὁ Ἀπόστολος Παῦλος παραγγέλλει σὲ ὅλους γενικά τους χριστιανοὺς (κληρικούς, μοναχοὺς καὶ λαϊκούς), νὰ προσεύχονται παντοτεινὰ καὶ ἀδιάκοπα: «ἀδιαλείπτως προσεύχεσθε» (Ἃ’ Θεσ. ἴε’ 17). Ἐνῶ ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος λέγει: «Καλύτερα νὰ προσεύχεται ὁ ἄνθρωπος καὶ νὰ συνομιλεῖ μὲ τὸ Θεό, παρὰ ν’ ἀναπνέει· καὶ ἂν μπορεῖ κανεὶς νὰ πεῖ καὶ τοῦτο, πὼς πρέπει κανεὶς νὰ μὴν κάνει τίποτε ἄλλο παρὰ τοῦτο μονάχα τὸ ἔργο, δηλαδὴ νὰ προσεύχεται. Εἶμαι κ’ ἐγὼ ἀπὸ κείνους ποὺ ἐπαινοῦν τὸ θεῖο νόμο, ποὺ μᾶς παραγγέλλει μέρα καὶ νύχτα νὰ μελετοῦμε, καὶ βράδυ, πρωὶ καὶ μεσημέρι νὰ ψάλλουμε καὶ νὰ εὐλογοῦμε τὸν Κύριο, κάθε στιγμὴ καὶ ὥρα. Ἀκόμη, μποροῦμε νὰ ποῦμε τὸ λόγο τοῦ Μωυσέως: κι ὅταν κοιμόμαστε, κι ὅταν ξυπνοῦμε, κι ὅταν ὁδοιποροῦμε ἢ κάνουμε ὁποιοδήποτε ἄλλο ἔργο, ἡ μνήμη μας νὰ βρίσκεται στὸν Καθαρό, μὲ τὴν προσευχὴ» (Κατὰ Εὐνομιανῶν).
Καὶ ὁ Μ. Βασίλειος γράφει: «Καλὴ προσευχὴ εἲν’ ἐκείνη, ποὺ τυπώνει μ’ ἐνάργεια τὴν ἔννοια τοῦ Θεοῦ στὴν ψυχή· κι αὐτὸ σημαίνει τὴν ἔνοικησή του Θεοῦ μέσα μας, δηλαδὴ μὲ τὴ μνήμη νὰ ἔχει κανεὶς ἐγκαταστημένο μέσα του τὸν Θεό· καὶ τότε γινόμαστε ναὸς τοῦ Θεοῦ, ὅταν ἡ συνέχεια τῆς μνήμης μας δὲν διακόπτεται ἀπὸ φροντίδες γήινες, καὶ οὔτε ταράζεται ὁ νοῦς μὲ τ’ ἀπροσδόκητα πάθη, ἀλλὰ ὅταν ὁ φιλόθεος, ἀποφεύγοντας τὰ πάντα, ἀναχωρεῖ πρὸς τὸν Θεὸ» (Ἐπιστολὴ ἅ’). Ἐξ ἄλλου, ὁ ἅγιος Ἰσαὰκ γράφει: «χωρὶς τὴν ἀδιάλειπτη προσευχὴ δὲν μπορεῖς νὰ προσεγγίσεις τὸ Θεό».
Καὶ ὅτι τοῦτο τὸ χρέος, τῆς παντοτεινῆς προσευχῆς, δὲν εἶναι μόνο γιὰ τοὺς Μοναχούς, ἀλλὰ καὶ γιὰ ὅλους τους λαϊκοὺς ποὺ ζοῦν μέσα στὸν κόσμο, μᾶς τὸ βεβαίωσε καὶ ὁ Ἄγγελος Κυρίου, ὅταν κατέβηκε ἀπὸ τὸν οὐρανὸ καὶ φανέρωσε τοῦτο τὸ πράγμα στὸν ὅσιο καὶ δίκαιον ἐκεῖνον Ἰώβ, ποὺ εἶχε ἀντιρρήσεις καὶ ἀμφιβολίες γι’ αὐτό, ὅπως μπορεῖ κανεὶς νὰ τὸ ἰδεῖ στὸ βίο τοῦ ἁγίου Γρηγορίου Θεσσαλονίκης. Τὸ βεβαιώνει, ἀκόμη, πιὸ περίτρανα καὶ ὁ ἱερὸς Χρυσόστομος, ὅταν παραγγείλει σὲ ὅλους τους κοσμικοὺς τεχνίτες, ἀντὶ νὰ λένε τραγούδια, ἄσκοπες κουβέντες καὶ φλυαρίες ποὺ δὲν ὠφελοῦν, νὰ προσεύχονται ἐκεῖ ὁπού ἐργάζονται, ἄλλοτε νοερὰ καὶ σιωπηλὰ καὶ ἄλλοτε ψάλλοντας μὲ τὸ στόμα θεῖες ὠδὲς καὶ πνευματικὰ τροπάρια.
Τοῦτα τὰ λόγια λέγει καὶ ἡ χαριτωμένη καὶ γλυκόλαλη ἐκείνη γλώσσα: «Εἶσαι τεχνίτης ποῦ δουλεύει μὲ τὰ χέρια; ψάλλε τὴν ὥρα ποῦ κάθεσαι κ’ ἐργάζεσαι· δὲν θέλεις ἢ δὲν μπορεῖς νὰ ψάλλεις μὲ τὸ στόμα; μπορεῖς νὰ τὸ κάνεις μὲ τὸ νοῦ σου. Μεγάλος σύντροφος ὁ ψαλμός! Τίποτε τὸ κακὸ δὲν θὰ σοῦ συμβεῖ ἀπὸ τοῦτο, διότι θὰ αἰσθάνεσαι σὰν νὰ μπορεῖς νὰ ζῆς σὲ μοναστήρι. Διότι δὲν εἶναι τόσο ἡ καταλληλότης τῶν τόπων ποὺ βρισκόμαστε, ὅσο ἡ ἀκριβὴς τήρηση τῶν τρόπων τῆς ζωῆς μας ποὺ θὰ μᾶς δώσει τὴν ἡσυχία τὴν ὁποία χρειαζόμαστε γι’ αὐτὸ» (Περὶ Ἀνδριάντων, κᾶ’). Καὶ σ’ ἄλλο σημεῖο πάλι, μᾶς λέει ὁ ἴδιος: «Γι’ αὐτὸν ἀκριβῶς τὸ λόγο πρέπει, καὶ ὅταν σηκωνόμαστε ἀπ’ τὸ κρεββάτι μας νὰ ὑποδεχόμαστε τὸν ἥλιο μὲ προσευχὴ στὸ Θεό· κι ὅταν καθόμαστε στὸ τραπέζι ἢ ἑτοιμαζόμαστε νὰ πλαγιάσουμε, καὶ μᾶλλον τὴν κάθε ὥρα καὶ στιγμή, νὰ προσφέρουμε ἱκεσία καὶ προσευχὴ στὸν Θεό, γιὰ νὰ τρέχουμε τὸ δρόμο τῆς ἡμέρας μᾶς δίχως ἐμπόδια καὶ δυσκολίες»

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...