Τετάρτη 6 Νοεμβρίου 2019

Τελούν ορθόδοξα μυστήρια οι Αιρετικοί Οικουμενιστές;


Τελούν ορθόδοξα μυστήρια οι Αιρετικοί Οικουμενιστές; 

είναι εκκλησία οι Οικουμενιστές;

έχουν τον Χριστό;


Π. Μακάριος Κουτλουμουσιανός. 




Αγιορείτης μοναχός ξεσκεπάζει τους Αιρετικούς Οικουμενιστές.


Π. Μακάριος Κουτλουμουσιανός ξεσκεπάζει τους Αιρετικούς Οικουμενιστές. 

Άγιος Θεόδωρος Στουδίτης.

«Τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ. …Πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Ἐπιστολὴ 553. Πρὸς τὴν σπαθαρέαν, ἧς τὸ ὄνομα Μαχαρᾶ, Φατοῦρος σελ. 846, στιχ. 16, P.G. 99, 1668C).



ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ







ΓΙΝΟΜΑΣΤΕ ΜΕΛΗ ΤΟΥ ΧΡΙΣΤΟΥ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΟΣ ΤΑ 
ΔΙΚΑ ΜΑΣ ΜΕΛΗ.
Ο Άγιος Συμεών ο Νέος Θεολόγος προσδίδει μια κυριολεκτικά 
άπταιστη Ορθόδοξη δογματική ερμηνεία στα λόγια του Αποστόλου 
Παύλου, «τα σώματα σας είναι μέλη του Χριστού» (Α’ Κορ. 6,15).
Έτσι γράφει:
«Εἰ γάρ καί σύ θελήσεις, μέλος αὐτοῦ γενήσῃ,
καί οὕτω μέλη ἅπαντα ἑνός ἡμῶν ἑκάστου μέλη Χριστοῦ γενήσονται,
καί Χριστός ἡμῶν μέλη,...
καί μέλος ἕκαστον ἡμῶν ὅλος Χριστός ὑπάρξει. 
Εἰς γάρ πολλά γινόμενος εἷς ἀμέριστος μένει,
μερίς ἑκάστῃ δέ αὐτός ὅλος Χριστός ὑπάρχει·»
Μετάφραση:
«Γιατὶ κι ἐσύ, ἀρκεῖ νὰ τὸ θέλεις, θὰ γίνεις μέλος Του,
κι ἔτσι τὰ μέλη καθενός, ὅλα, μέλη τοῦ Χριστοῦ θὰ γίνουν
κι ὁ Χριστὸς δικά μας μέλη,...
καὶ κάθε μέλος θὰ εἶναι ὁ Χριστὸς ὁλόκληρος.
Γιατὶ ἂν καὶ γίνεται σὲ πολλά, παραμένει Ἕνας, ἀδιαίρετος,
κάθε μερίδιο εἶναι ὁ Ἴδιος ὁλόκληρος.»
(Ύμνος ΙΕ΄. στ. 149-151...157-159).


«Διά τούτο λέγω υμίν, πάσα αμαρτία και βλασφημία αφεθήσεται τοις 
ανθρώποις, η δε του Πνεύματος βλασφημία ουκ αφεθήσεται τοις 
ανθρώποις... ούτε εν τω νυν αιώνι ούτε εν τω μέλλοντι» 
(Ματθ. ιβ΄. 31-32. βλ. και Μάρκ. γ΄. 28-30. Λουκ. ιβ΄. 10.).
Το ιερότατο απόφθεγμα του Κυρίου μας Ιησού Χριστού λέει ότι:
«Κάθε αμαρτία και βλασφημία θα συγχωρεθεί στους ανθρώπους, 
όποιος όμως, βλασφημήσει κατά του Αγίου Πνεύματος, δεν θα 
συγχωρεθεί ούτε στον παρόντα αιώνα, ούτε στον μέλλοντα»

Δεδομένου ότι σύμφωνα με το Ορθόδοξο δόγμα, Εκκλησία, Χριστός και 
Χριστιανός ταυτίζονται δηλ. είναι ένα και το αυτό, συνεπάγεται ότι δεν 
μπορεί να υπάρχει ούτε αιρετική Εκκλησία, ούτε αιρετικοί Χριστιανοί 
διότι τότε θα υπάρχει και αιρετικός Χριστός!
Όποιος το λέει αυτό βλασφημεί βέβαια το Άγιο Πνεύμα της Εκκλησίας 
που σύμφωνα με το αψεγάδιαστο στόμα του Κυρίου δεν θα συγχωρεθεί 
ποτέ.
Συνεπώς οι καλούμενοι επίσκοποι, Βαρθολομαίος, Ιερώνυμος και οι 
λοιποί της ληστρικής συνόδου της Κρήτης, τα επίσημα πλέον μέλη της 
ψευδεκκλησίας του αντιχρίστου, του λεγόμενου Παγκοσμίου 
Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.), ή θα είναι αιρετικοί μέλη του 
αντιχρίστου όπως και είναι ή θα είναι Χριστιανοί Μέλη του Χριστού! 
Άπαγε της μεγάλης βλασφημίας.
Εξ΄ απόψεως Ορθοδόξου δογματικής και τα δύο δεν μπορεί να είναι.


.ΟΡΘΟΔΟΞΗ ΜΑΡΤΥΡΙΑ
ΣΥΜΦΩΝΑ ΜΕ ΤΗΝ ΚΑΝΟΝΙΚΗ ΠΡΑΞΗ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ 
ΑΠΑΓΟΡΕΥΕΤΑΙ Η ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΚΟΙΝΩΝΙΑ ΜΕ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΣ ΚΑΙ 
ΣΧΙΣΜΑΤΙΚΟΥΣ.
«ου δει αιρετικοίς ή σχισματικοίς συνεύχεσθαι»
Ένα αδιαμφισβήτητο σημείο πεπλανημένης «πνευματικότητας», είναι 
όσοι φρονούν και λέγουν ότι μετά την ληστρική Σύνοδο της Κρήτης και 
την επίσημη πλέον δογματική κατοχύρωση του λεγόμενου Παγκόσμιου 
Συμβουλίου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) οι ψευδεπίσκοποι του (Π.Σ.Ε.) δηλαδή 
της ψευδεκκλησίας του αντιχρίστου συνεχίζουν να είναι και μέλη 
της Εκκλησίας του Ιησού Χριστού και επομένως μπορούν να 
έχουν οι Χριστιανοί χάριν κάποιας πονηράς και αδιακρίτου 
οικονομίας, οποιαδήποτε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, 
δηλαδή ακριβώς αντίθετα από αυτό που φρονεί και λέγει η Ιερά 
Διδασκαλία της Εκκλησίας.
Οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας, με Οικουμενικό κύρος, που
αναγράφονται στο Ιερό Πηδάλιο και αναφέρονται στην απαγόρευση 
οποιασδήποτε εκκλησιαστικής κοινωνίας μέχρι και της απλής 
συμπροσευχής με αιρετικούς και σχισματικούς είναι οι εξής:
Ο Ιερός Κανόνας του Ιερομάρτυρος Κυπριανού της Καρχηδόνος 
Συνόδου ο οποίος αναφέρει κατηγορηματικά ότι η «καθολικήν 
Εκκλησίαν, ήτις εστί μία», δηλ. η Καθολική Ορθόδοξη Εκκλησία, η 
οποία είναι μία, ότι «παρά δέ τοίς αἱρετικοίς, ὃπου Ἐκκλησία οὐκ 
ἐστίν», δηλ. στους αιρετικούς, που δεν υπάρχει Εκκλησία, «ὅτι ἔξω 
ὧν»,δηλ. επειδή ο αιρετικός, βρίσκεται εκτός Εκκλησίας και ότι 
«μιάς Ἐκκλησίας ὐπό Χριστού του Κυρίου ημών τεθεμελιωμένης», δηλ. 
μία Εκκλησία είναι θεμελιωμένη από τον Κύριο μας Ιησού 
Χριστό.«ως οι εχθροί Κυρίου, και οι αντίχριστοι ωνομασμένοι, δυνατοί 
ουκ είεν χάριν δούναι τω Κυρίω», δηλ. οι αιρετικοί ως εχθροί του 
Κυρίου και αντίχριστοι δεν μπορούν να μεταδώσουν την Χάρη Του 
Θεού.«Και διά τούτο τα υπ' αυτών γινόμενα ψευδή και κενά υπάρχοντα, 
πάντα εστίν αδόκιμα... αποδοκιμάσαι και αποποιήσαι και απορρίψαι,
και ως βέβηλα έχειν οφείλομεν». Δηλαδή τα μυστήρια τους μη 
έχοντας την Θεία Χάρη είναι ψευδή και βέβηλα και ότι πρέπει οι 
Χριστιανοί να τα απορρίπτουν και να μη τα δέχονται.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελίδα 368).
Ο Ι΄. Ιερός Κανόνας των Αγίων Αποστόλων τονίζει, ότι αφορίζεται ακόμη και εκείνος ο οποίος θα συμπροσευχηθεί σε σπίτι με 
κάποιον, ο οποίος απλώς δεν βρίσκεται σε κανονική σχέση με την 
Εκκλησία. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελίδα 13).
Ο ΛΑ΄. Αποστολικός Ιερός Κανόνας ορίζει ότι όσοι Χριστιανοί 
(κλήρος και λαός) χωρίζονται από τον Επίσκοπό τους (δηλαδή 
δεν τον μνημονεύουν στην Θεία Λειτουργία) προ συνοδικής 
εξετάσεως, επειδή αυτός κηρύττει δημόσια κάποια αιρετική 
διδασκαλία, αυτοί όχι μόνο σε επιτίμια δεν υπόκεινται, αλλά είναι 
άξιοι τιμής ως Ορθόδοξοι. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελίδα 34).
Ο ΜΕ΄. Αποστολικός Ιερός Κανόνας αφορίζει τους Κληρικούς που θα 
συμπροσευχηθούν μόνο με αιρετικούς, σχισματικούς ή άπιστους 
ενώ τους καθαιρεί αν τους δεχθούν ως ιερείς.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 50).
Ο ΞΕ΄. Αποστολικός Ιερός Κανόνας λέγει ότι όποιος εισέλθει σε 
συναγωγή αιρετικών για να προσευχηθεί αν μεν είναι κληρικός να 
καθαιρείται αν δε είναι λαϊκός να αφορίζεται.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 84).
Η εν Λαοδικεία Σύνοδος, κατά μεν τον ΣΤ΄. Ιερό Κανόνα αυτής, δεν 
συγχωρεί να εισέρχονται οι αιρετικοί εις την Εκκλησία.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελίδα 422).
Κατά δε τον ΛΒ΄. Ιερό Κανόνα δεν πρέπει, λέγει να λαμβάνει κανείς 
από τους αιρετικούς ευλογίες, οι οποίες είναι αλογίες, και όχι 
ευλογίες. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 433).
Κατά τον ΛΓ΄. Ιερό Κανόνα αυτής δεν επιτρέπει να 
συμπροσεύχονται οι Χριστιανοί με αιρετικούς ή σχισματικούς.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 433).
Ο ΛΔ΄. Ιερός Κανόνας αναθεματίζει όσους αφήνουν τους Μάρτυρες 
του Χριστού (Άγια Λείψανα) και πηγαίνουν στους ψευδομάρτυρες 
των αιρετικών. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 433).
Κατά τον ΛΖ΄. Κανόνα δεν πρέπει να συνεορτάζει κανείς Χριστιανός 
ούτε με τους αιρετικούς, ούτε με τους Ιουδαίους αλλά και ούτε 
πρέπει να δέχεται τα παρ' αυτών δινόμενα εις αυτόν δώρα της 
εορτής τους. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 435).   
Αλλά και ο Θ΄. Ιερός Κανόνας της αυτής Λαοδικείας Συνόδου αφορίζει 
τους Χριστιανούς που πηγαίνουν στα κοιμητήρια, ή μαρτύρια
(λείψανα) των αιρετικών για να προσευχηθούν ή για να 
γιατρευτούν από τις ασθένειες τους.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 423).
Ο Θ΄. Ιερός Κανόνας του Πατριάρχου Τιμοθέου Αλεξανδρείας δεν 
επιτρέπει να είναι παρόντες αιρετικοί εν καιρώ της Θείας 
Λειτουργίας (αλλά και οποιασδήποτε Ακολουθίας) εκτός μόνον αν 
υπόσχονται να μετανοήσουν και να αφήσουν την αίρεση. 
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 670).
Ο Β΄. Ιερός Κανόνας της Αντιοχείας Συνόδου επιβάλει, όπως εκείνοι 
οι όποιοι «τοις ακοινωνήτοις κοινωνών, και τούτον ακοινωνήτον 
είναι...» δηλαδή καθίστανται επίσης ακοινωνήτοι.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 407).
Ο ΙΕ΄. Ιερός Κανόνας της ΑΒ΄. Συνόδου του Αγίου Φωτίου ορίζει 
ότι, εάν οι επίσκοποι είναι αιρετικοί και την αίρεση τους την 
κηρύττουν δημόσια και γι' αυτό τον λόγο χωρίζονται οι Χριστιανοί 
(κλήρος και λαός) από τους ψευδεπισκόπους αυτούς 
διακόπτοντας κάθε εκκλησιαστική κοινωνία μαζί τους, προτού να 
γίνει ακόμη Σύνοδος και τους καταδικάσει, οι χωριζόμενοι αυτοί, 
όχι μόνο για τον χωρισμό αυτό δεν καταδικάζονται, αλλά είναι και 
άξιοι να λαμβάνουν και τις ανάλογες τιμές ως Ορθόδοξοι, επειδή 
όχι μόνο σχίσμα δεν προξένησαν στην Εκκλησία με τον χωρισμό 
αυτό, αλλά μάλλον ελευθέρωσαν την Εκκλησία από το σχίσμα και 
την αίρεση των ψευδεπισκόπων αυτών.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 292).
Ύστερα από όλα αυτά που αναφέραμε τί σημασία μπορεί να έχει για 
τον Χριστιανό στο θέμα της Ορθής και Σωτήριας Ομολογίας της 
Πίστεώς του, η στάση και η αυθαίρετη γνώμη κάποιων γερόντων, 
ή κατά όνομα μόνο πνευματικών και διάφορων θεολόγων -
θολολόγων, ενώπιον αποφάσεων Οικουμενικών Συνόδων, Ιερών 
Κανόνων και αναρίθμητων διδαγμάτων Αγίων Θεοφόρων 
Πατέρων;
Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως και Πρόεδρος της Ζ΄. 
Οικουμενικής Συνόδου «Ὁ Άγιος Ταράσιος θεωρεῖ τόν πλανώμενον ἐν 
τῇ πίστει ὡς αἱρετικόν, μᾶλλον ἀπό τήν στιγμήν κατά τήν ὁποίαν, ἀρνούμενος τήν ἐπίσημον διδασκαλίαν τῆς Ἐκκλησίας, προβάλλει τήν 
ἰδίαν δοξασία ὡς τήν σῴζουσαν ἀλήθειαν καί ἑπομένος ἡ ἐπίσημος ὑπό 
τῆς Ἐκκλησίας ἀποκοπή αὐτοῦ ἀπότελεῖ ἁπλῶς μίαν τυπικήν πρᾶξιν», 
(Β. Ν. Γιαννόπουλος, Η αποδοχή των αιρετικών κατά την Ζ΄. Οικουμ.
Σύνοδον υπ. 74, σ. 5).
Επομένως όσοι λέγουν ότι μπορούν οι Χριστιανοί να έχουν 
εκκλησιαστική κοινωνία με τους αιρετικούς ψευδεπισκόπους της 
ληστρικής συνόδου της Κρήτης, Βαρθολομαίο, Ιερώνυμο κλπ, τα 
επίσημα πλέον μέλη της ψευδεκκλησίας του αντιχρίστου του (Π.Σ.Ε.) 
έχουν την Πίστη της Εκκλησίας; Να υποθέσουμε ότι είναι πάνω και 
από την Εκκλησία; Η Εκκλησία δεν είναι «ξέφραγο αμπέλι, μπάτε 
σκύλοι, αλέστε...», το Σώμα του Χριστού δεν είναι ιδιοκτησία 
κανενός, έχει Θείους Νόμους και Ιερούς Κανόνες και όποιος δεν 
επιθυμεί να καταντήσει σχισματοαιρετικός, πρέπει έως αίματος, 
απαρασάλευτα να τους τηρήσει.
Εάν πάλι δεν θέλει να τους τηρήσει, διότι καθώς μας διαβεβαιώνει και 
ο Μακαριστός Επίσκοπος Ηλίας Μηνιάτης ότι, «ο άνθρωπος έχει την 
ελευθερία ότι δεν θέλει να κάνει, να μην μπορεί κανείς να τον 
εξαναγκάσει να το κάνει», τότε ουδείς Ορθόδοξος να μην 
ακολουθήσει αυτόν και τους λόγους του, διότι τότε θα γίνει εν γνώσει 
του συνένοχος και συνυπεύθυνος τούτου του καταντήματος της 
προδοσίας της Πίστεως που συντελείται, αλλά αντιθέτως να τον 
απαρνηθεί και να ακολουθήσει τους Θεόπνευστους Αγίους Πατέρες της 
Εκκλησίας και τους λόγους τους, οι οποίοι κατηγορηματικά φωνάζουν 
διά του Αγίου Ιγνατίου του Θεοφόρου, «Πας ο λέγων παρά τα 
διατεταγμένα καν νηστεύη, καν παρθενεύη, καν προφητεύη, καν 
σημεία ποιή, λύκος σοι φαινέσθω εν προβάτου δορά φθοράν 
προβάτων κατεργαζόμενος».
Η θεμελιώδης αρχή του Χριστιανού είναι να Ομολογεί φανερά την 
Πίστη του, δίχως να δειλιάζει και να κάνει οποιοδήποτε 
συμβιβασμό με την αίρεση και τους αιρετικούς, έως αίματος, 
τουτέστιν να παραμείνει αμόλυντος και καθαρός για να 
κληρονομήσει εύκολα την Βασιλεία των Ουρανών, καθώς ακούμε 
το αψευδέστατον στόμα του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού να 
εκφωνεί, «Λέγω δε υμίν· πας ος αν ομολογήση εν εμοί έμπροσθεν των 
ανθρώπων, και ο Υιός του ανθρώπου ομολογήσει εν αυτώ έμπροσθεν 
των αγγέλων του Θεού· ο δε αρνησάμενος με ενώπιον των ανθρώπων 
απαρνηθήσεται ενώπιον των αγγέλων του Θεού».(Λουκ. ιβ΄. 8,9)

α΄. Τι είναι αίρεση και ποιοί είναι αιρετικοί και σχισματικοί.
Η Εκκλησία πάντοτε θεωρούσε τους αιρετικούς και σχισματικούς ως 
λυκοποιμένας και ψευδεπισκόπους, μη αναγνωρίζοντας αυτούς ως 
φορείς της Χάριτος της Ιερωσύνης, του Θείου Βαπτίσματος και 
γενικότερα της Θείας Χάριτος, η οποία και τελεσιουργεί πάντα τα εν τη 
Εκκλησίᾳ πεπραγμένα όπως ορίζει η Σύνοδος της Καρχηδόνος του 
Ιερομάρτυρος Κυπριανού, ο Α΄. Ιερός Κανόνας του Μεγάλου 
Βασιλείου και ο Ιερός Κανόνας της Β΄. Επιστολής του Αγίου 
Αθανασίου. (Ιερό Πηδάλιο της Εκκλησίας σελίδα 368, 580, 587).
Της αιρετικής εμπνεύσεως διαχωρισμό εις αιρετικούς ακρίτους και 
κεκριμένους, δηλαδή καθαιρεμένους και μη καθαιρεμένους τον έκαναν 
για πρώτη φορά στην εκκλησιαστική ιστορία του 20ου αιώνος, κάποιες 
από τις σχισματοαιρετικές παλαιοημερολογίτικες παρατάξεις (γοχ)
από τον Οκτώβριο του 1935 και έπειτα.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 161, 433, 588, 589).
Η Ορθόδοξη Διαχρονική Ιερά Διδασκαλία της Εκκλησίας περί των 
αιρετικών είναι ότι, αιρετικός είναι αυτός που διαφοροποιείται επίσημα -
γυμνή την κεφαλή - από την δογματική διδασκαλία της Εκκλησίας, διότι 
αίρεση είναι μια διδασκαλία ενάντια στην Ορθόδοξη Διδασκαλία. 
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 163, 304).
Δηλαδή είναι αυτός που ασπάζεται φανερά, οριστικά και αμετάκλητα 
ένα ή και περισσότερα δόγματα αντίθετα από τα Δόγματα της 
Καθολικής Εκκλησίας.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 160, 433, 588).
β΄. Ο Συνοδικός θεσμός της Εκκλησίας.
Όπως μαρτυρεί η όλη ζωή της Μίας Αγίας Καθολικής και 
Αποστολικής Εκκλησίας, η διατήρηση και διασφάλιση της Ορθοδόξου 
Πίστεως επιτυγχάνεται διά του Συνοδικού συστήματος το οποίο 
στην Εκκλησίᾳ αποτελεί το ανώτατο θεσμικό και εκτελεστικό 
Όργανο επί θεμάτων Πίστεως και Κανονικών διατάξεων και συνάμα του Ορθοδόξου κλήρου και λαού. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας 
σελ. 32-34, 41,42, 121, 155, 159-162, 358, 465).
Γι΄ αυτό είναι απαραίτητο να επισημάνουμε ότι άλλο είναι η 
ακανόνιστη και μεμονωμένη διακήρυξη της αιρέσεως και άλλο η 
επίσημη αποδοχή αυτής διά Συνοδικής αποφάσεως.
Επειδή «ρητέων, ότι, ημίν ου μέλει τι είπον, ή τι εφρόνησαν μερικοί 
Πατέρες. Αλλά τι λέγει η Γραφή, και αι οικουμενικαί σύνοδοι, καίπερ η 
κοινή των Πατέρων δόξα. Ου γαρ δόγμα συνιστά η γνώμη τινών εν 
τη Εκκλησία». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ.7).
Δηλαδή «... πρέπει να γένη Σύνοδος Επισκόπων, διά να 
ποιήσουν αυτήν, γνώμη μερικήν ούσαν, Κανόνα καθολικόν και 
απαράβατον... ». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 618).
Επομένως όπως διορίζει ο Ιερός Κανόνας της Εκκλησίας, σε κάθε 
Σύνοδο Τοπική, Πανορθόδοξη ή Οικουμενική πρέπει να κυρήττεται «η 
πάρα πάσης της Εκκλησίας κηρυττόμενη Ορθόδοξος Πίστις, ήτις 
διά μέσου των Επισκόπων και εις τους άλλους λαούς παραδίδεται 
με την ίσην Ομολογίαν, ή όπου την ωμολόγησε και η α΄. Σύνοδος 
και όλη η καθεξής Εκκλησία, ή με ίσην, ήτοι κοινήν και σύμφωνον 
από όλους τους εν τη Συνόδω ευρισκομένους.
Ακολούθως δε και να κηρυχθή, ότι πρέπει να φυλάττεται και από 
τον καθ' ένα χωριστά Επίσκοπον, και από όλους ομού η της 
Εκκλησίας διάταξις και Κανόνες».
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 465).
Δηλαδή «το να γίνεται ζήτησις περί πίστεως, καίπερ ακολούθως να 
εκτίθεται απόφασις, και όρος δογματικός εις κάθε μία από τας 
Οικουμενικάς άλλα και τούτο εις τινάς τοπικάς ηκολούθησεν... το να 
είναι πάντα τα εκτιθεμένα παρ' αυτών δόγματα και οι Κανόνες, 
ορθόδοξα ευσεβή και σύμφωνα με ταις Θείαις Γραφαις, ή ταις 
προλαβούσαις Οικουμενικές συνόδοις. 
Δι' ο και πολυθρύλλητον είναι το αξίωμα του αγίου Μαξίμου το εις 
τοιαύτα υπόθεσιν ρηθέν. 
«Τας γενομένας συνόδους, η ευσεβής πίστις κυροί», καί πάλιν, «η 
των δογμάτων ορθότης κρίνει τις συνόδους...»
Ομοίως και η Φλωρεντία, καίτοι Οικουμενική ονομασθείσα.
Επειδή όμως ο τοποτηρητής του Αντιοχείας και των της Ανατολής
Επισκόπων, και πρότερον αυτού του Αλεξανδρείας, Μάρκος, λέγω, ο 
αγιώτατος εκείνος της Εφέσου, δεν συνεφώνησεν εις αυτήν, η 
Οικουμενική εις τοπικήν μετετράπη.
Τί λέγω τοπικήν; και εις ψευδοσύνοδο μετετράπη δικαίως, διατί δεν 
είχεν ούτε του γ΄. ιδίωμα των Οικουμενικών. Ο γαρ παρ' αυτής όρος 
δεν ήτο σύμφωνος τη Θεία Γραφή και ταις άλλαις συνόδους...
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 118,119).
Δεδομένου ότι οι Οικουμενικές Σύνοδοι ως Άγιες, εν Πνεύματι Αγίω 
συναθροιζόμενες δεν υπόκεινται σε αναθεώρηση, επειδή «...αι 
Οικουμενικαί Σύνοδοι κέκτηνται και έτερα ιδιάζοντα προσόντα. Και Α΄.
εστίν η αειζωΐα αυτών και αθανασία, επομένως το αεί υφίστασθαι 
και εις αεί έχειν κύρος· διότι συνεκροτήθησαν τη ενεργεία και Χάριτι 
του Αγίου Πνεύματος και Κανών αυταίς ην το απόλυτον αγαθόν και η 
απόλυτος αλήθεια, άτινα διαμένουσιν εις τον αιώνα»
(Αγίου Νεκταρίου: «Αι Οικουμενικαί Σύνοδοι» σελ. 69).
Συνεπώς οι Αποφάσεις τους, τα Ιερά τους κείμενα, είναι Θεοχάρακτα 
γράμματα που μένουν ασάλευτα ως «οικεία δυνάμει εις το 
διηνεκές», δηλαδή έχουν παντοτινή και αιώνια ισχύ και δεν 
εξαρτούνται από την αναγνώριση κάποιου Ιεράρχη ή οιασδήποτε 
Συνόδου και όποιος επιχειρήσει να τα σαλεύση, σαλεύεται ο ίδιος.
Συμπεραίνεται άρα εκ πάντων των ειρημένων, οτι ουδείς δύναται 
να εναντιωθή εις τας Οικουμενικάς Συνόδους, μένων ευσεβής και 
ορθόδοξος, αλλ' απλώς και μόνο αδιορίστως ο καθείς χρεωστεί να 
πείθεται εις αυτάς.
Ο γαρ αντιφερόμενος εις αυτάς και αντιπίπτων, εις αυτούς 
αντιφέρεται και αντιπίπτει το Πνεύμα το Άγιον το λαλούν διά των 
Οικουμενικών Συνόδων, καίπερ αιρετικός και αναθεματισμένος 
γίνεται...Τί λέγω αιρετικός; ως εθνικός και ασεβής λογίζεται ο 
παρακούων της Εκκλησίας, ης πρόσωπον επέχει η Οικουμενική 
Σύνοδος. «Εάν γαρ, φησίν ο Κύριος, και της Εκκλησίας 
παρακούση, έστω σοι ώσπερ ο εθνικός και ο τελώνης... ».
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 120).
Σε επιστολή του προς τον Ηγούμενο Θεόφιλο και για την περί 
διαφοράς μεταξύ επισήμου διακηρύξεως της αιρέσεως και της 
σποραδικής ο Όσιος Θεόδωρος Στουδίτης έχει αποφανθεί εν Πνεύματι 
Αγίω λέγοντας, «Εάν όμως ρωτάει η οσιότητα σου, γιατί... και εμείς 
μνημονεύαμε τους Κωνσταντινοπολίτες -Επισκόπους- να γνωρίζει 
τούτο ότι δεν είχε συγκληθεί Σύνοδος, ούτε και είχε ακόμα 
διατυπωθεί το πονηρό δόγμα και ανάθεμα, και ότι πριν από αυτά 
ήταν επικίνδυνο να χωριστούμε τελείως από αυτούς που 
παρανομούσαν, παρά μόνο να αποφεύγουμε την ολοφάνερη 
κοινωνία μαζί τους, και με την πρέπουσα οικονομία να τους 
μνημονεύουμε προσωρινά...
Αφού όμως εκδηλώθηκε φανερά η αιρετική ασέβεια με την 
Σύνοδο, πρέπει τώρα η ευλάβεια σου, μαζί με όλους τους 
Ορθοδόξους, να μη κοινωνεί με τους κακοδόξους ούτε να 
μνημονεύει κανένα από αυτούς που έλαβαν μέρος στην Σύνοδο, ή 
ομοφρονούν με αυτήν.
Γιατί ο Ιερός Χρυσόστομος με μεγάλη φωνή εχθρούς του Θεού 
χαρακτήριζε όχι μόνο τους αιρετικούς, αλλά και εκείνους που
κοινωνούν μαζί με αυτούς ...».
(Επιστολή ΛΘ΄. (39) - Θεοφίλω ηγουμένω).
Και αυτό γιατί ως αιρετικός δεν μπορεί να είναι μέλος της Εκκλησίας, 
διότι «Εις Κύριος, μία Πίστις, εν Βάπτισμα (προς Εφεσ.δ΄.)
Ει γαρ φησί, μία είναι η Καθολικήν Εκκλησίαν, και εν είναι το 
αληθές Βάπτισμα, πως ημπορεί να είναι αληθές Βάπτισμα το των 
αιρετικών και σχισματικών, εις καιρόν όπου αυτοί δεν είναι μέσα
εις την Καθολικήν Εκκλησίαν, αλλ' εξεκόπησαν από αυτήν διά της
αιρέσεως;». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 51).
Δια της αιρέσεως αποκόβεται ο άνθρωπος από την Εκκλησία λέγουν 
οι Ιεροί Πατέρες μας και οχι διά της καθαιρέσεως όπως τελείως 
αδογμάτιστα και αθεολόγητα υποστηρίζουν μερικοί. Δηλαδή ο 
αιρεσιάρχης και αποστάτης καλούμενος Πατριάρχης Ρώμης που 
δεν έχει καθαιρεθεί ποτέ μετά το 1054 από κάποια Οικουμενική ή 
Τοπική Σύνοδο και οι αποσχισθέντες από αυτόν Προτεστάντες, 
παπαδίνοι και παπαδίνες, είναι για όσους το υποστηρίζουν αυτό 
Εκκλησία; Έχουν δηλαδή το Επισκοπικό αξίωμα; Τελούν έγκυρα μυστήρια; Άπαγε της μεγάλης βλασφημίας.

γ΄. Οι Συνοδικές καταδίκες.
Γι’ αυτό «Όταν όμως αποστασιοποιείται (ο αιρετικός) όχι μόνον 
περιστασιακώς, αλλά και θεσμικώς, τότε η Εκκλησία του βεβαιώνει, με 
ένα θεσμικό τρόπο, αυτό που έχει πάθει.
Η Εκκλησία, λοιπόν, όταν λέει σε κάποιον «ανάθεμα» ουσιαστικά του 
πιστοποιεί, του δίνει την ληξιαρχική πράξη, την πιστοποίηση αυτού του 
γεγονότος, που έχει υποστεί...
Γίνεται λοιπόν αντιληπτό ότι, όταν παραβιάζεται η αγαπητική σχέση, 
τότε υπάρχει ο αφορισμός, με τον οποίο η Εκκλησία επικυρώνει την 
προϋπάρχουσα κατάσταση...
Αυτά τα πράγματα τα εξέφρασε η Εκκλησία με τον ίδιο δυναμισμό, 
όταν θέλησε να εκφράσει την ακοινωνησία, με την οποία δίνει την 
ληξιαρχική πράξη ότι κάποιος έχει πεθάνει απο πλευράς αγαπητικής ».
(Ι. Μ. Πειραιώς «Συνοδικό της Ορθοδοξίας»).
Οι Συνοδικές καταδίκες δηλαδή, δεν προκαλούν την έκπτωση 
των αιρετικών από το Σώμα της Εκκλησίας, αλλά κατά πρώτον 
στηλιτεύουν την αίρεση για την προστασία των πιστών και κατά 
δεύτερον διαπιστώνουν και επικυρώνουν και τυπικά μια 
ουσιαστικά προϋπάρχουσα κατάσταση, δηλαδή πιστοποιούν την 
ήδη υφιστάμενη έκπτωση των αιρετικών από το Σώμα της 
Εκκλησίας.
Επειδή «Η αίρεσις χωρίζει από της Εκκλησίας πάντα άνθρωπον».
(Πρακτικά της Ζ΄. Οικουμενικής Συνόδου, Αρχ. Σπ. Μήλια).
Και «τοις ουν ανεπιστρόφως τη πλάνη ταύτη κατεχομένοις, κ' προς 
πάντα ψόγον θείον κ' πνευματικήν διδασκαλίαν τα ώτα βεβυσμένοις, ως 
ήδη λοιπόν σεσηπόσι, και του κοινού σώματος της εκκλησίας 
αποτεμούσιν εαυτούς ανάθεμα». 
Μετάφραση:
Σε αυτούς που έχουν πέσει σε αυτήν την πλάνη χωρίς 
επιστροφή και έχουν κλειστά τα αυτιά τους στην καταδίκη του 
Θεού και στην πνευματική Του διδασκαλία, επειδή είναι ήδη 
σάπιοι και έχουν αποσχιστεί από το κοινό σώμα της εκκλησίας, ανάθεμα. (Ζ΄. Οικουμενική Σύνοδος, Συνοδικόν της Ορθοδοξίας).
Όσοι λοιπόν τελείως, ανορθόδοξα και αντιπατερικά αναγνωρίζουν 
κεκριμένους και μη κεκριμένους αιρετικούς, το οποίο αποτελεί αντίφαση 
δογματικών Όρων, «Μήπως αγνοούν, ότι η ποινή του αναθέματος 
δεν είναι τίποτε άλλο, ειμή χωρισμός από τον Θεόν; Όμως ο 
ασεβής δεν λαμβάνει το ανάθεμα με τα λόγια κάποιου άλλου, αλλά 
τον επιφέρει εις τον εαυτόν του με τα ίδια του τα έργα, αφού με την 
ασέβειαν του αποχωρίζει τον εαυτό του από την αληθινήν ζωήν.
Και τι τάχα θα ειπούν εις τον Απόστολον, όστις λέγει:
«αιρετικόν άνθρωπον μετά μίαν και δευτέραν νουθεσίαν παραιτού, 
ειδώς ότι εξέστραπται ο τοιούτος και αμαρτάνει ων 
αυτοκατάκριτος».
Δια τούτο και ερωτώμεν αυτούς με αγάπην: Τι έχετε να μας 
απαντήσετε προκειμένου περί του Κυρίου, αφού ο ίδιος λέγει διά
τον Εαυτόν του «ο πιστεύων εις εμέ ου κρίνεται ο δε μη πιστεύων 
ήδη κέκριται, οτι ουκ επίστευσε εις το όνομα του μονογενούς υιού 
του Θεού»; ή περί του Αποστόλου, ο οποίος κραυγάζει «αλλά και 
εάν ημείς ή άγγελος εξ ουρανού ευαγγελίζεται υμίν, παρ' ο 
ευηγγελισάμεθα υμίν, ανάθεμα έστω»; (Μητρ. Νικοπόλεως Μελετίου 
«Η Πέμπτη Οικουμενικη Σύνοδος»).
Δηλαδή συνεπάγεται ότι πρώτα οι αιρετικοί με την επιλογή που 
έκαναν, κατέληξαν στη αίρεση και στην διαφοροποίηση απο τη 
διδασκαλία της Εκκλησίας. Με αυτόν τον τρόπο έδειξαν οτι στην 
πραγματικότητα απεκόπηκαν απο το Σώμα της Εκκλησίας.
Έπειτα το ανάθεμα έχει την έννοια της επισημοποιήσεως του 
αποχωρισμού του αιρετικού από το Θεανθρώπινο Σώμα της Εκκλησίας. 
«... ήτοι να είναι χωρισμένοι απο τον Χριστόν και εν τω νυν αιώνι, 
και εν τω μέλοντι ». (Ι.Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 432).
Οι Άγιοι Πατέρες με τη πράξη τους αυτή κατά πρώτον επιβεβαιώνουν 
την ήδη υπάρχουσα κατάσταση και κατά δεύτερον βοηθούν τους 
Χριστιανούς να προφυλάσονται απο την ολέθρια Αίρεση.
Αυτή η ανάγκη γίνεται κατανοητή από το ότι η αληθινὴ Ἐκκλησία, εφ᾿
όσον είναι το Σώμα του Χριστού είναι από την Φύση Της 
Καθολική,δηλαδή έχει την πληρότητα της Αλήθειας, της Χάριτος και της Σωτηρίας και αποφαίνεται Συνοδικώς μέσῳ των Επισκόπων Της 
σχετικά με τις ετεροδιδασκαλίες -αιρέσεις- και το σκάνδαλο που 
προέρχεται από αυτές.
Για τον λόγο αυτό, οφείλει να επιδιώκει αφ᾿ ενός μεν την διατύπωση 
των Αληθειών της Πίστεως, για την Οριοθέτηση μεταξύ Αλήθειας και 
ψεύδους, αφ᾿ ετέρου δε την στηλίτευση και καταδίκη της πλάνης και της 
φθοράς από την αίρεση και τους αιρετικούς, για την προστασία του 
λογικού Ποιμνίου, διαπιστώνοντας έτσι και διακηρύττοντας την ήδη 
υφιστάμενη έκπτωση των αιρετικών.
Και τέλος μια Ορθόδοξος Σύνοδος αποφασίζει, όχι βέβαια το αν
θα αναγνωρίσει εκκλησιαστικότητα και μυστήρια στους 
αιρετικούς, αλλά το πως θα δεχτεί τα μυστήρια των μετανοημένων 
αιρετικών, δηλαδή αν τα δεχτεί είτε «κατά ακρίβεια» το οποίο 
σημαίνει θα τα επαναλάβει εξ' αρχής, είτε θα τα δεχτεί υπό 
προϋποθέσεις «κατά οικονομία» δηλ. κάποια δεν θα επαναλάβει. 
Η Εκκλησία ουδέποτε αναγνώρισε εκκλησιαστικότητα, σωτηρία, 
μυστήρια, και Θεία Χάρη στην αίρεση και το σχίσμα, δηλαδή σε ότι 
ήταν εκτός των «Κανονικών Ορίων» της, εκτός των Ορίων της 
Ορθής πίστεως και Αληθείας.
Και αυτή είναι η αιρετική διδασκαλία της ληστρικής συνόδου της Κρήτης, 
δηλαδή το ότι για πρώτη φορά αναγνωρίστηκε επίσημα - Συνοδικά 
«εκκλησία», σωτηρία , μυστήρια και Θεία Χάρη, στο σχίσμα και την 
αίρεση, δηλ. στο λεγόμενο Παγκόσμιο Συμβούλιο Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) 
Εάν σύνοδος έχει αρμοδιότητα σε αμετανόητους αιρετικούς να κάνει 
τέτοιες οικονομίες, αυτό ακριβώς έκανε και η σύνοδος στο Κολυμπάρι. 
Καμία σύνοδος όμως δεν είχε, δεν έχει, και δεν θα έχει την αρμοδιότητα 
και την δυνατότητα, να κάνει κάτι τέτοιο, απλά γιατί έρχεται αντίθετο στο 
ένας Κύριος, η μία Πίστη, ένα Βάπτισμα, και είναι άρνηση της άπαξ 
παραδοθείσας Πίστης.

δ΄. Οι αιρετικοί δεν είναι Εκκλησία.
Για το ίδιο θέμα, ο Άγιος Ιουστίνος Πόποβιτς τονίζει χαρακτηριστικά:
«Η διδασκαλία της Ορθοδόξου Εκκλησίας του Θεανθρώπου 
Χριστού, διατυπωθείσα υπό των αγίων Αποστόλων, υπό των αγίων Πατέρων, υπό των αγίων Συνόδων, περί των αιρετικών 
είναι η εξής:
Αι αιρέσεις δεν είναι Εκκλησία, ούτε δύνανται να είναι Εκκλησία.
Δια τούτο δεν δύνανται αυταί να έχουν τα άγια Μυστήρια, 
ιδιαιτέρως δε το Μυστήριον της Ευχαριστίας, το Μυστήριον τούτο 
των μυστηρίων.
Διότι ακριβώς η Θεία Ευχαριστία είναι το παν και τα πάντα εν τη 
Εκκλησία...».
«Η αίρεση, δηλαδή η απόκλιση απο αυτό που πιστεύει και ομολογεί 
με το Σύμβολο της πίστεως της η Εκκλησία, οδηγεί αυτομάτως εκτός
της Εκκλησίας. Το πρόβλημα όμως αρχίζει απο την στιγμή που η 
οπτική αυτή γωνία απολυτοποείται...».
(«Εκκλησία και Εσχατολογία», Ι. Μ. Δημητριάδος).
Η ιεροσύνη είναι Ιερό Μυστήριο με το οποίο η Θεία Χάρις, η Χάρις του 
Αγίου Πνεύματος, παραδίδεται σε ένα μέλος της Εκκλησίας να τελεί 
τα Ιερά Μυστήρια και να καθοδηγεί και να εμπιστευθεί σε αυτό το 
ποίμνιο του Χριστού. Κατά τη φύση του αυτό το Ιερό Μυστήριο έχει μη 
επαναλαμβανόμενο χαρακτήρα.
Οι Άγιοι Πατέρες μας διά των πολυάριθμων Συνόδων και επιστολών 
εν Πνεύματι Αγίω κατέβαλαν συνεχείς προσπάθειες να διατηρηθεί το 
Μυστήριο αυτό ακέραιο και αμόλυντο.
Ο αμετανόητος αποστάτης ιερέας με την πτώση στην αίρεση ή 
στο σχίσμα κηρύσσοντας επίσημα (βλ. ψευδεπίσκοπους 
ληστρικής σύνοδου Κρήτης) την αιρετική διδασκαλία αποσχίζεται 
από το Σώμα του Χριστού, από την Εκκλησία και τον εγκαταλείπει 
η Χάρη του Αγίου Πνεύματος που του δόθηκε στη χειροτονία. Το 
γεγονός ότι στην αίρεση δεν δύναται να υπάρξει αληθινή ιερωσύνη, 
παρά μόνον ψευδή, συμβαίνει διότι, λόγω του χωρισμού των αιρετικών 
απο την Εκκλησία, η αποστολική διαδοχή της Ιερωσύνης αυτών παύει 
να υφίσταται, αφ’ ενός, και αφ ‘ετέρου, η παροχή των δωρεών της 
Χάριτος από του Αγίου Πνεύματος κατά την χειροτονία επίσης 
διακόπτεται. Συνεπώς οι κληρικοί μιας αιρέσεως, ως μη έχοντας Χάρη 
δεν δύναται να μεταβιβάζουν αυτήν σε άλλους δηλ. δεν μπορούν να 
καταστήσουν αληθινά και σωτηριωδη τα υπ’αυτών τελούμενα μυστήρια.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 358, 367, 581, 589).
Ο Καθηγητής Δογματικής Δημήτριος Τσελεγγίδης συμπληρώνει:
«Με την αποστολική πίστη συνδέεται αδιαίρετα και η αποστολική 
διαδοχή.
Η αποστολική διαδοχή έχει ουσιαστικό περιεχόμενο μόνο μέσα στο 
σώμα της Εκκλησίας και προϋποθέτει οπωσδήποτε την αποστολική 
πίστη.
Λέγοντας αποστολική διαδοχή εννοούμε την αδιάκοπη συνέχεια της 
ηγεσίας της Εκκλησίας από τους Αποστόλους.
Η συνέχεια αυτή έχει χαρισματικό χαρακτήρα και διασφαλίζεται με τη 
μετάδοση της πνευματικής εξουσίας των Αποστόλων στους 
Επισκόπους της Εκκλησίας και δι’ αυτών στους ιερείς.
Ο τρόπος μεταδόσεως της πνευματικής-αποστολικής εξουσίας στους 
Επισκόπους γίνεται με τη χειροτονία.
Αν, επομένως, κάποιος επίσκοπος έχει λάβει με κανονικό-
εκκλησιαστικό τρόπο τη χειροτονία του και στη συνέχεια βρεθεί 
εκτός της Εκκλησίας εξαιτίας της εσφαλμένης πίστεώς του, παύει 
ουσιαστικά να έχει και την αποστολική διαδοχή, αφού αυτή έχει 
νόημα μόνο μέσα στο μυστηριακό σώμα του Χριστού, την 
Εκκλησία...
Κατά συνέπεια, αν κάποιος επίσκοπος η και ολόκληρη τοπική 
Εκκλησία -ανεξαρτήτως αριθμού μελών- εκπέσουν από την πίστη 
της Εκκλησίας, όπως αυτή εκφράστηκε αλαθήτως στις 
Οικουμενικές Συνόδους, παύουν να έχουν οι ίδιοι την αποστολική 
διαδοχή, επειδή βρίσκονται ήδη εκτός της Εκκλησίας.
Και, αφού διακόπτεται η αποστολική διαδοχή ουσιαστικά, δεν
μπορεί να γίνεται λόγος για κατοχή η για συνέχεια της 
αποστολικής διαδοχής στους εκπεσόντες από την Εκκλησία.
Δεν έχει την άκτιστη Χάρη και κατεπέκταση δεν έχει τα θεουργά 
μυστήρια, που καθιστούν το Θεανθρώπινο σώμα της Εκκλησίας 
«κοινωνία θεώσεως» του ανθρώπου.
Και, επειδή η Εκκλησία δεν μπορεί παρά να είναι και να παραμένει έως 
της συντελείας μία και αδιαίρετη, κάθε χριστιανική κοινότητα, εκτός της 
Ορθοδόξου Εκκλησίας, είναι απλά αιρετική». (Περιοδικό «Εν 
Συνειδήσει» Ι.Μ. Μεγάλου Μετεώρου).
Το συμπέρασμα είναι ότι η διακοπή και απόρριψη της πίστης έχει ως συνέπεια τη διακοπή της ενέργειας της Θείας Χάριτος που 
σημαίνει ότι ο άνθρωπος δεν βρίσκεται πλέον στην Εκκλησία 
όπως αυτό επιβεβαιωνει όπως προείπαμε και ο Α΄. Ιερός Κανόνας 
του Μεγάλου Βασιλείου, δηλ. τη στιγμή που ο ιερέας πέσει στην 
αίρεση ή στο σχίσμα τότε από αυτόν απομακρύνεται και το Άγιο 
Πνεύμα, απομακρύνεται η Χάρις του Θεού επειδή κόπηκε η 
διαδοχή. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 589.)
Γενικά, συμπίπτουν τα κανονικά με τα χαρισματικά όρια στην 
Εκκλησία.
Συνεπώς ένεκεν των Κανονικών και Χαρισματικών Ορίων της 
Καθολικής Εκκλησίας ουδέποτε οι Άγιοι Πατέρες μας αναγνώρισαν 
εκκλησιαστικότητα και Θεουργά μυστήρια στους αιρετικούς και 
σχισματικούς.
Διότι στα μεν Κανονικά Όρια ορίζονται τα Δόγματα και οι Ιεροί
Κανόνες, στα δε Χαρισματικά ορίζονται τα Ιερά και Σωτήρια 
Μυστήρια.
Και ενώ το Δόγμα της Καθολικής Εκκλησίας είναι ότι τα Κανονικά και 
Χαρισματικά Όρια ταυτίζονται και δεν διαχωρίζονται, αντιστρόφως το 
δόγμα των αιρετικών είναι ότι αυτά τα δύο δεν ταυτίζονται αλλά 
διαχωρίζονται.
Ο Πρωτοπρεσβύτερος Ιωάννης Ρωμανίδης αναφέρει σχετικά:
«Όπου δεν υπάρχει το ορθόδοξο δόγμα, η Εκκλησία δεν είναι σε θέση 
να αποφανθεί περί της εγκυρότητας των Μυστηρίων.
Κατά τους Πατέρας, το ορθόδοξο δόγμα ουδέποτε χωρίζεται από την 
πνευματικότητα.
Όπου υπάρχει εσφαλμένο δόγμα, υπάρχει εσφαλμένη πνευματικότητα 
και αντιθέτως.
Πολλοί χωρίζουν το δόγμα απο την ευσέβεια.
Αυτό είναι σφάλμα.
Όταν ο Χριστός λέγει «γίνεσθε τέλειοι όπως ο Πατήρ», σημαίνει ότι 
πρέπει να γνωρίζει κανείς ποια είναι η έννοια της τελειότητας.
Το κριτήριο της εγκυρότητας των Μυστηρίων για μας τους 
Ορθοδόξους είναι το ορθόδοξο δόγμα, ενώ για τους ετερόδοξους -
αιρετικούς- είναι η αποστολική διαδοχή. Για την ορθόδοξη παράδοση δεν αρκεί να ανάγουμε την χειροτονία στους 
Αποστόλους, αλλά να έχουμε ορθόδοξο δόγμα.
Ευσέβεια και δόγμα είναι μια ταυτότητα και δεν χωρίζεται.
Όπου υπάρχει ορθή διδασκαλία, υπάρχει και ορθή πράξη.
Ορθοδοξία σημαίνει ορθή δόξα και ορθή πράξη».
(Μητρ. Ιερόθεου Βλάχου. «ΕΜΠΕΙΡΙΚΗ ΔΟΓΜΑΤΙΚΗ της Ορθοδόξου 
Καθολικής Εκκλησίας»).
Και, «Ο υποψήφιος επίσκοπος όμως πριν η χειροτονηθή κρατών 
δι΄ αμφοτέρων των χειρών το Ιερόν Ευαγγέλιον και τας παλάμας 
λοιπόν έχων ολοκλήρους εφαπτομένας τούτου, μεταξύ του 
θυσιαστηρίου και ενώπιον Συνόδου Επισκόπων και εκπροσώπων 
του Κλήρου και πλήθους λαού, υπόσχεται να αποδειχθή ακριβής 
τηρητής της ορθής πίστεως και των Ιερών Κανόνων...
Επίσκοπος δε λαβών κατόπιν της, όπως λέγεται ασφαλείας 
ταύτης του συμβόλου κανονικήν χειροτονίαν, εκπίπτει της 
Αποστολικής διαδοχής, εαν αθετών την υπόσχεσιν του ταύτην 
ήθελε εκκλίνει εις αίρεσιν ή σχίσμα, και τα υπό αυτού τελούμενα 
μυστήρια, κατά τον πρώτον Κανόνα του Μεγάλου Βασιλείου και 
την πράξιν της Εκκλησίας, λογίζονται άκυρα, μόνον δε κατ' 
οικονομίαν δύναται να αναγνωρισθούν δι' ειδικής Συνοδικής 
πράξεως». (Π.Τρεμπέλα, «Η άδολος αποστολικότης της Ελληνικής 
Ορθοδοξίας»).
Στην ερμηνεία της Θ. Λειτουργίας (1651), επανέκδοση από το 
«ΙΕΡΟΝ ΗΣΥΧΑΣΤΗΡΙΟΝ – ΑΞΙΟΝ ΕΣΤΙΝ» των Κατουνακίων του Αγ. 
Όρους, διαβάζουμε: «Έχουσιν λοιπόν χρέος όλοι οι ιερείς, εις την 
ιερουργίαν των Ιερών και Θείων Μυστηρίων να έχουν την 
Ορθόδοξον εκείνην και πιστήν γνώμην, την οποία κρατεί η αγία 
του Θεού Εκκλησία… Διατί μη έχοντας οι ιερείς τον σκοπόν όπου 
έχει η Εκκλησία, ας ηξεύρουν πως δεν κάνουν Μυστήριον.
Και η μερίς αυτών μετά Ιούδα».

ε΄. Εκκλησιαστική ακρίβεια και οικονομία.
Επομένως, «Τά ὑπό αἱρετικῶν τελούμενα μυστήρια εἶναι κατά κανόνα 
ἄκυρα καί οἱ δεχθέντες αὐτά, ἰδίως δέ τήν χειροτονίαν, πρέπει νά τά ἐπαναλάβουν κατά τήν προσέλευσιν των εἰς τήν Ὀρθοδοξίαν, ἐκτός ἄν 
ἐφαρμοσθῇ ἡ Οἰκονομία», (Παντελεήμονος Ροδοπούλου, Επιτομή 
Κανονικού Δικαίου, Θεσσαλονίκη 2005, σ. 156).
Η κατά οικονομία όμως εισδοχή των εν μετανοία αιρετικών εις την 
Ορθοδοξία διά λιβέλου και Αγίου Χρίσματος δεν σημαίνει ότι η 
Εκκλησία αναγνωρίζει μέσα στην αίρεση ή το σχίσμα την 
εγκυρότητα του βαπτίσματος ή των λοιπών μυστηρίων αυτών. 
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 51-58, 91, 305, 582).
Έτσι, μεταξύ άλλων, στον μς΄. Αποστολικό Ιερό Κανόνα θεσπίζεται: 
«ἐπίσκοπον ἢ πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα ἤ θυσίαν, 
καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν.
Τίς γάρ συμφώνησις Χριστῷ προς Βελίαρ; ἤ τις μερίς πιστῷ, μετά 
ἀπίστου;»
Ο Κανόνας αυτός επιβεβαιώνει εκείνο που ειπώθηκε για τα μυστήρια 
που τελούνται εκτός των Κανονικών Ορίων της Εκκλησίας καθώς και τις 
τιμωρίες για την τυχόν αποδοχή τους.
Έτσι, ερμηνεύοντας αυτόν τον Ιερό Κανόνα ο Ζωναράς 
συμβουλεύει τους Χριστιανούς να μη συμμετέχουν στις τελετές 
αιρετικών, τις οποίες «βδελύττεσθαι χρή», ενώ στη συνέχεια 
απευθύνεται στους κληρικούς, επίσκοπους και πρεσβύτερους 
προειδοποιώντας τους ότι πρέπει να κατακρίνουν τους 
αιρετικούς, αλλά ούτε να τους δέχονται στην κοινότητα προτού 
μετανιώσουν για τις πλάνες τους.
Ο Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, επεξηγώντας και ερμηνεύοντας εν 
Πνεύματι Αγίω στο Πηδάλιο ποια είναι η διαφορά μεταξύ αιρετικής και 
Ορθοδόξου μεταλήψεως γράφει:
«...ήτοι τα άχραντα Μυστήρια, εις τα οποία κρεμάται όλη η της ψυχής 
ελπίς και σωτηρία.
Και εις τους μεν τους επιμένοντας εις την αίρεσιν σκότος και 
καταδίκη περισσότερα ταύτα γίνονται, εις δε τους ορθοδόξους, 
φως και ζωή αιώνιος,
-Αγκαλά και η αιρετικών τόλμη αυθαδιάζει να παραδίδη τάχα και 
αυτή μυστήρια τινά, ή ενάντια εις το όνομα της αληθείας, ή έχοντα μεν όνομα αληθείας, κατά το πράγμα δε όντα ψευδή, και Θείας 
χάριτος έρημα-». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 496).
Αυτή επομένως είναι η Παράδοση της Εκκλησίας, η Αποστολική, 
Πατερική και Κανονική Παράδοση, που μας μαρτυρεί επίσης ότι 
υπάρχει δυνατότητα για τους «άσωτους γιους» να γίνουν αποδεκτοί 
στην Εκκλησία, κατ’ οικονομία, στα ίδια τα αξιώματα που είχαν όταν 
εβρίσκονταν στην αίρεση ή το σχίσμα.
Η Εκκλησία ποτέ δεν σταμάτησε να μεριμνά για τους πεπτωκότας, 
διότι αν και εξέπεσαν διά της αιρέσεως ή του σχίσματος από την 
Εκκλησία, πάντοτε υπάρχει δυνατότητα να επιστρέψουν στους κόλπους 
της.
Περί αυτού μαρτυρούν οι Ιεροί Κανόνες της Εκκλησίας οι οποίοι, κατά 
πρώτον διατυπώνουν τον αποχωρισμό των αιρετικών και κατά 
δεύτερον μεριμνούν για αυτούς καθορίζοντας πώς μπορούν ξανά να 
γίνουν αποδεκτοί στην Εκκλησία.
Η δυνατότητα επανόδου των αιρετικών στην πλήρη ενότητα με την 
Εκκλησία είναι γεγονός με απαραίτητη προϋπόθεση την ειλικρινή 
μετάνοια, δηλαδή την απόρριψη αιρετικών δοξασιών και τέτοιου είδους 
ζωής.
Με αυτόν τον τρόπο θα βρεθούν και πάλι στην οδό της Αιώνιας 
Σωτηρίας.
Στη ζωή της Εκκλησίας πολύ νωρίς προβαλλόταν το ζήτημα πώς 
μπορούν ξανά να γίνουν αποδεκτοί στην Εκκλησία οι πεπτωκότες στην 
αίρεση ή στο σχίσμα.
Η παλαιότερη κανονική νομοθεσία μαρτυρεί περί των δύο πράξεων 
που προτοεμφανίστηκαν στον τρίτο και τέταρτο αιώνα, δηλαδή το 
γεγονός ότι άλλοτε η Εκκλησία εφαρμόζει την «ακρίβεια», και 
άλλοτε την «οικονομία».
«Είναι βασική διδασκαλία της αρχαίας ενωμένης Εκκλησίας, πράγμα 
που αποδέχεται η Ορθόδοξη Εκκλησία, ότι δεν υπάρχουν Μυστήρια 
εκτός της Εκκλησίας.
Η Εκκλησία είναι το Σώμα του Χριστού και κοινωνία θεώσεως, μέσα 
στην Εκκλησία ο άνθρωπος γεύεται του μυστηρίου της εν Χριστώ 
οικονομίας και όποιος απομακρύνεται από την Εκκλησία, είτε με την 
αίρεση είτε με το σχίσμα, δεν δέχεται την δωρεά της θείας οικονομίας.
Οι Πατέρες της Εκκλησίας δέχονταν μια οικονομία και ασκούσαν 
μια επιείκεια για τους σχισματικούς και αιρετικούς που 
μετανοούσαν, αλλ' ουδέποτε χώρισαν την μυστηριακή θεολογία 
από την εκκλησιολογία.
Δεν αναγνώριζαν το Μυστήριο του Βαπτίσματος που γινόταν έξω 
από την Εκκλησία, αλλά ρύθμιζαν με οικονομία τον τρόπο 
εισδοχής των αιρετικών και σχισματικών στην Εκκλησία.
Στα κείμενα του Μεγάλου Βασιλείου διασώζεται η πρακτική της 
αρχαίας Εκκλησίας να δέχονται ορισμένες ομάδες αιρετικών στην 
Εκκλησία με τον σκοπό την συνένωσή τους, την ενότητα και την 
κοινωνία τους με την Εκκλησία, και όχι με την προοπτική της 
αναγνωρίσεως κάποιων «αντικειμενικών» Μυστηρίων στους 
αιρετικούς».(Μητρ. Ιερόθεου Βλάχου. «Η Β΄.Βατικανή Σύνοδος και η 
νέα θεολογία και η νέα εκκλησιολογία της»).
Η Κανονική Ιερά Παράδοση της Εκκλησίας που οριστικά και 
αμετάκλητα διατυπώθηκε στους Ιερούς Κανόνες Η΄. και ΙΘ΄. της Α΄. 
Οἰκουμενικῆς Συνόδου τον Ζ΄. της Β΄. Οικουμενικής Συνόδου, τον 
95ο της Πενθέκτης Οικουμενικής Συνόδου και στους Ιερούς 
Κανόνες Α΄. και ΜΖ΄. του Μεγάλου Βασιλείου καθώς και στον Ιερό 
Κανόνα του Αγίου Ιερομάρτυρος Κυπριανού της Καρχηδόνος 
Τοπικής Συνόδου και του Αγίου Αθανασίου προς Ρουφιανόν, 
αποδεικνύει πως δημιουργήθηκαν οι τρεις τρόποι της αποδοχής των εκ 
αιρέσεων προσερχομένων στην Εκκλησία, που αποτελούν το αλάθητο 
τεκμήριο της ποιμαντικής ευσυνειδησίας και μέριμνας της Εκκλησίας.
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 133, 147, 163, 304, 587, 617, 368, 580).
Μπορούμε, λοιπόν, με βάση τα παραπάνω δεδομένα, να μιλήσουμε 
για διάκριση των αιρετικών σε τρεις κατηγορίες ή τάξεις:
α) σε όσους εκ των αιρετικών γίνονται αποδεκτοί στην ορθόδοξη 
Εκκλησία με αναβαπτισμό.
Σε αυτήν την πρώτη τάξη περιλαμβάνονται οι: Παυλικιανοί, Σαβελλιανοί, 
Μανιχαίοι, Γνωστικοί, Μαρκιωνίτες, Ουαλεντινιανοί, Φωτεινιανοί, 
Εβιωνίτες, Ευνομιανοί, Μοντανιστές, Πεπουζηνοί.
β) Σε όσους απλώς χρίονται με άγιο μύρο.
Στη δεύτερη τάξη περιλαμβάνονται οι: Νοβατιανοί, Σαββατιανοί, 
Αριστεροί, Τεσσαρεσκαιδεκατίτες, Αρειανοί, Μακεδονιανοί, Απολλιναριστές, εφόσον βέβαια τελούσαν το βάπτισμα με τρεις 
καταδύσεις στο όνομα της Αγίας Τριάδας.
Και γ) σε όσους γίνονται αποδεκτοί με λίβελλο.
Στην τρίτη τάξη ανήκουν οι: Μελετιανοί, Μασσαλιανοί και σύμφωνα με 
την Πενθέκτη Οικουμενική ανήκουν και οι Νεστοριανοί, Ευτυχιανοί, 
Σεβηριανοί και Μονοθελήτες, και την Ζ΄ Οικουμενική οι Εικονομάχοι.
«Ἡ Ἐκκλησία οὐδέποτε ἐφάρμοσε τήν ἀρχήν τῆς οἰκονομίας εἰς 
ἐπιστρέφοντας ἐξ ἀκραίων αἱρέσεων, ἀλλ’ εἰς ἐπιστρέφοντας ἐκ τῶν 
θεωρουμένων ὡς μετριοπαθεστέρων.Ἡ διάκρισις αὐτή δέν σημαίνει 
ὅτι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν τῶν γινομένων δεκτῶν διά χρίσεως 
δί’ Ἁγίου Μύρου, ἔχουν τί τό πλέον ἐκείνων τῶν ὁποίων ζητεῖται ἡ
ἐπανάληψις καί τί τό ἔλαττον τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν τῶν 
γινομένων δεκτῶν διά λιβέλλου˙» (Καθ. Β. Ν. Γιαννόπουλος «Ἡ
ἀποδοχή τῶν αἱρετικῶν κατά τήν Ζ΄ Οἰκουμενικὴ»).
«Κατά τον Άγιο Νικόδημο τον Αγιορείτη «δύο είδη κυβερνήσεως και 
διορθώσεως φυλάττονται εις την του Χριστού Εκκλησίαν», ήτοι
ηακρίβεια και η οικονομία.
Η οικονομία είναι η αναστολή της ακρίβειας για ένα μικρό χρονικό 
διάστημα και για ειδικούς λόγους και δεν δύναται να μεταβληθή σε 
ακρίβεια με διαρκή ισχύ.
Έπειτα, με την δι' οικονομίας εισδοχή των ετεροδόξων - αιρετικών 
- δια λιβέλου και αγίου Χρίσματος δεν εννοείται η αναγνώριση της 
εγκυρότητας του Βαπτίσματος ή των λοιπών μυστηρίων των 
εκτός της Εκκλησίας - δηλ. μέσα στην Αίρεση - ».
(Μητρ. Ναυπάκτου και Αγίου Βλασίου Ιερ.Βλάχου, ... για την «Αγία» και 
Μεγάλη Συνοδο»).
«... ἄλλο εἶναι τό θέμα τῆς κατ’ ἀρχήν καί ἐξ ἀντικειμένου 
ἀναγνώρισης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν καί σχισματικῶν καθ’ 
ἑαυτά, καί ἄλλη εἶναι ἡ περίπτωση τῆς εἰσδοχῆς τῶν μεταστρεφομένων 
στήν ορθοδοξία ἑτεροδόξων μέ τά μυστήρια πού ἒχουν δεχθεῖ στήν 
ἑτερόδοξη «ἐκκλησία» ἀπό τήν ὁποία προέρχοντα».(Μητρ. Ἐφέσου 
Χρυσόστομος Κωνσταντινίδης Πρόεδρος της Γ΄. Πανορθοδόξου 
Προσυνοδικής Διασκέψεως-1986).
Επίσης ο καλούμενος Μητροπολίτης Μεσσηνίας (Χρυσόστομος 
Σαββάτος) σε Συνέδριο για τους Ιερούς Κανόνες (Βόλος, 10.5.2014) 
δήλωνε κατηγορηματικά ότι η κατ’ οικονομία πράξη της Εκκλησίας να 
μην αναβαπτίζει τους προσερχομένους από ορισμένες αιρέσεις «δέν 
συνεπάγετο καί τήν αὐτόματη ἀναγνώριση τῆς ἐγκυρότητος τῶν 
μυστηρίων, τοῦ βαπτίσματος καί τοῦ χρίσματος τῶν αἱρετικῶν ἤ τῶν 
σχισματικῶν … Ἡ κατ’ οἰκονομία ἀποδοχή τῆς ἐπιστροφῆς τῶν 
αἱρετικῶν δέν συνεπάγεται αὐτόματα τήν ἀναγνώριση ἤ τήν 
κοινωνία μετά τῶν αἱρετικῶν καί μάλιστα ἐν τοῖς μυστηρίοις».
Από όλα τα παραπάνω συμπεραίνεται ότι η «Προς την περί το δόγμα 
«εκκλησιαστικήν οικονομίαν» συνδέεται και η εφαρμογή ταύτης 
προκειμένου περί του κύρους των μυστηρίων των ετεροδόξων -
αιρετικών-.
Αλλ' ενώ η Εκκλησία έναντι των πεπλανημένων κατά το δόγμα, όχι 
μόνον όταν ούτοι επιστρέφουν εις αυτήν και αναγνωρίζουν την πλάνην 
των, αλλά ακόμη και όταν εξακολουθούν να εμμένουν εις τας 
πεπλανημένας αυτών αντιλήψεις, δεικνύει την απεριόριστον έργω τε και 
λόγω εκδηλουμένην προς πάντας αγάπην της, όταν πρόκειται περί 
του κύρους των μυστηρίων των, η Εκκλησία είναι υπό των ιερών 
αυτής Κανόνων ηναγκασμένη, να τηρήση εντελώς διάφορον 
στάσιν, υπαγορευομένην εκ του γεγονότος ότι το ζήτημα τούτο 
συνδέεται προς την περί το δόγμα «ακρίβειαν», έναντι του οποίου, 
ως ανωτέρω ετονίσθη, ουδεμία δύναται να χωρήση «οικονομίαν».
Το ζήτημα του κύρους των μυστηρίων των πεπλανημένων κατά το 
δόγμα εμφανίζεται υπό δύο όψεις.
Η πρώτη είναι η αναφερόμενη εις το κύρος των μυστηρίων των 
ετεροδόξων εκείνων, οι οποίοι επανέρχονται εις την Ορθοδοξίαν 
και η δευτέρα όψις είναι η αναφερόμενη εις το κύρος των 
μυστηρίων εκείνων εκ των ετεροδόξων-αιρετικών- οι οποίοι 
εξακολουθούν παραμένοντες εις την αίρεση.
Αμφότεραι αι όψεις του ζητήματος τούτου, ιδίως όμως η δευτέρα 
συνδέονται προς την περί το δόγμα «ακρίβειαν», καθόσον, εάν τα 
μυστήρια των ετεροδόξων θεωρούνται ως έγκυρα καθ΄ εαυτά, 
τούτο σημαίνει δύο τινά:
Πρώτον ότι δύναται να υπάρξει ελευθέρα μετά των ετεροδόξων 
επικοινωνία και δη όχι μόνον όσον αφορά εις τα μυστήρια, αλλά 
και εις τον λοιπόν εκκλησιαστικόν βίον και επομένως και εν τη 
διδασκαλία και τω δόγματι.
Δεύτερον δε ότι η μετάδοσις της Θείας Χάριτος είναι δυνατή διά
των μυστηρίων τελούμενων και εκτός της Εκκλησίας, όπερ οδηγεί 
εις ανατροπήν βασικοτάτου διά την Εκκλησίαν δόγματος.
Εντεύθεν, παρίσταται ανάγκη να ερευνηθή και από της νομοκανονικής 
απόψεως το ζήτημα του κύρους των μυστηρίων των ετεροδόξων και δη 
όχι ιστορικώς, αλλά δογματικώς...
Εντελώς διάφορον είναι το πράγμα, προκειμένου περί της 
αναγνωρίσεως του κύρους των μυστηρίων καθ' αυτά των εν τη πλάνη 
των παραμένοντων ετεροδόξων -αιρετικών-.
Δεν υπάρχει ουδείς Ιερός Κανών, ουδεμία Κανονική Διάταξις, 
ούδε η μακραίωνη ιστορία της Εκκλησίας έχει να παρουσιάση και 
εν έστω παράδειγμα, κατά το οποίον ανεγνωρίσθησαν υπ' αυτής 
αρμοδίως ως έγκυρα καθ' αυτά τα υπό ετεροδόξων -αιρετικών-
τελούμενα μυστήρια... -που παραμένουν αμετανόητοι στον «βόθρο» 
της αιρέσεως (βλέπε Οικουμενιστών Π.Σ.Ε.)-.
Τουναντίον, κατά τον οικουμενικόν κύρος έχοντα Κανόνα Α΄. της εν 
Καρχηδόνι επί του αγίου Κυπριανού συγκροτηθείσης Συνόδου, «παρά 
δε τοις αιρετικοίς, όπου Εκκλησία ουκ έστιν... ο αιρετικός, ο μήτε 
θυσιαστήριον έχων, μήτε Εκκλησίαν...
τα υπ' αυτών (δηλαδή των αιρετικών) γινόμενα, ψευδή και κενά 
υπάρχοντα, πάντα εστίν αδόκιμα.
Ουδέν γαρ δύναται τι δεκτόν και αιρετόν είναι παρά τω Θεώ των
υπ' εκείνων γινομένων...
Όθεν και ημείς συνιέναι οφείλομεν, και νοείν, ως... δυνατοί ουκ 
είεν χάριν δούνε τω Κυρίω.
Και διά τούτο ημείς οι συν Κυρίω όντες, και ενότητα Κυρίου 
κρατούντες, και κατά την αξίαν αυτού χορηγούμενοι, την ιερατείαν 
αυτού εν τη εκκλησία λειτουργούντες, όσα οι αντικείμενοι αυτώ,
τουτέστι πολέμιοι και αντίχριστοι ποιούσιν, αποδοκιμάσαι και 
αποποιήσαι και απορρίψαι, και ως βέβηλα έχειν οφείλομεν».
Κατά ταύτα, εφ' όσον και εκ της συντόμου ταύτης ερεύνης όσον 
αφορά εις την δυνατότητα της αναγνωρίσεως του κύρους ενός εκάστου 
των υπό των ετεροδόξων - αιρετικών - τελουμένων μυστηρίων καθ' 
εαυτά, απεδείχθη, ότι ταύτα δεν είναι δυνατόν να αναγνωρισθώσιν ως
έγκυρα ούτε «κατ' ακρίβειαν» ούτε «κατ' οικονομίαν», η εν τω δόγματι 
εφαρμογή της «εκκλησιαστικής οικονομίας», όσον αφορά εις το 
σημείον τούτο, δεν είναι δυνατή».
(Αρχ. Ιω. Κωτσόνη «Προβλήματα Εκκλησιαστικής οικονομίας»).
Όπως επίσης για το θέμα μας είναι σημαντικός ο Ιερός Κανόνας του 
Μεγάλου Αθανασίου (328-373) από την Επιστολή προς Ρουφινιανόν 
επίσκοπο που μιλά περί των κληρικών που επιστρέφονται στην 
Εκκλησία από την αίρεση του Αρειανισμού -Οικουμενισμού- και τους 
κατατάσσει σε δύο ομάδες.
Την πρώτη ομάδα αποτελούν οι «προϊστάμενοι τῆς ἀσεβείας», 
οι οποίοι αν μετανοήσουν και επιστρέψουν γίνονται δεκτοί στην 
Εκκλησία, αλλά χωρίς θέσεις στον κλήρο δηλαδή καθαιρούνται.
Ενώ στη δεύτερη ομάδα ανήκουν εκείνοι που ήταν μεν 
συγκοινωνοί της αιρέσεως, αλλά στην περίπτωση δε που 
παρασύρθηκαν από φόβο ή από ανάγκη και βία, γίνονταν ξανά 
δεκτοί στα αξιώματά τους.
Δηλαδή οι παρασυρθέντες στην αίρεση κληρικοί, επιστρέφοντες 
στην Εκκλησία δέν αναχειροτονούνται.
Και αυτό συμβαίνει, όπως το λέει ο Μέγας Αθανάσιος «πως 
οἰκονομικῶς» . (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 581).
Αυτό επιβεβαιώνει ο Ζωναράς στην ερμηνεία του ίδιου Κανόνα του 
Μεγάλου Αθανασίου, όπου τονίζεται η διδασκαλία του Αγίου Βασιλείου, 
δηλαδή εκείνοι που δεν ήταν θεληματικά μαζί με τους αιρετικούς αλλά 
ήταν εξαναγκασμένοι με κάποιο τρόπο να γίνουν οπαδοί της αίρεσης 
γίνονται δεκτοί με τα ιερατικά αξιώματά τους.
Δηλαδή οι μετανοούντες και επιστρέφοντες στήν Καθολική Εκκλησία 
ώφειλαν κατά πρώτον να αποκηρύξουν ρητώς (λίβελλος) τους τότε 
ηγέτες της αρειανικής αιρέσεως - τώρα Οικουμενιστικής - και κατά 
δεύτερον να ομολογήσουν την Ορθή Πίστη (ομολογία πίστεως), όπως 
είχε διατυπωθή στο Σύμβολο της Πίστεως στην Πρώτη Οικουμενική 
Σύνοδο της Νικαίας και έτσι να γίνουν πάλι μέλη της Εκκλησίας.
Η σημασία αυτής της επιστολής για το θέμα μας είναι ότι πολλές φορές 
αναφέρθηκε στην Ζ΄. Οικουμενική Σύνοδο όταν έγινε συζήτηση περί της 
αποδοχής των εικονομάχων. (Βλ. Οικουμενιστών Π.Σ.Ε. συνόδου
Κρήτης)
Επειδή «Και η Οικουμενική δε ζ΄. σύνοδος, ει και εδέχθη τας 
χειροτονίας των αιρετικών Εικονομάχων (ουχί όμως των 
πρωταρχών της αιρέσεως, και των εμπαθώς εγκειμένων και μη 
γνησίως και αληθώς μετανοούντων, ως είπεν ο θείος Ταράσιος·
αλλά των ακολουθησάντων τοίς πρωτάρχαις, και αληθώς και 
γνησίως μετανοούντων...) και τους παρ' αυτών χειροτονηθέντας, 
πάλιν δεν ανεχειροτόνησεν ορθοδοξήσαντας καθώς φαίνεται εν τη 
α΄. πράξει αυτής, αλλά τούτο οικονομικώς εποίησε δια το πολύ 
πλήθος όπου τότε επεπόλαζε των εικονομάχων...
Αλλά σπάνια τα τοιαύτα και κατά περίστασιν, κανονικής ακριβείας 
λειπόμενα, ού νόμος δε Εκκλησίας το κατά περίστασιν γινόμενο 
και το σπάνιον, κατά τε τον ιζ΄. της α΄. και β΄. και τον Θεολόγο 
Γρηγόριον, και την β΄. πράξιν της εν τη αγία Σοφία συνόδου, και το 
νομικόν εκείνο το λέγον Το, παρά Κανόνας, ουχ έλκεται προς 
υπόδειγμα». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ.91).
Για το ίδιο θέμα ο μεν αείμνηστος Καθηγητής Θεολογίας Χρήστος 
Ανδρούτσος συμπεραίνει ότι για τα μυστήρια των εν μετανοία 
προσερχόντων αιρετικών, η Μίαν Αγίαν Καθολικήν και Αποστολικήν 
Εκκλησίαν ως ταμιούχος της Θείας Χάριτος «δύναται ἀσκούσα 
ἰσχυρώς τὴν ἐξουσίαν αυτής νὰ καταστήσει έγκυρον τὸ φύσει 
άκυρον». (Χρήστου Ανδρούτσου, Δογματική της Ορθοδόξου 
Ανατολικής Εκκλησίας).
Ο δε αείμνηστος Καθηγητής Δογματικής Π. Τρεμπέλας γράφει,
«Δεν αποφαίνεται απλώς, (η Μίαν Αγίαν Καθολικήν και 
Αποστολικήν Εκκλησίαν) ότι δέχεται και αναγνωρίζει ταύτα, αλλά 
θεωρούσα, ως ήδη είπομεν, τα έξω Αυτής τελεσθέντα μυστήρια 
ατελή και ανίσχυρα και ουχί ανενόχως τελεσιουργηθέντα, (Βλέπε 
Οικουμενιστών ψευδεπισκόπων) τελειοί, ζωοποιεί και απαλλάσει 
ταύτα πάσης ελλείψεως και ενοχής». (Π. Τρεμπέλα, Δογματική).
Διότι εντός της Εκκλησία και στις Αποφάσεις των Αγίων Πατέρων των 
Οικουμενικών Συνόδων ενυπάρχει σύμφωνα με την υπόσχεση του 
Κυρίου το Πνεύμα το Άγιον το Ζωοποιόν, «και άλλον, γαρ φησί, 
παράκλητον δώσει υμίν ίνα μένη μεθ' ημών εις τον αιώνα. Και ιδού 
εγώ μεθ' ημών ειμί πάσας τας ημέρας έως της συντελείας του
αιώνος...
Και ότι ταις Οικουμενικαίς συνόδους δοκεί, τούτο δοκεί και τω της 
αληθείας αγίω Πνεύματι, εκείνος γαρ φυσίν, υμάς διδάξει πάντα 
και υπομνήσει υμάς πάντα». (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 119).
Δηλαδή η Εκκλησία δίνει περιεχόμενο σε αυτά, τα οποία βεβαίως 
μέχρι εκείνη τη στιγμή ήταν, «όντα ψευδή και Θείας Χάριτος έρημα».
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 496).

στ΄. Τελικό συμπέρασμα.
Το οποίο σημαίνει ότι η Εκκλησία κατόπιν Συνοδικής αποφάσεως 
μπορεί να δεχτεί είτε κατά ακρίβεια, είτε κατά οικονομία και μόνο για 
τους μετανοημένους, δηλαδή για τους «προστιθεμένους τῇ ὀρθοδοξίᾳ, 
καὶ τῇ μερίδι τῶν σῳζομένων», (95΄. Κανών ΣΤ΄. Οικουμενικής
Συνόδου) τα μυστήρια που τελούνται υπό των αιρετικών 
ψευδεπίσκοπων της ληστρικής συνόδου της Κρήτης, τα επίσημα πλέον 
μελη του λεγόμενου Παγκόσμιου Συμβούλιου Εκκλησιών (Π.Σ.Ε.) δηλ. 
της ψευδεκκλησίας του αντίχριστου και όσων έχουν εκκλησιαστική 
κοινωνία μετ' αυτών, διότι οι αιρετικοί καθώς λέει ο Ιερός Κανόνας της 
Εκκλησίας, μήτε Εκκλησία είναι, μήτε θυσιαστήριο έχουν, μήτε Άγιον 
Πνεύμα. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 369).
«Διότι καθώς ένα μέλος κοπή από το σώμα, νεκρούται παρευθύς 
με το να μη μεταδίδεται πλέον εις αυτό ζωτική δύναμις· 
τοιουτοτρόπως και αυτοί αφ' ού μίαν φοράν εσχίσθησαν από το 
σώμα της Εκκλησίας, ενεκρώθησαν παρευθύς, και την 
πνευματικὴν χάριν και ενέργεια του Αγίου Πνεύματος έχασαν, μη 
μεταδιδομένης ταύτης εις αυτούς δια των αφών και συνδέσμων, 
ήτοι δια της κατά Πνεύμα ενώσεως».
(Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. 589).

Επομένως όπως τρανώς αποδείχτηκε στην εν λόγω μελέτη, 
διαφορετική είναι η συμπεριφορά των Αγίων της Εκκλησίας προς τους 
αιρετικούς όταν κηρύσσεται επίσημα η αίρεση και γίνονται Ομολογιακοί
αγώνες και διαφορετική όταν επανέρχεται η ειρήνη στην Ορθοδοξία και 
αναθεματίζονται Συνοδικώς-τυπικώς οι ήδη αναθεματισμένοι 
αμετανόητοι αιρετικοί λαμβάνοντας τέλος και οι Ομολογιακοί αγώνες.
Διαφορετική είναι επίσης η συμπεριφορά των Αγίων Πατέρων μας 
προς τους αμετανόητους αιρετικούς διώκτες των Χριστιανών και όσων 
έχουν εκκλησιαστική κοινωνία μετά αυτών διότι, «Τοῖς μεμιασμένοις 
καὶ ἀπίστοις οὐδὲν καθαρόν» (Τιτ. 1.15),
και ότι «Οὐ δύνασθε ποτήριον Κυρίου πιεῖν͵ καὶ ποτήριον 
δαιμόνων οὐ δύνασθε τραπέζης Κυρίου μετέχειν͵ καὶ τραπέζης 
δαιμονίων» (Α΄. Κορ. 10.21).
«Μὴ γίνεσθε ἑτεροζυγοῦντες ἀπίστοις. Τίς γὰρ κοινωνία φωτὶ
πρὸς σκότος;» (Β΄. Κορ. 6.14).
Και διαφορετική είναι προς τους επιστρέφοντας αδελφούς εν μετανοία 
στην Εκκλησία συμφώνως με «Των αγίων αποστόλων κανών 
πεντηκοστός τρίτος.
Ει τις πρεσβύτερος τον επιστρέφοντα τα από αμαρτίας ού 
προσδέχεται, αλλά αποβάλλεται καθαιρείσθω, ότι λυπεί τον 
Χριστόν τον ειπόντα, ότι χαρά γίνεται εν ουρανώ επί ενί 
αμαρτωλώ μετανοούντι...».
(Πρακτικά της Ζ΄. Οικουμενικής Συνόδου, Αρχ. Σπ. Μήλια).
Από όλα αυτά βγαίνει το ασφαλές συμπέρασμα ότι ουδέποτε οι Ιεροί 
Πατέρες μας, ξεχώρισαν τους αιρετικούς σε κεκριμένους και μη 
κεκριμένους, δηλ. καθαιρεμένους και μη καθαιρεμένους. Αυτές είναι 
όπως προείπαμε πλανεμένες φανταστικές θεωρίες της 
«μεταπατερικης θεολογίας» κάποιων εξωεκκλησιαστικών 
παλαιοημερολογίτικων παρατάξεων (γοχ), από το 1935 και έπειτα, 
διότι γεγονός είναι ότι οι Άγιοι Πατέρες της Εκκλησίας ξεχώριζαν 
μεν τους αιρετικούς, τους ξεχώριζαν δε, σε αμετανόητους και 
μετανοημένους.
Τέλος να τονίσουμε πάλι, «Οτι πάντα τα σπάνια, και οικονομικά, 
και τα εξ ανάγκης, ή τινός πονηράς συνηθείας, και απλώς ειπείν, 
πάντα τα παρά κανόνας γινόμενα, νόμος, και κανών και 
παράδειγμα της εκκλησίας ουχ υπάρχουσι, και όρα την ερμηνείαν 
του ξη΄. αποστολικού.
Πλην και της οικονομίας ταύτης και ανάγκης παρελθούσης, πάλιν 
οι κανόνες κρατούσιν όρα την υποσημείωσιν του μς΄. και τον ιγ΄. 
κανόνα της α΄. (Ι. Πηδάλιο της Εκκλησίας σελ. λθ΄. παρ. θ΄.).


Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...