Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Υπερηφάνεια


ΣΥΝΟΜΙΛΙΕΣ ΜΕ ΤΟΥΣ ΠΑΤΕΡΕΣ ΤΗΣ ΕΡΗΜΟΥ
ΑΒΒΑ ΚΑΣΣΙΑΝΟΥ
ΓΙΑ ΤΟ ΠΝΕΥΜΑ ΤΗΣ ΥΠΕΡΗΦΑΝΕΙΑΣ
ΜΕΡΟΣ ΔΕΥΤΕΡΟΝ


Κεφάλαιο 9· Πῶς θά μπορέσουμε νά νικήσουμε τήν ὑπερηφάνεια.
Θά μπορέσουμε νά ξεφύγουμε ἀπό αὐτή τήν παγίδα τοῦ Πονηροῦ καί Παγκάκιστου δαίμονα ἄν, γιά κάθε μιά ἀπό αὐτές τίς ἀρετές, στίς ὁποῖες ἔχουμε τήν ἐντύπωση ὅτι ἔχουμε σημειώσει πρόοδο, μαζί μέ τόν ᾿Απόστολο, λέμε· «Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ εἶμαι ἐκεῖνο πού εἶμαι… δέν κοπίασα ἐγώ, ἀλλά ἡ χάρη τοῦ Θεοῦ πού εἶναι μαζί μου μέ ἐνίσχυε» (Α´ Κορ. 15, 10) καί «ὁ Θεός εἶναι ἐκεῖνος πού ἐργάζεται μέσα σας καί τό νά θέλετε καί τό νά ἐνεργεῖτε σύμφωνα μέ τήν ἀγαθή του θέληση» (Φιλ. 2, 13). 

῾Ο ῎Ιδιος ὁ δημιουργός τῆς σωτηρίας μας ἐπίσης λέει· «᾿Εκεῖνος πού μένει ἑνωμένος μ᾿ ἐμένα καί ἐγώ μ᾿ ἐκεῖνον, αὐτός θά φέρει πολύ καρπό, γιατί χωρίς ἐμένα δέν μπορεῖτε νά κάνετε τίποτε» (᾿Ιωάν. 15, 5). ῾Ο δέ Ψαλμωδός λέει· «᾿Εάν δέν θελήσει ὁ Κύριος νά κτίσει τήν οἰκία, μάταια κοπιάζουν οἱ οἰκοδόμοι· ἄν ὁ Κύριος δέν περιφρουρήσει τήν πόλη, μάταια ἀγρυπνοῦν οἱ φύλακες. ῎Αν ὁ Κύριος δέν σᾶς προστατεύει, μάταια ξυπνᾶτε νωρίς τό πρωί γιά τήν ἐργασία σας» (Ψαλμ. 126, 1-2). Γιατί «τό ἔργο δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέληση ἤ ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16).
Κεφάλαιο 10· Δέν μποροῦμε νά γίνουμε τέλειοι καί νά φθάσουμε στή μακαριότητα μέ τίς δικές μας δυνάμεις.
Πράγματι, κανένας ἄνθρωπος, ὅσο μεγάλο ζῆλο ἤ πόθο κι ἄν αὐτός διαθέτει, δέν μπορεῖ –ἐνόσω τουλάχιστον αὐτός βρίσκεται ἀκόμα στό σῶμα, τό ὁποῖο εἶναι ἀντίπαλος τοῦ πνεύματος– νά ἔχει θέληση ἱκανή νά τόν ὁδηγήσει στήν τόσο ὑψηλή κορυφή τῆς τελειότητας καί νά λάβει τό βραβεῖο τῆς καθαρότητας. Γιά νά ἀξιωθεῖ αὐτός νά φθάσει μέ μεγάλο κόπο σ᾿ αὐτό πού ἐπιθυμεῖ καί πρός τό ὁποῖο τρέχει, θά πρέπει νά ἔχει σκέπη καί συνεργό του τή Χάρη καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ. Γιατί «κάθε ἀγαθή προσφορά στόν ἄνθρωπο καί κάθε τέλειο δῶρο εἶναι ἐκ τοῦ οὐρανοῦ, καί κατεβαίνει ἀπό τόν Θεό, ἀπό τόν πατέρα τῶν φώτων» (᾿Ιάκ. 1, 17). «Ποιό χάρισμα», λέει, «ἔχεις πού δέν τό πῆρες ἀπό τόν Θεό; ῞Ολα ἀπό τόν Θεό τά ἔχεις. Γιατί λοιπόν, καυχιέσαι σάν νά μήν τά ἔχεις πάρει;»; (Α´ Κορ. 4, 7).


Κεφάλαιο 11· ῾Η περίπτωση τοῦ Ληστῆ, τοῦ προφήτη Δαυίδ, ἀλλά καί τῆς κλήσης τοῦ κάθε ἀνθρώπου, δείχνουν ξεκάθαρα ὅτι ἡ σωτηρία μας εἶναι ἔργο τῆς Θείας Χάρης.
῎Αν, γιά παράδειγμα, φέρουμε στό νοῦ μας, ἐκεῖνον τό Ληστή, ὁ ὁποῖος μέ μιά μόνο ὁμολογία μπῆκε στόν Παράδεισο (Λουκ. 23, 40 κ.ἑ.), θά καταλάβουμε ὅτι δέν εἶναι ὁ τρόπος τῆς ζωῆς του αὐτός πού τοῦ ἐξασφάλισε αὐτή τήν τόσο μεγάλη μακαριότητα, ἀλλά ὅτι αὐτή τοῦ παραχωρήθηκε ὡς δωρεά τοῦ οἰκτίρμονος καί ἐλεήμονος Θεοῦ. ῎Αν ἀναλογισθοῦμε ἐπίσης, τά δύο τόσο σοβαρά παραπτώματα τοῦ βασιλιᾶ Δαυίδ, πού σβήστηκαν μέ ἕνα μόνο λόγο μετάνοιας, θά δοῦμε ὅτι, καί σ᾿ αὐτή τήν περίπτωση, ἡ ἀξία τῶν κόπων του δέν ἰσοδυναμοῦσε μέ τήν ἀπολαβή τῆς συγχώρησης τῶν ἁμαρτιῶν του, ἀλλά ὅτι καί σ᾿ αὐτόν ἐπάνω ξεχύθηκε πλούσια ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ. 

Αὐτή ἡ Θεία Χάρη, τήν ῾Οποία ὁ Δαυίδ ἔλαβε, λόγω τῆς βαθιάς μετάνοιας καί συντριβῆς του, ἐξαφάνισε τό μεγάλο ὄγκο τῶν ἁμαρτιῶν του, μέ τήν εἰλικρινή ὁμολογία μιᾶς μόνο λέξης μετάνοιας, «ἁμάρτησα» (Β´ Βασ. 12, 13).
᾿Επίσης, ἄν ἐξετάσουμε τήν προέλευση τῆς κλήσης καί τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, βλέπουμε ὅτι δέν σωζόμαστε, σύμφωνα μέ τόν ᾿Απόστολο, μέ τίς δικές μας δυνάμεις, ἤ ἀπό τά καλά ἔργα μας, ἀλλά ἀπό τή Χάρη καί τή δωρεά τοῦ Θεοῦ· «Μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ», λέει ὁ ᾿Απόστολος, «ἔχετε σωθεῖ διά μέσου τῆς πίστεως. ῾

Η σωτηρία σας δέν προῆλθε ἀπό σᾶς, εἶναι δωρεά τοῦ Θεοῦ. Δέν σωθήκατε μέ τά δικά σας ἔργα, γιά νά μήν μπορεῖ κανείς νά καυχηθεῖ» (᾿Εφεσ. 2, 8-9). ῞Ολο τό ἔργο τῆς τελείωσης λοιπόν, «δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέληση ἤ ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου, ἀλλά ἀπό τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ» (Ρωμ. 9, 16), ὁ ῾Οποῖος μᾶς χαρίζει τή νίκη πάνω στά πάθη. Γιατί, ἡ ἀξία τῶν κόπων μας καί ἡ ἐνάρετη ζωή μας δέν ἔχει αὐτή τή δύναμη. Οὔτε ἡ δική μας ἡ φιλοπονία καί ἐπιμέλεια ἐπαρκεῖ γιά νά ἀνυψωθοῦμε στή δυσκολοπάτητη κορυφή τῆς καθαρότητας καί στήν ἀπόλαυση τῆς ἐλευθερίας ἀπό τό σαρκικό φρόνημα. Καμία σωματική ἄσκηση καί κακουχία, καμία συντριβή τῆς καρδιᾶς δέν εἶναι ἀρκετή γιά τήν ἀπόκτηση αὐτῆς τῆς αὐθεντικῆς καί γνήσιας καθαρότητας τοῦ ἐσωτερικοῦ ἀνθρώπου.

 ῾Η καθαρότητα δέν εἶναι δυνατόν νά ἀποκτηθεῖ μόνο μέ τόν ἀνθρώπινο κόπο καί τήν προσπάθεια, δηλαδή χωρίς τήν ἐνίσχυση καί τή σκέπη τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ. Αὐτή τήν τόσο μεγάλη ἀρετή τῆς καθαρότητας τήν κατέχουν οἱ ἅγιοι ῎Αγγελοι. Γιατί καί αὐτή εἶναι ἀρετή πού χαρακτηρίζει μόνο τούς οἰκιστές τῆς Οὐράνιας πολιτείας. Κάθε καλό εἶναι δωρεά τῆς Χάρης τοῦ πολυεύσπλανου Κυρίου, ὁ ῾Οποῖος παραχώρησε αὐτή τήν ἄπειρη μακαριότητα στήν ἀδύναμη θέλησή μας καί αὐτή τήν ὑπέρμετρη δόξα στήν ἀσθενή καί ἐφήμερη πορεία τῆς ζωῆς μας.
Κεφάλαιο 12· Οἱ κόποι τῆς παρούσας ζωῆς δέν εἶναι ἄξιοι νά συγκριθοῦν μέ τή μέλλουσα μακαριότητα, τήν ὁποία μᾶς ὑπόσχεται ὁ Θεός.
Πράγματι, ἡ διάρκεια αὐτῆς τῆς ζωῆς ἐκμηδενίζεται, ἄν τή συγκρίνει κανείς μέ τήν αἰώνια καί ἀτελείωτη μελλοντική δόξα. Καί ὅλοι οἱ κόποι καί οἱ ὀδύνες ἁπαλύνονται, σβήνουν σάν καπνός καί σκορπίζονται σάν στάχτη, μπροστά στή θεωρία αὐτῆς τῆς ἄπειρης μακαριότητας.
Κεφάλαιο 13· Ποιά εἶναι ἡ διδασκαλία τῶν Γερόντων γιά τήν ἀπόκτηση τῆς καθαρότητας.
῏Ηρθε λοιπόν ἡ ὥρα νά σᾶς ἀναφέρω τή θεολογική τοποθέτηση καί τό συμπερασματικό λόγο τῶν ἁγίων Πατέρων. Γιατί οἱ Πατέρες δέν περιέγραψαν μόνο μέ ὡραῖα λόγια τό δρόμο πρός τήν τελείωση καί τήν ποιότητά της, ἀλλά, ἐπειδή εἶχαν φθάσει οἱ ἴδιοι βιωματικά σ᾿ αὐτή τήν κατάσταση, τή δίδαξαν καί τή μετέδωσαν, κατά τό μέτρο τῆς ἐμπειρίας τους, ἀφήνοντας ἔτσι στούς νεότερους παραδείγματα ζωντανά καί ἀληθινά. Οἱ Πατέρες λοιπόν λένε ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά καθαρισθεῖ τελείως ἀπό τά πάθη του, ἄν δέν ἔχει κατανοήσει ὅτι ὅλος ὁ κόπος καί ὅλες οἱ προσπάθειές του δέν ἀρκοῦν γιά τήν ἐπίτευξη μιᾶς τόσο μεγάλης τελειότητας. Καί, ἐπιπλέον, ἄν δέν ἀναγνωρίσει, ὄχι τόσο ἀπό τή διδασκαλία τῶν ἄλλων, ὅσο ἀπό τή δική του ἐσωτερική αἴσθηση καί ἀπό τή δύναμη τῆς προσωπικῆς του ἐμπειρίας, ὅτι δέν θά μπορέσει νά ἐγγίσει ποτέ τήν τελειότητα μέ τίς δικές του δυνάμεις. 

῎Αν ὅμως αὐτό τό ἐπιζητεῖ ἀληθινά, ἀσφαλῶς θά τοῦ χαρισθεῖ ὡς δωρεά τοῦ Θείου ἐλέους. Γιατί αὐτό δέν εἶναι κάτι ἁπλό καί συνηθισμένο, ἀλλά πρόκειται γιά τήν ὑψίστη κατάσταση τῆς λαμπρῆς κορυφῆς τῆς καθαρότητας καί τῆς ἀκεραιότητας. ῞Οσος ὅμως κι ἄν εἶναι ὁ κόπος πού καταβάλλει κανείς μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες, μελέτη τῶν Θείων Γραφῶν, παραμονή στήν ἔρημο καί ἀποταγή τοῦ κόσμου, δέν εἶναι ἀρκετός γιά νά τοῦ ἐξασφαλίσει τήν ἀπόκτηση αὐτοῦ τοῦ στεφάνου. ᾿Αληθινά, δέν μπορεῖ ποτέ ὁ προσωπικός κόπος ἤ ἡ ἀνθρώπινη ἐπιμέλεια νά ἀντισταθμίσει ἤ νά ἀναπληρώσει τή Θεία Δωρεά, τήν ὁποία παραχωρεῖ μόνο τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ σ᾿ αὐτόν πού πράγματι τό ἐπιθυμεῖ καί σέ ὅποιον ἀγωνίζεται φιλότιμα.
Κεφάλαιο 14· ῾Η βοήθεια τοῦ Θεοῦ δίνεται σ᾿ αὐτούς πού κοπιάζουν.
Μ᾿ αὐτό πού λέω δέν θέλω νά ἀπαξιώσω τίς ἀνθρώπινες προσπάθειες, οὔτε καί νά ἀποτρέψω κανέναν ἀπό τό νά εἶναι προσεκτικός καί ἐπίμονος στόν ἀσκητικό του ἀγώνα. ᾿Αλλά τό κάνω μόνο καί μόνο γιά νά πῶ ξεκάθαρα –καί αὐτό δέν εἶναι δικά μου λόγια, ἀλλά ἡ ὁμόφωνη γνώμη τῶν Γερόντων– ὅτι· ῎Αν καί, γιά τήν κατάκτηση τῆς τελειότητας εἶναι πολύ βοηθητικά αὐτά τά ἀνθρώπινα μέσα καί οἱ ἀσκητικές πρακτικές, ἐντούτοις κανείς δέν θά μποροῦσε μόνο μέ τήν ἄσκηση νά τήν πραγματώσει στήν πληρότητά της, χωρίς τή συνέργεια τῆς Χάρης. 

῞Οπως λέμε ξεκάθαρα ὅτι οἱ ἀνθρώπινες προσπάθειες ἀπό μόνες τους, χωρίς τή βοήθεια τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἀναποτελεσματικές καί δέν ἐπαρκοῦν γιά τήν ἐπίτευξη τῆς τελειότητας, κατά τόν ἴδιο τρόπο δηλώνουμε ἀπερίφραστα ὅτι ἡ εὐσπλαχνία καί ἡ Χάρη τοῦ Θεοῦ δέν ἐνεργοῦν ἀνεξάρτητα ἀπό τή βούληση καί ἀπό τίς ἀσκητικές καταθέσεις τοῦ ἀνθρώπου. Καί γιά νά χρησιμοποιήσουμε τό λόγο τοῦ ᾿Αποστόλου πού λέει «τό ἔργο τῆς σωτηρίας μας δέν ἐξαρτᾶται ἀπό τή θέληση ἤ ἀπό τήν προσπάθεια τοῦ ἀνθρώπου» (Ρωμ. 9, 16), λέμε κι ἐμεῖς ξεκάθαρα ὅτι ἡ τελειότητα παραχωρεῖται σ᾿ αὐτούς πού τήν ποθοῦν καί πού ἀγωνίζονται μέ ζῆλο καί φιλότιμο, γιά νά τήν ἀποκτήσουν. Γιατί ὁ Κύριος, μέ τό στόμα τοῦ Ψαλμωδοῦ, λέει· «῎Εδωσα τή βοήθειά μου σέ δυνατό ἄνθρωπο, τόν ἀνέδειξα ἐκλεκτό μεταξύ τοῦ λαοῦ μου» (Ψαλμ. 88, 20).

῾Η τελειότητα σύμφωνα μέ τό λόγο τοῦ Κυρίου, πού λέει, «ζητᾶτε καί θά σᾶς δοθεῖ, ἀναζητῆστε καί θά βρεῖτε, χτυπᾶτε καί θά σᾶς ἀνοίξει ἡ θύρα» (Ματθ. 7, 7), δίδεται ὡς δωρεά σ᾿ αὐτούς πού τή ζητοῦν καί τή βρίσκουν αὐτοί πού ψάχνουν ἐπίμονα γι᾿ αὐτήν. Γιατί ὁ Κύριος ἀνοίγει σ᾿ αὐτούς πού χτυποῦν. Τό γεγονός ὅμως τοῦ ὅτι ζητᾶμε, ψάχνουμε ἤ χτυπᾶμε δέν μᾶς παρέχει συγχρόνως κανένα δικαίωμα ἀπολαβῆς, ἄν ἡ εὐσπλαχνία τοῦ Θεοῦ δέν μᾶς δώσει αὐτό πού ζητᾶμε, ἄν δέν μᾶς ἀνοίξει τήν πόρτα τήν ὁποία χτυπᾶμε καί ἄν δέν μᾶς κάνει νά βροῦμε αὐτό πού ἔμμονα ἀναζητᾶμε.

 Γιατί ὁ Θεός εἶναι πάντα ἕτοιμος νά μᾶς χαρίσει ἀφειδώλευτα τή δωρεά Του. ᾿Αληθινά, περισσότερο ἀπό ἐμᾶς, ἐπιθυμεῖ ᾿Εκεῖνος ὁ ῎Ιδιος καί ἀναμένει τήν τελείωση καί τή σωτηρία μας. ῾Ο προφήτης Δαυίδ ἦταν τόσο βέβαιος ὅτι δέν θά μποροῦσε ποτέ νά ἀποκτήσει μόνο μέ τίς δικές του δυνάμεις τήν ἐπιτυχία στό ἔργο καί στούς κόπους του, ὥστε ζήτησε δύο φορές ἀπό τόν Κύριο νά κατευθύνει τά ἔργα του, λέγοντας· «Εὐόδωσε, Κύριε, τά ἔργα τῶν χεριῶν μας, καί, κάνε νά προοδεύει τό ἔργο τῶν χεριῶν μας» (Ψαλμ. 89, 17). Καί ἀλλοῦ πάλι λέει· «Στερέωσε, Κύριε, τό ἔργο αὐτό πού (ἐσύ) ἔκανες μέσα μας» (Ψαλμ. 67, 29).
Κεφάλαιο 15· ᾿Από ποιούς διδασκόμαστε τήν ὁδό τῆς τελειότητας.
῾Επομένως, ἄν θέλουμε πραγματικά νά φθάσουμε στήν τελειότητα τῆς ἀρετῆς, πρέπει νά ὑπακούσουμε σ᾿ αὐτούς τούς πνευματικούς δασκάλους καί ὁδηγούς, οἱ ὁποῖοι, ἀντί νά κάνουν «διαλογισμούς ματαίους» καί ἄκαρπες συζητήσεις, ἔχουν βιώσει αὐτή τήν κατάσταση καί μποροῦν νά τή διδάξουν καί σέ μᾶς καί νά μᾶς καθοδηγήσουν πρός αὐτήν ἀπό τό πιό ἀσφαλές μονοπάτι. Πρέπει νά γνωρίζουμε ὅμως ὅτι αὐτοί οἱ Πατέρες δήλωναν ξεκάθαρα ὅτι ἔφθασαν σ᾿ αὐτό τό ὕψος, περισσότερο μέ τήν πίστη τους, παρά μέ τήν ἀξία τῶν ἔργων καί τῶν κόπων τους. Καί ὅτι, ὅταν αὐτοί ἀπέκτησαν αὐτή τήν ποθητή καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, συνειδητοποίησαν καί ὁμολόγησαν ὅτι ἡ ἁμαρτία δέν θά τούς ἐπέτρεπε νά φθάσουν σ᾿ αὐτή τήν κορυφή, ἀλλά θά τούς εἶχε ἀσφαλῶς ἀποδυναμώσει. Κι αὐτό, γιατί ἔβλεπαν πώς ἡ συντριβή γιά τά σφάλματά τους αὐξανόταν καθημερινά, ἀνάλογα μέ τήν πρόοδό τους στήν καθαρότητα τῆς ψυχῆς.

 ῎Εκτοτε, ἀναστέναζαν συνεχῶς ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς τους, νιώθοντας ὅτι δέν θά μπορέσουν ποτέ μέ μόνη τή θέληση καί τήν ἄσκησή τους, νά ἀποφύγουν τά στίγματα καί τίς κηλίδες τῶν ἁμαρτιῶν, τά σημάδια τῶν ὁποίων διέκριναν βαθιά ριζωμένα, μέσα στούς πολυσχιδεῖς καί μάταιους λογισμούς τους. Γι᾿ αὐτό προσδοκοῦσαν ὅτι θά ἀξιώνονταν νά ἀπολαύσουν τήν αἰώνια ζωή, ὄχι λόγω τῆς ἀξίας τῶν ἔργων τους, ἀλλά χάρη στήν εὐσπλαχνία τοῦ Κυρίου. Οὔτε ἐπίσης ἀπέδιδαν στή δική τους προσπάθεια καί ἀγωνιστικότητα τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, ἀλλά τή θεωροῦσαν ὡς ἰδιαίτερη δωρεά τῆς Θείας Χάρης. Γι᾿ αὐτό ποτέ δέν ὑπερηφανεύονταν, συγκρίνοντας τή δική τους κατάσταση μέ τήν ἀμέλεια τῶν κατωτέρων τους ἤ τῶν χλιαρῶν καί πνευματικά ἀδύνατων ἀδελφῶν τους. 

᾿Αλλά, παρατηρώντας μᾶλλον αὐτούς, τούς ὁποίους γνώριζαν ὅτι ὑπῆρξαν πράγματι ἄμεμπτοι καί ὅτι ἀπολάμβαναν ἤδη στή Βασιλεία τῶν Οὐρανῶν τήν αἰώνια μακαριότητα, ἀγωνίζονταν φιλότιμα, λειτουργώντας συνεχῶς καί περισσότερο τή μετάνοια καί τήν ταπείνωση. ῎Ετσι, μ᾿ αὐτή τή θεώρηση, ἀπέφευγαν τόν ὄλεθρο πού φέρνει ἡ ὑπερηφάνεια, ἐνῶ ταυτόχρονα δέν ἔχαναν οὔτε στιγμή ἀπό τά μάτια τους τό στόχο τους. Γιατί αὐτοί οἱ ἅγιοι Πατέρες μας γνώριζαν, γιά ποιά πράγματα πρέπει νά κοπιάζουν καί νά θλίβονται. Εἶχαν ἐπιπλέον πλήρη συνείδηση τοῦ ὅτι τό φορτίο τῆς σάρκας τούς ἐμπόδιζε νά φθάσουν σ᾿ αὐτή τήν καθαρότητα τῆς καρδιᾶς, πού τόσο ἔμπονα ποθοῦσαν καί ἀναζητοῦσαν.
Κεφάλαιο 16· Χωρίς τό ἔλεος καί τήν ἔμπνευση ἀπό τόν Θεό, δέν μποροῦμε νά κάνουμε οὔτε κάν τήν προσπάθεια, ὥστε νά ἀρχίσουμε τόν ἀγώνα γιά τήν τελειότητα.
῎Ας ἀκολουθήσουμε λοιπόν τήν παράδοση καί τή διδασκαλία τῶν Πατέρων καί ἄς ἀναζητήσουμε τήν τελειότητα μέ τήν ἄσκηση, μέ νηστεῖες, ἀγρυπνίες καί προσευχές, ἐπιδιώκοντας παράλληλα τή συντριβή τῆς καρδιᾶς καί τοῦ σώματος. Αὐτά ὅλα ὅμως μέ πολλή διάκριση, γιά νά μήν καταστρέψουμε τούς καρπούς ὅλων αὐτῶν τῶν ἀγώνων μας μέ τό μολυσμό τῆς ὑπερηφάνειας.

 Γιατί δέν ἀρκεῖ νά πιστεύουμε ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε τήν ἀληθινή τελειότητα μέ τή δική μας ἱκανότητα καί μέ τό δικό μας κόπο, ἀλλά θά πρέπει ἐπίσης νά γνωρίζουμε ὅτι δέν θά μπορέσουμε νά λειτουργήσουμε αὐτές τίς ἀσκητικές μεθόδους, χωρίς τή Χάρη τοῦ Θεοῦ, ἡ ῾Οποία μᾶς ἐμπνέει, μᾶς καθοδηγεῖ καί μᾶς διορθώνει. Χωρίς δηλαδή αὐτή τή Δωρεά, τήν ῾Οποία ἐκχέει μακρόθυμα στίς καρδιές μας, ὅταν ᾿Εκεῖνος εὐδοκεῖ νά μᾶς τή χορηγήσει, εἴτε μέ τήν ἐπίσκεψη κάποιου πνευματικοῦ ἀδελφοῦ, εἴτε μέ τή δική Του παρουσία.
Κεφάλαιο 17· ῾Αγιογραφικά χωρία πού μᾶς δείχνουν ὅτι δέν μποροῦμε νά κάνουμε τίποτα γιά τή σωτηρία μας, χωρίς τή συνέργεια τῆς Θείας Χάρης.
Εἴθε ὁ Πρωτουργός καί ᾿Εγγυητής τῆς σωτηρίας μας νά μᾶς φωτίσει νά καταλάβουμε ὅτι σέ κάθε βῆμα τῆς ζωῆς μας, θά πρέπει, ὄχι μόνο νά γνωρίζουμε, ἀλλά καί νά βιώνουμε αὐτό πού ἐννοεῖ ὁ Κύριος, ὅταν λέει· «Δέν μπορῶ νά κάνω τίποτε ἀπό τόν ἑαυτό μου. ῾Ο πατέρας μου πού μένει μέσα μου, αὐτός ἐνεργεῖ τά ἔργα» (᾿Ιωάν. 5, 30 · 14, 10).




῾Ο Κύριος, μιλώντας ὡς ἄνθρωπος, λέει ὅτι δέν μπορεῖ νά κάνει τίποτε ἀπό μόνος Του. Καί ἐμεῖς πού εἴμαστε στάχτη καί χῶμα νομίζουμε ὅτι μποροῦμε νά σωθοῦμε μέ τίς δικές μας δυνάμεις καί ὅτι δέν ἔχουμε καμιά ἀνάγκη ἀπό τή βοήθεια τοῦ Θεοῦ; ῎Ας μάθουμε λοιπόν καί ἐμεῖς τήν ἀδυναμία μας καί τήν ἀνάγκη νά ἔχουμε, σέ καθετί πού ἐπιδιώκουμε καί ἐπιχειροῦμε, συνεργό τή Χάρη Του καί νά ἀναφωνοῦμε μαζί μέ τούς ῾Αγίους· «Μέ ἔσπρωξαν καί κινδύνευσα νά πέσω, ἀλλά ὁ Κύριος μέ συγκράτησε. ῾Ο Κύριος εἶναι ἡ δύναμή μου καί ὁ ὕμνος μου, διότι αὐτός μοῦ δείχνει τή σωτηρία» (Ψαλμ. 117, 13-14). «᾿Εάν δέν μέ βοηθοῦσε ὁ Κύριος, λίγο ἔλειψε ἡ ψυχή μου νά ἦταν τώρα στόν ῞Αδη. ῞Οταν ἔλεγα “κλονίζονται τά πόδια μου”, ἡ εὐσπλαχνία σου, Κύριε, μέ βοηθοῦσε ἀμέσως. Κύριε, ἀνάλογες μέ τίς πολλές θλίψεις πού ὑπέφερε ἡ καρδιά μου, ἦταν καί οἱ παρακλήσεις σου, οἱ ὁποῖες τή γέμιζαν μέ εὐφροσύνη» (Ψαλμ. 93, 17-19).


Βλέποντας ἐπίσης ὅτι ἡ καρδιά μας δυναμώνει, ὅταν ζοῦμε καί ἀγωνιζόμαστε μέ φόβο Θεοῦ καί ὑπομονή, ἄς ποῦμε· «῾Ο Κύριος ἔγινε τό στήριγμά μου καί ᾿Εκεῖνος ἀπό τή στενοχωρία μου μέ ἔφερε σέ εὐρυχωρία» (Ψαλμ. 17, 19-20). ῞Οταν ἐπίσης κατανοοῦμε ὅτι ἡ γνώση αὐξάνει μέσα μας, ἀνάλογα μέ τήν πρόοδο πού ἔχουμε στήν πνευματική ζωή, ἄς ποῦμε· «᾿Εσύ, Κύριε, κρατᾶς ἀναμμένο τό λυχνάρι τῆς ζωῆς μου, ἐσύ φωτίζεις τό σκοτάδι μου. 

Μέ τή δύναμή σου γλίτωσα ἀπό τούς πειρασμούς καί μέ τή βοήθειά σου θά ὑπερπηδήσω τίς δυσκολίες, πού σάν ἀνυπέρβλητο τεῖχος ὀρθώνονται στό δρόμο μου» (Ψαλμ. 17, 29-30).
῎Αν πάλι νιώθουμε ὅτι ἔχουμε λάβει αὐτή τή δύναμη πού ζητήσαμε καί τήν ὑπομονή καί ὅτι κατευθυνόμαστε πιό εὔκολα καί χωρίς κόπο πρός τό μονοπάτι τῶν ἀρετῶν, τότε ἄς προσθέσουμε· «῾Ο Θεός μέ περίζωσε μέ τή δύναμή του κι ἔκανε καθαρό τό δρόμο τῆς ζωῆς μου. Δυνάμωσε τά πόδια μου πού τρέχουν σάν τοῦ ἐλαφιοῦ καί μέ ἀνέβασε σέ ψηλά ὄρη. Μέ γύμνασε ἀκόμη καί ἔμαθε τά χέρια μου νά πολεμοῦν» (Ψαλμ. 17, 33-35). 


῎Αν δεχθοῦμε ἀπό ᾿Εκεῖνον τή δωρεά τῆς διάκρισης, ἡ ὁποία μᾶς ἐπιτρέπει, ἐνισχυμένοι ἀπό τή Χάρη Του, νά συντρίψουμε τόν ᾿Αντίπαλο, ἄς ἀναφωνήσουμε πρός τόν Θεό· «῾Η καθοδήγησή σου καί ἡ παιδαγωγία σου μέ κράτησαν ὄρθιο καί μέ ἀνέδειξαν νικητή κατά τῶν ἐχθρῶν μου. Αὐτή ἡ παιδεία σου θά μέ καθοδηγεῖ πάντοτε. ῎Ανοιξες τό βῆμα μου καί ἔτρεχα σέ εὐρύχωρους τόπους καί δέν κουράστηκαν τά πόδια μου» (Ψαλμ. 17, 36-37). Καί ἐπειδή δυνάμωσα κατ᾿ αὐτόν τόν τρόπο μέ τή γνώση καί τή δική Του δύναμη, θά προσθέσω μέ πίστη καί κάτι ἀκόμα καί θά πῶ· «Κατεδίωξα τούς ἐχθρούς μου καί τούς συνέλαβα, δέν θά στρέψω πίσω μέχρις ὅτου ἐξαφανισθοῦν. Τούς ἔλιωσα κυριολεκτικά καί δέν μπόρεσαν νά σταθοῦν, ἀλλά ἔπεσαν κάτω ἀπό τά πόδια μου» (Ψαλμ. 17, 38-39).

῎Αν πάλι ἔλθουμε σέ ἐπίγνωση τῆς ἀδυναμίας μας καί ἄν ἀντιληφθοῦμε ὅτι φέρουμε εὐάλωτη καί θνητή φύση καί γι᾿ αὐτό δέν μποροῦμε, χωρίς τή βοήθειά Του, νά ἐπιβληθοῦμε στά πάθη μας, πάνω σ᾿ αὐτούς τούς τόσο μανιώδεις ἐχθρούς, ἄς ποῦμε· «Κύριε, μέ τή βοήθειά σου θά χτυπήσουμε δυνατά καί θά καταβάλλουμε τούς ἐχθρούς μας καί, ἐπικαλούμενοι τό παντοδύναμο ὄνομά σου, θά ἐκμηδενίσουμε ὅσους ἐπαναστατοῦν ἐναντίον μας. 

Δέν στηρίζουμε τήν ἐλπίδα μας στά τόξα, οὔτε θά μᾶς σώσει ἡ ρομφαία μας. Διότι ἐσύ μᾶς ἔσωσες ἀπ᾿ αὐτούς πού μᾶς καταπίεζαν καί καταντρόπιασες ἐκείνους πού μᾶς μισοῦσαν» (Ψαλμ. 43, 6-8 · 17, 40-41). ᾿Αλλά, ἔχοντας ἐπίγνωση τοῦ ὅτι δέν μποροῦμε νά ἀναδειχθοῦμε νικητές μόνο μέ τά δικά μας ὅπλα, ἄς ποῦμε· «Πάρε Κύριε, στά χέρια σου, τά ὅπλα καί τήν ἀσπίδα, σήκω ἐπάνω καί ἔλα γρήγορα νά μέ βοηθήσεις. Γύμνωσε τό σπαθί σου καί φράξε τό δρόμο τῶν ἐχθρῶν μου, πού μέ καταδιώκουν. Πές στήν ψυχή μου· Μή φοβᾶσαι, ἐγώ εἶμαι ἡ σωτηρία σου» (Ψαλμ. 34, 2-3). Καί μετά ἄς προσθέσουμε· «῎Εκανες τούς βραχίονές μου δυνατούς, σάν τό χάλκινο τόξο. Σύ, Κύριε, εὐδόκησες νά μέ προστατεύσεις καί νά μέ σώσεις, τό δεξί σου χέρι μέ στήριξε» (Ψαλμ. 17, 35-36 · 43, 4).

῎Ας ἀνατρέξουμε τέλος σέ ὅλες τίς εὐεργεσίες Του, κι ἄς Τόν εὐχαριστήσουμε γιά τά τόσα δῶρα Του. ῎Ας Τοῦ ἐκφράσουμε τήν εὐγνωμοσύνη γιά τή νίκη στόν ἀγώνα, γιά τό φῶς τῆς γνώσης, γιά τή διάκριση, γιά τό ὅτι μᾶς ἐνδυνάμωσε μέ τά ὅπλα Του καί μᾶς προστάτευσε ἀπό τούς ποικίλους κινδύνους, γιά τό ὅτι ἐκδίωξε τούς ᾿Εχθρούς μας καί μᾶς ἔδωσε τή δύναμη νά τούς διασκορπίσουμε, «ὅπως ὁ ἄνεμος σκορπίζει τό χῶμα καί τή σκόνη» (Ψαλμ. 17, 43).

 Καί συνεχῶς ἄς ἀναφωνοῦμε δοξολογικά ἀπό τά βάθη τῆς καρδιᾶς μας, λέγοντας· «Θά σέ ἀγαπῶ πάντοτε, Κύριε, διότι εἶσαι ἡ δύναμή μου. Σύ εἶσαι τό ἀκλόνητο στήριγμά μου, τό καταφύγιό μου καί ὁ Λυτρωτής μου. ῾Ο Θεός εἶναι ὁ βοηθός μου, θά ἐλπίζω πάντοτε σ᾿ αὐτόν. Αὐτός εἶναι ὁ ὑπερασπιστής μου, ἡ μεγάλη μου δύναμη πού μέ σώζει, ὁ προστάτης μου καί ὁ ἀντιλήπτορας τῆς ζωῆς μου. Μέ ὕμνους καί δοξολογίες θά ἐπικαλοῦμαι τόν Κύριο καί θά σώζομαι ἀπό τούς ἐχθρούς μου» (Ψαλμ. 17, 2-4).

Κεφάλαιο 18· ῾Ο Θεός μᾶς δημιούργησε «κατ᾿ εἰκόνα Του» καί ᾿Εκεῖνος προνοεῖ γιά μᾶς καί μᾶς προστατεύει.
῎Ας εὐχαριστήσουμε τόν Θεό, ὄχι μόνο γιατί μᾶς δημιούργησε καί μᾶς προίκισε μέ τό «κατ᾿ εἰκόνα», ἀλλά καί γιατί μᾶς χάρισε τή δυνατότητα τῆς ἐλεύθερης βούλησης, γιατί μᾶς ἔδωσε τή Χάρη τοῦ ἁγίου Βαπτίσματος, γιατί μᾶς προίκισε μέ τή γνώση καί γιατί μᾶς δώρισε τή βοήθεια τοῦ Νόμου.


 ῎Ας Τόν δοξάζουμε ἀκατάπαυστα γιά ὅλα ὅσα ἡ Πρόνοιά Του μᾶς παραχωρεῖ καθημερινά, ὅπως γιά παράδειγμα, γιατί ᾿Εκεῖνος μᾶς γλίτωσε ἀπό τίς παγίδες ᾿Εχθρῶν, γιατί μᾶς στέλνει συνεργό τήν Χάρη Του, ὥστε νά κατορθώσουμε νά ἐπιβληθοῦμε στά σαρκικά πάθη μας, γιατί μᾶς προστατεύει ἀπό κινδύνους πού οὔτε κάν ἐμεῖς μποροῦμε νά τούς ἀντιληφθοῦμε, γιατί μᾶς προφύλαξε ἀπό τήν πτώση στήν ἁμαρτία, γιατί μᾶς βοήθησε καί μᾶς φωτίζει συνεχῶς, ὥστε νά μπορέσουμε νά αἰσθανόμαστε καί νά ἀναγνωρίζουμε τή βοήθεια πού κάθε στιγμή μᾶς παρέχει –τήν ὁποία ὁρισμένοι θεωροῦν ὅτι δέν εἶναι τίποτε ἄλλο παρά ὁ Μωσαϊκός Νόμος– γιατί μᾶς ἐμπνέει τή μετάνοια καί τή συντριβή γιά τίς ἀμέλειες καί τά σφάλματά μας, γιατί μᾶς ἔχει δώσει μαρτυρία ὅτι μᾶς νοιάζεται καί συνεργεῖ γιά τήν ἐπίτευξη τῆς σωτηρίας μας, γιατί νά μᾶς ἔχει γλιτώσει –μερικές φορές ἀκόμη καί παρά τή θέλησή μας– ἀπό σοβαρές πτώσεις. 

Καί τέλος, ἄς Τόν ὑμνοῦμε ἀκατάπαυστα, γιατί ᾿Εκεῖνος μέ τήν ἐνίσχυση καί τήν καθοδήγηση Του, ἔχει μεταστρέψει τό αὐτεξούσιό μας, τό ὁποῖο ρέπει ὑπερβολικά πρός τά πάθη, καί γιατί μᾶς ἔχει ἐπαναφέρει στό μονοπάτι πού ὁδηγεῖ στή σωτηρία.
Κεφάλαιο 19· Τήν πίστη, σχετικά μέ τή δωρεά τῆς Χάρης τοῦ Θεοῦ, τήν παραλάβαμε ἀπό τούς παλαιούς Πατέρες.
Αὐτή ἀκριβῶς εἶναι ἡ ταπείνωση ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. Αὐτή εἶναι ἡ γνήσια πίστη τῶν παλαιῶν Πατέρων, ἡ ὁποία τηρεῖται μέχρι σήμερα ἀπό τούς μαθητές καί διαδόχους τους. Αὐτή τήν πίστη τήν ἐπιβεβαιώνουν οἱ ἀποστολικές ἀρετές, πού ἔχουν αὐτοί οἱ Πατέρες. Αὐτή ἡ πίστη τούς ἀξίωσε νά δώσουν τή μαρτυρία τῆς ἀλήθειας, ὄχι μόνο σ᾿ ἐμᾶς, ἀλλά ἀκόμα καί στούς αἱρετικούς καί στούς ἄπιστους.

 Γιατί οἱ Πατέρες, διατηρώντας μέ ἁπλότητα καρδιᾶς τήν πίστη τῶν Ψαράδων, δέν τήν κατανόησαν καί δέν τήν διέσωσαν, μέ τή βοήθεια τῆς διαλεκτικῆς λογικῆς ἤ τῆς ρητορικῆς τοῦ Κικέρωνα –μέ ἕνα δηλαδή κοσμικοῦ χαρακτήρα πνεῦμα– ἀλλά τήν κατέχουν ὡς βιωματική ἐμπειρία, τήν ὁποία ἀπέκτησαν, μέ τό νά ἀναζητοῦν στήν καθημερινή τους ζωή τήν Εὐαγγελική ἀλήθεια καί μέ τό νά ἐξαλείφουν τά πάθη τους.

 Μ᾿ ἄλλα λόγια, ὁ ἁγιασμός τῶν Πατέρων ἀπέδειξε ξεκάθαρα ὅτι ἡ ἀρετή τῆς ταπείνωσης εἶναι ἡ ὁδός πρός τήν τελείωση καί ὅτι, χωρίς αὐτή, δέν μποροῦμε νά ἀποκτήσουμε, οὔτε εὐλάβεια πρός τόν Θεό, οὔτε καί νά ἀπελευθερωθοῦμε ἀπό τά πάθη μας. Δέν μποροῦμε δηλαδή χωρίς τήν ταπείνωση νά ἀλλάξουμε ἦθος καί βιώματα. Κατά συνέπεια, δέν μποροῦμε νά φθάσουμε στήν τελειότητα καί στόν ἁγιασμό μας.

Εἶναι λοιπόν σαφέστατο ὅτι, ἐκεῖνος πού κατέχεται ἀπό τό πνεῦμα τῆς ὑπερηφάνειας ἤ πού βλασφημεῖ ἐναντίον τοῦ Θεοῦ, δέν ἀξιώνεται νά φθάσει στήν τελείωση, οὔτε νά λάβει τήν ἁγιαστική χάρη τῆς ἁγνότητας καί τῆς καθαρότητας. Κι αὐτό, ἐπειδή αὐτός ὑβρίζει καί βλασφημεῖ ᾿Εκεῖνον, ἀπό τόν ῾Οποῖο προσδοκᾶ νά λάβει τό χάρισμα καί τήν ἐξαίρετη δωρεά τῆς καθαρότητας.


Κεφάλαιο 21· ῾Η περίπτωση τοῦ ᾿Ιωάς, τοῦ βασιλιᾶ τῆς φυλῆς τοῦ ᾿Ιούδα, ἡ ὁποία δείχνει ποῦ τόν ὁδήγησε ἡ ὑπερηφάνειά του.
Κάτι παρόμοιο διαβάζουμε στήν Παλαιά Διαθήκη. Πράγματι, ὁ ᾿Ιωάς, ὁ βασιλιάς τοῦ ᾿Ιούδα, κλήθηκε νά λάβει τή βασιλεία ἀπό τόν μεγάλο ἱερέα ᾿Ιωδαέ, ὅταν ἦταν στήν ἡλικία τῶν ἑπτά ἐτῶν. Καί ὅπως ἐπιβεβαιώνει ἡ ῾Αγία Γραφή, ὁ ᾿Ιωάς ἦταν ἀγαθός καί ἐνάρετος ἄνθρωπος, ἀλλά μόνο γιά ὅσον καιρό ζοῦσε ὁ ἱερέας ᾿Ιωδαέ. Μετά ὅμως ἀπό τό θάνατο τοῦ ἱερέα ᾿Ιωαδέ, ὁ ᾿Ιωάς κυριεύθηκε ἀπό ὑπερηφάνεια καί ἔτσι παραδόθηκε σ᾿ ἕνα ἐπαίσχυντο πάθος. «Μετά τό θάνατο τοῦ ἀρχιερέα ᾿Ιωαδέ», λέει, «ἦλθαν οἱ ἀσεβεῖς ἄρχοντες τοῦ βασιλείου τοῦ ᾿Ιούδα στόν βασιλιά ᾿Ιωάς καί τόν προσκύνησαν, καί ὁ βασιλιάς (μέ ὑπερηφάνεια) δέχθηκε τίς εἰσηγήσεις πού ἐκεῖνοι τοῦ ἔκαναν. Κι ἔτσι, αὐτοί σταμάτησαν νά λατρεύουν τόν ἀληθινό Θεό στό Ναό τοῦ Κυρίου, τοῦ Θεοῦ τῶν πατέρων τους.

 Λόγω αὐτῆς τῆς ἀποστασίας, ἡ ὀργή τοῦ Κυρίου ξέσπασε ἐναντίον τοῦ βασιλείου τοῦ ᾿Ιούδα καί τῆς ῾Ιερουσαλήμ κατά τήν ἡμέρα ἐκείνη» (Β´ Παραλ. 24, 17-18). Καί λίγο παρακάτω λέει· «Μετά τό τέλος τοῦ ἔτους ἦλθε ἐναντίον τοῦ ᾿Ιωάς συριακός στρατός καί ἐπιτέθηκε κατά τοῦ βασιλείου τοῦ ᾿Ιούδα καί κατά τῆς ῾Ιερουσαλήμ καί ἔσφαξαν ὅλους τούς ἄρχοντες τοῦ λαοῦ καί τά λάφυρα πού πῆραν τά ἔστειλαν στό βασιλέα τῆς Δαμασκοῦ. 

Παρόλο πού ὁ συριακός στρατός ἦταν ὀλιγάριθμος, ὅμως ὁ Θεός παρέδωσε στά χέρια του τή μεγάλη στρατιωτική δύναμη τῶν ᾿Ιουδαίων, γιατί αὐτοί εἶχαν ἐγκαταλείψει τόν Κύριο, τόν Θεό τῶν πατέρων τους. ῎Ετσι τιμώρησε ὁ Κύριος τήν ἁμαρτία τῆς ἀποστασίας τοῦ ᾿Ιωάς. ῞Οταν ἔφυγαν οἱ Σύροι γιά τή χώρα τους ἄφησαν τόν ᾿Ιωάς βαριά ἄρρωστο. Τότε οἱ ὑποτελεῖς του ἔκαναν συνομωσία ἐναντίον του, γιά νά ἐκδικηθοῦν τό φόνο τοῦ γιοῦ τοῦ ἀρχιερέα ᾿Ιωαδέ, καί σκότωσαν τόν ᾿Ιωάς πάνω στό κρεββάτι του, κι ἔτσι πέθανε ὁ ᾿Ιωάς» (Β´ Παραλ. 24, 23-25).
Βλέπετε σέ τί ἐπαίσχυντα καί ἐπονείδιστα πάθη καταντάει νά παραδοθεῖ ὁ ὑπερήφανος; Αὐτός ὁ ὁποῖος, γεμάτος θράσος καί ἀναίδεια, ἐπέτρεψε νά τόν λατρεύουν ὡς Θεό, «ἐπέτρεψε ὁ Θεός», λέει ὁ ᾿Απόστολος, «νά παραδοθεῖ σέ ἀτιμωτικά πάθη, σέ νοῦ ἀνίκανο νά διακρίνει τήν ἀλήθεια, ὥστε νά κάνει ἀνήθικα ἔργα» (Ρωμ. 1, 26 · 28). 

Καί ἐπειδή ἡ ῾Αγία Γραφή λέει ὅτι, «εἶναι βρομερός ἐνώπιον τοῦ Κυρίου ὁ ὑπερήφανος ἄνθρωπος» (Παροιμ. 16, 5), αὐτός πού ἔχει τήν καρδιά κυριευμένη καί ὑπόδουλη στήν ὑπερηφάνεια, ἐγκαταλείπεται καί γίνεται ἕρμαιο μιᾶς αἰσχρότατης σύγχυσης καί ταραχῆς, ὥστε νά συνειδητοποιήσει –κάτι πού ἀπό ὑπερηφάνεια δέν τό παραδεχόταν μέχρι ἐκείνη τή στιγμή– ὅτι μ᾿ αὐτό τόν τρόπο ταπεινώνει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του καί ὅτι μολύνεται καί μόνο ἀπό τήν αἴσθηση τοῦ ἀκάθαρτου πάθους. ῾Η συμμετοχή ὅμως τῆς σάρκας στήν ἐπιτέλεση τῆς αἰσχρῆς πράξης, ἀποκαλύπτει τήν κρυμμένη ἀκαθαρσία τῆς καρδιᾶς του, ἀπό τήν ὁποία εἶχε ἤδη μολυνθεῖ λόγω τῆς ὑπερηφάνειας. ᾿Επιπλέον, ἡ πτώση στήν ἔμπρακτη ἁμαρτία ἀποδεικνύει καί τόν κατά τό πνεῦμα ἀκάθαρτο μολυσμό του. Μέσα στήν ἔπαρση πού πρίν τόν διακατεῖχε, οὔτε κάν ὁ ἴδιος αἰσθανόταν τήν ὕπαρξή του.
Κεφάλαιο 22· ῾Η ὑπερήφανη ψυχή παραδίδεται στά κακά πνεύματα καί ἀπατᾶται ἀπό αὐτά.
Αὐτό ἀποδεικνύει ξεκάθαρα ὅτι, κάθε ψυχή πού κυριεύεται ἀπό τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας, παραδίδεται στούς νοητούς ἐχθρούς καί αἰχμαλωτίζεται στά σαρκικά πάθη. Κι αὐτό, γιά νά φθάσει στό σημεῖο, ταπεινωμένη καθώς εἶναι ἀπό αὐτά τά γήινα καί χαμερπή πάθη καί μολυσμένη σαρκικά, νά ἀναγνωρίσει τουλάχιστον ὅτι εἶναι ἀκάθαρτη.

 Γιατί αὐτή ἡ ψυχή, μέσα στή χλιαρότητα καί στήν ψυχρότητα, στήν ὁποία τήν ἔσπρωχνε ἡ ὑπερηφάνεια, δέν μποροῦσε πρίν νά καταλάβει ὅτι ἐξαιτίας τῆς ὑπερηφάνειας, τοῦ βδελυροῦ αὐτοῦ πάθους πού ἦταν κρυμμένο στήν καρδιά της, ἦταν ἀκάθαρτη ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ. ῾Επομένως, ἐκεῖνος πού ταπεινώθηκε κατ᾿ αὐτό τόν τρόπο, ἀποκτᾶ τή δυνατότητα καί τά κίνητρα, ὥστε νά μπορέσει νά ἐργασθεῖ, καί νά ἀπαλλαγεῖ ἀπό τήν προηγούμενη χλιαρότητά του. ῎Ετσι, ταπεινωμένος ἀπό τή ντροπή, ἡ ὁποία συνοδεύει πάντα τά σαρκικά πάθη, νά βιάσει στό ἑξῆς τόν ἑαυτό του καί νά ἐπιδοθεῖ, μέ περισσότερο ζῆλο καί ἀσκητική διάθεση, στόν πνευματικό ἀγώνα.
Κεφάλαιο 23· Μόνο μέ τήν ἀρετή τῆς ταπεινοφροσύνης θά ἐπιτύχουμε τήν τελειότητα.
Φαίνεται λοιπόν ξεκάθαρα ὅτι κανείς δέν μπορεῖ νά φθάσει στήν τέλεια καθαρότητα μέ ἄλλο τρόπο, ἐκτός ἀπό τήν ἀληθινή ταπείνωση. ῾Η ἀληθινή ταπείνωση εἶναι «στάσις καρδίας», ἡ ὁποία ἐκδηλώνεται πρός τούς ἀδελφούς καί πρός τόν Θεό. Γιατί ὁ ταπεινός ἄνθρωπος γνωρίζει καλά ὅτι, χωρίς τήν προστασία τοῦ Θεοῦ καί χωρίς τήν ἀκατάπαυστη βοήθειά Του, εἶναι ἀπολύτως ἀδύνατον νά φθάσει κανείς στήν τελειότητα πού ἐπιθυμεῖ, πρός τήν ὁποία ἀποβλέπει καί τήν ὁποία ἔμπονα καί ἔνθερμα λαχταρᾶ νά ἀπολαύσει.
Κεφάλαιο 24· ῾Η πνευματική ὑπερηφάνεια καί ἡ σαρκική ὑπερηφάνεια.
Εἶναι ἀρκετά νομίζω ὅσα μέχρι τώρα εἴπαμε γιά τήν πνευματική ὑπερηφάνεια. Μέ τή Χάρη τοῦ Θεοῦ ἀποδείξαμε, ὅσο μᾶς ἦταν δυνατόν, μέ ποιό τρόπο καί μέ ποιά μέθοδο αὐτή ἐπιτίθεται καί πῶς αὐτή πλήττει τούς προχωρημένους στήν τελειότητα μοναχούς. ᾿Ελάχιστοι ὅμως εἶναι αὐτοί πού γνωρίζουν ἐμπειρικά αὐτό τό εἶδος ὑπερηφάνειας.

 Κι αὐτό, γιατί εἶναι ἐλάχιστοι ἐκεῖνοι πού προσπαθοῦν καί ἀγωνίζονται γιά νά φθάσουν στή δυσκολοπάτητη κορυφή τῆς καθαρότητας τῆς καρδιᾶς. Εἶναι, μ᾿ ἄλλα λόγια, λιγοστοί ἐκεῖνοι οἱ ἄνθρωποι, πού ἡ ἐπιθυμία τους γιά τήν κατάκτηση αὐτῆς τῆς καθαρότητας, θά τούς ὁδηγοῦσε νά ριχθοῦν σέ τέτοιους σκληρούς ἀγῶνες, ὥστε νά κατορθώσουν τελικά νά ἀπαλλαγοῦν ἀπό αὐτά τά βδελυρά πάθη, γιά τά ὁποῖα ἔχουμε ἤδη ἀφιερώσει ἕνα ἰδιαίτερο κεφάλαιο, στό ὁποῖο ἐκθέτουμε τή φύση καί τή θεραπεία τους.


῾Η πνευματική ὑπερηφάνεια χτυπᾶ μονάχα αὐτούς οἱ ὁποῖοι, ἔχοντας ἤδη νικήσει τά προηγούμενα πάθη, ἔχουν σχεδόν κατακτήσει τήν κορυφή τῆς ἀρετῆς τῆς καθαρότητας. ῾Ο πονηρός ἐχθρός, ἐπειδή δέν εἶχε καταφέρει νά τούς νικήσει προηγουμένως μέ τά σαρκικά πάθη, προσπαθεῖ νά τούς πολεμήσει, ὥστε νά τούς ἀφανίσει πνευματικά καί νά τούς ἀπογυμνώσει ἀπ᾿ ὅλες τίς ἀρετές πού εἶχαν μέ πολύ κόπο ἀποκτήσει, χρησιμοποιώντας ὡς κύριο ὄργανό του αὐτή τήν πνευματική ὑπερηφάνεια.


᾿Εμᾶς ὅμως, πού ἀκόμα παλεύουμε μέ τά σαρκικά πάθη, ὁ ἐχθρός δέν μᾶς πειράζει μ᾿ αὐτό τόν τρόπο, ἀλλά προκαλεῖ τήν πτώση μας μέ μιά χονδροειδέστερη σαρκική καί γήινη ὑπερηφάνεια. ᾿Επίσης, θεωρῶ ἀπαραίτητο, ὅπως ἄλλωστε τό ὑποσχέθηκα, νά πῶ ἐπίσης λίγα λόγια καί γι᾿ αὐτή τή δεύτερη μορφή ὑπερηφάνειας πού ἐκθέτει σέ μεγαλύτερο κίνδυνο κι ἐμᾶς τούς ἴδιους, ἀλλά καί τούς ὁμοιοπαθεῖς μ᾿ ἐμᾶς ἀδελφούς μας, καθώς καί τούς ἀρχάριους στήν πνευματική ζωή.

Κεφάλαιο 31· Πῶς θά ὑπερνικήσουμε τήν ὑπερηφάνεια γιά νά ἀξιωθοῦμε νά ὁδεύσουμε πρός τήν τελειότητα.
Γι᾿ αὐτό, ἀδελφοί μου, ἄν θέλουμε νά εἶναι τό πνευματικό οἰκοδόμημά μας τέλειο, στέρεο καί εὐάρεστο στόν Θεό, ἄς προσπαθήσουμε νά στηρίξουμε τά θεμέλια του, ὄχι στό θέλημά μας, ἀλλά στήν πολύτιμη διδασκαλία τοῦ ἱεροῦ Εὐαγγελίου. Τά θεμέλια ὅμως αὐτά δέν μπορεῖ νά εἶναι ἄλλα, παρά ὁ φόβος τοῦ Θεοῦ καί ἡ ταπείνωση, ἡ ὁποία γεννιέται ἀπό τήν πραότητα καί ἀπό τήν ἁπλότητα τῆς καρδιᾶς.

 ῾Η ταπείνωση βέβαια δέν μπορεῖ νά ἀποκτηθεῖ χωρίς τήν πτωχεία. Καί ὅσο χρόνο δέν ἐστερνιζόμαστε τήν πτωχεία παραμένουμε ἀδιόρθωτοι. Γιατί, χωρίς τήν πτωχεία, δέν θά μπορέσουμε νά γίνουμε οὔτε ὑπάκουοι, οὔτε ὑπομονετικοί, οὔτε πράοι, οὔτε εἰρηνικοί, οὔτε θά καταφέρουμε νά τελειωθοῦμε στήν ἀγάπη. Δέν θά μπορέσουμε δηλαδή νά προκόψουμε στίς ἀρετές καί χωρίς αὐτές τίς ἀρετές, δέν μπορεῖ ἡ καρδιά μας νά γίνει κατοικητήριο τοῦ ῾Αγίου Πνεύματος, ὅπως μᾶς τό παραγγέλει ὁ Κύριος μέ τό στόμα τοῦ Προφήτη πού λέει· «Σέ ποιόν ἄλλο θά ρίξω τό σπλαχνικό βλέμμα μου, παρά σ᾿ ἐκεῖνον πού εἶναι ταπεινός καί ἥσυχος καί τρέμει τούς λόγους μου;» (῾Ησ. 66, 2).
Κεφάλαιο 32· ᾿Ενῶ ἡ ὑπερηφάνεια καταστρέφει ὅλες τίς ἀρετές, αὐτή ἡ ἴδια ἐξοντώνεται μόνο ἀπό τήν πραγματική ταπεινοφροσύνη.
῎Ας προσπαθήσει λοιπόν νά ἀγωνιστεῖ ὁ ἀθλητής τοῦ Χριστοῦ, αὐτός πού, ὅπως λέει καί ὁ ᾿Απόστολος, θέλει νά ἀθλήσει «νόμιμα καί σύμφωνα μέ τούς κανόνες» (Β´ Τιμ. 2, 5). Καί ἔτσι νά καταπνίξει τήν ὑπερηφάνεια, τό ἀνήμερο αὐτό θηρίο πού καταβροχθίζει ὅλες τίς ἀρετές. Γιατί θά πρέπει νά γνωρίζει καλά ὁ μοναχός ὅτι, ἄν τό θηρίο τῆς ὑπερηφάνειας καταλάβει τήν καρδιά του, ὄχι μόνο δέν θά μπορέσει πλέον νά ἀπελευθερωθεῖ ἀπό κανένα πάθος, ἀλλά τό δηλητήριό του θά τοῦ ἀφανίσει καί ὅ,τι ἄλλο καλό καί κάθε ἄλλη ἀρετή πού εἶχε ὁ ἴδιος ἀποκτήσει. Δέν θά μπορέσουμε μέ κανένα τρόπο νά ὑψώσουμε μέσα στήν ψυχή μας τό πνευματικό οἰκοδόμημα τῆς ἀρετῆς, ἄν δέν τό θεμελιώσουμε πάνω στήν ἀληθινή ταπείνωση πού εἶναι ἱκανή νά ὑποστηρίξει καί νά ὑποβαστάσει ὅλο τό ἔργο τῆς τελειότητας καί τῆς ἀγάπης. 

Γι᾿ αὐτό, ὅπως ἤδη ἔχουμε πεῖ, ἄς δείξουμε πρῶτα πρός τούς ἀδελφούς μας βαθιά καί ἀληθινή ταπείνωση, ἀποφεύγοντας, ὅσο ἐξαρτᾶται ἀπό ἐμᾶς, νά τούς λυπήσουμε ἤ νά τούς προσβάλουμε ἀκόμα καί στό ἐλάχιστο. Δέν θά μπορέσουμε ποτέ, ἐπαναλαμβάνω, νά φθάσουμε σ᾿ αὐτή τήν εὐλογημένη κατάσταση τῆς ταπείνωσης, χωρίς τήν εἰλικρινή ἀποταγή καί τήν πτωχεία, ἡ ὁποία θά πρέπει ἀσφαλῶς νά εἶναι θεμελιωμένη στήν ἀγάπη τοῦ Χριστοῦ. ᾿Επιπλέον, θά πρέπει νά ἀποδεχθοῦμε μέ εἰλικρίνεια καί ἁπλότητα τό ζυγό τῆς ὑπακοῆς, ὥστε νά μήν ἔχουμε πλέον τίποτε ἄλλο μέσα μας, παρά μόνο τήν ἐπιθυμία νά λειτουργοῦμε τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὅπως αὐτό ἐκφράζεται μέσα ἀπό τίς ἐντολές πού δεχόμαστε ἀπό τόν Γέροντα.

Αὐτό θά μπορέσει νά τό κάνει ζωή του μόνο ἐκεῖνος πού θεωρεῖ ὅτι εἶναι, ὄχι μόνο νεκρός γι᾿ αὐτό τόν κόσμο, ἀλλά ἀκόμη ὅτι εἶναι καί ἄφρονας καί μωρός. Καί ἔχοντας αὐτά τά βιώματα, νά βιάζει τόν ἑαυτό του, ὥστε νά ἐκτελεῖ ἀναντίρρητα καθετί πού θά τοῦ ζητηθεῖ ἀπό τούς Γέροντες, θεωρώντας ὅτι αὐτό εἶναι ἱερό καί ὅτι προέρχεται ἀπό τόν ῎Ιδιο τόν Θεό.
Κεφάλαιο 33· Πῶς θεραπεύεται τό πάθος τῆς ὑπερηφάνειας.
῞Ενα τέτοιο σωστό θεμέλιο θά δώσει στή συνέχεια τή δυνατότητα νά συνεχίζει κανείς τόν ἀγώνα πρός τήν τελείωση μέ εἰρηνική καρδιά καί μέ ἑδραιωμένο ταπεινό φρόνημα. ῎Αν θεωροῦμε τόν ἑαυτό μας κατώτερο ἀπ᾿ ὅλο τόν κόσμο, τότε θά ἀξιωνόμαστε νά ὑπομένουμε γενναῖα κάθε δοκιμασία πού προέρχεται ἀπό τούς συνανθρώπους μας, θεωρώντας ὅτι προέρχεται ἀπό ἀδελφούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι πιό προχωρημένοι πνευματικά ἀπό ἐμᾶς. Θά τά ὑπομένουμε μάλιστα ὅλα, χωρίς δυσκολία, καί θά τά θεωροῦμε ἐλαφρά καί ἀσήμαντα, σέ σύγκριση μέ τά ῞Αγια Πάθη τοῦ Κυρίου μας καί μέ τά μαρτύρια τῶν ῾Αγίων.


 Τότε, θά ζοῦμε μέ τή βεβαιότητα ὅτι, ὅσο λιγότερες προσβολές δεχόμαστε, τόσο πιό μακριά εἴμαστε ἀπό τήν ἀρετή τῶν ῾Αγίων καί ἀπό τόν τρόπο πού ἐκεῖνοι ἔζησαν καί πού ἔδωσαν τή μαρτυρία τους. ᾿Επιπλέον, νά διατηροῦμε ἀδιάλειπτη μνήμη θανάτου. Νά σκεπτόμαστε ὅτι μιά μέρα θά φύγουμε ἀπό αὐτό τόν κόσμο καί ὅτι πρόκειται νά ζήσουμε αἰώνια μαζί Του. Γιατί αὐτή ἡ θεώρηση τῆς ζωῆς, ὄχι μόνο ἐξαλείφει τήν ὀργή, ἀλλά καί μᾶς βοηθάει νά ἀπαλλαγοῦμε καί ἀπό ὅλα τά ἄλλα πάθη.

Μέ αὐτό πάντα τό σκεπτικό, ἄς διατηρήσουμε ἀκλόνητη τήν ταπείνωση πρός τόν Θεό. Καί αὐτό θά γίνει μόνο, ὅταν ἀναγνωρίσουμε ὅτι, πέρα ἀπό τόν προσωπικό μας ἀγώνα, ἡ πρόοδός μας πρός τή ζωή τῆς πνευματικῆς τελείωσης εἶναι ἔργο τῆς Θείας Χάρης. Πραγματικά, τό μόνο βέβαιο εἶναι ὅτι τίποτα δέν μποροῦμε νά κάνουμε ἀπό μόνοι μας, χωρίς τή βοήθεια καί τή καθοδήγηση τῆς Χάρης Του. ᾿Ακόμα καί τό γεγονός ὅτι ἀξιωθήκαμε νά κατανοήσουμε αὐτή τή μεγάλη ἀλήθεια –τό ὅτι δηλαδή ἔχουμε γιά καθετί πού ἐπιχειροῦμε τήν ἀνάγκη τῆς συνέργειας τῆς Θείας Χάρης– εἶναι ἤδη ἕνα ἀνεκτίμητο δῶρο τῆς Θείας εὐσπλαχνίας καί τῆς φιλανθρωπίας Του.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...