Κυριακή 24 Νοεμβρίου 2019

ΠΡΟΣΟΧΗ: ΕΝΑ ΣΩΜΑ ΜΕ ΤΟΝ ΑΝΤΙΧΡΙΣΤΟ ΓΙΝΟΝΤΑΙ ΟΣΟΙ ΚΟΙΝΩΝΟΥΝ ΤΑ ΔΑΙΜΟΝΙΚΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΤΗΣ ΨΕΥΔΕΚΚΛΗΣΙΑΣ ΤΟΥ.




ΔΙΑΒΟΛΙΚΟΣ ΚΑΙ ΦΑΡΜΑΚΕΡΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο ΑΡΤΟΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ ΨΕΥΔΕΠΙΣΚΟΠΩΝ ΤΟΥ (Π.Σ.Ε.) ΤΗΣ ΛΗΣΤΡΙΚΗΣ ΣΥΝΟΔΟΥ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ (2016) ΚΑΙ ΟΧΙ ΣΩΜΑ ΧΡΙΣΤΟΥ, ΑΝΑΦΩΝΕΙ Ο ΠΑΝΟΣΙΟΣ ΘΕΟΔΩΡΟΣ ΣΤΟΥΔΙΤΗΣ Ο ΟΜΟΛΟΓΗΤΗΣ.





Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε Εκκλησιαστικότητα, σωτηρία, μυστήρια, και Θεία Χάρη στην αίρεση και στο σχίσμα, δηλαδή σε οτιδήποτε είναι εκτός των «Κανονικών Ορίων» της, εκτός δηλαδή, των Ορίων της Ορθής Πίστεως και Αληθείας.
Τουναντίον, αυτή είναι η αιρετική διδασκαλία του αντίχριστου της ληστρικής συνόδου της Κρήτης, αφού για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική μας ιστορία:
                       
α) αναγνωρίστηκε επίσημα - Συνοδικά «εκκλησία», σωτηρία, μυστήρια και Θεία Χάρη, στο σχίσμα και στην αίρεση, δηλ. στο λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), στα αιρετικά μέλη αυτού και όχι μόνο. Καμία, όμως, σύνοδος ΠΟΤΕ δεν έχει αρμοδιότητα και δυνατότητα να κάνει τέτοιες οικονομίες σε αμετανόητους αιρετικούς, όπως έκανε και η ληστρική αυτή αντίχριστη σύνοδος του Κολυμπαρίου, γιατί απλά κάτι τέτοιο έρχεται σε πλήρη αντίθεση με το ΠΙΣΤΕΥΩ μας, στο Μία, Αγία, Καθολική και Αποστολική Εκκλησία και στο ένας Κύριος, μία η Πίστη, ένα το Βάπτισμα, και αποτελεί άρνηση της άπαξ παραδοθείσας Πίστης.

β) Για πρώτη φορά η Εκκλησία δηλ. ο Χριστός - Θεός, «ο πανταχού Παρών και τα πάντα Πληρών» έγινε -κατ΄αυτούς- μέλος επίσημα, συνοδικά, μιας αιρετικής κοινότητας, του «Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών» δηλ. της ψευδεκκλησίας του αντιχρίστου. (κεφ ε΄. αρθ. 16 και επ. Συνόδου Κρήτης)
Αυτό, όμως, αποτελεί την άνευ προηγουμένου μεγαλύτερη ύβρη όλων των εποχών προς τον Ιησού Χριστό-Θεό και βλασφημία στο Άγιο Πνεύμα της Εκκλησίας, που σύμφωνα με το αψεγάδιαστο στόμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού δε θα συγχωρεθεί ούτε στον παρόντα αιώνα ούτε στον μέλλοντα.

Επειδή, λοιπόν, δεν έχουμε, όπως προείπαμε, ανάλογη περίπτωση στην Εκκλησιαστική ιστορία, για να μπορέσουμε να την συγκρίνουμε με την δική μας και να βγάλουμε ασφαλή συμπεράσματα, αφού αιρετικές μεν σύνοδοι υπήρξαν, βλάσφημες διδασκαλίες γράφτηκαν, παρά ταύτα, όμως, όλοι οι αιρετικοί είχανε τουλάχιστον την αυτοσυνειδησία, ότι ήταν αυτοί η «Μία Αγία Καθολική και Αποστολική Εκκλησία» και όλοι οι υπόλοιποι, που δεν συμφωνούσαν μαζί τους, ήταν εκτός «Εκκλησίας», κατ΄ οικονομία και συγκατάβαση, μόνο, θα προστρέξουμε και θα συγκρίνουμε την περίπτωσή μας, μετά την αντίχριστη σύνοδο της Κρήτης (2016), με την β΄. περίοδο της αιρέσεως της εικονομαχίας και την ληστρική σύνοδο, που έλαβε χώρα τότε, για να την καταστήσει δόγμα στην Εκκλησία.

Μετά λοιπόν την εικονομαχική Σύνοδο του 815 μ.Χ. της Κωνσταντινουπόλεως, επί αυτοκράτορα Λέοντος του Ε΄. του Αρμένιου, που επανέφερε σε ισχύ τις αποφάσεις της εικονομαχικής Συνόδου του 754 μ.Χ. της Ιέρειας που τότε είχε ανακηρυχθεί ως Οικουμενική, ο Πανόσιος Θεόδωρος Στουδίτης ο Ομολογητής, ακολουθώντας την Ιερά Διδασκαλία της Εκκλησίας και την Απόφαση της Ζ΄. Οικουμενικής Συνόδου που καταδίκασε-αναθεμάτισε την εικονομαχία αλλά και όλες τις αιρέσεις και όλους τους αιρετικούς (δηλ. τους έθεσε εκτός Εκκλησίας) έως της συντελείας του αιώνος τούτου, εξεγέρθη εναντίον αυτής της ληστρικής συνόδου, διέκοψε κάθε εκκλησιαστική κοινωνία με τους ακόμη μη τυπικά-Συνοδικά καθηρημένους αιρετικούς ψευδεπισκόπους και δε δεχόταν ως έγκυρα τα αιρετικά μυστήρια τους, υποστηρίζοντας, όπως είναι φυσικό, ότι όλοι οι αιρετικοί είναι εκτός Εκκλησίας.

Συγκεκριμένα, στις Τίμιες Επιστολές του, ο Πανόσιος Θεόδωρος ο Ηγούμενος της Μονής Στουδίου (ο μόνος Άγιος της Εκκλησίας που προσφωνείται Πανόσιος από το Συνοδικό της Ορθοδοξίας) αναφέρει:

  ΑΓΙΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ        ΒΕΒΗΛΑ ΜΥΣΤΗΡΙΑ




(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΗ΄. Βασιλείω μονάζοντι) 
«...Από την εποχή των Αποστόλων και μετέπειτα, πολλές αιρέσεις με πολλούς τρόπους συγκρούστηκαν με την Εκκλησία, και παρουσιάστηκαν αντικανονικές πράξεις ή παραλείψεις.
Αλλά όμως, η Εκκλησία παρέμεινε με τον τρόπο που προειπώθηκε, αδιάσπαστη και άσπιλη, και θα παραμείνει μέχρι το τέλος της ιστορίας, με το να απομακρύνονται και να διώχνονται, από αυτήν (την Εκκλησία) εκείνοι που κακώς πίστεψαν και έπραξαν όπως αποδιώχνονται τα κύματα της θάλασσας από τα βράχια της παραλίας....» 


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ 233. Κωνσταντίνω κουράτορι.) 
«...Γιατί η αίρεση είναι αδελφέ αληθινός βόθρος και παγίδα του διαβόλου, η δε κοινωνία αυτών αποχωρίζει από τον Χριστό αυτόν που την δέχεται και τον τοποθετεί έξω από την ποίμνη του Κυρίου την Εκκλησία.
Γιατί όσο διαφέρει το φως από το σκοτάδι, τόσο διαφέρει και η ορθόδοξη Μετάληψη από την αιρετική κοινωνία· γιατί η μεν φωτίζει τον μετέχοντα, η δε σκοτίζει, η μεν ενώνει με τον Χριστό, η δε με τον διάβολο, η μεν ζωοποιεί την ψυχή, η δε την θανατώνει....»


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΡΝΔ΄. Νικήτα ηγουμένω.) 
«...Όπως, λοιπόν, ο Θείος άρτος όταν μετέχεται από τους ορθοδόξους, κάνει όλους τους μετόχους ένα σώμα, έτσι λοιπόν και ο αιρετικός άρτος κάνει αυτούς που μετέχουν σ΄αυτόν ένα σώμα αντίθετο από τον Χριστό, και ο ματαιολόγος άδικα ματαιολογεί…
    Αφού αυτά έχουν έτσι, καθένας που κοινώνησε, δηλαδή που μετέλαβε τον φαρμακερό άρτο, δεν είναι αρνητής του Χριστού, έκθετος, ανόσιος, εάν δεν επανέλθει έστω με μετάνοια;…» 


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ 534. Συμεών μονάζοντι.) 
«...Γιατί ποιά είναι η κοινωνία λέει ο Απόστολος ανάμεσα στο φως και στο σκοτάδι, ή ποιά κοινή μερίδα υπάρχει του πιστού με τον άπιστο;
Αν λοιπόν το ποτήριο της ευλογίας είναι το αίμα του Χριστού και ο άρτος που κάνουμε κλάση είναι το σώμα του Χριστού (Θεία Ευχαριστία), είναι φανερό ότι και το αιρετικό ποτήριο και ο άρτος (αιρετικά μυστήρια) είναι κοινωνία του διαβόλου…»


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΚΔ΄. Ιγνατίω Τέκνω.) 
«  Η κοινωνία από τους αιρετικούς δεν είναι κοινός άρτος, αλλά δηλητήριο, που δεν βλάπτει το σώμα, αλλά αμαυρώνει και σκοτίζει την ψυχή.
Το να την ρίχνουμε και να την κρύβουμε δεν το λέω εγώ, αλλά εκείνοι που το κάνουν με φόβο, για τους οποίους μπορούμε να πούμε τούτο, ότι: «Πολλοί από τους άρχοντες πίστευαν Αυτόν (Κύριο ημών Ιησού Χριστό), αλλά δεν το ομολογούσαν επειδή φοβούνταν τους Φαρισαίους, για να μη γίνουν αποσυνάγωγοι. Γιατί αγάπησαν τη δόξα των ανθρώπων μάλλον, παρά τη δόξα του Θεού». Και εάν οι ευχές της λειτουργίας είναι των Ορθοδόξων, τί σημασία έχει αυτό, εάν γίνεται από αιρετικούς; Γιατί δεν πιστεύουν όπως πίστευε εκείνος που τις συνέταξε, ούτε και πιστεύουν σ’ αυτά που σημαίνουν οι λέξεις...
Έτσι λοιπόν, ούτε εδώ πιστεύει αυτά που λέγει, έστω και αν η λειτουργία είναι ορθόδοξη, αλλά αυτός φλυαρεί ανόητα, ή μάλλον εξυβρίζει, εμπαίζοντας τη λειτουργία, γιατί και οι γόητες και οι επαοιδοί χρησιμοποιούν θεϊκές ωδές στις δαιμονικές τελετές τους. 
Ο αβάπτιστος, εάν δεν υπάρχει ορθόδοξος ιερέας, να βαπτιστεί από μοναχό, ή αν δεν υπάρχει και μοναχός, από λαϊκόν, λέγοντας, Βαπτίζεται ο τάδε στο όνομα του Πατρός και του Υιού και του Αγίου Πνεύματος, παρά να πεθάνει αβάπτιστος· και έχει βαπτιστεί αληθινά. Γιατι «στην ανάγκη γίνεται και μετάθεση του νόμου», όπως έγινε παλιά και έχει αποδειχθεί.» 


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΡϞΖ΄. Δωροθέω τέκνω.) 
«...Εάν, όμως, δεν έγινε τίποτε από αυτά, αλλά κοινωνούσε με την αίρεση και δεν πρόλαβε να κοινωνήσει το Σώμα και Αίμα Του Κυρίου, επειδή ο άρτος εκείνος ήταν αιρετικός και όχι σώμα του Χριστού, δεν τολμώ να πω να γίνεται Λειτουργία γι’ αυτόν (γιατί τα θεία δεν είναι παιχνίδια)...«Γιατί καμμιά επικοινωνία δεν υπάρχει του φωτός προς το σκότος». Ούτε με τη μερίδα των ορθοδόξων να κατατάσσεται αυτός που δεν κοινωνεί με την ορθοδοξία ακόμα και την τελευταία ώρα…» 


(ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΡΟΔ΄. Φιλοθέω κτήτορι.) 
«... Το ότι λοιπόν απέχεις εντελώς από την κοινωνία με αιρετικούς και αγωνίσθηκες και απείχες, όπως λες, με την χάρη του Χριστού, και να εξακολουθήσεις να απέχεις ακόμα. Γιατί έτσι θα δείξεις την αγάπη και την κοινωνία σου με τον Θεό, αφού η αντίθετη κοινωνία σε χωρίζει από τον Χριστό... Γιατί η ακρίβεια απαιτεί αυτός που πιστεύει ορθά, να μην επικοινωνεί με τους ετεροδόξους ούτε στο φαγητό, ούτε στο πιοτό, ούτε και να έχει σχέσεις με αυτούς...» 


Ας μην προσπερνάμε, Χριστιανοί μου, τα σωτήρια λόγια των Αγίων της Εκκλησίας μας, που είναι ζωντανοί και που το Άγιον Πνεύμα ομιλεί δι' αυτών, διότι κινδυνεύουμε με το φοβερό αμάρτημα της βλασφημίας και τις συνέπειες που επιφέρει αυτό και στην παρούσα και στη μέλλουσα ζωή.

Ας σταθούμε, έστω και τώρα, προ των ευθυνών μας, ως Χριστιανοί και ας αδράξουμε τη μεγάλη ευκαιρία, που μας δίνει ο Κύριος, να Του αποδείξουμε την αγάπη μας, με αυταπάρνηση και ορθή ΟΜΟΛΟΓΙΑ, διακόπτοντας κάθε κοινωνία με τους βέβηλους εχθρούς Του, θυμούμενοι τα σωτήρια και προειδοποιητικά λόγια Του, στην Αποκάλυψη του Ιωάννου, 18.4:

"Ἔξελθε ἐξ αὐτῆς ὁ λαός μου, ἵνα μὴ συγκοινωνήσητε ταῖς ἁμαρτίαις αὐτῆς, καὶ ἵνα ἐκ τῶν πληγῶν αὐτῆς μὴ λάβητε."

ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ-ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ

ΣΗΜΕΙΟ ΤΗΣ ΔΕΥΤΕΡΑΣ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣ ΤΟΥ ΚΥΡΙΟΥ: Η ΕΞΑΦΑΝΙΣΗ ΤΗΣ ΟΡΘΟΔΟΞΟΥ ΠΙΣΤΕΩΣ





«Όμως ο Υιός του ανθρώπου όταν έλθει θα βρει άραγε την πίστη επί της γης;» (Λουκά ΙΗ΄. 8)

            Την Πίστη αναρωτήθηκε ο Χριστός αν εύρει στους ανθρώπους όταν έρθει ως Κριτής στην Δευτέρα Παρουσία και όχι ακολουθίες και μυστήρια. 

Μόνο την Ορθόδοξη Πίστη και αυτό το είπε για εμάς όχι για τον Ίδιο, για να καταλάβουμε ότι στα έσχατα χρόνια, δηλαδή στα χρόνια του αντίχριστου, που συνδέονται με τη Δευτέρα Παρουσία του Κυρίου, οι άνθρωποι ή θα χάσουν ολότελα την Ορθόδοξη Πίστη ή θα υπάρχουν μόνο ελάχιστοι που θα την κρατήσουν σε ολόκληρη την γη. 
Συγκεκριμένα στα έσχατα χρόνια δηλαδή στα χρόνια αυτά που ζούμε, ο διάβολος δια του αντίχριστου παίρνοντας δικαίωμα από την αμαρτία και την αμετανοησία των Χριστιανών προσπαθεί να αφανίσει την Ορθόδοξη Πίστη.

Γι' αυτό ας αντιληφθούν οι καλοπροαίρετοι Χριστιανοί, ότι μετά τη σύνοδο της Κρήτης (2016), είμαστε σε καιρό πολέμου, αφού η αίρεση επιβλήθηκε συνοδικά, η Πίστη προδόθηκε και η Εκκλησία του Ιησού Χριστού διώκεται. 
Ας παύσουν, λοιπόν, να προβάλλουν την ανάγκη των Μυστηρίων ως μεγαλύτερη από την τήρηση της Ορθόδοξης Πίστεως. Με την ανησυχία τους μην στερηθούν αυτά, τελικά συμβιβάζονται με την αίρεση, με κάθε κακοδοξία και την βλασφημία με αποτέλεσμα να χάνουν στο τέλος και τα δύο, δηλαδή και την Ορθόδοξη και Σωτήρια Ομολογία της Πίστεως και την Χάρη των Ορθοδόξων Μυστηρίων. 
Αυτό δε συμβαίνει επειδή το δόγμα των Χριστιανών είναι ότι η Ορθόδοξη Πίστη είναι η προϋπόθεση των Ορθοδόξων Μυστηρίων. 
Όπως παραδέχονται, άλλωστε και οι ίδιοι οι ψευδεπίσκοποι της κακόδοξης συνόδου της Κρήτης στο άρθρο (3), γράφοντας ότι: «Ἡ εὐθύνη τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας διά τήν ἑνότητα, ὡς καί ἡ οἰκουμενική αὐτῆς ἀποστολή ἐξεφράσθησαν ὑπό τῶν Οἰκουμενικῶν Συνόδων. Αὗται ἰδιαιτέρως προέβαλον τόν μεταξύ τῆς ὀρθῆς πίστεως καί τῆς μυστηριακῆς κοινωνίας ὑφιστάμενον ἄρρηκτον δεσμόν.» 

                Έτσι λοιπόν δύο τινά συμβαίνουν με την κοινωνία των Μυστηρίων, σύμφωνα με το Ορθόδοξο δόγμα και τους Ιερούς Κανόνες των Αγίων Πατέρων της Εκκλησίας:

α) Αν ο Ιερέας είναι Ορθόδοξος, κάνει επομένως και Ορθόδοξα Μυστήρια, ο Χριστιανός όμως που πηγαίνει να μεταλάβει αναξίως, έχει δηλαδή κάποια κρυφή κακοδοξία, αίρεση, ή κάποια αμετανόητη αμαρτία, όπως δηλαδή ο προδότης Ιούδας, τότε κοινωνεί προς κρίμα και κατάκριμα και η Χάρη από το Σώμα και το Αίμα του Χριστού γίνεται Φωτιά που τον καίει και έτσι δίνοντας δικαιώματα στον πονηρό, λαμβάνει τελικά δαιμονική ενέργεια και αντί να Χαριτώνεται τελικά δαιμονίζεται, όπως κι ο δόλιος ο Ιούδας. 
Ή κινδυνεύει να αρρωστήσει και να πεθάνει πρόωρα, σύμφωνα με τα λόγια του Αποστόλου Παύλου. 

β) Αν ο λεγόμενος ιερέας είναι φανερά αιρετικός κακόδοξος και βλάσφημος δηλ. προδότης Ιούδας και όχι Ορθόδοξος, όπως είναι όλοι αυτοί οι αποστάτες ψευδεπίσκοποι του Παγκόσμιου Συμβουλίου «εκκλησιών» που επίσημα αποδέχονται την ληστρική σύνοδο της Κρήτης, αλλά και όσοι λέγουν ότι είναι δήθεν Ορθόδοξοι και ανεπίσημα λέγουν ότι δεν αποδέχονται την βλάσφημη Σύνοδο, αλλά επίσημα έχουν εκκλησιαστική κοινωνία με αυτούς, τότε αντί για Ορθόδοξα Μυστήρια κάνουν αιρετικά μυστήρια και αντί για Σώμα και Αίμα Χριστού κάνουν δαιμονικό άρτο, όπως πολύ ευλογημένα τονίζει και ο Πανόσιος Θεόδωρος Στουδίτης στις Ιερές Επιστολές του για τον άρτο των αιρετικών. 

            Ποιός Χριστιανός αν θέλει να είναι σοβαρός μπορεί να ισχυριστεί ότι η διδασκαλία της κακόδοξης συνόδου της Κρήτης δεν είναι βλάσφημη και αιρετική, αλλά είναι σύμφωνη και όμοια με την Ορθόδοξη διδασκαλία των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων; 
ΑΠΟΛΥΤΩΣ ΚΑΝΕΙΣ, ΑΝ ΘΕΛΕΙ ΒΕΒΑΙΑ ΝΑ ΕΙΝΑΙ ΣΟΒΑΡΟΣ ΚΑΙ ΟΧΙ ΓΕΛΟΙΟΣ. 
Αυτό όμως εξ απόψεως Ορθόδοξης δογματικής σημαίνει ότι οι οικουμενιστες ψευδεπίσκοποι που έγραψαν και συνυπέγραψαν αυτήν την βλάσφημη διδασκαλία του αντίχριστου που δεν έχει προηγούμενο, είναι αδιαμφισβήτητα παναιρετικοί υβριστές Του Κυρίου και υπόκεινται στα αιώνια αναθέματα των Αγίων Πατέρων των Οικουμενικών Συνόδων, δηλ. τίθενται εκτός Εκκλησίας. 
Και στα ίδια αναθέματα υπόκεινται και τίθενται εκτός Εκκλησίας και όσοι λέγουν ότι έχουν δήθεν Ορθόδοξο φρόνημα αλλά παρά ταύτα έχουν κοινωνία μυστηρίων μετ' αυτών. 

Οι Άγιοι Πατέρες μας παρέδωσαν την Πίστη αγνή και ανόθευτη.
Δεν μπορεί να αγνοούνται επιδεικτικά οι Αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων των Ιερών Πατέρων μας. 
Δεν γνωρίζουν ότι όποιος αλλάξει τις Αποφάσεις των Αγίων Οικουμενικών Συνόδων είναι αναθεματισμένος και εκπίπτει στους αιρετικούς;
Συνεπώς, όσοι έχουν «εκκλησιαστική» κοινωνία με αυτούς τους αποστάτες ψευτοχριστιανούς της κακόδοξης συνόδου της Κρήτης, που κοροϊδεύουν τον Ιησού Χριστό, μιλώντας άσχημα για τον Κύριο μας, στα επίσημα πλέον συνοδικά κείμενα τους, και έτσι συμβιβάζονται με αυτήν την μεγάλη βλασφημία, γινόμενοι και αυτοί Ιούδες, προδίδοντας την Ορθόδοξη Πίστη και τον Χριστό χάριν δήθεν του εκκλησιασμού και των μυστηρίιων, τότε αυτοί μεταλαμβάνουν τον διαβολικό άρτο των αιρετικών μυστηρίων και όχι το Σώμα και Αίμα Του Ιησού Χριστού που φαντάζονται, των Ορθοδόξων Μυστηρίων. 
Και το αποτέλεσμα είναι ότι αντί να μετέχουν στο Σώμα και το Αίμα του Χριστού, μετέχουν στον αντίχριστο και αιρετικό άρτο του διαβόλου και αντί να Χαριτώνονται, δαιμονίζονται.

            Αδελφοί, ας γρηγορούμε και ας παρατηρούμε με προσοχή τα σημεία των καιρών, τα οποία, με πρώτο την προσπάθεια για εξαφάνιση της Πίστεως, μας παραπέμπουν στα χρόνια του Αντιχρίστου, τα οποία, βέβαια όπως λέγουν οι Άγιοι Πατέρες μας συνδέονται με τη Δευτέρα Παρουσία. 

Αποτείχιση η μόνη οδός σωτηρίας.

ΜΕ ΜΕΓΑΛΗ ΑΓΑΠΗ ΧΡΙΣΤΟΥ
ΑΓΙΟΡΕΙΤΕΣ ΠΑΤΕΡΕΣ-ΑΓΩΝΙΖΟΜΕΝΟΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΟΙ

Πέμπτη 21 Νοεμβρίου 2019

Οἰκουμενισμός καί Κολυμπάρι

Τί εἶναι ὁ Οἰκουμενισμός καί τί γενικῶς ἡ αἵρεση





Μέ τόν ὅρο «Οἰκουμενισμός» ἐννοεῖται ἡ (παν)αἵρεση ἡ ὁποία ἐπιδιώκει μία τεχνητή, ἐξωτερική, ἕνωση διαφορετικῶν θρησκευτικῶν πίστεων, ὄχι μέ ἐπιστροφή τῶν αἱρετικῶν στήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία (τήν μόνη Ἐκκλησία), ἀλλά μέ ἀμοιβαῖες θεολογικές ὑποχωρήσεις, τόσο τῆς Ὀρθοδοξίας ὅσο καί τῶν χριστιανῶν αἱρετικῶν (ἤ τῶν ἀλλοθρήσκων, ἀργότερα), ὥστε νά μειωθοῦν ὅλοι σέ ἕνα - τό κατά δύναμιν – κοινά ἀποδεκτό παρονομαστή θρησκευτικῆς πίστεως ἤ πρακτικῆς. Ἡ αἵρεση αὐτή ἐπικαλύπτεται μέ τήν πρόφαση τῶν «θεολογικῶν διαλόγων».
Πρέπει πρωτίστως νά γίνει ξεκάθαρο, ὅτι «αἵρεση» συνίσταται στήν ἐντός τοῦ χώρου τοῦ Χριστιανισμοῦ παραμικρή ἔστω ἀπόκλιση ἀπό τά Ὀρθόδοξα Δόγματα, καί ὄχι, ὅπως λένε οἱ Οἰκουμενιστές (π.χ. ὁ Μητροπολίτης Περγάμου Ἰωάννης), στήν ἀπόκλιση μόνον ἀπό τά βασικά δόγματα τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως (τοῦ «Πιστεύω»). Ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός λέει π.χ. ὅτι «ὅποιος δέν πιστεύει ὅπως ἡ Παράδοση τῆς Καθολικῆς [δηλ. Ὀρθοδόξου] Ἐκκλησίας εἶναι ἄπιστος» (PG 94, 1128a), ἐνῷ καί ὁ βυζαντινός νομικός Κώδικας συνοψίζοντας τήν κοινή ἀντίληψη αὐτή ὅλων τῶν Ἁγίων Πατέρων λέει, ὅτι «εἶναι αἱρετικός αὐτός πού παρεκκλίνει ἔστω καί λίγο ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Πίστη» (Ράλλη-Ποτλῆ, Α΄ 261).

 Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τόν ὅρο «Ἐκκλησία» γιά τούς αἱρετικούς

Τό ἐπίμαχο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας πρός τόν λοιπόν χριστιανικόν κόσμον») ὀνομάζει τίς χριστιανικές αἱρέσεις «Ἐκκλησίες»: «Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία ἀποδέχεται τήν ἱστορική ὀνομασία τῶν ἄλλων ἑτεροδόξων χριστιανικῶν Ἐκκλησιῶν καί Ὁμολογιῶν πού δέν εὑρίσκονται σέ κοινωνία μέ αὐτήν» (παρ. §6). Αὐτό ἔρχεται σέ εὐθεῖα ἀντίθεση μέ τό Σύμβολο τῆς Πίστεως, ὅπου ὁμολογεῖται ἡ πίστη μας «εἰς Μίαν, Ἁγίαν, Καθολικήν καί Ἀποστολικήν Ἐκκλησίαν»· στό «Πιστεύω» θεωρεῖται αὐτονόητο, σέ συνάρτηση μέ τήν Ἁγία Γραφή καί τήν Παράδοση, ὅτι στή Μία Ἐκκλησία μας αὐτή ὑπάρχει «ἕνας Κύριος, μία Πίστη, ἕνα Βάπτισμα» (Πρός Ἐφεσίους 4, 5). Ἀντιθέτως, αὐτοί τούς ὁποίους τό Κολυμπάρι ὀνόμασε «Ἐκκλησίες» (Μονοφυσῖτες, Παπικοί, Προτεστάντες κ.ἄ.) ἔχουν δόγματα καταδικασμένα ὡς αἱρετικά ἐπί αἰῶνες ἀπό τήν Ἐκκλησία μας, ἀπό τό 451 ἕως τό 879 καί ἕως τό 1895 (ἄρα δέν ἔχουμε «μία πίστη», τήν ἴδια - γι΄ αὐτό ἄλλωστε λέγονται καί ἑτερόδοξοι, «ἑτέρου δόγματος»). Ἔχουν ἀκόμη καί διαφορετικό τρόπο βαπτίσματος (ράντισμα, δῆθεν νοητή ἐπιφοίτηση κ.ἄ.). 


● Τό Κολυμπάρι ἀποδέχθηκε τήν «Δήλωση τοῦ Τορόντο»

Στό ἐπίμαχο κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου («Σχέσεις...») ἀναφέρεται ὀνομαστικά καί ἐπαινετικά ἡ «Δήλωση τοῦ Τορόντο», ἕνα κείμενο πού συμφωνήθηκε τό 1950 ἀπό τούς Ὀρθοδόξους καί τά ὑπόλοιπα μέλη τοῦ λεγομένου «Παγκοσμίου Συμβουλίου τῶν Ἐκκλησιῶν» (τοῦ ΠΣΕ, πού ἱδρύθηκε τό 1948, ὅπου συμμετέχουν Ὀρθόδοξοι, Προτεστάντες, Μονοφυσῖτες). Λέγεται στό κείμενο τοῦ Κολυμπαρίου (παρ. §19) ὅτι:«Οἱ Ὀρθόδοξες Ἐκκλησίες-μέλη [...] ἔχουν βαθειά τήν πεποίθηση ὅτι οἱ ἐκκλησιολογικές προϋποθέσεις τῆς Δηλώσεως τοῦ Toronto […] εἶναι κεφαλαιώδους σημασίας γιά τήν Ὀρθόδοξη συμμετοχή στό Συμβούλιο», δηλ. στό ΠΣΕ.
Στή «Δήλωση τοῦ Τορόντο», μολονότι γίνονται καί κάποιες ὀρθές ἐκκλησιολογικές διευκρινίσεις, ὡστόσο λέγεται μεταξύ ἄλλων πλανῶν, ὅτι: «Οἱ Ἐκκλησίες-μέλη ἀναγνωρίζουν ὅτι τό νά ἀποτελεῖ κάποιος μέλος τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Χριστοῦ εἶναι πιό περιεκτικό ἀπό τό νά ἀποτελεῖ μέλος τῆς δικῆς του Ἐκκλησίας» (κεφ. 4, §3). Συνεπῶς, ἡ «Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ» δῆθεν δέν περιορίζεται ἐντός τῆς Ὀρθοδοξίας, ἀλλά ὑπάρχει Ἐκκλησία (δηλ. σωτηρία) καί ἐκτός Ὀρθοδοξίας, στόν χῶρο τῆς αἱρέσεως, σύμφωνα μέ τή «Δήλωση τοῦ Τορόντο».

Τό Κολυμπάρι ἐπικύρωσε τίς αἱρέσεις τῶν Συνάξεων Πόρτο Ἀλέγκρε, Πουσάν, Μπαλαμάντ κ.ἄ.

Τό Κολυμπάρι, μέσῳ τοῦ ἰδίου παραπάνω κειμένου («Σχέσεις...»), ἐπαινεῖ τούς μέχρι τώρα θεολογικούς διαλόγους Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν, διότι λ.χ. «ἐκτιμᾷ θετικῶς τά θεολογικά κείμενα πού ἐκδόθηκαν ἀπό αὐτήν [τή σχετική Ἐπιτροπή τοῦ ΠΣΕ...], τά ὁποῖα ἀποτελοῦν ἀξιόλογο βῆμα στήν Οἰκουμενική Κίνηση γιά τήν προσέγγιση τῶν Χριστιανῶν» (παρ. §21).
Ἡ ἔμμεση αὐτή ἐπικύρωση, ἀκόμη καί ἄν δέν κατονομάζει τίς εἰδικότερες θέσεις τῶν κειμένων αὐτῶν, ὅμως τά ἐπικυρώνει συλλογικῶς. Ἄλλωστε, μή ξεχνᾶμε ὅτι οἱ Οἰκουμενικές Σύνοδοι Πενθέκτη (β΄ Κανών) καί Ἑβδόμη (α΄ Κανών) ἔδωσαν οἰκουμενικό κῦρος στούς ἱερούς Κανόνες τῶν Τοπικῶν Συνόδων, χωρίς νά ἀναφέρονται λεπτομερῶς σέ αὐτούς.
Μιά προσεκτική ματιά δείχνει τί ἀπαράδεκτα καί αἱρετικά ἔχουν γραφεῖ, δυστυχῶς, στά σημαντικότερα ἀπό τά κείμενα τῶν «Θεολογικῶν Διαλόγων».
Τό κείμενο τοῦ Πόρτο Ἀλέγκρε (ΠΣΕ, Βραζιλία, 2006) λέγει (παρ. §§6-7) ὅτι«Κάθε Ἐκκλησία [εἴτε ἡ  Ὀρθόδοξη εἴτε οἱ προτεσταντικές κ.λπ. τοῦ ΠΣΕ] εἶναι ἡ Καθολική Ἐκκλησία, ἀλλά ὄχι ὁλόκληρη. Κάθε Ἐκκλησία ἐκπληρώνει τήν Καθολικότητά της, ὅταν εὑρίσκεται σέ κοινωνία μέ τίς ἄλλες Ἐκκλησίες [...] Ὁ ἕνας χωρίς τόν ἄλλον εἴμαστε πτωχευμένοι» καί ὅτι (§5) «ἐνδέχεται νά ὑπάρχουν νόμιμα διαφορετικές διατυπώσεις τῆς πίστεως τῆς Ἐκκλησίας», δηλαδή δέν βλάπτει ἡ διαφοροποίηση τῶν δογμάτων !
Τό κείμενο τοῦ Πουσάν (ΠΣΕ, Νότιος Κορέα, 2013) λέγει μεταξύ πολλῶν ἄλλων πλανῶν, ὅτι «μετανοοῦμε γιά τίς διαιρέσεις μεταξύ τῶν ἐκκλησιῶν μας καί ἐντός αὐτῶν», οἱ ὁποῖες ὑπονομεύουν «τή μαρτυρία μας γιά τό εὐαγγέλιο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ» (παρ. §14). Μέ ἄλλα λόγια, μετανοοῦμε πού οἱ ἅγιοι Πατέρες μᾶς ἔσωσαν ἀπό τίς αἱρέσεις, ἀποκόπτοντάς τις ἀπό τήν Ἐκκλησία !
Ἡ Συμφωνία τοῦ Balamand (Λίβανος, 1993) μεταξύ Ὀρθοδόξων καί αἱρετικῶν Παπικῶν, λέει (παρ. §§13-14) ὅτι: «Καί ἀπό τίς δύο πλευρές ἀναγνωρίζεται ὅτι αὐτό πού ὁ Χριστός ἐμπιστεύθηκε στήν Ἐκκλησία Του [...] δέν μπορεῖ νά θεωρεῖται σάν ἰδιοκτησία τῆς μιᾶς μόνον ἀπό τίς Ἐκκλησίες μας. Στά πλαίσια αὐτά εἶναι προφανές ὅτι κάθε εἴδους ἀναβαπτισμός ἀποκλείεται». Ἐπίσης, ὅτι «ἡ Ὀρθόδοξη καί ἡ Καθολική Ἐκκλησία ἀναγνωρίζονται ἀμοιβαῖα ὡς “ἀδελφές Ἐκκλησίες”, ὑπεύθυνες ἀπό κοινοῦ γιά τήν διατήρηση τῆς Ἐκκλησίας τοῦ Θεοῦ στήν πιστότητα πρός τό Θεῖο Σχέδιο, πολύ ἰδιαίτερα δέ σέ ὅ,τι ἀφορᾶ στήν ἑνότητα»· ἀλλοῦ, διακηρύσσεται (παρ. §30) ὅτι«οἱ εὐθῦνες γιά τόν χωρισμό εἶναι μοιρασμένες» μεταξύ Ὀρθοδόξων καί Παπικῶν!
        Παρά ταῦτα, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου (ὡς μιά «καθώς πρέπει» (“decent”) αἱρετική Σύνοδος) διακήρυξε παραπλανητικῶς, ὅτι «οἱ διάλογοι πού διεξάγονται ἀπό τήν Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία οὐδέποτε σήμαιναν, οὔτε σημαίνουν καί δέν πρόκειται νά σημάνουν ποτέ ὁποιονδήποτε συμβιβασμό σέ ζητήματα πίστεως. Οἱ διάλογοι αὐτοί εἶναι μαρτυρία περί τῆς Ὀρθοδοξίας» (Ἐγκύκλιος, VII, §20).

 Τό Κολυμπάρι ἀπέρριψε ὀρθόδοξες βελτιωτικές προτάσεις

Ὁ Σεβ. Μητροπολίτης Ναυπάκτου κ. Ἱερόθεος, ὁ ὁποῖος συμμετέσχε στή Σύνοδο τοῦ Κολυμπαρίου, ἀλλά δέν ὑπέγραψε τό ἐν λόγῳ προβληματικό κείμενο, σέ εἰδική ἀνάλυσή του («Οἱ ἀποφάσεις τῆς Ἱεραρχίας τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος γιά τήν ΑκΜΣ καί ἡ κατάληξή τους»), μαρτυρεῖ ὅτι στό Κολυμπάρι ἀπορρίφθηκαν (προσοχή!) οἱ ἑξῆς διορθωτικές (ὀρθόδοξες) προτάσεις τῆς Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος (βλ.«Θεοδρομία», ΙΗ΄ 3.4 [Ἰολ –Δεκ 2016] 416-436):
(α) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν δέχεται τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν ἑτεροδόξων (αἱρετικῶν), ἀσχέτως ἀπό τόν τρόπο πού τούς ἐντάσσει στήν Ἐκκλησία, ὅταν μεταστραφοῦν.
(β) Τήν «ἕνωση τῶν ἐκκλησιῶν» ἡ Ὀρθοδοξία τήν κατανοεῖ μόνον ὡς ἐπιστροφή («ἐπισυναγωγή») τῶν ἄλλων στήν Ὀρθοδοξία.
        (γ) Ἡ Ὀρθόδοξη Ἐκκλησία δέν βλέπει τόν ἑαυτό Της ὡς μέρος «τοῦ διαιρεμένου χριστιανικοῦ κόσμου», δηλ. σάν θραῦσμα ἑνός ἑνιαίου μείγματος Ὀρθοδοξίας καί αἱρέσεως.
Ἡ ἀπόρριψη ὅλων τῶν παραπάνω διευκρινίσεων «φωτίζει» τό τί πραγματικῶς ἐννοεῖ τό Κολυμπάρι ὀνομάζοντας «Ἐκκλησίες» τούς ἑτεροδόξους-αἱρετικούς. Τούς θεωρεῖ «Ἐκκλησία», ὅπως εἶναι οἱ Ὀρθόδοξοι.

● Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ἱεραποστολή μας στούς αἱρετικούς

        Στό ἴδιο κείμενο τῆς Συνόδου τοῦ Κολυμπαρίου, γράφεται ὅτι οἱ διάλογοι διεξάγονται ἐνῷ ταυτοχρόνως «ἀποκλείεται κάθε πράξη προσηλυτισμοῦ, οὐνίας ἤ ἄλλης προκλητικῆς ἐνέργειας ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ» (παρ. §23).
Ἄς προσεχθεῖ ἐδῶ, ὅτι δέν γίνεται λόγος περί «βιαίου προσηλυτισμοῦ» (“forcible conversion”), ἄρα ἐννοεῖται καί ἡ ἁπλῆ προσπάθειά μας νά φέρουμε κάποιον στήν Ὀρθοδοξία. Μάλιστα, ἡ προσθήκη τῆς φράσεως «κάθε ὁμολογιακοῦ ἀνταγωνισμοῦ», καθιστᾷ καταφανές, ὅτι ἀπαρνούμαστε γενικῶς τό καθῆκον νά ὁδηγοῦμε τούς ἄλλους στήν Ὀρθοδοξία, ἐπικρίνοντας τίς αἱρέσεις τους κ.λπ.!
Ἀντιθέτως, οἱ θεόπνευστοι ἱεροί Κανόνες ἐπιτάσσουν, ὅτι ὅποιος Ἐπίσκοπος δέν προσπαθεῖ νά μεταστρέψει τούς αἱρετικούς στήν Ὀρθοδοξία πρέπει νά τιμωρεῖται (Καρθαγένης ρλα΄ καί ρλβ΄).
● Τό Κολυμπάρι ἀρνήθηκε τήν ὀρθόδοξη ἀντιρρητική θεολογία τῆς τελευταίας χιλιετίας
        Ὁ Μέγας Ἀθανάσιος, ὁ «Στῦλος γεγονώς Ὀρθοδοξίας», θεωρεῖ προβληματική ὁποιαδήποτε Σύνοδο δέν συντελεῖ στήν ἐπίλυση εἴτε κάποιου ἐπείγοντος λειτουργικοῦ θέματος εἴτε κάποιας αἱρέσεως, καί προσθέτει: «Οἱ σύνοδοι ὅμως πού τώρα ὑποκινοῦνται ἀπό αὐτούς ποιά εὔλογη αἰτία ἔχουν; Ἄν μέν ἔχει προκύψει κάποια ἄλλη νεότερη αἵρεση [...] νά ποῦν ποιές εἶναι οἱ ἐπινοήσεις στήν ὁρολογία καί ποιοί οἱ εἰσαγωγεῖς της» (PG 26, 689a). Ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου δέν εἶχε οὔτε τήν ἀγάπη οὔτε τήν φώτιση γιά νά ἐπιλύσει τό παλαιοημερολογιτικό πρόβλημα· καί δέν καταδίκασε τίς αἱρέσεις τοῦ Παπισμοῦ καί τοῦ Προτεσταντισμοῦ, ἤ πολύ περισσότερο τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὁ ὁποῖος τίς περιλαμβάνει καί τίς ἀθωώνει ὅλες· δέν ἐπικύρωσε π.χ. οὔτε δέχθηκε ὡς 8η καί 9η Οἰκουμενικές τίς σχετικές προηγηθεῖσες Συνόδους τοῦ 879-880 καί τῶν μέσων τοῦ 14ου αἰ. (Ἡσυχαστικές). Ταιριάζει σχετικῶς τό τοῦ Μ. Ἀθανασίου: «Αὐτοί πού ἀπαξιώνουν τήν Σύνοδο πού ἔγινε ἐναντίον της [τῆς αἱρέσεως], δηλαδή ἐκείνην τῆς Νικαίας, τί ἄλλο θέλουν ἀπό τό νά ἐπικρατήσουν τά φρονήματα τοῦ [αἱρετικοῦ] Ἀρείου; Γιά ποιό ἄλλο πρᾶγμα εἶναι ἄξιοι λοιπόν παρά νά καλοῦνται Ἀρειανοί καί νά ἔχουν τό ἴδιο ἐπιτίμιο μέ ἐκείνους;» (PG 26,1032a).
Ἑπομένως, καί στήν ἐποχή του, ὅπως καί σήμερα, οἱ αἱρετικοί δέν ἐπιδίωκαν τήν καταδίκη τῆς Ὀρθοδόξου Α΄ (Οἰκουμενικῆς) Συνόδου τῆς Νικαίας, ἀλλά τήν σιωπηλή προσπέραση-ἀντικατάστασή της καί τοῦ Συμβόλου της ἀπό ἄλλη, αἱρετική, σύνοδο καί ἀπό διφορούμενο σύμβολο πίστεως (Μ. Ἀθανάσιος PG 25,549a-c & 26,808d). Καί ἐδῶ ἀντιστοίχως, ἡ Σύνοδος τοῦ Κολυμπαρίου ὄχι μόνον ἀπέφυγε ἐπιμελῶς νά καταδικάσει τίς πρόσφατες αἱρέσεις, ἀλλά ἐπιπλέον τίς ὀνόμασε καί «ἐκκλησίες», καί ἔτσι διαρρήδην ἀποδεικνύεται ἐξ ἴσου αἱρετική !
Ἀντί ἐπιλόγου
Ἀπό ὅσα ἀναπτύχθηκαν γίνεται ἀντιληπτό τό μέγεθος τῆς αἱρέσεως τοῦ Κολυμπαρίου. Οἱ παραπάνω αἱρετικές θέσεις εἶχαν ἀκουσθεῖ καί νωρίτερα, ὅμως τώρα ἔχουμε ἐπισημοποίησή τους ἀπό Σύνοδο, μέ ταυτόχρονη ἐκτόξευση διωγμῶν καί ἀπειλῶν ἐναντίον ὅσων δέν τίς δεχόμαστε. Ἔτσι ἰσχύουν ὅσα λέγει γιά  τήν κλιμάκωση τῆς αἱρέσεως ὁ Ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης: Πῶς λέγεται, ὅτι δέν κηρύσσουν οὔτε διδάσκουν αἵρεση, «μολονότι διδάσκουν κάθε μέρα ἐμπράκτως αὐτό πού διακήρυξαν συνοδικῶς καί πού τό ἐπιβεβαίωσαν ἀναθεματίζοντας ἐκείνους πού ἀντιδροῦν στήν ἀπόφαση, δηλ. στήν “συγκατάβαση” αὐτῶν [τῶν αἱρετικῶν];» (PG 99,1072b).


Χαρακτηριστικό γνώρισμα της Ορθόδοξης Θεολογίας είναι η στενή σχέση δόγματος και Αποκαλύψεως. Δεν υπάρχει κανένα δόγμα στην Ορθόδοξη Εκκλησία που να μην πηγάζει άμεσα από την Αποκάλυψη.

Αποκάλυψη εννοούμε τη φανέρωση του Θεού στον κόσμο για τη σωτηρία του ανθρώπου. Η Αποκάλυψη αυτή του Θεού πραγματοποιείται με τις ενέργειές του και εκδηλώνεται σε ολόκληρη τη φάση της θείας οικονομίας, που αρχίζει από τη δημιουργία, περνάει μέσα από την Παλαιά και την Καινή Διαθήκη και συνεχίζεται μέσα από την Εκκλησία.


Στο μέλλον, εάν συγκληθεί αληθινή Πανορθόδοξη  Σύνοδος, θα την χαρακτηρίσει ως Ληστρική, θα καθαιρέσει και θα αναθεματίσει όσους υπέγραψαν τις κακόδοξες αποφάσεις.
Εκείνος(και όχι μόνο αυτός) που επί 10ετίες επιδίωκε διακαώς τη σύγκληση της «συνόδου» αυτής, είναι ο Αρχιοικουμενιστής Οικ. Πατριάρχης Βαρθολομαίος.
Δικαιώνεται απόλυτα και μετά το θάνατό του, ο μακαριστός και εν ζωή επίτιμο μέλος του Συλλόγου μας Νικόλαος Σωτηρόπουλος, ο οποίος σε κείμενό του που αναρτήθηκε σε ιστολόγια  2 μήνες πριν την εκδημία του προς τον Κύριον12, την 22 και 23-6-2014, με τον τίτλο «Ο ΜΕΓΑΛΥΤΕΡΟΣ ΕΧΘΡΟΣ ΤΗΣ ΠΙΣΤΕΩΣ», έγραψε μεταξύ άλλων, «Διαβάζουμε την Εκκλησιαστική Ιστορία. Και διαπιστώνουμε, ότι μεγαλύτερος εχθρός της Πίστεως απ’ όλους τους αιώνες δεν ενεφανίσθη άλλος, εκτός του φέροντος το αποστολικόν όνομα Βαρθολομαίος.
 Αυτός ο εκκλησιαστικός ηγέτης δεν πιστεύει «εις την μίαν, αγίαν, καθολικήν και αποστολικήν Εκκλησίαν», που ίδρυσεν ο Χριστός επί «της πέτρας» της πίστεως και ομολογίας του Πέτρου και όχι βεβαίως επί του Πέτρου. Άλλο πέτρα και άλλο Πέτρος. Η «μία εκκλησία» ονομάζεται και «μία ποίμνη» (Ιωάν. 10: 16). Δεν πιστεύει ο Βαρθολομαίος εις την «μίαν ποίμνην» (ή εις το εν πνευματικόν «σώμα» του Χριστού, όπου κατοικεί το Πνεύμα το ΄Αγιο(Εφ. 4: 4), αλλά πιστεύει στις Αιρέσεις, αποκαλώντας αυτές Εκκλησίες. Η Εκκλησία κατ’ αυτόν δεν είνε μία, αλλά πολλές...
Ο Παύλος κήρυξε «εν βάπτισμα» (Εφ. 4:5), το βάπτισμα της Εκκλησίας, όπου υπάρχει η αληθινή Πίστις, η εξ αποκαλύψεως από τον Θεό, που περιλαμβάνει τις αναγκαίες για τη σωτηρία μας ουράνιες αλήθειες. «Εν βάπτισμα», λέγει ο θεόπνευστος Παύλος, πολλά βαπτίσματα λέγει ο Διαβολόπνευστος Βαρθολομαίος. Και τα βαπτίσματα των αιρετικών είνε έγκυρα κατά τον δεσπότη του Φαναρίου. Ο Οικουμενισμός είνε παναίρεσι».

Η Σύνοδος της Ιεραρχίας μας απλώς «κουκούλωσε» το ζήτημα της Αγίας και Μεγάλης Συνόδου. Η Απόφαση της Κρήτης, δια της οποίας αναγνωρίσθησαν ως «Εκκλησίες» οι Ρωμαιοκαθολικοί και οι Διαμαρτυρόμενοι, άνοιξε διάπλατα το δρόμο για την παγκοσμιοποίηση! Ο Οικουμενισμός θριαμβεύει! Οι δογματικές μας διαφορές κουκουλώθηκαν! Η Ορθοδοξία μας πληγώθηκε!
 Το πλήρωμα της Εκκλησίας, κατά την Ορθόδοξο Παράδοση, κρίνει, επικροτεί ή και απορρίπτει τις Αποφάσεις των Συνόδων, δηλ. αναγνωρίζει και κατατάσσει κάθε Σύνοδο στην ιστορία της Εκκλησίας είτε ως Οικουμενική, είτε ως Ληστρική! Οι Ιεράρχες συσκέπτονται και αποφασίζουν, αλλά ο πιστός Λαός επικυρώνει ή απορρίπτει τα Αποφασισθέντα!
΄Εχουμε την διαίσθηση, ότι η Σύνοδος της Κρήτης με μαθηματική ακρίβεια οδηγεί την Ορθοδοξία μας σε νέο Σχίσμα!...». Το κείμενο είναι εύγλωττο! Δεν χρειάζονται σχόλια.

Οι αιρετικές αποφάσεις της «συνόδου» του Κολυμπαρίου συμφωνούν με όσα πρότεινε με την από 29-5-2016 επιστολή της στον Οικουμενικό Πατριάρχη, η Ιερά Κοινότητα του Αγίου ΄Ορους; Δεν συμφωνούν! Σιωπηλή αποδοχή των κακοδοξιών, ή έστω ανοχή, σημαίνει συνενοχή με τους επισκόπους που υπέγραψαν τα αιρετικά κείμενα.
Όταν στη Θεία Λειτουργία χωρίς φόβο απευθύνονται στον Κύριο15, να μνησθεί τον Πατριάρχη Κων/λεως Βαρθολομαίο, ως «ορθοτομούντα τον λόγο της αληθείας Του», δεν συνειδητοποιούν ότι κινδυνεύουν να χαρακτηριστούν από τον Κύριο ως Θεομπαίχτες16;
Η μνημόνευση του επισκόπου στη Θεία Λειτουργία, ενώπιον της αγίας Τράπεζας, εκκλησιαστικά σημαίνει εκτός άλλων, ότι έχουν την ίδια Πίστη με τον μνημονευόμενο επίσκοπο!Ο Πατριάρχης Βαρθολομαίος διασώζει αγνή, ανόθευτη και απαραχάρακτη την δογματική διδασκαλία-ομολογία της Ορθοδόξου Εκκλησίας;OΥΔΟΛΩΣ ΤΗΝ ΔΙΑΣΩΖΕΙ!
Ο Βαρθολομαίος ηγείται από 10ετιών στο χώρο της Ορθοδοξίας, έργω και λόγω, του Διαχριστιανικού και του Πανθρησκειακού Οικουμενισμού! Δεν συνειδητοποιούν ότι με τη μνημόνευση του ονόματος του Βαρθολομαίου  μολύνονται με την θανατηφόρο πνευματική νόσο της παναίρεσης του Οικουμενισμού, και εάν δεν παύσουν τη μνημόνευσηθα οδηγηθούν στο δεύτερο θάνατο17; Πνευματική τύφλωση18;
  Δεν ομολογούν την αλήθεια λόγω των απειλών του Βαρθολομαίου; Δεν γνωρίζουμε. Ο Κύριος Ιησούς Χριστός ο ερευνών νεφρούς και καρδίας το γνωρίζει και θα αποδώσει στον καθένα κατά τα έργα του19.
Aπλά υπενθυμίζουμε ότι το ΄Αγιο Πνεύμα δίνει στους αληθινούς χριστιανούς πνεύμα δυνάμεως και δεν δίνει πνεύμα δειλίας20. Εάν σιωπούν, επειδή πτοούνται για τις  συνέπειες που θα υποστούν από τον Αρχιοικουμενιστή του εσβεσμένου Φαναρίου Βαρθολομαίο, τους υπενθυμίζουμε ότι οι δειλοί σε θέματα πίστεως θα ριχτούν την εσχάτη ημέρα πρώτοι στην πνευματική λίμνη με το άσβεστο πυρ της αιώνιας κόλασης21. Αυτά ισχύουν και για τους μοναχούς και τις μοναχές όλων των Ι.Μ. της Ελλάδος που δεν καταδικάζουν  τις αιρετικές αποφάσεις της «συνόδου» του Κολυμπαρίου.

 Μ. Φωτίου: «Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καί ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἄν ἥμερον περισαίειν δοκῇ (ἄρα δὲν πρόκειται γιὰ κάποιον ποὺ ἔχει ἤδη καθαιρεθεῖ, ἀλλὰ περὶ κάποιου ποὺ διδάσκει κακοδοξίες)· φύγε τήν κοινωνίαν αὐτοῦ καί τήν πρός αὐτόν ὁμιλίαν ὡς ἰόν ὄφεως...· φεύγειν οὖν παντί σθένει διά ταῦτα προσήκει τούς τοιούτους» 

Β' Κανὼν τῆς ἐν Ἀντιοχείᾳ Συνόδου:
«Μὴ ἐξεῖναι δὲ κοινωνεῖν τοῖς ἀκοινωνήτοις, μηδὲ κατ᾽ οἴκους συνελθόντας συνεύχεσθαι τοῖς μὴ τῇ ἐκκλησίᾳ συνευχομένοις, μηδὲ ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ ὑποδέχεσθαι τοὺς ἐν ἑτέρᾳ ἐκκλησίᾳ μὴ συναγομένους. Εἰ δὲ φανείῃ τις τῶν ἐπισκόπων, ἢ πρεσβυτέρων, ἢ διακόνων, ἤ τις τοῦ κανόνος τοῖς ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, καὶ τοῦτονἀκοινώνητον εἶναι, ὡς ἂν συγχέοντα τὸν κανόνα τῆς ἐκκλησίας».
Ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης γράφει δι’ ἐκείνους, οἱ ὁποῖοιἁπλῶς κοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς: «Ἐχθροὺς γὰρ τοῦ Θεοῦ, ὁΧρυσόστομος, οὐ μόνον τοὺς αἱρετικούς, ἀλλὰ καὶ τοὺς τοῖς τοιούτοιςκοινωνοῦντας μεγάλῃ καὶ πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο» (P.G. 99, 1049 Α).
Οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες (1272 μ.Χ.) ποὺ βασανίστηκαν γιὰ τὴν Πίστη καὶ ἁγίασαν, ἔγραφαν πρὸς τὸν Παλαιολόγο: «Ἂν ἡ κοινωνία αὐτῶν ᾖ πρόδηλος, καὶ ἐν ἑνὶ τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καὶ ἀνατροπή; ὁ γὰρ αἱρετικὸν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καὶ ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τὸν κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολὴ ἁγιορειτῶν πρὸς τὸν Βασιλέα Μιχαὴλ τὸν Παλαιολόγον, Δοκίμιον Ἱστορικὸν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ.1896, σελ. 97-107).

Ὁ Ἅγιος Μᾶρκος ὁ Εὐγενικός γράφει: «Φεύγετε καὶ ὑμεῖς ἀδελφοί, τὴν πρὸς τοὺς ἀκοινωνήτους κοινωνίαν καὶ τὸ μνημόσυνον τῶν ἀμνημονεύτων». Ἴδε ἐγώ Μᾶρκος ὁ ἁμαρτωλός λέγω ὑμῖν, ὅτι ...ὁλατινοφρονῶν μετά τῶν Λατίνων κριθήσεται καί ὡς παραβάτης τῆς πίστεως λογισθήσεται»

Πλὴν κἂν μέγας, κἂν μικρός, ἐπ' ἴσης πάντες τὴν πίστιν ὡμολογήσαμεν καὶ τὴν τιμίαν σφραγῖδα ἐλάβομεν, καὶ πάντες τῷ Διαβόλῳ ἀπεταξάμεθα, ἐμφυσήσαντες αὐτόν, καὶ πάντες ὁμοίως τῷ Χριστῷ συνεταξάμεθα, προσκυνήσαντες αὐτῷ· εἰ ἄρα ἐνοήσατε τὴν δύναμιν τοῦ μυστηρίου τῆς κολυμβήθρας καὶ τῆς ἀποταγῆς τοῦ ἀλλοτρίου. Παρακαλοῦμεν μαθεῖν τὴν δύναμιν τῆς ἀποταγῆς. Ἡ ἀποταγή, ἣν ἕκαστος ἐπὶ τοῦ ἁγίου βαπτίσματος ποιούμεθα, μικρὰ μὲν φαίνεται λεγομένη, νοουμένη δὲ καὶ πάνυ ἐστὶ μεγάλη ...ἣν ὁ ἰσχύσας φυλάξαι, τρισμακάριστός ἐστι· διὰ γὰρ ὀλίγων ῥημάτων πᾶν κακὸν ὀνομαζόμενον, ὃ μισεῖ ὁ Θεός, ἀποτασσόμεθα.

Μάρκος ο Ευγενικός !
“Εμείς δι’ ουδέν άλλο απεσχίσθημεν των Λατίνων, αλλά διότι είναι όχι μόνον Σχισματικοί, αλλά και Αιρετικοί. Δια τούτο σας παρακαλώ αποφεύγετε τους Παπικούς όπως φεύγει κάποιος από φιδιού και από προσώπου πυρός, αλλά και τους «Ορθοδόξους» που σχετίζονται με παπικούς.  
Όσο πιο μακριά φεύγει κανείς απ’ αυτούς τους «Ορθοδόξους», τόσο πιο κοντά έρχεται εις τους Αγίους Πατέρες.  Ενώ όσο πιο κοντά τους έρχεται, τόσο πιο πολύ απομακρύνεται από τους Αγίους μας. Δεν χωρεί καμμία συγκατάβασις σε ό,τι έχει σχέση με την Ορθόδοξη Πίστη μας”.

Τετάρτη 20 Νοεμβρίου 2019

Α Ι Ρ Ε Σ Ι Σ - Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Ο Σ, π. Ευθυμίου Τρικαμηνά. --Ας μας απαντήσουν οι Οικουμενιστές: Σε ποιόν θα κάνουμε υπακοή; Σ' αυτούς ή στον άγιο Θεόδωρο; (Υπ' όψιν: όσα αναφέρει ο άγιος, τα αναφέρει για μη καταδικασμένους από Σύνοδο αιρετικούς. Όπως οι σημερινοί -ασυγκρίτως χειρότεροι- παναιρετικοί Οικουμενιστές!


Α Ι Ρ Ε Σ Ι Σ - Α Ι Ρ Ε Τ Ι Κ Ο Σ, π. Ευθυμίου Τρικαμηνά. --Ας μας απαντήσουν οι Οικουμενιστές: Σε ποιόν θα κάνουμε υπακοή; Σ' αυτούς ή στον άγιο Θεόδωρο; (Υπ' όψιν: όσα αναφέρει ο άγιος, τα αναφέρει για μη καταδικασμένους από Σύνοδο αιρετικούς. Όπως οι σημερινοί -ασυγκρίτως χειρότεροι- παναιρετικοί Οικουμενιστές!





Ἕνα ἀπό τά βασικώτερα θέματα μέ τά ὁποῖα ἀσχολήθηκαν καί ἐπολέμησαν οἱ πατέρες τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἡ αἵρεσις.  Ἡ αἵρεσις νοεῖται ὡς μία διαστροφή καί ἀλλοίωσις τῆς ἀληθείας, ὡς ψεῦδος καί πλάνη, εἴτε σέ θεωρητικό ἐπίπεδο εἴτε σέ πρακτικό.  Ἄν γίνη ἀποδεκτή ἡ αἵρεσις ἀπό κάποιον ὀρθόδοξο, εἶναι ἱκανή αὐτομάτως νά τόν ἀποκόψη ἀπό τήν Ἐκκλησία καί νά τοῦ στερήση τήν ἐλπίδα τῆς σωτηρίας. Ἡ αἵρεσις, ἄν γίνη ἀποδεκτή ὡς διδασκαλία, ἀποκόπτει καί ἀποξενώνει ἀπό τόν Χριστό καί ὁλόκληρες τοπικές Ἐκκλησίες, ὅπως τήν Ἐκκλησία τῆς Ρώμης, τήν Ἐκκλησία τῆς Κων/πόλεως κατά τήν περίοδο τῆς εἰκονομαχίας κλπ.
Ἡ αἵρεσις ἦταν τό μεγαλύτερο ὅπλο τοῦ διαβόλου μετά τήν περίοδο τῶν διωγμῶν διά νά πολεμᾶ τήν Ἐκκλησία καί νά ἀποκόπτη ἀπό αὐτήν τούς χριστιανούς. Κάθε ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο σημαίνει ἀποδοχή τῆς αἱρέσεως  καί ταύτισι μέ αὐτήν. 
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἐπειδή ἐπολέμησε τίς αἱρέσεις πού ὑπῆρξαν στήν ἐποχή του, ἀνεδείχθη μέγας ὁμολογητής καί ὑπέρμαχος τῆς πίστεως. Ἦτο ἐκεῖνος τόν ὁποῖο συμβουλεύοντο ὅλοι προκειμένου νά τοποθετηθοῦν σωστά στά θέματα τῆς πίστεως καί ὁ λόγος του εἶχε, θά λέγαμε, τήν ἰσχύ νόμου διά τήν Ἐκκλησία στήν ἐποχή του. Τήν πίστι του δέ αὐτήν τήν ὡμολογοῦσε καί τήν ὑπέγραφε μέ τό ἴδιο του τό αἷμα. Ὡς ἐκ τούτου, τά λόγια του καί οἱ ἐκκλησιαστικές του θέσεις, ἦταν πάντοτε φῶς καί ὁδηγός γιά τούς χριστιανούς καί ἐκφράσεις τῶν θέσεων τῆς Ἐκκλησίας.
   Διά νά  ἰδοῦμε καλύτερα τήν ὅλη διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ὅσον ἀφορᾶ στήν αἵρεσι θά χωρίσουμε τό θέμα σέ πέντε ἑνότητες καί θά παρουσιάσουμε σέ κάθε ἑνότητα σχετικά κείμενα ἀπό τά ἔργα τοῦ Ἁγίου Θεοδώρου:
1) Αἵρεσις–αἱρετικός,  2) Αἱρετική Ἐκκλησία, 3) Αἱρετική κοινωνία (ἐπικοινωνία μέ αἱρετικούς),  4) Αἱρετικός ἄρτος -αἱρετικά μυστήρια καί 5) Αἱρετικός ναός.

ΑΙΡΕΣΙΣ  – ΑΙΡΕΤΙΚΟΣ
(Κείμενα ἁγίου Θεοδώρου Στουδίτου)

1.      Λέοντι Πάπα Ρώμης (τῷ αὐτῷ), Ἐπιστολή ΛΔ΄ (34), Ρ.G. 1028.
Ἀπήγγειλε δέ ἡμῖν ὁ αὐτός ἀδελφός ἡμῶν Ἐπιφάνιος, θειοτάτη κορυφή, ὡς ἔγκλησιν ἐδέξατο παρ' αὐτῆς, ἕνεκα Βαρσανουφίου, Ἡσαΐου τε καί Δωροθέου, τῶν αἱρετικῶν, ὡς δεχομένων ἡμῶν αὐτούς ὀρθοδόξους· καί πάλιν ἠγάσθημεν, εἰ ἡμεῖς οἱ ταπεινοί ὑπέρ ὀρθοδοξίας πάσχοντες, αἱρετικοῖς προσπάσχομεν. Ἐμφραττέσθω πᾶν τό καθ' ἡμῶν ὑποβάλλον καί συκοφαντοῦν στόμα. Ὀρθόδοξοί ἐσμεν, κἄν ἄλλως ἁμαρτωλοί, ὦ μακαριώτατε·  μηδ' ὁτιοῦν ὕφεσίν ἔχοντες ἐν τούτῳ τῆς ἀποστολικῆς πίστεως· πᾶσαν σύνοδον οἰκουμενικήν τε καί τοπικήν, ἐγκεκριμένην τῇ ἀληθείᾳ, μετά τῶν ἐκτεθέντων αὐταῖς ἁγίων κανόνων ἀσπαζόμενοι, καί πᾶσαν αἵρεσιν, καί αἱρετικόν μυσαττόμενοι, καί ἀναθεματίζοντες. Καί ἀνάθεμα Βαρσανουφίῳ, Ἡσαΐᾳ, Δωροθέῳ τε καί Δοσιθέῳ, ὑπό τοῖς τοῦ ἁγίου Σωφρονίου ἀναθεματισθεῖσιν. Ἀλλά καί ἄλλος εἴ τις εἴη τούτοις ὁμώνυμος ὅμως αἱρετικός, κατά τήν ἐκείνων αἵρεσιν, ἤ  ἑτέραν, κἄν ἐπίσκοπος, κἄν ἀσκητής, κἄν ὁστισοῦν, ἀνάθεμα ἔστω. Ἀλλά καί εἴ τις μή ἀναθεματίζοι εὐκαίρως κατά τό ἀναγκαῖον πάντα αἱρετικόν, εἴη τῆς αὐτῶν μερίδος. Ἡμεῖς γάρ καθαροί ἐσμεν παντός αἱρετικοῦ φρονήματος, εὐχαῖς σου ἱερωτάταις, παναγέστατε.
                                    
Ἑρμηνεία:
Μᾶς ἀνέφερε ὁ ἴδιος ἀδελφός Ἐπιφάνιος, ἁγιώτατε πάτερ, ὅτι κατηγορούμεθα ἀπό τήν ὁσιότητά σου ἐξ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν Βαρσανουφίου, Ἡσαΐου καί Δωροθέου, ὅτι δῆθεν ἐμεῖς δεχόμεθα αὐτούς, ὡς ὀρθοδόξους. Καί χαρήκαμε ὑπερβολικά, ἐπειδή ἐμεῖς οἱ ταπεινοί, ἐνῶ βασανιζόμεθα χάριν τῆς Ὀρθοδοξίας, ταλαιπωρούμεθα καί ἐξ αἰτίας τῶν αἱρετικῶν.  Ἄς ἀποστομωθῆ κάθε στόμα πού ὁμιλεῖ ἐνατίον μας καί μᾶς συκοφαντεῖ.
Εἴμαστε ὀρθόδοξοι, ἔστω ἄν καί κατά τά ἄλλα εἴμαστε ἁμαρτωλοί, μακαριώτατε, χωρίς στό θέμα αὐτό νά κάνωμε τήν παραμικρή ὑποχώρησι ἀπό τήν ἀποστολική πίστι.  Ἀποδεχόμεθα δέ κάθε σύνοδο οἰκουμενική καί τοπική πού ἀληθινά εἶναι ἀναγνωρισμένη, μαζί μέ τούς ἱερούς κανόνες πού ἐθέσπισαν καί συγχρόνως ἀποστρεφόμεθα καί ἀναθεματίζουμε κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.  Καί
ἀνάθεμα στόν Βαρσανούφιο, τόν Ἡσαΐα, τόν Δωρόθεο καί τόν Δοσίθεο, οἱ ὁποῖοι  ἀναθεματίσθηκαν ἀπό τόν ἅγιο Σωφρόνιο.
Ἀλλά καί κάθε ἄλλος μέ αὐτούς συνώνυμος, ὅμως κατά τήν πίστι αἱρετικός, ἀκολουθώντας αὐτήν τήν αἵρεσι ἤ ὁποιαδήποτε ἄλλη, εἴτε εἶναι ἐπίσκοπος, εἴτε  ἀσκητής, εἴτε ὁποιοσδήποτε νά εἶναι ἀναθεματισμένος.
Ἀλλά καί ἐάν κάποιος δέν ἀναθεματίζη σέ κάθε περίστασι σύμφωνα μέ τήν ἀνάγκη κάθε αἱρετικό, ἀνήκει καί  αὐτός στήν μερίδα ἐκείνων. Ἐμεῖς λοιπόν εἴμαστε καθαροί ἀπό κάθε αἱρετικό φρόνημα, μέ τήν βοήθεια τῶν ἱερῶν προσευχῶν  σου παναγιώτατε.

2. Θεοφίλῳ ἡγουμένῳ, Ἐπιστολή ΛΘ΄ (39) ΡG 1048C.
Χαλεπή κακοδοξία ἐδογματίσθη ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ. Αὕτη ἡ Μοιχειανική αἵρεσις ἅμα τῇ ἀνατροπῇ τοῦ Εὐαγγελίου, καί τούς θείους κανόνας διά τῆς ἀθωώσεως τοῦ παρ' αὐτῶν καθῃρημένου μοιχοζεύκτου διαλύσασα.  Εἰ γάρ τό Εὐαγγέλιον ἠθέτησαν, σχολή αὐτοῖς περί τῶν ἱερῶν κανόνων φροντίζειν. Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ, ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου· ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς· τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς, μήτε  ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας· ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτῇ μέχρι καί ἑστιάσεως.

Ἑρμηνεία:
Φοβερή κακοδοξία ἔγινε δόγμα εἰς τήν ἐκκλησία μας.  Αὐτή εἶναι ἡ μοιχειανική αἵρεσις, ἡ ὁποία, συγχρόνως μέ τήν ἀνατροπή τοῦ εὐαγγελίου, κατήργησε καί τούς  ἱερούς κανόνες μέ τήν ἀθώωσι αὐτοῦ τοῦ ἱερέως πού ἐστεφάνωσε τόν μοιχό καί πού οἱ ἴδιοι προηγουμένως εἶχαν καθαιρέσει. Διότι ἐφ' ὅσον τό εὐαγγέλιο τό κατήργησαν, ἀσχολοῦνται δῆθεν μέ τήν φροντίδα τῶν ἱερῶν κανόνων. Αὐτά λοιπόν μαζί μέ τόν χαιρετισμό, ἐθεώρησα ἀπαραίτητο νά ὑπενθυμίσω στήν πατρότητά σου, ὥστε, γνωρίζοντας ὅτι εἶναι αἵρεσις, νά φύγης μακριά ἀπό τήν αἵρεσι, δηλαδή  ἀπό τούς αἱρετικούς, καί οὔτε νά ἔχης ἐκκλησιαστική κοινωνία μαζί των, οὔτε νά τούς μνημονεύης στήν ἁγιωτάτη μονή σου κατά τή Θεία Λειτουργία. Διότι ὑπάρχουν φοβερές ἀπειλές, οἱ ὁποῖες ἐκφωνήθηκαν ἀπό τούς ἁγίους, γι' αὐτούς πού συγκαταβαίνουν καί ἐπικοινωνοῦν μέ τούς αἱρετικούς, μέχρι καί στό σημεῖο νά συμφάγουν μαζί των.

3. Ἀθανασίῳ τέκνῳ, Ἐπιστολή ΜΗ΄ (48), Ρ.G. 1080C.
Ἰδού οὖν ἐγώ, ἀδελφέ, εὐαγγελικῶς τε καί ἀποστολικῶς ὁμοῦ τε καί Πατρικῶς παρέστησά σοι, εἴπερ βούλοιο πείθεσθαι λόγοις ἀληθείας· ὅτι αἵρεσιν ἀναμφιβόλως πεπλήρωκεν ἡ μοιχοσύνοδος, ἀρχθεῖσα ἀπό τῆς μοιχείας· εἰ καί διά μέσου ὑπελώφησεν ἐκ μόνου τοῦ ὀνομάσαι, μᾶλλον δέ κηρύξαι τήν μοιχοζευξίαν, οἰκονομίαν ἐν τῇ Ἐκκλησίᾳ τοῦ Θεοῦ γίνεσθαι.  Καί μή θαυμάσῃς, εἰ μία φωνή τίκτει αἵρεσιν· ἀκούων τοῦ Κυρίου λέγοντος· Ἰῶτα ἕν· ἤ μία κεραία οὐ μή παρέλθῃ ἀπό τοῦ νόμου, ἕως ἄν πάντα γένηται.
Μηδέ δόξῃ σοι λέγειν·  Τίς χρεία πολυπραγμονεῖν, καί διά μιᾶς λέξεως ἀνασειράζειν τάς γνωστικάς θεωρίας, καί συνάγειν τοῦτο κἀκεῖνο; ἵνα μή ἐμπέσῃς εἰς τήν λεγομένην τῶν Γνωσιμάχων αἵρεσιν, περί ἧς φησιν  ὁ συγγράφων· Γνωσιμάχοι οἱ πάσῃ γνώσει τοῦ Χριστιανισμοῦ ἀντιπίπτοντες, ἐν τῷ λέγειν αὐτούς ὅτι περισσόν τι ποιοῦσιν οἱ γνώσεις τινάς ἐκζητοῦντες ἐν ταῖς θείαις Γραφαῖς· οὐδέν γάρ ἄλλο ζητεῖ  ὁ Θεός παρά Χριστιανοῦ, εἰ μή πράξεις καλάς. Ἀγαθόν οὖν ἐστι μᾶλλον ἁπλουστέρως τινά πορεύεσθαι, καί μηδέν δόγμα γνωστικῆς πραγματείας πολυπραγμονεῖν. Οὕτω μέν οὖν οἱ Γνωσιμάχοι. Δός οὖν αὐτός, εἴπερ ἔχεις, ἐκ θείων φωνῶν,  ὅτι οὐχ αἵρεσις· καί μή μοι πλῆθος ἐποίσῃς, μηδέ τούς νυκτερινούς θεοσεβεῖς αὔχει, γνωστικούς τε οὕς λέγεις καί ἰδιώτας καί φίλους. Εἰ γάρ θεοσεβεῖς, ποῦ ἡ παῤῥησία;

Ἑρμηνεία:
Ἐγώ λοιπόν, ἀδελφέ μου, σοῦ παρουσίασα (πῶς ἔχει ἡ ὑπόθεσις) εὐαγγελικά καί ἀποστολικά, συγχρόνως δέ καί πατρικά, ἐάν βέβαια θέλης νά πεισθῆς στά λόγια τῆς ἀληθείας.  Σοῦ ἀπέδειξα δηλαδή ὅτι χωρίς ἀμφιβολία αἵρεσι ἐδημιούργησε ἡ μοιχοσύνοδος, ἡ ὁποία ἄρχισε ἀπό τήν μοιχεία, ἄν καί ἐνδιάμεσα ἐκόπασε μόνον ὡς πρός τόν ὄνομα, ἐπειδή διεκήρυξε τόν γάμο τῶν μοιχῶν, ὡς οἰκονομία ἀποδεκτή στήν Ἐκκλησία τοῦ Θεοῦ.  Καί μήν ἀπορήσεις γιά τό ὅτι μία φωνή γεννᾶ αἵρεσι, ἀκούγοντας τόν Κύριο νά λέγῃ: «Ἕνα γιῶτα ἤ ἕνα κόμμα δέν θά καταργηθῆ ἀπό τόν νόμο, μέχρι πού νά γίνουν ὅλα».
 Οὔτε ἐπίσης νά θελήσης νά λές.  Ποιά ἀνάγκη ὑπάρχει νά πολυεξετάζω αὐτήν τήν ὑπόθεσι καί μέ μία λέξι νά ἐπαναφέρω τίς γνωστικές θεωρίες καί νά συμπεραίνω αὐτό ἤ ἐκεῖνο; Γιά νά μήν πέσης στήν αἵρεσι τῶν γνωσιμάχων, γιά τήν ὁποία λέγει ὁ συγγράψας αὐτήν (Ἅγ. Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός)· Γνωσιμάχοι ὀνομάζονται ἐκεῖνοι πού ἀντιδροῦν σέ κάθε γνῶσι τοῦ Χριστιανισμοῦ, λέγοντας ὅτι κάνουν κάτι περιττό καί ἀνώφελο, αὐτοί πού ζητοῦν κάποιες γνώσεις στίς  ἅγιες Γραφές. Γιατί ὁ Θεός λέγουν, δέν ζητεῖ τίποτε ἄλλο ἀπό τόν Χριστιανό, παρά μόνο καλές πράξεις. Εἶναι ἑπομένως καλό νά πορεύεται κανείς ἔτσι ἁπλά καί νά μήν πολυασχολεῖται μέ κανένα δόγμα γνωστικῆς σημασίας. Ἔτσι λοιπόν πιστεύουν οἱ αἱρετικοί Γνωσιμάχοι. Παρουσίασέ μου λοιπόν σύ, ἄν βέβαια ἔχης, ἀπό τά ἱερά κείμενα, ὅτι ὁ γάμος τῶν μοιχῶν δέν εἶναι αἵρεσι, καί μή μοῦ ἀναφέρεις πολλά, οὔτε νά καυχιέσαι γιά ἐκείνους πού κάνουν τόν θεοσεβῆ μέν, ἀλλά στό σκοτάδι τῆς νύκτας, τούς ὁποίους ὀνομάζεις γνωστικούς καί ἁπλοϊκούς φίλους. Ἐπειδή ἄν αὐτοί εἶναι θεοσεβεῖς, ποῦ εἶναι τό θάρρος καί ἡ παρρησία των;

4. Πρός Μιχαήλ Βασιλέα, Ἐπιστολή ΠΣΤ΄ (86) Ρ.G. 1329D.
Ἐπειδή δέ ὁ δεύτερος λόγος περί τῆς εἰλικρινοῦς τε καί ἀμωμήτου ἡμῶν τῶν Χριστιανῶν ἐστι πίστεως· ἐκεῖνο μετά αἰδοῦς τολμῶμεν ἀνενέγκαι, ὡς εἰ μέν ἀνθρώπινόν τι ἦν τό λεγόμενον, καί ἤ πρός τοῦ ἁγιωτάτου ἡμῶν ἀρχιερέως, ἤ παρ' ἡμῶν  τῶν ἀναξίων ἐξουσιαζόμενον· οὔ τί που τό μικρόν, ἀλλά γάρ καί τό πᾶν παραχωρεῖν ἔδει· οὕτω τῆς ἐντολῆς κελευούσης. Ἐπεί δέ περί Θεοῦ καί εἰς Θεόν ὁ Λόγος, οὗ δοῦλα τά σύμπαντα· οὐχ ὁ τίσδε ἤ τίσδε· ἀλλ' οὐδ' εἰ Πέτρος καί Παῦλος, οὐδ' ἄν  τις τῶν ἀγγέλων εἴη, τολμήσειεν ἄν κἄν τό βραχύτατον παρακινῆσαι· ὡς διά τούτου τοῦ παντός Εὐαγγελίου ἀνατρεπομένου. Πρός τέ τό συνᾶραι λόγον ἀντιῤῥητικόν μετά τῶν ἑτεροδόξων ἐναντιούμενον τῇ ἀποστολικῇ παραγγελίᾳ οὐ καθῆκον· εἰ μή τι πρός νουθεσίαν μόνον. Καί διά τοῦτο οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ  εὐσεβοῦς ὑμῶν κράτους, καί γρύξαι μόνον οὐ κατατολμῶμεν.

Ἑρμηνεία:
Ἐπειδή ὅμως ὁ δεύτερος λόγος εἶναι γιά τήν ἀληθινή καί ἀμώμητο πίστι τῶν Χριστιανῶν, παίρνομε τό θάρρος μέ σεβασμό νά ἀναφέρωμε, ὅτι ἐάν αὐτό πού λέγομε ἦτο κάτι ἀνθρώπινο, ἤ κάτι πού μποροῦσε νά τό ρυθμίση ὁ ἁγιώτατος Ἀρχιεπίσκοπος, ἤ ἄν εἴχαμε ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι τὴν εὐθύνη (νὰ τὸ ρυθμίσουμε), θά ἔπρεπε νά κάνουμε ὄχι κάποια μικρή μόνο, ἀλλά ὁποιαδήποτε παραχώρησι, σύμφωνα πάντοτε μέ τήν εὐαγγελική ἐντολή. Τήν στιγμή ὅμως κατά τήν ὁποία ὁ λόγος ἀναφέρεται στό Θεό καί ἀφορᾶ στόν Θεό, στόν ὁποῖο ὑποτάσσονται τά πάντα, ὄχι μόνο ὁ τάδε ἤ ὁ τάδε, ἀλλά οὔτε ἄν ἦταν ὁ ἴδιος ὁ Πέτρος καί ὁ Παῦλος, οὔτε ἄν ἦταν κάποιος ἀπό τούς ἀγγέλους, θά μποροῦσε νά τολμήση νά ἀλλάξη τό παραμικρό ἀπό τήν πίστι, γιατί ἄν αὐτό γινόταν, θά ἀνατρεπόταν ὁλόκληρο τό Εὐαγγέλιο. Ἀκόμη δέ, τό νά κάνουμε διάλογο ἀντιρρητικό μέ τούς αἱρετικούς, εἶναι ἀντίθετο στήν ἀποστολική ἐντολή καί δι' αὐτό δέν ἐπιτρέπεται, ἐκτός ἄν πρόκειται  γιά μία μόνο ἁπλή συμβουλή καί νουθεσία. Γι' αὐτό λοιπόν ἐμεῖς οἱ ἀνάξιοι δοῦλοι τοῦ εὐσεβοῦς κράτους σου, δέν τολμοῦμε νά ποῦμε τόν παραμικρό λόγο.

5. Ἐκ τοῦ βίου τοῦ ὁσίου, Ρ.G. 281Α.
Συνέπεται δέ τούτοις καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος. «Προφυλάσσω ὑμᾶς, λέγων, ἀπό τῶν θηρίων τῶν ἀνθρωπομόρφων αἱρετικῶν· οὕς οὐ μόνον οὐ δεῖ ἡμᾶς παραδέχεσθαι, ἀλλ' εἴ δυνατόν μηδέ συναντᾷν». Τούτων τοιγαροῦν οὕτω διωρισμένων, καί τῆς πρός τούς δυσσεβεῖς αἱρετικούς ὁμιλίας ἡμᾶς ἀπαγόντων, τίς λοιπόν πεῖσαι ἡμᾶς δυνήσεται ἐλθεῖν εἰς λόγους μετά τῶν ἠθετηκότων κανόνας καί στάθμας τῆς ἀρχαίας πίστεως, καί τάς θείας Γραφάς ἀφόβως εἰς πολλῶν ἀποπλάνησιν ῥερᾳδιουργηκότων; ὅν γάρ τρόπον Ἰανής καί Ἰαμβρής ἀντέστησαν τῷ θεράποντι τοῦ Θεοῦ Μωϋσεῖ, οὕτω καί οὗτοι ἀνθίστανται τῇ ἀληθείᾳ, δελεαζόμενοι τῇ τε παρά σφισι πρωτοκαθεδρίᾳ καί τῇ πλείστους ἀπολλυούσῃ  αἰσχροκερδίᾳ. Ἀλλ' οὐ προκόψουσιν ἐπί πολύ, ὡς ὁ λόγος φησίν· ἡ γάρ ἄνοια αὐτῶν ἔκδηλος ἔσται πᾶσιν· ὡς καί ἐκείνων ἐγένετο.

Ἑρμηνεία:
Ἀκολουθεῖ καί συμφωνεῖ (μέ τά ἀνωτέρω εὐαγγελικά λόγια) καί ὁ θεοφόρος Ἰγνάτιος, ὁ ὁποῖος λέγει: «Θέλω νά σᾶς προφυλάξω ἀπό τά ἀνθρωπόμορφα θηρία δηλαδή τούς αἱρετικούς.  Αὐτούς, ὄχι μόνο δέν πρέπει νά τούς ἀποδεχώμεθα, ἀλλά ἐάν εἶναι δυνατόν οὔτε νά τούς συναντοῦμε». Αὐτῆς λοιπόν τῆς διδασκαλίας τῶν πατέρων, τόσο αὐστηρά διορισμένης, ὥστε νά ἀπαγορεύη κάθε συνομιλία μέ τούς ἀσεβεῖς αἱρετικούς, ποιός εἶναι δυνατόν νά μᾶς πείση νά κάνουμε συνομιλίες μέ τούς αἱρετικούς, οἱ ὁποῖοι ἀθέτησαν κανόνες καί νόμους τῆς ἀποστολικῆς πίστεως, καί ἐπιπλέον τά ἱερά κείμενα τῶν Γραφῶν τά διαφθείρουν καί τά ἀλλοιώνουν εἰς τρόπον ὥστε νά πλανῶνται πολλοί.  Ὅπως π.χ. ὁ Ἰαννής καί ὁ Ἰαμβρής ἀντιστάθηκαν καί ἐπολέμησαν τόν δοῦλο τοῦ Θεοῦ Μωϋσῆ, ἔτσι καί οἱ αἱρετικοί ἀντιστέκονται καί πολεμοῦν τήν ἀλήθεια ἐπειδὴ δελεάζονται ἀπό τήν φιλόδοξη σκέψη ὅτι θά κατακτήσουν τὴν ἐξουσία καί ἀπό τήν αἰσχροκέρδεια, ἡ ὁποία καταστρέφει τούς περισσοτέρους. Ἀλλά αὐτοί δέν θά ὑπερισχύσουν γιά πολύ σύμφωνα μέ αὐτά τά λόγια «ἐπειδή ἡ ἀνοησία αὐτῶν εἶναι φανερή ὅπως συνέβη καί σ' ἐκείνους».

6. Θεοκτίστῳ ἐρημίτῃ, Ἐπιστολή ΡΞΣΤ΄ (166) Ρ.G.,  1528D.
«Ὁμολογεῖν τε καί τούς ἁγίους πάντας ὡς θεράποντας Θεοῦ, πρεσβεύειν τῷ Θεῷ δυναμένους εἰς σωτηρίαν ἡμῶν. Ἔτι ὁμολογεῖν τάς ἁγίας εἰκόντας, αὐτοῦ τε τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ, τῆς τε αὐτοῦ Μητρός, ἀγγέλων τε καί πάντων ἁγίων, προσκυνεῖν τε καί ἀποδέχεσθαι, κατά τό δογματισθέν τῇ ἐν Νικαίᾳ τό δεύτερον συνόδῳ· ἀναθεματίζειν τε πάντας αἱρετικούς τούς ὑπό τῶν συνόδων ἀναθεματιζομένους·  ἀνακηρύττειν πάντας τούς ὀρθοδόξους παρ' αὐτῶν εὐφημουμένους. Αὕτη ἡ ἀληθινή (εἰλικρινής) πίστις τῶν Χριστιανῶν· τοῦτο τό μαρτύριον τῆς Χριστοῦ ὁμολογίας. Παρά ταῦτα ὁ φρονῶν ἤτω ἀνάθεμα ἀπό τοῦ Πατρός, καί τοῦ Υἱοῦ, καί τοῦ ἁγίου Πνεύματος· καθά φησιν ὁ ἀπόστολος Παῦλος· Ὅτι κἄν ἡμεῖς, ἤ ἄγγελος ἐξ οὐρανοῦ εὐαγγελίζηται ὑμῖν παρ' ὅ εὐηγγελισάμεθα, ἀνάθεμα ἔστω. Ἐπεί οὖν αὐτός λεπτομερῶς ταῦτα ἐξεκάλυψας ἐν τοῖς γράμμασί σου· δέον πᾶσα ἀνάγκη ὁμολογῆσαί σε οὕτω φρονεῖν.

Ἑρμηνεία:
Νά ὁμολογῆς ἐπίσης ὅτι ὅλοι οἱ  ἅγιοι, ὡς ἀκόλουθοι τοῦ Θεοῦ ἔχουν τήν χάρι νά πρεσβεύουν στό Θεό γιά τήν σωτηρία μας. Ἐπίσης νά ὁμολογῆς τίς ἅγιες εἰκόνες, τοῦ ἰδίου Κυρίου μας Ἰησοῦ Χριστοῦ καί τῆς μητέρας Του καί τῶν ἀγγέλων καί ὅλων τῶν ἁγίων καί νά τίς προσκυνᾶς καί νά τίς ἀποδέχεσαι, σύμφωνα μέ τήν δεύτερη σύνοδο τῆς Νικαίας. Ἀκόμη νά ἀναθεματίζης ὅλους τούς αἱρετικούς οἱ ὁποῖοι εἶναι ἀναθεματισμένοι ἀπό τίς συνόδους καί νά ἀναγνωρίζης ὅλους τούς ὀρθοδόξους πού ἐπαινοῦνται ἀπό αὐτές. Αὐτή εἶναι ἡ ἀληθινή πίστι τῶν Χριστιανῶν, αὐτή εἶναι ἡ ἀπόδειξις τῆς ὁμολογίας τοῦ Χριστοῦ. Ἐκεῖνος πού πιστεύει διαφορετικά ἀπό αὐτά εἶναι ἀναθεματισμένος ἀπό τόν Πατερα καί τόν Υἱό καί τό ἅγιον Πνεῦμα· ὅπως διακηρύσσει ὁ ἀπόστολος Παῦλος: «’Aκόμη καί ἄν ἐμεῖς οἱ ἴδιοι ἤ ἄγγελος ἀπό τόν οὐρανό σᾶς κηρύττη εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού σᾶς ἐκηρύξαμε ἐμεῖς, νά εἶναι  ἀναθεματισμένος. Ὅπως προανέφερα, καί τώρα πάλι λέγω: Ὅποιος σᾶς κηρύττει εὐαγγέλιο διαφορετικό ἀπό αὐτό πού παραλάβατε, νά εἶναι ἀναθεματισμένος». Ἐπειδή λοιπόν, σύ τά ἐφανέρωσες αὐτά ὅλα μέ κάθε λεπτομέρεια στίς ἐπιστολές σου, εἶναι ἀνάγκη καί νά ὁμολογῆς ὅτι ἔτσι πιστεύεις.

ΘΕΟΛΟΓΙΚΕΣ  ΘΕΣΕΙΣ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΣΤΟΥΔΙΤΟΥ ΔΙΑ ΤΗΝ ΑΙΡΕΣΙ
   Στήν πρώτη ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πού ἐπιλέξαμε διά νά καταδείξουμε τίς θεολογικές θέσεις του στό σπουδαιότατο θέμα τῆς αἱρέσεως καί τῶν αἱρετικῶν, ὁ ὅσιος ἀπολογεῖται τρόπον τινά σέ κατηγορίες, σύμφωνα μέ τίς ὁποῖες, ἐδέχθη δῆθεν νά ἔχη ἐκκλησιαστική κοινωνία μέ κάποιους αἱρετικούς.  Καί κατά πρῶτον ἀποδεικνύει ὅτι εἶναι ταυτισμένος μέ τήν ὀρθόδοξη πίστι τῶν πατέρων, ἀπό τά μαρτύρια καί τούς διωγμούς, πού ὑφίσταται δι' αὐτήν τήν πίστι. Δηλώνει ἐνημερωτικά ἐπί πλέον ὅτι δέν κάνει τήν παραμικρή ὑποχώρησι στά θέματα τῆς πίστεως καί ἀκόμη ὅτι ἀποδέχεται κάθε ἐγκεκριμένη οἰκουμενική καί τοπική σύνοδο μαζί μέ τούς κανόνες πού ἐθέσπισαν.
Ἐπί πλέον διακηρύσσει ὅτι ἀναθεματίζει κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό. Δηλώνει ὅτι  ὁποιοσδήποτε δέν ἀκολουθεῖ τήν ὀρθόδοξη πίστι ἀλλά ἔχει κάποια αἵρεσι, εἴτε παλαιά εἴτε νέα, εἴτε ἐπίσκοπος, εἴτε ἀσκητής εἶναι ἀναθεματισμένος.
Τό κυριώτερο ὅμως εἶναι ἡ δευκρίνισις πού κάνει, ὅτι στήν ἴδια μερίδα τῶν αἱρετικῶν καί τῶν ἀναθεματισμένων ἀνήκουν καί ὅσοι σέ κάθε περίστασι δέν ἀναθεματίζουν κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
Στήν δεύτερη ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πού παρουσιάσαμε, ὁ ὅσιος ἀναφέρεται σέ μία ἀπό τίς δύο αἱρέσεις πού ἀνεφύησαν στήν ἐποχή του, τήν λεγομένη μοιχειανική αἵρεσι. Ἡ αἵρεσις αὐτή, δηλώνει, ἀνατρέπει τίς εὐαγγελικές ἐντολές καί καταργεῖ τούς ἱερούς κανόνες. Ἡ αἵρεσις διακηρύσσεται καί πρακτικά, ὅταν ἐπισήμως ἀθωώσουμε τόν παραβάτη τῶν  ἱερῶν κανόνων καί τῶν εὐαγγελικῶν ἐντολῶν. Δηλώνει ὁ ὅσιος ὅτι, προκειμένου νά ἀπομακρυνθοῦμε ἀπό τήν αἵρεσι, πρέπει νά φεύγουμε μακριά ἀπό τούς αἱρετικούς, δηλαδή νά μήν ἔχουμε καμμία κοινωνία σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μαζί τους. Διότι, λέγει, ὑπάρχουν φοβερές ἀπειλές ὄχι μόνον γιά τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί γι' αὐτούς πού ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μαζί τους, μέχρι τοῦ σημείου ἁπλῶς καὶ νά συμφάγουν μέ αὐτούς.
Στήν τρίτη ἐπιστολή  ὁ ὅσιος ἀναφερόμενος πάλι στήν μοιχειανική αἵρεσι λέγει ὅτι καί μία φωνή ἀντίθετη στόν εὐαγγελικό νόμο γεννᾶ αἵρεσι. Ἀναφέρει ὅτι οἱ παράνομες οἰκονομίες πού ἐπίσημα θεσπίζονται ἀπό τήν Ἐκκλησία γεννοῦν αἵρεσι. Ἀναφέρει, ἐπίσης, ὅτι ἡ ἀδιαφορία γιά τά δόγματα μᾶς κάνει νά πέσουμε στήν αἵρεσι τῶν γνωσιμάχων, σύμφωνα μέ τόν Ἅγ. Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό. Τέλος λέγει ὅτι ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή πρέπει νά παίρνουμε τίς ἀποδείξεις γιά τίς αἱρέσεις καί ὄχι αὐτά πού  ἰσχυρίζεται ὁ καθένας.
Στήν τέταρτη ἐπιστολή ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ὅτι ὁ,τιδήποτε ἀναφέρεται στά δόγματα καί στήν πίστι δέν ἔχει ἐξουσία νά τά ρυθμίζη κανείς, πολύ περισσότερο νά τά ἀλλάζη ἤ νά τά ἀθετῆ.  Χαρακτηριστικά λέγει ὅτι, τά θέματα τῆς πίστεως, δέν μποροῦν νά τά ἀλλάξουν οὔτε, ἄν ἤρχοντο, ὁ Ἀπ. Πέτρος, ἤ ὁ Παῦλος, ἤ κάποιος ἄγγελος. Ἡ παραμικρή ἀλλοίωσις στήν πίστι σημαίνει ἀνατροπή καί κατάργησι ὁλοκλήρου τοῦ εὐαγγελίου.  Δηλώνει καθαρά καί ἀπερίφραστα ὅτι ὁ διάλογος μέ τούς αἱρετικούς ἀπαγορεύεται ἀπό τίς ἀποστολικές ἐντολές. Ἐπιτρέπεται μόνον μία συμβουλή ἤ νουθεσία πρός αὐτούς.
   Στήν πέμπτη ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀναφέρει καί ταυτίζεται μέ τήν θεολογική καί ἐκκλησιαστική θέσι τοῦ Ἁγ. Ἰγνατίου τοῦ Θεοφόρου, ὅσον ἀφορᾶ στούς αἱρετικούς. Οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ὡς  ἀνθρωπόμορφα θηρία, τά ὁποῖα ὄχι μόνον δέν πρέπει νά ἀποδεχώμεθα ἀλλά, ἐάν εἶναι δυνατόν, οὔτε νά συναντοῦμε. Αἱρετικοί εἶναι αὐτοί, λέγει ὁ ὅσιος, πού ἀθετοῦν καί ἀλλοιώνουν τά κείμενα τῶν γραφῶν καί γίνονται αἰτία νά πλανηθοῦν πολλοί. Οἱ αἱρετικοί πολεμοῦν ἐναντίον τῆς ἀληθείας καί ἐξαπατῶνται ἀπό τήν σκέψη ὅτι θὰ κατακτήσουν τὴν  ἐξουσία.
Στήν ἕκτη ἐπιστολή ὁ ὅσιος ἀναφέρεται στήν ὁμολογία πού πρέπει νά κάνει κάθε ὀρθόδοξος, ὡς πρός τήν  κάθε αἵρεσι πού ὑφίσταται. Ἀναφέρει πάλι ὅτι ἡ ὁμολογία πρέπει νά συνοδεύεται ἀπό τόν ἀναθεματισμό ὅλων τῶν αἱρετικῶν καί τήν ἀναγνώρισι τῶν ὀρθοδόξων. Ἐκφράζει τήν φοβερή θεολογική καί ἐκκλησιαστική θέσι, ὅτι ὅποιος δέν πιστεύη κατ' αὐτόν τόν τρόπο εἶναι ἀναθεματισμένος ἀπό τήν Ἁγία Τριάδα.

ΣΥΝΟΠΤΙΚΗ ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ
ΔΙΑ ΤΗΝ  ΑΙΡΕΣΙ

   1. Ὁ ὀρθόδοξος ἀναθεματίζει σέ κάθε περίστασι κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.
   2. Ὅποιος δέν ἀναθεματίζη σέ κάθε περίστασι κάθε  αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό ἀνήκει στήν μερίδα ἐκείνων.
   3. Ὁ ὀρθόδοξος ἀναγνωρίζει κάθε ἐγκεκριμμένη οἰκουμενική καί τοπική σύνοδο μαζί μέ τούς ἐκτεθέντας  ἀπό τίς συνόδους αὐτές ἱερούς κανόνες.
   4. Ὁ ὀρθόδοξος φεύγει ἀπό κάθε αἵρεσι καί κάθε αἱρετικό.  Δέν ἔχει καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μαζί τους.
   5. Καί μία ἀντίθετη διδασκαλία στόν εὐαγγελικό νόμο καί τούς ἱερούς κανόνες δημιουργεῖ αἵρεσι.
   6. Δέν ἔχει δικαίωμα οὔτε Ἀπόστολος οὔτε Ἄγγελος νά μετακινήση τό παραμικρό ἀπό τήν ὀρθόδοξο πίστι.
   7. Δέν ἐρχόμεθα σέ συζητήσεις ἀτέλειωτες μέ τούς αἱρετικούς, παρά μόνο τούς κάνουμε μία-δύο νουθεσίες διά νά μετανοήσουν.
   8. Οἱ αἱρετικοί χαρακτηρίζονται ἀπό τούς ἁγίους ὡς ἀνθρωπόμορφα θηρία. Δέν παραδεχόμεθα τίποτα ἀπό τήν διδασκαλία τους καί εἰ δυνατόν δέν τούς συναντοῦμε.
   9. Οἱ αἱρετικοί ἀντιστέκονται στήν ἀλήθεια καί δελεάζονται ἀπό τήν ἐξουσία καί τήν αἰσχροκέρδεια.
   10. Ὁ ὀρθόδοξος καταδικάζει καί ἀναθεματίζει ὅσους οἱ σύνοδοι κατεδίκασαν καί ἀνεθεμάτισαν καί ἀνακηρύττει καί ἐγκωμιάζει ὅσους οἱ σύνοδοι ἐγκωμίασαν.

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...