Σάββατο 3 Αυγούστου 2019

Περί μολυσμού από την επικοινωνία με τους αιρετικούς Οικουμενιστές, π. Ευθ. Τρικαμηνά







 ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς, δηλ. ἡ Διακοπὴ Μνημοσύνου καὶ ἡ Ἀποτείχιση, ἔχουν ἄμεση σχέση μὲ τὸ  «μολυσμὸ» ποὺ ἡ ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικοὺς ἐπιφέρει.
Ἐπειδὴ τελευταῖα, κάποιοι παραποιοῦν ἀνεπίτρεπτα τὴν ἐκκλησιαστικὴ Παράδοση ποὺ ἔχει σχέση μὲ τὴν στάση μας πρὸς τοὺς αἱρετικούς, καὶ κυρίως τὸ θέμα  τοῦ μολυσμο  ἀπὸ τὴν ἐπικοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς,  καὶ συκοφαντοῦν τὰ πρόσωπα ποὺ ἀκολουθοῦν αὐτὴ τὴν στάση τῶν Πατέρων, παρουσιάζουμε συγκεντρωτικά, ἕνα μέρος τῆς διδασκαλίας τῶν Ἁγίων μας στὸ θέμα αὐτό, ἀπὸ τὰ βιβλία τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ.
Λυπούμαστε δὲ διότι, κάποιοι ἀδελφοί μας, χωρὶς νὰ ἔχουν «μελετήσει» τὰ βιβλία τοῦ π. Εὐθυμίου, στὶς θέσεις τοῦ ὁποίου ἀναφέρονται (καὶ τοῦτο, ὄχι μόνο χριστιανικὸ δὲν εἶναι, ἀλλ’ οὔτε καὶ ἐπιστημονικό!), ἐξασκοῦν αὐθαίρετη κριτικὴ καὶ ἐν πολλοῖς τὸν συκοφαντοῦν γιὰ τὶς θέσεις περὶ τοῦ μολυσμοῦ.
Καὶ ὁ μὲν π. Εὐθύμιος στηρίζεται στοὺς Ἁγίους Πατέρες, αὐτοὶ ὅμως, χωρὶς παραπομπὴ σὲ κείμενα πατερικά, τὰ ὁποῖα νὰ λέγουν κάτι ἀντίθετο μὲ αὐτὰ ποὺ γράφει ὁ π. Εὐθύμιος, μὲ συλλογισμοὺς ποὺ βγάζουν ἀπὸ τὸ μυαλό τους, καὶ παραποιοῦν ὅσα λέγει, ἀλλὰ ταυτόχρονα διαπράττουν κι ἄλλο ἕνα σοβαρότατο σφάλμα: ἐκφράζουν θέσεις ἀντιπατερικές, στηρίζονται σὲ συγχρόνους καθηγητὲς καὶ ἱερωμένους, τοὺς ὁποίους θεωροῦν αὐθεντίες, ἔστω κι ἂν ἀντιφάσκουν πρὸς ἑαυτοὺς καὶ πρὸς τὴν Ὀρθόδοξη Παράδοσή μας.
Καταλαβαίνει κανείς, λοιπόν, πόσο μεγάλο κακὸ κάνουν, κυρίως οἱ συγκεκριμένοι ἱερωμένοι, μὲ τὸ ἀρνοῦνται νὰ καταπιαστοῦν μὲ τὸ θέμα ποὺ ἤδη ἔχει τεθεῖ, ἢ νὰ "μὴ διδάσκουν" τὴν κατατεθειμένη ἀλήθεια, ἢ νὰ δίνουν λανθασμένες κατευθύνσεις στὰ πνευματικά τους παιδιά: παρασύρουν τοὺς πιστοὺς σὲ λάθος δρόμο καὶ τοὺς ἀφήνουν νὰ ἔχουν τὴν ἐντύπωση ὅτι οἱ θέσεις τους εἶναι ἀλάθητες.
Ἐπίσης ἀρνοῦνται ἀφιλάδελφα νὰ διαλεχθοῦν μὲ συλλειτουργό τους, τὸν ὁποῖο μέχρι πρὶν 3 χρόνια ἐπαινοῦσαν  γιὰ τοὺς ἀγῶνες του!  Τώρα, ἀποφεύγουν τὸν διάλογο μαζί του καὶ μαζί μας, παρότι πολλὲς φορὲς τοὺς παρακαλέσαμε (ἀφοῦ οὐδέποτε δηλώσαμε ἀλάθητοι), διότι (λένε) ὅτι τοὺς «ὑποτιμᾶ» ἡ συζήτηση «ἴσα κι ἴσα μὲ τὴν ὁμάδα τoῦ Τρικαμηνᾶ», ἡ ὁποία «σήκωσε μπαϊράκι»!!! Καὶ τὸ ἀκόμα φοβερότερο, διακηρύσσουν ὅτι αὐτοὶ καὶ ἡ ὁμάδα τους «ἐκπροσωποῦν τὴν Παράδοση», «ἐκπροσωποῦν τὴν Ἐκκλησία»! 
Πρέπει νὰ γνωρίζει ἐκκλησιολογία κανείς, γιὰ νὰ διαπιστώσει ὅτι τέτοιες θέσεις (περὶ «ὁμάδων» καὶ ἀποκλειστικῶν «ἐκπροσώπων» τῆς Ἐκκλησίας) μόνο Ὀρθόδοξες δὲν εἶναι;
(Ἡ ἀπάντηση τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ στὸ ἴδιο θέμα καὶ σὲ συναφῆ ζητήματα, θὰ δημοσιευθεῖ μετὰ τὶς γιορτές).
«Πατερικὴ Παράδοση»
  
Στὸ βιβλίο τοῦ π. Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ: «Ἡ διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγ. Πατέρων γιὰ τὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος...» καὶ στὸ κεφ. 6, περὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ π. Εὐθύμιος γράφει:
Μερικοὶ διατυπώνουν τὴν γνώμη «ὅτι, διά θέματα τῆς πίστεως, πρέπει ἡ Σύνοδος πρωτίστως νά καταδικάση κάποιον Ἐπίσκοπο ὡς αἱρετικό καί κατόπιν νά διακόψωμε τήν μνηνόνευσί του καί τρόπον τινά νά ἀποτειχισθοῦμε ἀπό αὐτόν. Ἴσως αὐτοί θεωροῦν καί ἐξετάζουν τό θέμα νομικῶς καί ὄχι πνευματικῶς. Κρίνοντας νομικῶς σημαίνει ὅτι πρέπει τό ἁρμόδιο θεσμικό ὄργανο νά ἐπιληφθῆ  τοῦ θέματος καί νά ἀποφασίση περί τοῦ πρακτέου. Πνευματικῶς σημαίνει ὅτι, ἡ ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι, μολύνει τούς ἔχοντας ὑγιές φρόνημα καί τούς συγκαταριθμεῖ μέ τούς αἱρετικούς. Δι’ αὐτό οἱ Πατέρες ὅλα τά ἄλλα θέματα τά ἀνέθεσαν νά τά ρυθμίζη ἡ ὀρθοδοξοῦσα καί ὀρθοτομοῦσα τόν λόγον τῆς ἀληθείας Σύνοδος, ἐπειδή ἀκριβῶς εἰς αὐτά δέν ὑφίσταται μολυσμός καί  συμμετοχή τῶν πιστῶν. Διά τά θέματα ὅμως τῆς πίστεως ἐθεωρήθη ἀνέκαθεν ὑπεύθυνος ἕκαστος πιστός, εἰς τρόπον ὥστε, μέ τήν ὑπαγωγή στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο ἤ τήν ἀποτείχισί του, νά ὁμολογῆ τήν πίστι του, νά πολεμᾶ τήν αἵρεσι ἤ νά τήν ἀνέχεται καί ὑποθάλπη καί γενικῶς νά τοποθετῆται αὐτοβούλως καί νά συντάσσεται μέ τήν Ὀρθοδοξία ἤ τήν αἵρεσι».
Σὲ ἄλλο σημεῖο, ἀναφερόμενος στὰ γεγονότα μετὰ τὴν παπικὴ Σύνοδο στὴ Λυών (1274) στήν ὁποία ἡ ἀντιπροσωπεία Ἐπισκόπων ποὺ ἔστειλε ὁ αὐτοκράτωρ (χωρίς τήν συγκατάθεσι τοῦ Πατριάρχου), ἐδέχθη τήν ἕνωσι μέ τόν Πάπα, γράφει:
    «Μετά τήν ἐξορίαν τοῦ Πατριάρχου Ἰωσήφ κατά τό ἔτος 1275 μέ τήν προτροπή τοῦ αὐτοκράτορος ἀνεβιβάσθη Πατριάρχης ὁ λατινόφρων καί ὁμόφρονάς του Ἰωάννης ὁ Βέκκος. Αὐτοὶ «ἔσπευδον εἰς τόν κρημνόν ἑλκύσαι τῆς τοιαύτης αἱρέσεως, ἐξαιρέτως δέ τούς ἐν τῷ ἁγιωνύμῳ ὄρει τοῦ Ἄθωνος μοναχούς. Ἀλλ’ ἐκεῖνοι μέν αὐτόν ἀπεκρούσαντο διά τῆς δογματικῆς καί ἐλεγκτικῆς ἐπιστολῆς, ἥν πρός αὐτόν ἐξαπέστειλαν».
Ἡ ἐπιστολή ποὺ ἀπέστειλαν οἱ Ἁγιορεῖτες Πατέρες, ὁμιλεῖ διά τήν ἐκκλησιαστικήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀναφέροντας πρός τοῦτο πλεῖστα ὅσα ἁγιογραφικά καί πατερικά χωρία:
«Ἄνωθεν γάρ ἡ τοῦ Θεοῦ Ὀρθόδοξος Ἐκκλησία· τήν ἐπί τῶν ἀδύτων ἀναφοράν τοῦ ὀνόματος τοῦ ἀρχιερέως, συγκοινωνίαν τελείαν ἐδέξατο τοῦτο. Γέγραπται γάρ ἐν τῇ ἐξηγήσει τῆς θείας λειτουργίας, ὅτι ἀναφέρει ὁ ἱερουργῶν τό τοῦ ἀρχιερέως ὄνομα, δεικνύων καί τήν πρός τό ὑπερέχον ὑποταγήν, καί ὅτι κοινωνός ἐστιν αὐτοῦ, καί πίστεως καί τῶν θείων μυστηρίων διάδοχος.
»Καί ὁ μέγας πατήρ ἡμῶν καί ὁμολογητής Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ταῦτα λέγει πρός τινα, διά τῆς τιμίας αὐτοῦ ἐπιστολῆς· ”ἔφης δε μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην, καίτοι περί τούτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καταθαρρῶ· πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”.
»Ταῦτα μέν ὁ πατήρ· πρό δέ τούτου, καί ὁ Θεός τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· “ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καί ἐβεβήλουν τά ἅγιά μου”· πῶς; ὅτι βεβήλοις καί ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά· καί τούτου φωτεινότερον καί ἀληθέστερον. Ἀλλ’ ὡς οἰκονομίαν τοῦτο ποιήσωμεν· καί πῶς δεχθήσεται οἰκονομίαν τά θεῖα βεβηλοῦσαν κατά τόν τοῦ Θεοῦ εἰρημένον λόγον καί ἐκ τῶν θείων ἀπωθοῦσαν τό τοῦ Θεοῦ πνεῦμα· καί τῆς ἐντεῦθεν ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν, καί τῆς υἱοθεσίας τούς πιστούς ἀμετόχους ποιοῦσα· καί τί ἄν εἴη ταύτης τῆς οἰκονομίας ζημιωδέστερον; ἄν ἡ κοινωνία αὐτῶν ᾖ πρόδηλος, καί ἐν ἑνί τοῦ ὀρθοῦ ἔκπτωσις καί ἀνατροπή; ὁ γάρ αἱρετικόν δεχόμενος, τοῖς αὐτοῦ ὑπόκειται ἐγκλήμασι· καί ὁ ἀκοινωνήτοις κοινωνῶν, ἀκοινώνητός ἐστιν, ὡς συγχέων τόν Κανόνα τῆς Ἐκκλησίας» (Ἐπιστολή ἁγιορειτῶν πρός τόν Βασιλέα Μιχαήλ τόν Παλαιολόγον, Δοκίμιον Ἱστορικόν Μοναχοῦ Καλλίστου Βλαστοῦ, ἐκδ. 1896, σελ. 97-107).
Ἡ μνημόνευσις (λοιπόν) αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου στή Θεία Λειτουργία εἶναι βεβήλωσις τοῦ μυστηρίου, ἀπώθησις ἀπό αὐτό τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἄρνησις τῆς υἱοθεσίας καί τῆς ἀφέσεως τῶν ἁμαρτιῶν καί ἔκπτωσις ἐκ τῆς ἀληθοῦς καί ὀρθοδόξου πίστεως.
Εἶναι γνωστὸ ὅτι «οἱ πλεῖστοι Πατέρες ἔμειναν ἑδραῖοι εἰς τήν πίστι καί ὑπέστησαν μαρτυρικόν δι’ αὐτήν θάνατο. Ἡ ἄρνησις καί ἡ ὁμολογία των ἦτο ὅτι δέν ἤθελαν καμμία ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τούς Λατινόφρονες, Αὐτοκράτορα Μιχαήλ καί Πατριάρχη Ἰωάννη τόν Βέκκο. Καί βεβαίως αὐτό πρό συνοδικῆς κρίσεως καί καταδίκης τοῦ Πατριάρχου, ὅπως
ἀκριβῶς προστάσσει ο 15ος Ἱερός Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου.
Τά σημαντικώτερα ὅμως εἶναι δύο θαύματα τά ὁποῖα ἀναφέρονται ἀπό τούς ἱστορικούς διά τούς συλλειτουργήσαντας μέ τούς λατινόφρονες μοναχούς τῆς μονῆς Ξηροποτάμου» τὰ ὁποῖα διὰ τὴν «ἐν τῇ Λειτουργίᾳ μνημόνευσις τῶν αἱρετικῶν» ἐπῆλθε «ταχέως ἡ ὀργή τοῦ Θεοῦ».
Διά νά γίνη σαφής ἡ πρό συνοδικῆς κρίσεως ἀποτείχισις τῶν ἁγιορειτῶν ὁσιομαρτύρων ἀναφέρομεν τά ἑξῆς ἀπό τόν Ἀνδ. Δημητρακόπουλο: «Μετ’ ὀλίγους μῆνας ἐτελεύτησεν ὁ Πατριάρχης Ἰωσήφ, ὅν διεδέξατο ὁ ἐκ Κύπρου Γρηγόριος. Ἐπί τῆς πατριαρχίας τούτου συνελθόντες ἐν τῷ ναῷ τῶν Βλαχερνῶν οἱ ζῆλον ὑποκρινόμενοι κληρικοί, (αὐτοί οἱ κληρικοί πού ἐπεδείκνυον ἰδιαίτερο ζῆλο) κατεψηφίσαντο καθαίρεσιν παντελῆ ἐκείνων τῶν ἀρχιερέων καί κληρικῶν, ὅσοι τῷ βασιλεῖ Μιχαήλ τοῦ δόγματος ἐκοινώνησαν, καί ὅσοι ἐπί τοῦ Πατριάρχου Ἰωάννου Βέκκου χειροτονίαν ἐδέχθησαν, ”κἄν αὐτός ἦν χειροτονητής κἄν ἐκ προτροπῆς ἐκείνου ἐχειροτόνησαν ἕτεροι, πλήν ἐπί τοῖς ἐντός τῆς Κωνσταντινουπόλεως, τοῖς δ’ ἐκτός ἐπιτιμηθεῖσι κατά καιρόν ἀνίεσθαί τε καί ἐνεργεῖν· διώκταις δέ πρόστιμον εἶναι τήν εἰσαεί ἀπραξίαν, κἄν ἐντός εὑρίσκωνται κἄν ἐκτός τοῖς δέ ἄλλοις τῶν κληρικῶν ἐπιτιμηθεῖσι τήν λύσιν δίδοσθαι“» (ὅπ. ἀν. σελ. 113). Ἐδῶ ἀναφέρεται ὅτι μετά τήν ἐκθρόνισι τοῦ Βέκκου, ὁ δεύτερος διάδοχός του Γρηγόριος ὁ ἐκ Κύπρου, συνοδικῶς καθήρεσε ὅσους ἐχειροτονήθησαν ἀπό τόν Βέκκο ἤ ἐχειροτονήθησαν μέ τήν προτροπήν του. Τόση ἀκρίβεια εἶχαν οἱ Πατέρες τότε εἰς τά θέματα τῆς πίστεως, ὥστε οὔτε αὐτούς πού ἐχειροτόνησε ὁ Βέκκος, πρίν κατακριθῆ συνοδικῶς, ἄφησαν ἀτιμώρητους!
Εἰς τό θέμα αὐτό εἶναι ἀνάγκη νά ἀναφερθοῦμε διότι ἔχει γίνει κάποια παρεξήγησις ἀπό τούς ἰδίους τούς Παλαιοημερολογίτες, σέ σημεῖο νά ἐκθειάζωμε, νά ἐξυψώνωμε καί νά ἀποδίδωμε στό παλαιό ἡμερολόγιο κάποιες ἰδιαίτερες εὐλογίες καί ἀπεναντίας τό νέο ἡμερολόγιο νά τό θεωροῦμε καταραμένο, δαιμονικό καί νά ἰσχυριζώμεθα ὅτι ὅποιος τό  ἀκολουθεῖ δέν σώζεται. Αὐτό προφανῶς ἀποτελεῖ πλάνη τῶν Παλαιοημερολογιτῶν, διότι ἔφυγαν ἀπό τήν προαίρεσι καί τήν πρόθεσι μέ τά ὁποῖα ὁ καρδιογνώστης Θεός κρίνει τά πάντα καί ἐκόλλησαν πεισματωδῶς εἰς αὐτά καθ’ ἑαυτά τά πράγματα, ἀποδίδοντας ἀναλόγως εἰς αὐτά, ἀνεξαρτήτως τῆς προαιρέσεως μέ τήν ὁποία τά χρησιμοποιεῖ ἕκαστος, κάποιες ἰδιαίτερες ἰδιότητες.
Τίποτε ἀπό αὐτά πού χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία δέν εἶναι εὐλογημένο, ἐπειδή τό χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία, ἀλλά παίρνει ἀναλόγως εὐλογία ἤ κατάκρισι  ἀπό τήν προαίρεσι τοῦ χρήστου. Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο δέν εἶναι εὐλογημένος ὁ ἄρτος καί ὁ οἶνος ἐπειδή τά χρησιμοποιεῖ ἡ Ἐκκλησία στήν τέλεσι τοῦ οὐσιωδεστέρου μυστηρίου της, διότι κάποιος δύναται νά τά χρησιμοποιήση πρός λαιμαργία ἤ μέθη. Οὔτε εἶναι εὐλογημένη ἡ βυζαντινή ψαλμωδία, ἐπειδή τήν χρησιμοποιεῖ στήν λατρεία της ἡ Ἐκκλησία, διότι δύναται κάποιος νά συνθέση μέ τή βυζαντινή μελωδία ὕμνους καί τροπάρια αἱρετικά. Οὔτε πάλι εἶναι αὐτά καθ’ ἑαυτά κατακεκριμένα τά εἰδωλόθυτα, διότι δύναται κάποιος χριστιανός νά μετέχη εἰς αὐτά ἐν ἀγνοίᾳ καί μέ ἀγαθή προαίρεσι, πιστεύοντας ὅτι «τοῦ Κυρίου ἡ γῆ καί τό πλήρωμα αὐτῆς» (Α΄ Κορ. 10,26). Δι’ αὐτό καί ὁ ἅγ. Ἰωάννης ὁ Χρυσόστομος ἑρμηνεύοντας τήν περί εἰδωλοθύτων διδασκαλία τοῦ ἀπ. Παύλου ἀναφέρει: «Τί οὖν ἀπέχῃ, φησίν; Οὐχ ὡς μέλλων ἀκάθαρτος γίνεσθαι, μή γένοιτο, ἀλλά διά τόν ἀδελφόν, καί ἵνα μή κοινωνός γένωμαι δαιμονίων καί ἵνα μή κρίνωμαι παρά τοῦ ἀπίστου.  Ἐνταῦθα γάρ οὐκέτι λοιπόν ἡ φύσις, ἀλλ’ ἡ παρακοή καί ἡ πρός δαίμονας φιλία ποιεῖ με ἀκάθαρτον, καί  προαίρεσις τόν μολυσμόν ἐργάζεται» (ΕΠΕ 18Α, 114,13). Ὡς ἐκ τούτου ἀναφέρονται παραδείγματα στούς βίους τῶν ἁγίων εἰς τά ὁποῖα κάποιοι ἅγιοι ἤπιαν δηλητήριο μέ ὁμολογιακή διάθεσι καί πίστι στόν Θεό καί δέν ἐβλάφθησαν, ἐνῶ ἀντιθέτως συνέβη κάποιοι νά κοινωνήσουν τό σῶμα καί τό αἷμα τοῦ Χριστοῦ ἀναξίως καί μέ κακή προαίρεσι καί νά δαιμονισθοῦν.
Εἶναι ἐξόφθαλμο καί αὐτονόητο ὅτι ἡ Ἐκκλησία δέν καταδικάζει τήν ἀποτείχισι (ἀφοῦ αὐτή τήν ἔχει θεσμοθετήσει, καί φυσικά, ἐφ’ ὅσον πραγματοποιεῖται μέ τούς ὅρους πού ἡ ἴδια ἔχει διδάξει), ἀλλά καταδικάζει τό σχίσμα, τό ὁποῖον ὄντως εἶναι μεγίστη ἁμαρτία. Καταδικάζει δηλαδή τήν ἀπόσχισι, τήν ἀπομάκρυνσι πιστῶν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅταν αὐτή ἡ ἀπόσχισις (σχίσμα) δέν πραγματοποιεῖται γιά θέματα πίστεως, ἀλλά ἐξ αἰτίας ἄλλων ἀφορμῶν, (θέματα διοικητικά δηλαδή, τάξεως, πνευματικά κλπ.).  Εἰς αὐτό εἶναι ἀρκετά σαφής ὁ πρῶτος Κανών τοῦ Μ. Βασιλείου, τόν ὁποῖο ἀναφέραμε. Ὡς ἐκ τούτου ἡ ἀποτείχισις εἶναι μέν ἀπόσχισις (ἀπομάκρυνσις), πλήν ὅμως ὄχι ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἀλλά ἀπό κάτι πού ἔχει τό ὄνομα Ἐκκλησία, ἀλλά εἶναι στήν πραγματικότητα κάτι νεκρό ἤ νεκρούμενο καί  κάτι μολυσματικό, τό ὁποῖο ἔχει τή δύναμι νά μολύνη καί τούς ὑγειῶς φρονοῦντας καί πράττοντας. Ἔτσι, τό σχίσμα τό ὁποῖον καταδικάζουν οἱ Πατέρες προϋποθέτει ὅτι δέν γίνεται διά λόγους πίστεως καί αἱρέσεως, ἀλλά ἀπεναντίας ἡ ἐφάμαρτος αὐτή ἀπόσχισις γίνεται ἀπό τόν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος ἔχει μέν ὀρθόδοξο πίστι καί εὐσέβεια, ἀλλά πιθανόν σφάλλει σέ διάφορα ἄλλα ἐκκλησιαστικά καί εὐκολοϊάτρευτα θέματα.  Ὡς ἐκ τούτου ἡ ταύτισις τοῦ σχίσματος μέ τήν ἀποτείχισι γίνεται ὑπό τήν καθοδήγησι τοῦ δαιμονικοῦ πνεύματος τῆς πλάνης, μέ σκοπό  τὴν σύγχυσι τῶν ὀρθοδόξων ἀνησυχούντων καί τὴν καταστολή τῶν περαιτέρω ἐνεργειῶν των. Οἱ δέ προβάλλοντες αὐτό ὡς ἀποτρεπτικό τῆς ἀποτειχίσεως, ἀσφαλῶς βοηθοῦν τούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί μάλιστα πρέπει, ἄν θέλωμε νά ἀξιολογήσωμε τήν προσφορά τῶν ὑπερμάχων τῆς θεωρίας τοῦ σχίσματος, νά ἀναφέρωμε ὅτι εἶναι οἱ πρῶτοι βοηθοί, συμπαραστάτες καί συνοδοιπόροι των εἰς τήν προώθησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἀπό αὐτό ἐπίσης τό σημεῖο τοῦ Κανόνος, πού ὁμιλεῖ διά τήν ἀποφυγή τοῦ σχίσματος γίνεται φανερό καί κάτι ἄλλο, ἄκρως σημαντικό, τό ὁποῖο οὐδόλως ἀναφέρουν οἱ σημερινοί πρωτοστάτες τοῦ ἀντιοικουμενιστικοῦ ἀγῶνος καί οἱ ὑπόλοιποι ἀνησυχοῦντες πνευματικοί, ἡγούμενοι κλπ. Ὅτι δηλαδή πλήν τοῦ ἐφαμάρτου σχίσματος, τό ὁποῖο γίνεται, ὅπως ἀναφέραμε, ὄχι διά λόγους πίστεως, ὑπάρχει καί ἕνα ἄλλο σχίσμα, ἀπό τό ὁποῖο λυτρούμεθα διά τῆς ἀποτειχίσεως καί μόνον δι’ αὐτῆς. Εἶναι ἡ ἀπόσχισις ἀπό τήν διαχρονική Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας καί ἀπό τήν ἴδια τήν Ἐκκλησία. Δηλαδή ὁ ἱερός Κανόνας ἐδῶ ἐννοεῖ ὅτι ὁ Ἐπίσκοπος καί οἱ ἀκολουθοῦντες καί μνημονεύοντες αὐτόν εὑρίσκονται, διά τῆς αἱρέσεως, σέ σχίσμα ἀπό τήν διαχρονική (Μία, Ἁγία, Καθολική καί Ἀποστολική) Ἐκκλησία, οἱ δέ ἀποτειχιζόμενοι θεραπεύουν τό σχίσμα μέ τό νά ἀποτειχίζωνται ἀπό τούς αἱρετικούς καί δι’ αὐτοῦ τοῦ τρόπου νά παραμένουν ἑνωμένοι μέ τήν διαχρονική Ἐκκλησία καί τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Ὡς ἐπισφράγισμα εἰς αὐτό τό ἐπιχείρημα θά ἀναφέρωμε τά λόγια τοῦ Πατριάρχου Ἀθανασίου τοῦ Β΄ πρός τούς Κυπρίους λαϊκούς διά τήν ἀποτείχισι ἀπό τούς κληρικούς των, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὑποταχθῆ στούς λατίνους κατακτητές τόν 12ο καί 13ο αἰῶνα. «Ἐπισκήπτομαι πᾶσι τοῖς ἐν τῇ Κύπρῳ λαϊκοῖς, ὅσοι τῆς καθολικῆς Ἐκκλησίας ἐστέ τέκνα γνήσια, φεύγειν ὅλῳ ποδί ἀπό τῶν ὑποπεσόντων ἱερέων τῇ λατινικῇ ὑποταγῇ, καί μηδέ εἰς ἐκκλησίαν τούτοις συνάγεσθαι, μηδέ εὐλογίαν ἐκ τῶν χειρῶν αὐτῶν λαμβάνειν τήν τυχοῦσαν· κρεῖσσον γάρ ἐστιν ἐν τοῖς οἴκοις ὑμῶν τῷ θεῷ προσεύχεσθαι κατά μόνας, ἤ ἐπ’ ἐκκλησίας συνάγεσθαι μετά τῶν λατινοφρόνων· εἰ δ’ οὖν, τήν αὐτήν αὐτοῖς ὑφέξετε κόλασιν» (Ἰωσήφ Βρυεννίου, Τά Εὑρεθέντα,  τόμ. Β΄, σελ. 26).
Στὸ ἀνέκδοτο βιβλίο του, ποὺ δημοσιεύσαμε στὴν ἱστοσελίδα μας: «Ἀπάντησις πρὸς Ἔγκριτο Μοναχό, Πλείονες Ἁγιοπατερικὲς Ἀναφορές...» ὁ π. Εὐθύμιος, ἀναφέρει ἀρχικὰ τὴν κατηγορία ποὺ ἐναντίον του προσάπτει ὁ μοναχὸς καὶ ἀπαντᾶ:
Στήν ἴδια παράγραφο λίγο κατωτέρω ἀναφέρεις τά ἑξῆς: «Καί ἀναμφίβολα εἶναι πλάνη –καὶ ἀκόμα μεγαλύτερη, ἄν οὔτε κἄν τό ὑποψιαζώμαστε– τό νά θεωροῦμε ὅλη τήν Ἐκκλησίαν αἱρετική καί μολυσμένην ”θολήν καί βρώμικη”(!), καί τά μυστήριά της ”μάταια καί ἐπιβλαβῆ”!!! (Ὁ π. Ἐπιφάνιος αὐτό τό χαρακτήριζεν ἀπερίφραστα ὡς αἵρεσιν καί ὄχι ὡς ἁπλοῦν σχίσμα)».
Ποῖος ἄραγε σέ ἐπληροφόρησε ὅτι ἐγώ θεωρῶ ὅλη τήν Ἐκκλησία “αἱρετική καί μολυσμένη”, “θολή καί βρώμικη” καί τά μυστήριά της “μάταια καί ἐπιβλαβῆ”; Ἐγώ, γιά νά γνωρίζης ἀπό πρῶτο χέρι, θεωρῶ ὅτι δέν ἀνήκουν στήν Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ ὁ Βαρθολομαῖος, ὁ Περγάμου Ἰωάννης Ζηζιούλας καί ὅσοι ἄλλοι ἐνσυνείδητα ἀκολουθοῦν τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Ὅσοι ἐπίσης ἐνσυνείδητα ἀνήκουν στό Π.Σ.Ε. καί ἐπί πλέον, ὅσοι ἐνσυνείδητα μνημονεύουν αἱρετικούς Ἐπισκόπους. Αὐτά τουλάχιστον διδάσκουν οἱ Πατέρες.
Ἄν τώρα ἐσύ πάτερ, ὅλους αὐτούς τούς θεωρεῖς Ἐκκλησία τοῦ Χριστοῦ, τότε σύμφωνα μέ τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη ἡ Ἐκκλησία αὐτή δέν εἶναι κατά τόν Παῦλο ἄσπιλος καί ἀμώμητος, ἀλλά ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη. Τά μυστήρια δέ, πού τελοῦν ὅλοι αὐτοί πού προανέφερα, τά θεωρῶ κατ’ οἰκονομίαν ἔγκυρα χάριν τοῦ λαοῦ, μέ μόνη διαφορά ὅτι αὐτά ἐνεργοῦν ἀρνητικά στούς ἔχοντας γνῶσι γιά τήν αἵρεσι πού ἀκολουθοῦν, καί εὐεργετικά στά νήπια καί στούς ἔχοντας ἄγνοια, ἀλλά πού ἔχουν ἀγαθή προαίρεσι.
Στό σημεῖο αὐτό ἄν ἔχης κάτι νά ἀναφέρης σέ παρακαλῶ νά τό κάνης, ἀρκεῖ νά εἶναι πατερικῶς καί ἁγιογραφικῶς κατοχυρωμένο καί ὄχι ἀμάρτυρο καί ἀστήρικτο.
Ἐγώ ὅμως ἀπορῶ, πῶς ἐσύ, στηριζόμενος στόν π. Ἐπιφάνιο, χαρακτηρίζεις αἱρετικό κάποιον, ὁ ὁποῖος ἔχει μία πεπλανημένη ἰδέα γιά τήν Ἐκκλησία καί τά μυστήρια καί μάλιστα γιά τό ποῦ εὑρίσκονται αὐτά ἐν καιρῷ αἱρέσεως, καί ἀπό τήν ἄλλη τόν Πατριάρχη ὁ ὁποῖος ἀναγνωρίζει τά μυστήρια τῶν Παπικῶν, Μονοφυσιτῶν, Προτεσταντῶν–Λουθηρανῶν, ὁ ὁποῖος ἀνήκει στό Π.Σ.Ε. καί καυχᾶται δι’ αὐτό, ὁ ὁποῖος χαρακτηρίζει τό κοράνιο ἅγιο, τούς Ἁγίους πού ἐπροκάλεσαν τό σχίσμα θύματα τοῦ ἀρχεκάκου ὄφεως, πού πιστεύει στήν λεγομένη βαπτισματική θεολογία καί τόσα ἄλλα τόν θεωρεῖς κανονικό Ἐπίσκοπο καί Πατριάρχη, τόν μνημονεύεις, τόν ἔχεις εἰς τύπον καί τόπον Χριστοῦ κλπ.
Στὴν Ἀπάντηση στὸ βιβλίο τοῦ Ἀντιαιρετικοῦ Γραφείου τῆς Μητροπόλεως Πειραιῶς, ποὺ ἔχουμε ἀναρτήσει στὸ ἱστολόγιο καὶ δημοσιεύτηκε στὸ περιοδικὸ «Κοσμᾶς Φλαμιᾶτος» (τ. 15-16): «Ἡ διαχρονικὴ Συμφωνία τῶν Ἁγ. Πατέρων γιὰ τὸ ὑποχρεωτικὸ τοῦ ΙΕ΄ Κανόνος...» καὶ στὸ κεφ. 6, περὶ τοῦ ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, ὁ π. Εὐθύμιος γράφει:
Ὅταν λοιπόν, ἀποτειχίζεται κάποιος ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο πρό συνοδικῆς κρίσεως, δέν ἀποκόπτει τόν αἱρετικό ἀπό τήν Ἐκκλησία, διότι δέν ἔχει τέτοιο δικαίωμα, ἀλλά ἀπομακρύνεται ἐκκλησιαστικά ἀπό αὐτόν, διά νά μή συμμετέχη διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας εἰς τήν αἵρεσι. Αὐτό τό διδάσκει θαυμάσια ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης σέ ἐπιστολή του
ὡς ἑξῆς: «ὥστε ἀκριβοῦς ζωῆς ὑμῖν χρεία, ἀναπληρούσης τὸ ἐλλιπές τῆς ὑποπτώσεως, ἥν ὑπέπεσεν ὁ προκαθηγησάμενος ὑμῶν καί δι' αὐτοῦ πάντες ὑμεῖς τῇ ἐκείνου παραδοχῇ· οἵα γάρ ἡ κεφαλή, τοιοῦτον καί τό ὅλον σῶμα» (Φατ. 512, 761,19). Καί σέ ἄλλη ἐπίσης ἐπιστολή: «δοκῶ δέ καί τούς ὑπό χεῖρα τοιούτους εἶναι, διότι οἷον τό ἄρχον τοιοῦτον καί τό ἀρχόμενον ὡς τά πολλά πέφυκεν ὑπάρχειν» (Φατ. 304, 446,14). Δηλαδή διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας ἐνσωματούμεθα μέ τήν ὁρατή κεφαλή (τόν Ἐπίσκοπο) καί ταυτιζόμεθα μέ τήν πίστι του.
Αὐτό γίνεται καί διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ Ἐπισκόπου, ὅπως χαρακτηριστικά ἀναφέρουν στήν θαυμάσια καί ὁμολογιακή ἐπιστολή των πρός τόν λατινόφρονα Βασιλέα Μιχαήλ τόν Η΄ τόν Παλαιολόγο, οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες οἱ ἐπί Βέκκου ἀθλήσαντες: «Ἄνωθεν γὰρ ἡ τοῦ Θεοῦ ὀρθόδοξος Ἐκκλησία... πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων”. Ταῦτα μὲν ὁ πατήρ· πρὸ δὲ τούτου, καὶ ὁ Θεὸς τοῦτο ἐσήμανεν οὕτως εἰπών· “ἱερεῖς ἠθέτουν νόμον μου, καὶ ἐβεβήλουν τὰ ἅγιά μου”· πῶς; ὅτι βεβήλοις καὶ ὁσίοις οὐ διέστελλον, ἀλλ᾿ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά».
Ἐδῶ οἱ ἁγιορεῖτες ὁσιομάρτυρες ὁμολογοῦν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι ἔχουμε πλήρη ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν Ἐπίσκοπο καί μέ τήν πίστι τοῦ Ἐπισκόπου. Χρησιμοποιοῦν δέ ἐκτός ἀπό τήν ἐξήγησι τῆς Θ. Λειτουργίας καί τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη, ὁ ὁποῖος ὁμιλώντας γιά τήν μοιχειανική αἵρεσι ἀναφέρει ἐπί πλέον  ὅτι  μολύνεται  καί τό μυστήριο διά τῆς μνημονεύσεως τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου. Καταλήγουν δέ ἐπικαλούμενοι χωρίον τῆς Παλαιᾶς Διαθήκης (Ἰεζεκιήλ 22,26) καί διδάσκουν ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου γίνεται βεβήλωσις τῶν Ἁγίων, ἐφ’ ὅσον τόν βέβηλο (αἱρετικό) Ἐπίσκοπο τόν συγκαταριθμοῦμε μέ τούς Ὀρθοδόξους, περιμένοντας ἴσως, ὅπως ἐσεῖς πατέρες ἀναφέρετε, νά τόν καθαιρέση ἡ Σύνοδος.
Ἀπό ὅλα αὐτά τά πατερικά κείμενα γίνεται φανερό ὅτι ἡ ἀποτείχισις ἐπιβάλλεται, γιά νά μήν συμμετέχωμε στήν αἵρεσι διά τῆς μνημονεύσεως καί ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας· καί ἡ καταδίκη τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου ἀπό τήν Σύνοδο εἶναι ἀναγκαία, διά νά μήν συμμετέχη ἡ Σύνοδος εἰς τήν αἵρεσι διά τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο. Ἡ ὀρθόδοξος δέ Σύνοδος, ἐπί πλέον, θέτει τέρμα εἰς τήν αἵρεσι, ἐφ’ ὅσον καταδικάζει τήν αἵρεσι καί ἀποβάλλει ἐπισήμως τόν διά τῆς αἱρέσεως ἀποβληθέντα καί μεταβληθέντα  ἀπό ποιμένα εἰς λύκον. Τό ἔργο αὐτό τῆς Συνόδου δέν δύναται  νά τό πράξῃ ὁ οἱοσδήποτε.
Προφανῶς ὁ Ἐπίσκοπος δέν μεταβάλλεται εἰς λύκο μέ τήν ἀπόφασι τῆς Συνόδου, ἀλλά μέ τήν ἐπίσημο ἐπ’ Ἐκκλησίας διακήρυξι τῆς αἱρέσεως. Ὅταν δέ ἀποτειχιζόμεθα ἀπό τόν μεταβληθέντα εἰς λύκο αἱρετικό Ἐπίσκοπο, προφανῶς δέν τόν θανατώνομε, διότι αὐτός ἐξακολουθεῖ νά κατέχη τόν ἐπισκοπικό θρόνο, ἀλλά ἀσφαλιζόμεθα ὡς πρός τό βασικό καί οὐσιῶδες θέμα τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως. Δι’ αὐτό καί οἱ Πατέρες  ἀποκαλοῦν λύκο μόνο τόν ἐμπεσόντα εἰς αἵρεσι Ἐπίσκοπο καί ἐπιβάλλουν τήν ἄμεση ἀπομάκρυνσι ἀπό αὐτόν, εἰς ὅλες δέ τίς ἄλλες περιπτώσεις, τῶν διαφόρων δηλαδή προσωπικῶν του ἁμαρτημάτων, διδάσκουν τήν ἐκκλησιατική ἐπικοινωνία μέ αὐτόν καί τήν ἀναμονή τῆς ἀποφάσεως τῆς Συνόδου.
Ἄν τώρα σέ ὅλα αὐτά, πατέρες, δέν συμφωνεῖτε, ἀλλά πιστεύετε ὅτι κάνομε λάθος καί, τρόπον τινά, εἴμεθα πλανεμένοι, εἴμεθα ἕτοιμοι νά σᾶς ἀκούσωμε, μέ τήν προϋπόθεσι, βεβαίως, ὅτι αὐτά τά ὁποῖα θά ἀναφέρετε, θά τά κατοχυρώσετε συγχρόνως, ὄχι μέ τούς συλλογισμούς σας, ἀλλά μέ τήν ἁγ. Γραφή καί τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων. Δηλαδή θέλομε νά μάθωμε τελικά ποῦ, κατά τό δή λεγόμενο, εὑρήκατε γραμμένο τό ὅτι δύνασαι νά παραμένης ἐκκλησιαστικά κοντά στόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, νά τόν μνημονεύης καί νά τόν ἀναγνωρίζης εἰς τύπον Χριστοῦ μέχρις ἀποφάσεως τῆς Συνόδου καί, μάλιστα, νά μήν βλάπτεσαι ἀπό αὐτήν τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία.
Τρίτον δέ, ἀποτελεῖ τήν ἀκρίβεια (ἡ ἀπομάκρυνση ἀπὸ τοὺς αἱρετικούς), διότι ἐν καιρῷ αἱρέσεως διασφαλίζει τούς Ὀρθοδόξους ἀπό τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι καί τούς αἱρετικούς.  Ὅπως δηλαδή, ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό μία μολυσματική ἀσθένεια διασφαλίζει τούς ὑγιεῖς ἀπό τήν μετάδοσι τῆς ἀσθενείας, ἔτσι καί πολύ περισσότερο ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους μᾶς διασφαλίζει ὡς πρός τήν ὀρθόδοξο πίστι καί τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι.
Ἐδῶ ὁ βιογράφος τοῦ ἁγίου Μαξίμου, μᾶς ἀναφέρει κατ’ ἀρχάς, ὅτι ἡ αἰτία τῆς ἀναχωρήσεώς του ἀπό τόν κόσμο καί τῆς μοναχικῆς του ἀφιερώσεως ἦτο ἡ αἵρεσις τῶν Μονοθελητῶν. Καί ὄχι μόνον αὐτό, ἀλλά τό σημαντικώτερο, ὅτι ἔφυγε ἀπό τόν κόσμο καί τά ἀνάκτορα γιά νά μήν ἔχη καμμία ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς. Τήν ἐπικοινωνία δέ αὐτή τήν ἐθεωροῦσε μολυσμό τῆς ψυχῆς του: «καταλείπει μέν ἅπαντα, ψυχῆς ὥσπερ κοίνωσιν τό τοῖς τοιούτους ἀνεστράφθαι οἰόμενος». Ἐσεῖς, πατέρες, ἀντιθέτως, τήν ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μέ τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, μέ τό Π.Σ.Ε. καί ἐν ὀλίγοις μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, τήν θεωρεῖτε ὡς διάκρισι, σύνεσι, ἀγῶνα μέσα ἀπό τήν Ἐκκλησία κλπ.
Ὡς πρός τούς λόγους δέ πού τόν ὡδήγησαν στήν Ρώμη ὁ βιογράφος του ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἐπεί δ’ ἑώρα, ὡς ἀνωτέρω ἔφαμεν, τήν τῶν Μονοθελητῶν τηνικαῦτα αἵρεσιν εἰς τέλειον μᾶλλον ἐκτεινομένην, καί δεινῶς καθ’ ἡμέραν ὑπό τῶν τῆς ἀσεβείας προστατῶν αὐξανομένην· ἔστενε μέν καί πένθει βαρυτάτῳ συνείχετο, οἰκτιζόμενος μάλιστα καί τούς τά παράνομα δρῶντας... Ἐπεί γάρ ἐγίνωσκε τήν πρεσβυτέραν Ρώμην τοῦ τοιούτου καθαρεύουσαν μύσους... λιπών τά ἐνταῦθα, ἐκεῖσε ἐπιφοιτᾷ, συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ, καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις» (P.G. 90, 73D).
Ἐδῶ, πατέρες, βλέπουμε ὅτι ὁ ἅγιος δέν ἐπῆγε στήν Ρώμη, οὔτε γιά νά εὕρη στήριγμα, οὔτε γιά νά καλυφθῆ πίσω ἀπό μία Σύνοδο, οὔτε γιατί δέν ἤξερε τί νά κάνη ἤ ποιό ἦτο τό ὀρθόδοξο δόγμα, ἀλλά μετέβη στήν Ρώμη ἀποκλειστικῶς καί μόνο γιά νά βοηθήση στήν ἐπαναφορά τῆς Ἐκκλησίας εἰς τήν Ὀρθοδοξία. Ἐπειδή δηλαδή, τό κακό τῆς αἱρέσεως εἶχε ἐπεκταθῆ παντοῦ σχεδόν στήν Ἀνατολή, ἐπῆγε στή Δύσι «συνηγορίαν δώσων τῷ λόγῳ καί τοῖς ἐκεῖ συνεπόμενος ὀρθοδόξοις».
Δυστυχῶς, ἐνῶ καταγράφετε ἄριστα τήν ἐξέλιξι τῆς αἱρέσεως καί, μάλιστα, περιγράφετε τά στάδια ἀπό τά ὁποῖα διῆλθε καί αὐτά πού ἀπομένουν γιά νά ὁλοκληρωθῆ, οὐδόλως ἀσχολεῖσθε μέ τήν καταγραφή καί περιγραφή τῆς ἀλλοιώσεως τοῦ φρονήματος, τῶν Ὀρθοδόξων, τό ὁποῖο καί αὐτό διέρχεται ὡς πρός τήν ἀλλοίωσι ἀνάλογα στάδια· καί μάλιστα νομίζομε ὅτι μεταλλάσσεται μέ μεγαλύτερη εὐκολία, ἐπειδή μεταπίπτει ἀπό τήν μαρτυρική καί αὐτοπροαίρετη θυσία χάριν τῆς πίστεως, στό κοσμικό φρόνημα τῆς συνοδοιπορίας καί τῆς ἀδρανείας, εἰς τό νά ἀντιμετωπίζη τήν ἐξέλιξι τῶν θεμάτων τῆς πίστεως, ὅπως ὁ θεατής καί ὁ φίλαθλος παρακολουθοῦν ἕναν ἀγῶνα, εἰς τό νά θεωρῆ ὁ κάθε πιστός τόν ἑαυτόν του ἀναρμόδιο καί ἀκατάλληλο στήν καταβολή οἱασδήποτε προσφορᾶς καί θυσίας χάριν τῆς πίστεως καί, βεβαίως, εἰς τό νά μήν ἔχη τό φρόνημα πλέον τοῦ κάθε πιστοῦ τήν συναίσθησι τῆς συμμετοχῆς στήν αἵρεσι καί τοῦ μολυσμοῦ πού προέρχεται ἀπό αὐτήν.
«Ὤ μακαρίων ἀνδρῶν! ὤ μακαρίας πραγματείας, ἐν μιᾷ καιροῦ ροπῇ ἀνταλλάξασθαι αἰωνίους ἀναπαύσεις! Τί φήσουσι πρός ταῦτα οἱ τήν αἱρετικήν κοινωνίαν μή λέγοντες εἶναι ἀθέτησιν; Εἰ γάρ ἐκεῖ ἀθέτησις τοῦ λαοῦ ἐπί τῇ κρεωφαγίᾳ, πόσῳ γε μᾶλλον ὧδε ἐπί τῇ ἀσεβοθύτῳ κοινωνίᾳ. Ποῦ δέ καί οἱ λέγοντες· μή εἶναι μαρτύριον ἐν τῇ Χριστοῦ εἰκόνι; Εἰ γάρ ἐκεῖ μαρτύριον τοῖς μή κρεωφαγήσασι, πόσῳ γε ὧδε λαμπρότερον τό μαρτύριον τοῖς μή ἐξαρνησαμένοις. Ἀλλ' ἐκεῖνοι μέν ὡς σκοτεινοί ὄντες σκοτεινά καί φθέγγονται τοῖς οἰκείοις συμπτώμασι συμποδίζειν καί ἄλλους πειρώμενοι» (Θεοδώρου Στουδίτου, Μικρά Κατήχησις 63).
Στὸ βιβλίο τοῦ π. Ευθυμίου Τρικαμηνᾶ, «Ἡ ἀντιμετώπισις τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ κατὰ τὴν διδασκαλίαν τοῦ Ὁσίου Θ. τοῦ Στουδίτου», βρίσκουμε πολλὰ σημεῖα ὡς πρὸς μόλυνση καὶ τὰ μυστήρια.
Διά τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, μετά τήν ἀποτείχισι τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ὅσιος ἐδίδασκε ὅτι ὄχι μόνον δέν μεταδίδουν καμμία χάρι, ἀλλά ἀπεναντίας προξενοῦν σκοτισμό καί κόλασι. Ἐδίδασκε ὅτι, καί μόνη ἡ μνημόνευσις τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου καθιστᾶ μολυσμένο τό μυστήριο καί ἀνίσχυρο νά μεταδώση βοήθεια στούς μετέχοντας, ἔστω καί ἄν ὁ λειτουργῶν ἱερεύς ἔχει ὀρθόδοξο φρόνημα. Εἶχε ὁ Ὅσιος, τήν θαυμασία καί θεολογική θέσι ὅτι, ὅπως τό μυστήριο τῆς θείας Λειτουργίας, ὅταν τό τελοῦν οἱ Ὀρθόδοξοι, μᾶς ἐνσωματώνει ὅλους μέ τόν Χριστό, ἔτσι καί στήν λειτουργία τῶν αἱρετικῶν ἐνσωματώνονται οἱ μετέχοντες μέ τόν διάβολο. Ἀκόμη καί ἀπό φόβο νά μετέχη κάποιος στά αἱρετικά μυστήρια πάλι ἐπιβαρύνεται μέ τήν ἴδια κατάκρισι.
Ἀνάλογος ἦτο καί ἡ διδασκαλία του καί διά τά ἄλλα μυστήρια τῶν αἱρετικῶν. Διά τίς χειροτονίες τίς ὁποῖες ἐτέλεσε Ἐπίσκοπος, ὁ ὁποῖος ἐμνημόνευσε αἱρετικό Μητροπολίτη, ὁ Ὅσιος ἐδίδασκε ὅτι εἶναι ἄκυρες, τό ἴδιο καί διά τά ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ (σελ. 24).
Η ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΤΟΥ ΟΣΙΟΥ ΔΙΑ ΤΟΥΣ ΝΑΟΥΣ ΤΩΝ ΑΙΡΕΤΙΚΩΝ
Στό ἕκτο κεφάλαιο παρουσιάζεται ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου διά τούς ναούς τῶν αἱρετικῶν, μετά τήν ἀποτείχισι τῶν ὁμολογητῶν Ὀρθοδόξων.  Ἀναφέρεται ὅτι, μέ τήν ἐπίσημο καί ἐκκλησιαστική εἴσοδο τῆς αἱρέσεως στό ναό, ἀποχωρεῖ ὁ φύλακας ἄγγελός του καί ὁ ναός γίνεται ἕνας κοινός οἶκος.  Ἡ αἵρεσις εἰσέρχεται στό ναό καί μέ τήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου... Ὁ ναός βασικά βεβηλώνεται ἀπό τήν τέλεσι σ’ αὐτόν τῆς αἱρετικῆς λειτουργίας. Ἀπαγορεύεται, σύμφωνα μέ τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, νά λειτουργήση ὁ ὀρθόδοξος ἱερεύς σέ ναό ὁ ὁποῖος κατέχεται ἀπό αἱρετικούς ἤ ὁ ὁποῖος ἐλειτουργήθη ἔστω καί μία φορά ἀπό αὐτούς, οὔτε ἀκόμη καί ἄν τοποθετήση ἄλλη ἁγ. Τράπεζα καί ἄλλο ἀντιμήνσιο (σελ. 24-25).
Κατ’ ἀρχάς στό ὑπό ἐξέτασι θέμα ἀναφέρονται παραδείγματα ἀπό ἐπιστολές τοῦ ὁσίου στά ὁποῖα αὐτός διδάσκει τήν τελεία ἐκκλησιαστική ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς αἱρετικούς μέχρι τοῦ βαθμοῦ τῆς κοινῆς ἑστιάσεως. Αὐτό εἶναι τό πρῶτο τό ὁποῖο πρέπει νά ἐπιδιώκουν οἱ ἐνιστάμενοι, προκειμένου νά μή συμμετέχουν στήν αἵρεσι καί μολύνονται ἀπό αὐτήν (σελ. 31).
Πέραν ὅμως τοῦ δημοσίου ἐλέγχου, τὸν ὁποῖον ἤσκησε ὁ Ὅσιος πρὸς τὸν αὐτοκράτορα, προέβη καὶ στὴν διακοπὴ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας μὲ τὸν Πατριάρχη καὶ μὲ ὅσους συνευδοκοῦσαν εἰς αὐτὸ τὸ μοιχικὸ συνοικέσιο (σελ. 53). Διά νά γίνη κατανοητό αὐτό ἀναφέρομε ὡς παράδειγμα ὅτι ἡ μνημόνευσις στή θεία Λειτουργία αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου καί ἡ ἀπαγγελία τοῦ Συμβόλου τῆς Πίστεως μέ τήν αἱρετική προσθήκη του (filioque) εἶναι τό ἴδιο, δηλαδή μολύνεται τό μυστήριο καί ὅσοι συμμετέχουν σ’ αὐτό. Κατανοεῖ λοιπόν κάποιος ἐκ τούτου, διατί οἱ Πατέρες ἀπέδιδον τόση σημασία στήν μνημόνευσι τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου καί διατί, ὁσάκις ἤθελον νά ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο, διέκοπτον τήν μνημόνευσί του, καθώς ἐπίσης καί ὅτι ἐπεβάλλετο αὐτή ἡ διακοπή μόνον διά δογματικούς λόγους (σελ. 54).
Καί στίς τρεῖς περιπτώσεις τῆς ἀποτειχίσεώς του (δύο κατά τήν μοιχειανική αἵρεσι καί μία κατά τήν εἰκονομαχική) ὁ ὅσιος καί οἱ ὑπόλοιποι ὁμολογητές Πατέρες διετήρησαν τά ἴδια στοιχεῖα στόν ἀγῶνα των καί ἐτήρησαν τήν ἴδια τακτική. Ἡ ὁδός τήν ὁποία ἀκολούθησαν ἦτο ἀφ΄ ἑνός μέν νὰ εἶναι τόσο κοντά στήν αἱρετική ἐκκλησιαστική ἡγεσία, ὥστε μέ τήν ὁμολογία τῆς ὀρθοδόξου πίστεως καί τήν καταδίκη τῆς αἱρέσεως ἀμέσως νά ἐνσωματωθοῦν καί συγχρόνως νά εἶναι τόσο μακρυά, ὥστε νά μήν μολύνωνται ἀπό τήν αἵρεσι καί νά μή συμφύρωνται μέ αὐτή (σελ. 59-60).
Ἡ «Ἐκκλησία» διά τῆς ἀλλοιώσεως τῶν ἐντολῶν ἀπό ἄσπιλος καί ἀμόλυντος καθίσταται ἐσπιλωμένη καί βεβορβορωμένη (αὐτός εἶναι ὁ πνευματικός μολυσμός τῆς Ἐκκλησίας ὡς σῶμαΧριστοῦ, δηλαδή ἡ πορνεία τῆς Ἐκκλησίας) (σελ. 69).
Δέν πρέπει στό σημεῖο αὐτό νά μᾶς διαφύγη τῆς προσοχῆς ὅτι δέν μνημονεύομε στήν θεία Λειτουργία ὄχι μόνο αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμμετέχουν ἐνεργά στήν αἵρεσι διά μέσῳ τῆς Συνόδου, ἀλλά καί ὅσους εἶναι ὁμόφρονες μέ αὐτή τήν αἵρεσι «μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν εὑρεθέντων ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ ἤ ὁμοφρονούντων αὐτῇ». Στό τμῆμα αὐτό τῆς ἐπιστολῆς ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἑρμηνεύει, τρόπον τινά, τόν ἑαυτόν του καί ἐξηγεῖ τήν στάσι του ἀπέναντι στήν αἵρεσι, τόν χρόνο κατά τόν ὁποῖο γίνεται ἡ ἀποστασιοποίησις, ὁ ὁποῖος εἶναι ὅταν «εἰς προῦπτον ἐξέλθη ἡ αἱρετική ἀσέβεια καί εἰς τό ἐμφανές» καί τόν τρόπο μέ τόν ὁποῖο γίνεται ἡ ἀποστασιοποίησις τῶν Ὀρθοδόξων, ὁ ὁποῖος εἶναι ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί κάθε ἐκκλησιαστικῆς ἐπικοινωνίας τῶν δεδηλωμένων αἱρετικῶν καί τῶν ὁμοφρόνων μέ αὐτούς (σελ. 78).
Αὐτό γίνεται ἀφ’ ἑνός μέν διά τήν ἀσφάλεια τῶν Ὀρθοδόξων, προκειμένου δηλαδή νά μήν ἐπηρεασθοῦν καί ἀποκτήσουν αἱρετικά φρονήματα, ἀφ’ ἑτέρου δέ, διότι ὑπάρχει πνευματικός μολυσμός ἀπό τήν ἐκκλησιαστική συνύπαρξι μέ τούς αἱρετικούς, εἰς τρόπον ὥστε νά μολύνωνται οἱ καθαροί κατά τήν πίστι καί ὄχι νά καθαρίζωνται ἀπό αὐτή τήν ἐπικοινωνία καί νά θεραπεύωνται οἱ ἔχοντες τήν αἵρεσι (σελ. 85).
Κατ’ ἀρχάς πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι ὁ Ὅσιος, δέν εἶχε ἁπλῶς τήν θεολογική θέσι ὅτι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν εἶναι μόνον ἄκυρα καί ἀνενέργητα, ἀλλά ἀπεναντίας βλαβερά καί ψυχοκτόνα. Σέ ἐπιστολή του λοιπόν, πρός τόν ἡγούμενο Νικήτα διασαφηνίζει θαυμάσια καί λακωνικώτατα τήν σημασία τῶν ὀρθοδόξων καί τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων. Ἑρμηνεύοντας τό χωρίο τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Α’ Κορινθ. 10, 16) περί τῆς συμμετοχῆς μας στό μυστήριον τῆς θείας Εὐχαριστίας, ἀναφέρει ὅτι ἡ μετάληψις εἶναι ἡ μετοχή σ’ αὐτά τά ὁποῖα μεταλαμβάνομε. Συνεχίζοντας ἀναφέρει ὅτι, ὅπως ὁ ἅγιος ἄρτος, ὁ ὁποῖος ἱερουργεῖται καί μεταδίδεται στούς Ὀρθοδόξους, τούς μεταμορφώνει σέ ἕνα χριστόμορφο σῶμα, κατά τόν ἴδιο τρόπο ὁ αἱρετικός ἄρτος, ὁ ὁποῖος μεταδίδεται ἀπό τούς αἱρετικούς ἱερεῖς στό πλήρωμά των, δημιουργεῖ καί συνενώνει τούς μετέχοντας σέ ἕνα σῶμα, ἀντίθετο ὅμως τοῦ Χριστοῦ, δηλαδή δαιμονικό. Σ’ αὐτό τό δαιμονόμορφο σῶμα ἀνήκει καί αὐτός ὁ ὁποῖος συμμετέχει ἀπό φόβο ἐξαιτίας τοῦ διωγμοῦ, ἔστω καί ἄν ἐσωτερικά ἀναγνωρίζει ὅτι αὐτό τό ὁποῖο πράττει δέν εἶναι σωστό (σελ. 88).
«Ἰδού, δέδειχε κἀνταῦθα τό φῶς τοῦ κόσμου ὅτι κοινωνία ἐστίν ἡ μετοχή, οὐκ ἄν τις δέ φρενῶν εἴσω ὤν οὐχί τήν μετοχήν μετάληψιν εἴποι. ὡς οὖν ὁ θεῖος ἄρτος ὑπό τῶν ὀρθοδόξων μετεχόμενος πάντας τούς μετόχους ἕν σῶμα ἀποτελεῖ, οὕτω δή καί ὁ αἱρετικός ἄρτος κοινωνούς  τούς αὐτοῦ μετέχοντας ἀλλήλων ἀπεργαζόμενος ἕν σῶμα ἀντίθετον Χριστοῦ παρίστησι, καί ὁ κενολόγος μάτην κενολογεῖ. εἰ  δέ ὅτι ὁ νοῦς, ὁπότε μετελάμβανεν, οὐ συνδιετίθετο τῷ πραττομένῳ  τοῦτό ἐστι τό μᾶλλον ἀρνητικόν, ὅτι, καίπερ εἰδώς ἐκτοπουργεῖν, ὅμως ἐν γνώσει ἡμάρτανεν, μή φοβηθείς τόν ἀποκτένοντα θεόν καί ψυχήν καί σῶμα διά τῆς ἐν γεέννῃ ἐμβολῆς, ἀλλά τόν προσκαίρως σῶμα τύπτοντα» (Ἐπιστολή 452. Νικήτᾳ ἡγουμένῳ , Φατοῦρος σελ. 640, στιχ. 42, P.G.99, 1480C).     
    Εἶναι ὄντως φοβερή καί πραγματική ἡ θέσις αὐτή τοῦ ὁσίου καί πρέπει νά προβληματίση ὅλους ἐμᾶς, ὅσον ἀφορᾶ τίς σύγχρονες αἱρέσεις, διότι, ὅπως ἐτονίσαμε, ὁ ὅσιος δέν ἐγνώριζε διαφορά αἱρέσεως ὡς πρός τόν μολυσμό καί τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν Ἐκκλησία καί τή σωτηρία.
    Σέ ἐπιστολή του, ἐπίσης, πρός τόν μοναχό Συμεών ἀναφέρει πλέον σαφέστερα ὅτι ἡ κοινωνία τῶν αἱρετικῶν μυστηρίων, σημαίνει κοινωνία τοῦ ἀντικειμένου, δηλαδή τοῦ διαβόλου (σελ. 88-89).
Στόν μοναχό ἐπίσης Ἰγνάτιο, ὁμιλῶν διά τό ἴδιο θέμα, λέγει ὁ Ὅσιος, ὅτι ἡ κοινωνία τῶν αἱρετικῶν δέν εἶναι ἕνας ἁπλός ἄρτος, ἀλλά δηλητήριο, τό ὁποῖο δέν βλάπτει τό σῶμα, ἀλλά μαυρίζει καί σκοτίζει τήν ψυχή. Δι’ αὐτό τό νά τήν ἀπορρίπτομε καί συγχρόνως νά τό ἀποκρύπτωμε δέν εἶναι δικά του λόγια, ἀλλά ὅσων διακατέχονται ἀπό φόβο, διά τούς ὁποίους ἔχει γραφῆ ὅτι πολλοί ἀπό τούς ἄρχοντες ἐπίστευον στόν Χριστό, ἀλλά ἀπό φόβο δέν τό ὡμολογοῦσαν διά νά μή γίνουν ἀποσυνάγωγοι. Συνεχίζοντας ὁ ὅσιος διευκρινίζει ὅτι οἱ εὐχές τῆς θείας Λειτουργίας προφερόμενες ὑπό τῶν αἱρετικῶν εἶναι ἀνενέργητοι, διότι ἡ πίστις των δέν εἶναι ἡ ἰδία μέ ἐκείνους οἱ ὁποῖοι τίς ἔγραψαν, οὔτε ἀκόμη ἡ πίστις των εἶναι ἴδια μέ ἐκεῖνα τά ὁποῖα ὑπάρχουν στίς εὐχές.
«Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος, ἀλλά φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον. ῥίπτειν δέ καί κρύβδην οὐκ ἐμοί τό λέγειν, ἀλλά τῶν ποιούντων φόβῳ, περί ὧν  ἐκεῖνο λέγειν ἔστιν, ὅτι πολλοί τῶν ἀρχόντων ἐπίστευον εἰς αὐτόν, ἀλλ’ οὐχ ὡμολόγουν διά τούς Φαρισαίους, ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται˙ ἠγάπησαν γάρ τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤ τήν δόξαν τοῦ θεοῦ˙  εἰ δέ ὅτι ὀρθοδόξων αἱ εὐχαί τῆς ἱερουργίας. τί τοῦτο, εἰ παρά αἱρετικῶν γίνοιντο, συμβάλλεται; οὐ γάρ ὡς ὁ ποιήσας αὐτάς φρονοῦσιν οὐδέ ὡς αὐταί αἱ φωναί  σημαίνουσι πιστεύουσιν, ἐπείπερ πᾶσα ἡ μυσταγωγία Χριστόν ἄνθρωπον ἀληθῶς γεγενῆσθαι δοξάζει» (Ἐπιστολή 308. Ἰγνατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος σελ.  451, στιχ. 9,  P.G. 99, 1189C) (σελ. 89-90).
Ἡ θέσις λοιπόν τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, ὅσον ἀφορᾶ τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, εἶναι ξεκάθαρη καί συνοψίζεται εἰς ὅτι τά μυστήρια τῶν αἱρετικῶν, ὄχι μόνον δέν μεταδίδουν καμμία εὐλογία στούς μετέχοντας σ’ αὐτά, ἀλλά ἀπεναντίας  τούς δηλητηριάζουν καί τούς ἑνώνουν μέ τόν διάβολο. Δέν πρέπει νά λησμονοῦμε ὅτι ὁ ὅσιος ἀναφέρεται στίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του, οἱ ὁποῖες ἐδραστηριοποιοῦντο μέσα στό χῶρο τῆς Ἐκκλησίας, προσπαθώντας νά ἐπικρατήσουν καί νά γίνουν γραμμή, θέσις καί παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας. Τήν καθαρότητα δηλαδή καί ἀκεραιότητα στήν πίστι δέν τήν ἔβλεπε μόνο προσωπικά, ἀλλά καί ἐκκλησιαστικά. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ μετοχή κάποιου στήν αἵρεσι δέν ἐξηρτᾶτο μόνο ἀπό τό τί πιστεύει, ἀλλά καί ἀπό τό μέ ποίους ἐπικοινωνεῖ ἐκκλησιαστικά καί ἀπό ποίους δέχεται τά μυστήρια. Ἄν δηλαδή κάποιος εἶχε ὀρθόδοξο φρόνημα, πλήν ὅμως ἐπικοινωνοῦσε ἐκκλησιαστικά μέ τούς αἱρετικούς ἤ ἔστω ἀπό φόβο ἤ ἀπό ἀνάγκη ἐλάμβανε ἀπό αὐτούς τά μυστήρια, αὐτός ἦτο κατ’ οὐσίαν ὁμόφρων μέ τούς αἱρετικούς καί ἀπομακρυσμένος ἀπό τήν διαχρονική Ἐκκλησία. Ἡ μνημόνευσις τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου στά μυστήρια καί δή στή θεία Λειτουργία, ἦτο σημεῖο ἀποδεικτικό διά τό ἄν τό μυστήριο παρεῖχε χάρι καί ἁγιασμό ἤ μολυσμό καί κατάκρισι στούς μετέχοντας (σελ. 90).
Ὑπάρχει στό σημεῖο αὐτό μία θαυμασία ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στήν μοιχειανική αἵρεσι καί στήν ὁποία ἀπεικο­νίζεται ἡ θέσις του, ὅσον ἀφορᾶ τήν ἐπίδρασι τήν ὁποία ἔχει ἡ ἀναφορά τοῦ ὀνόματος τοῦ Ἐπισκόπου στά μυστήρια. Ἀπευθύνεται στήν σπαθαρία Μαχαρᾶ. Φαίνεται ὅτι ἡ σπαθαρία ἐπί ἔτη σπανίως μετελάμβανε καί ὡς ἐκ τούτου τῆς δίδει μία θαυμασία παραίνεσι λέγοντας ὅτι αὐτό τό ὁποῖο κάνει πρέπει νά ἔχη μία σοβαρή αἰτία. Διότι ἡ βάσις δέν εἶναι τό νά μεταλαμβάνη κάποιος σπανίως ἤ κάθε ἡμέρα, ἀλλά τό νά μεταλαμβάνη μέ καθαρή καρδιά καί συνείδησι. Ἄν λοιπόν, τῆς λέγει, χάριν αὐτῆς τῆς αἰτίας δέν μεταλαμβάνη, τότε καλῶς ἔχουν τά πράγματα. Ἄν πάλι, δέν μεταλαμβάνει λόγῳ κάποιου κανόνος πού τῆς ἐπεβλήθη διά κάποια της ἁμαρτία, τότε, τή συμβουλεύει, ὅτι πρέπει νά μεταλάβη, ὅταν συμπληρωθῆ ὁ χρόνος τοῦ κανόνος. Ἄν ἐπίσης, τῆς λέγει, δέν μεταλαμβάνη ἐξ αἰτίας τῆς ὑπάρξεως αἱρέσεως, τότε εἶναι ἀναγκαῖο νά μή μεταλάβη. Διότι τό νά μεταλάβη ἀπό αἱρετικό ἤ δημοσίως διαβεβλημένο ἱερέα ἤ Ἐπίσκοπο τήν ἀποξενώνει ἀπό τό Θεό καί τήν συγκαταριθμεῖ μέ τόν διάβολο. Συνεχίζοντας ὁ ὅσιος ἀναφέρει ὅτι τώρα στήν τοπική Ἐκκλησία ὑπάρχει ἡ αἵρεσις τῶν μοιχειανῶν, ἡ ὁποία ἐπικρατεῖ παντοῦ καί ἀπό τήν ὁποία πρέπει νά ἀπομακρυνώμεθα. Τοῦ ἀνέφερε, λέγει, στήν ἐπιστολή της, ὅτι φοβήθηκε νά εἰπῆ στόν ἱερέα νά μή μνημονεύση τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο καί πρός τό παρόν δέν γνωρίζει τί πρέπει νά τῆς ἀποκριθῆ. Τῆς λέγει μόνον αὐτό, ὅτι δηλαδή τό μυστήριο ἔχει μολυνθῆ μέ μόνη τή μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν εἶναι καθ’ ὅλα ὀρθόδοξος ὁ ἱερεύς ὁ ὁποῖος τελεῖ τήν Λειτουργία (σελ. 91).
«Τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι, εἴτε συντομώτερον, εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διά πταῖσμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. Εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ.
Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπός, καί κατ’ αὐτό πρόσιθι τοῖς μυστηρίοις. Γνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχιανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Ἐπιστολή 553. Πρός τήν σπαθαρέαν, ἧς τό ὄνομα Μαχαρᾶ, Φατοῦρος  σελ. 846, στιχ. 16, P.G. 99, 1668C) (σελ. 91-92).
Εἶναι ὄντως ἀπαράμιλλος καί διαυγεστάτη ἡ θέσις τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία καταδεικνύει, ποία πρέπει νά εἶναι ἡ στάσις τῶν Ὀρθοδόξων στίς αἱρέσεις τῆς κάθε ἐποχῆς, οἱ ὁποῖες μάλιστα δραστηριοποιοῦνται μέσα στήν Ἐκκλησία. Καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου εἶναι λυπηρό, ὅτι σήμερα, ἐνῶ ὅλοι οἱ σοβαροί ὀρθόδοξοι καί ἀξιόλογοι Πατέρες ἀποδέχονται ὅτι ὑπάρχει στήν Ἐκκλησία ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, συμπορεύονται καί προσοικειοῦνται σ’ αὐτήν, εἰς τρόπον ὥστε αὐτά, τά ὁποῖα διακηρύσσουμε μέ τά λόγια, νά τά ἀναιροῦμε μέ τά ἔργα μας.  Εἶναι ἐπίσης ἄξιον προσοχῆς καί φαίνεται ἀπό τά γραφόμενα ὅτι ἡ Λειτουργία (στήν ὁποία ἡ σπαθαρία Μαχαρᾶ ἐδειλίασε νά εἰπῆ στόν ἱερέα νά μή μνημονεύση τόν αἱρετικό Ἐπίσκοπο), ἐτελεῖτο σέ ἰδιωτικό ναό, προφανῶς ἀνήκοντα στήν ἴδια.  Ἔτσι ἐξηγεῖται, διατί ἔπρεπε νά ἀπαιτήση αὐτή  νά μήν μνημονευθῆ ὁ αἱρετικός.  Διότι ἄν ἡ Λειτουργία ἐτελεῖτο σέ ἕνα ναό τῆς Μητροπόλεως ἤ τῆς Ἐπισκοπῆς, αὐτή θά ἠδύνατο ἁπλῶς νά μήν προσέλθη σ’ αὐτή. Στόν ἰδικό της ναό, ὅμως, εἶχε προφανῶς μεγαλυτέρα εὐθύνη καί ἐπεβάλλετο νά ἀπαιτήση τή μή μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου.
Πρέπει, προκειμένου νά κατανοήσωμε τήν διαφορά τῆς ὀρθοδόξου ἀπό τήν αἱρετική κοινωνία, νά σημειώσωμε καί ἕνα ἄλλο θαυμάσιο τμῆμα ἀπό μία μικρά ἐπιστολή τοῦ ὁσίου πρός τόν Κων/νο κουράτορα. Σ’ αὐτή τήν ἐπιστολή, ἀφοῦ κατ’ ἀρχάς ἐπαινεῖ τόν παραλήπτη διά τήν εὐσέβειά του, τοῦ ἀναφέρει ὅτι ἡ φύλαξις τῆς πίστεως σημαίνει ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί εἰδικά ἀπό τά μυστήριά των. Αὐτό φαίνεται, ὅτι τό θεωρεῖ ὁ Ὅσιος βασικώτατο στοιχεῖο τοῦ κάθε χριστιανοῦ σέ καιρό αἱρέσεως καί, δι’ αὐτόν τόν λόγο, σέ πάρα πολλές ἐπιστολές του ἐπαινεῖ τούς χριστιανούς διά τήν ἀπομάκρυνσί των ἀπό τήν ἐπικοινωνία μέ τούς αἱρετικούς καί ἀπό τά μυστήριά των.
Ἐν συνεχείᾳ εὐχαριστεῖ τόν Θεό, διότι οἱ λαϊκοί, παρόμοια μέ τούς μοναχούς, ἀγωνίζονται νά ἀποφύγουν τήν ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι. Ἡ αἵρεσις ἀναφέρει ὅτι εἶναι ἕνας βόθρος καί μία παγίδα τοῦ διαβόλου, ἡ δέ κοινωνία των ἀποχωρίζει αὐτόν τόν ὁποῖο τήν δέχεται ἀπό τόν Χριστό καί τόν τοποθετεῖ ἐκτός τῆς Ἐκκλησίας. Ὅσον λέγει διαφέρει τό φῶς ἀπό τό σκοτάδι, ἄλλο τόσο καί ἡ ὀρθόδοξος μετάληψις ἀπό τήν αἱρετική. Καί ἡ μέν ὀρθόδοξος φωτίζει τόν μετέχοντα, ἐνῶ ἡ αἱρετική τόν σκοτίζει, ἡ μία τον ζωοποιεῖ, ἐνῶ ἡ αἱρετική τόν θανατώνει. Ἄριστα λοιπόν πράττει, ἐπιλέγει ὁ ὅσιος, αὐτός πού τρέχει στήν πηγή τῆς ζωῆς καί δέν συμμετέχει στό θανατηφόρο ποτήριο τῆς ἀσεβείας. Πηγή τῆς ζωῆς ἐννοεῖ τά ὀρθόδοξα μυστήρια. Ἐν τέλει, ἀφοῦ τόν θεωρεῖ προνομιοῦχο καί εὐτυχῆ τοῦ λέγει ὅτι ἔτσι πρέπει καί νά τελειώση μέ τή δύναμι καί βοήθεια τοῦ Χριστοῦ (σελ. 92-93).
«Ἀκοή ἀγαθή τῆς τιμιότητός σου ἐλθοῦσα ἐν ὠσί μου ἔπεισέν με ἐπιστεῖλαί σοι, ἄνερ ἀγαθέ. τίς δέ αὕτη; ὅτι μετά τῆς ἄλλης σου ἀρετῆς, ἧς ἔσχες ἀπό χάριτος θεοῦ, ἔτι ἔχεσαι ἀκακίας, φυλάττων τήν ὀρθόδοξον πίστιν ὡς θησαυρόν ἐν τῷ ταμιείῳ τῆς τιμίας σου ψυχῆς καί ἀφιστάμενος τῆς κοινωνίας τῶν αἱρετικῶν. χάριν πολλήν ἔσχον ἐν τούτῳ τῷ θεῷ μου, ὅτι λαϊκοί ἴσα μονάζουσιν ἀγωνίζονται εὐαρεστεῖν Κυρίῳ, φεύγοντες τόν βόθρον τῆς αἱρέσεως˙ βόθρος γάρ ἐστιν ὡς ἀληθῶς, ἀδελφέ, καί παγίς διαβόλου, καί ἡ κοινωνία αὐτῶν διίστησι τοῦ Χριστοῦ τόν ἁλῶντα καί μακράν τῆς ποίμνης Κυρίου ἀποφέρει. ὡς γάρ τό φῶς ἀπό τοῦ σκότους κεχώρισται, οὕτως καί ἡ ὀρθόδοξος μετάληψις τῆς αἱρετικῆς κοινωνίας˙  ἡ μέν γάρ φωτίζει, ἡ δέ σκοτίζει, καί ἡ μέν ἑνοῖ τῷ Χριστῷ, ἡ δέ τῷ διαβόλῳ, καί ἡ μέν ζωοποεῖ τήν ψυχήν, ἡ δέ θανατοῖ.
   Καλῶς οὖν ποιεῖς, ἐπί τήν πηγήν τῆς ζωῆς τρέχων καί οὐκ ἀρυόμενος τοῦ θανασίμου ποτηρίου τῆς ἀσεβείας, ἧς τό τέλος ὄλεθρος αἰώνιος. μακαρίζω σε πάνυ˙ ἀλλά βλέπε ἵνα καθώς ἐνήρξω καί τελειώσῃς ἐν τῇ δυνάμει Χριστοῦ, τοῦ ἔχοντός σε προσλάβεσθαι εἰς τήν ἑαυτοῦ βασιλείαν καί δόξαν διά τοῦ ἀγαθοῦ τέλους. προσεύχου περί ἡμῶν τῶν ἁμαρτωλῶν, ἀδελφέ ὁμόπιστε» (Ἐπιστολή  233. Κωνσταντίνῳ κουράτορι, Φατοῦρος σελ. 367) (σελ. 93).
    Διά νά κατανοήσωμε τούς χαρακτηρισμούς τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ὅσον ἀφορᾶ τά ὀρθόδοξα καί τά αἱρετικά μυστήρια καί ἐν γένει τήν ὅλη του στάσι καί τοποθέτησι, πρέπει νά ἐπαναλάβωμε ὅτι αὐτά τά ἔλεγε διά τίς αἱρέσεις τῆς ἐποχῆς του. Αὐτό σημαίνει ὅτι, ἄν ζοῦσε σήμερα καί ὡμιλοῦσε μέ τήν ἴδια γλῶσσα διά τήν αἵρεσι τῆς δικῆς μας ἐποχῆς, θά ἀνέφερε τά ἴδια λόγια διά τόν Οἰκουμενισμό καί τά μυστήρια τά ὁποῖα τελοῦνται μέσα σ’ αὐτόν. Θά ἐκήρυττε πρωτίστως σάλπισμα, ὥστε νά ἐγερθοῦν οἱ ὀρθόδοξοι καί νά διακόψουν κάθε ἐκκλησιαστική ἐπικοινωνία μετά τῶν αἱρετικῶν Οἰκουμενιστῶν. Δηλαδή, διακοπή τῆς μνημονεύσεως καί ἀπομάκρυνσι ἀπό τούς ναούς των καί τά μυστήριά των.
Αὐτό θά τό ἐθεωροῦσε ὡς ἀσφαλῆ ὁδό σωτηρίας γιά τόν κάθε ὀρθόδοξο. Ὅμως θά ἐπανέλθωμε στό θέμα καί θά κάνωμε μία ἐκτενῆ ἀντιπαραβολή τῶν δύο ἐποχῶν, τῆς ἐποχῆς δηλαδή τοῦ ὁσίου καί τῆς ἰδικῆς μας, προκειμένου νά κατανοήσωμε τήν ἀλλοίωσι τοῦ ὀρθοδόξου φρονήματος, τό ὁποῖο ὑπάρχει μέσα μας.
Ἡ θέσις αὐτή τοῦ ὁσίου ὡς πρός τούς αἱρετικούς δέν ἀφοροῦσε μόνο τή θεία Λειτουργία, ἀλλά καί τά ἄλλα μυστήρια. Καί εἶναι  φυσικό αὐτό, τή στιγμή κατά τήν ὁποία ἐδίδασκε ὅτι ὁ ὀρθόδοξος μολύνεται ἀκόμη καί μέ τήν συνεστίασι μετά τῶν αἱρετικῶν. Σέ μία ἀπό τίς ἐπιστολές του, λοιπόν, πρός τόν μοναχό Ναυκράτιο, ἀπαντᾶ  σέ ἀπορίες σχετικές μέ τό, ποιά πρέπει νά εἶναι ἡ σχέση τῶν Ὀρθοδόξων μέ ἐκείνους πού ἀνήκουν στήν μοιχειανική αἵρεση. Οἱ ἀπορίες ὑποβλήθησαν στόν ὅσιο πρός ἐπίλυσι καί διασάφησι, προφανῶς ἀπό τόν Ναυκράτιο (σελ. 93-94).
Ὅπως καταλαβαίνομε ἡ διδασκαλία τοῦ ὁσίου εἶναι θεολογικωτάτη καί σαφεστάτη, δέν ἀφήνει δέ κανένα περιθώριο νά ἑρμηνευθῆ διαφορετικά. Ἐφ’ ὅσον δηλαδή ὑπάρχει αἵρεσις μολύνονται δι’ αὐτῆς πρωτίστως οἱ ὑπέρμαχοί της καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτούς. Μολύνονται ἐν συνεχείᾳ τά μυστήρια τά ὁποῖα τελοῦν καί βεβαίως αὐτοί στούς ὁποίους τά μεταδίδουν. Μολύνονται ἀκόμη καί βεβηλώνονται οἱ ναοί στούς ὁποίους τά τελοῦν καί ὅσοι ἐπικοινωνοῦν ἐκκλησιαστικά μέ τούς ἔχοντας τήν αἵρεσι, ἔστω καί ἄν ἔχουν αὐτοί ὀρθόδοξο φρόνημα. Βασικό διακριτικό στοιχεῖο τῶν φορέων τῆς αἱρέσεως εἶναι ἡ μνημόνευσις τοῦ Ἐπισκόπου, ἡ ὁποία καί ἀφ’ ἑαυτοῦ της (ἐφ’ ὅσον ὁ Ἐπίσκοπος εἶναι αἱρετικός) μολύνει καί βεβηλώνει καί τά μυστήρια καί τούς ναούς καί τούς μετέχοντας σ’ αὐτά. Βλέπομε λοιπόν μία ἁρμονία καί ἀλληλουχία στήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία συγχρόνως συμφωνεῖ καί μέ τήν κοινή λογική (σελ. 110).
Αὐτό ὅμως τό ὁποῖο δέν συμφωνεῖ οὔτε μέ τούς Πατέρες τῆς Ἐκκλησίας, οὔτε μέ τήν Παράδοσί της, οὔτε καί μέ τήν κοινή λογική εἶναι ἡ σύγχρονος διδασκαλία τῶν Ὀρθοδόξων, ἡ ὁποία ἀποδέχεται ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις σήμερα στήν Ἐκκλησία καί μάλιστα παναίρεσις, ἀποδέχεται ὅτι οἱ Ἐπίσκοποι καί οἱ Πατριάρχες εἶναι αἱρετικοί, ὅτι ἔχουν ἀλλάξει ὄχι μία ἀλλά πολλές εὐαγγελικές ἐντολές καί ὁλόκληρη τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας περί αἱρετικῶν, καθώς καί τούς σχετικούς ἱερούς Κανόνες, ἀλλά δέν μᾶς ἐξηγοῦν οἱ σύγχρονοι Πατέρες, ὅπως ὁ Ὅσιος, τί γίνεται ἀπό ἐκεῖ καί πέρα. Ποιά εἶναι δηλαδή τά ἐπακόλουθα τῆς αἱρέσεως καί ἄν ὑπάρχη μολυσμός καί συμμετοχή στήν αἵρεσι καί μέχρι ποίου βαθμοῦ. Ἄν, ἐπίσης, παραμένη κάποιος καθαρός ἀπό τήν αἵρεσι ἔχοντας ὀρθόδοξο φρόνημα καί διαμαρτυρόμενος ἁπλῶς, ἐνῶ συγχρόνως μνημονεύει, ἀναγνωρίζει καί ἀκολουθεῖ τούς αἱρετικούς Ἐπισκόπους (σελ. 110-111).
Στήν παροῦσα κατάστασι θά ἠδυνάμεθα νά ἰσχυρισθοῦμε ὅτι ἡ διδασκαλία τῶν Οἰκουμενιστῶν Ἐπισκόπων, κληρικῶν καί θεολόγων εἶναι τουλάχιστον πιό εἰλικρινής καί ἄν μή τι ἄλλο συνάδει μέ τήν κοινή λογική. Διότι αὐτοί λύνουν ὅλα τά προβλήματα τῶν ὑποτακτικῶν των διδάσκοντας ὅτι ἡ Ἐκκλησία εἶναι Ἐπισκοποκεντρική, ὅτι ἐνσωματώνεται κάποιος σ’ αὐτήν διά μέσου τοῦ Ἐπισκόπου, ὅτι ἀπαιτεῖται τυφλή καί ἀπόλυτος ὑπακοή στόν Ἐπίσκοπο καί τέλος ὅτι σήμερα δέν ὑπάρχει αἵρεσις, οἱ Ἐπίσκοποι εἶναι ἄγρυπνοι φύλακες οἱ ὁποῖοι προστατεύουν τό ποίμνιο καί πρέπει ἅπαντες νά τούς ἐμπιστεύωνται καί κατά τό δή λεγόμενο νά κοιμῶνται ἥσυχοι.
Στήν διδασκαλία αὐτή τῶν Οἰκουμενιστῶν (ἀσχέτως μέ τό πόσο συμφωνεῖ μέ τούς Πατέρες καί τήν Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας) ὑπάρχει μία ἀλληλουχία καί μία τοποθέτησις σέ ὅλα τά θέματα...
Ὅταν ὅμως οἱ Ὀρθόδοξοι σήμερα διδάσκομε ὅτι ὑπάρχει αἵρεσις στήν Ἐκκλησία, δηλαδή ὑπάρχει θανάσιμη μολυσματική ἀσθένεια καί δέν προσδιορίζομε ποῖοι ἔχουν προσβληθῆ ἀπό αὐτήν, ποῖοι καί κατά πόσο συμμετέχουν καί κυρίως ποῖος ὁ τρόπος ἀποφυγῆς της, τότε μᾶλλον ἡ διδασκαλία αὐτή ἔχει μεγάλα κενά καί δέν ἀναπαύει οὔτε κατοχυρώνει καί ἀσφαλίζει τούς ἀκολουθοῦντες αὐτήν. Τό βασικό ὅμως εἶναι ὅτι ὅλα αὐτά τά ὁποῖα διδάσκομε δέν βοηθοῦν στήν καταπολέμησι, ἀλλά μᾶλλον στήν ἐξάπλωσί της καί βεβαίως οὐσιαστικά μᾶς ἀναπαύουν, διότι δέν ἔχουν προσωπικές θυσίες καί κόστος τό ὁποῖο στοιχίζει (σελ. 111).
Ἄν οἱ ὀρθόδοξοι δέν κάνουν αὐτή τήν διάκρισι τότε ἰσχύει δι’ αὐτούς τό «ἀλλ’ ἦν αὐτοῖς ἅπαντα κοινά», τό ὁποῖον σημαίνει τήν μετά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία καί φυσικά τόν μολυσμό τῶν Ὀρθοδόξων. Ἄν λοιπόν ὁ ὅσιος ἦτο τόσον αὐστηρός προκειμένου νά συμφάγη μέ κάποιον, κατανοεῖ κανείς τί σημαίνει δι’ αὐτόν νά ἔχη κάποιος λειτουργική καί ἐκκλησιαστική κοινωνία (σελ. 126).
Δι’ αὐτό καί ἀλλοῦ, ὅπως προείπαμε, ἀναφέρει ὅτι μέ τήν μνημόνευσι τέτοιου Ἐπισκόπου μολύνεται ἡ θεία Λειτουργία, τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι χάνει τήν ἁγιαστική της χάρι καί μεταδίδει, τουλάχιστον στούς ἐν γνώσει μετέχοντας αὐτῆς, τόν μολυσμό, δηλαδή καθίσταται τό μυστήριο αἱρετικό σύμφωνα μέ τήν πίστι ὄχι τοῦ λειτουργοῦ ἱερέως ἀλλά τοῦ μνημονευομένου Ἐπισκόπου.
Πολύ σαφής γίνεται ὁ ὅσιος διά τήν μνημόνευσι τῶν κεκοιμημένων καί σέ μία ἀπό τίς μικρές λεγόμενες Κατηχήσεις του.  Ἐδῶ ἀφοῦ ἀναφέρει ἕνα χωρίο ἀπό τή Σοφία Σειράχ διά τόν μολυσμό τόν ὁποῖο ὑφίσταται κάποιος ἀπό τήν ἐπικοινωνία, συνεχίζει λέγοντας ὅτι ἐκατηγορήθη ἀπό κάποιους ἐπειδή ἀπηγόρευσε τήν μνημόνευσι καί τό μνημόσυνο σέ κάποιον ὁ ὁποῖος ὑποκρίνετο τόν Ὀρθόδοξο, ἐνῶ στήν πραγματικότητα ἐπικοινωνοῦσε μέχρι τέλους τῆς ζωῆς του μέ τήν αἵρεσι.  «Διότι», συνεχίζει, «ἐάν ἐπρόφθανε ἔστω λίγο πρίν ἀπό τόν θάνατο, μετά ἀπό ἐξομολόγησι νά κοινωνήση ἀπό τά ὀρθόδοξα μυστήρια, θά ἐπετρέπετο νά ἀναφερθῆ τό ὄνομά του ἀπό τόν ὀρθόδοξο ἱερέα στίς Λειτουργίες καί τά μνημόσυνα.  Ἐφ’ ὅσον ὅμως ἀπεβίωσε ἔχοντας ἐπικοινωνία μέ τήν αἵρεσι, πῶς εἶναι δυνατόν αὐτός νά ἐνταχθῆ σ’ αὐτούς πού ἔχουν ἐπικοινωνία μέ τήν Ὀρθοδοξία;»:
«Εἴπερ ἀληθής ὁ λόγος· “Ὁ ἁπτόμενος πίσσης μολυνθήσεται καί ὁ κοινωνῶν ὑπερηφάνῳ ὁμοιωθήσεται αὐτῷ”». Ἐφ' ᾧ καί τανῦν ἐγκαλούμεθα, διότι τινά τῶν ὑποκρινομένων ὀρθοδοξεῖν, κοινωνοῦντα δέ τῇ αἱρέσει μέχρι παντός ἀπηγορεύσαμεν ὑπό ὀρθοδόξου ἐν ἱεροῖς μνημοσύνοις ἀναφέρεσθαι κατά τήν θείαν μυσταγωγίαν. Εἰ μέν γάρ προέφθασε, κἄν ἐν τῷ θανάτῳ, δι' ἐξομολογήσεως τυχεῖν τῶν ἁγιασμάτων, ἦν ἄν ὑπέρ αὐτοῦ ἀναφοράν ποιεῖσθαι τόν ὀρθόδοξον. Ἐπεί δέ κοινωνῶν τῇ αἱρέσει ἀπεβίῳ, πῶς δυνατόν ἐντετάχθαι τόν τοιοῦτον ἐν ὀρθοδόξῳ κοινωνίᾳ; (Μικρά Κατήχησις 129)» (σελ. 149-150).
Ὁ ἅγ. Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ὅταν ὁμιλεῖ διά σχίσμα καί ἐνσωμάτωσι στήν Ἐκκλησία, ἐννοεῖ τήν διαχρονική Ἐκκλησία καί ὄχι τήν Ἐκκλησία τοῦ Ἐπισκόπου ἤ τῆς Συνόδου καί αὐτό τό διακρίνομε χαρακτηριστικά ἀπό τήν θαυμάσια ἔκφρασί του «μηδεμίαν ἐχούσης ἀληθῶς κηλῖδα ἤ ρυτίδα κατά τε τόν τῆς πίστεως λόγον καί τόν τῶν κανόνων ὅρων, ἀπ’ ἀρχῆς αἰῶνος μέχρι τοῦ δεῦρο». Ἡ Ἐκκλησία δηλαδή δέν ἔχει κηλίδα ἤ ρυτίδα, ἐπειδή ἀκριβῶς δέν εἶναι ἀνθρωποκεντρική ἀλλά χριστοκεντρική καί ἐπειδή οἱ νόμοι της καί ἡ πορεία της δέν ἐχαράχθησαν σύμφωνα μέ τήν ἀνθρώπινη λογική καί διανόησι. Ἄν ὅμως δεχθοῦμε ἀνθρώπινη παρεμβολή, ἑνότητα καί πορεία κατά τήν πίστι καί τίς ἰδέες τοῦ κάθε Ἐπισκόπου, αὐτομάτως ἔχομε ὄχι τήν ἀκηλίδωτη καί ἀρυτίδωτη διαχρονική Ἐκκλησία, ἀλλά τήν μεμολυσμένη καί βεβορβορωμένη, ὅπως ἀλλοῦ χαρακτηριστικά ἀνα­φέρει ὁ Ὅσιος. Αὐτό κατ’ οὐσίαν εἶναι τό σχίσμα. Ἡ δημουργία δηλαδή μίας Ἐκκλησίας, ὅπως λέγομε «μαϊμοῦ», ἡ ὁποία δέν ἔχει τίς διαχρονικές προδιαγραφές, ἀλλά εἶναι κατασκευασμένη στά μέτρα τοῦ κάθε Ἐπισκόπου καί τῆς κάθε ἐποχῆς. Ἡ αἵρεσις δέ δέν εἶναι τίποτε ἄλλο ἀπό τήν εἰσαγωγή καί ἐπικράτησι τῆς ἀνθρωπίνης λογικῆς, ἡ ὁποία τίθεται σέ ἀντικατάστασι τοῦ λόγου τοῦ Θεοῦ, ἔστω καί σέ ἕνα θέμα τῆς πίστεως ἤ τῆς ζωῆς τῆς Ἐκκλησίας. Τό ὅτι κατά τόν ὅσιο ἡ διαχρονική Ἐκκλησία δέν ἔχει κηλίδα ἤ ρυτίδα σημαίνει ἀκόμη ὅτι δέν δύναται νά ἐνσωματωθῆ σ’ αὐτήν ὁ οἱοσδήποτε, ἀλλά μόνον ὅσοι ἔχουν τήν ἀγαθή προαίρεσι νά ἀποδεχθοῦν ἐγκαρδίως ὅλη τήν διδασκαλία της. Δι’ αὐτό καί ἡ διδασκαλία της δέν συζητεῖται, σύμφωνα μέ τόν ὅσιο, οὔτε παζαρεύεται, οὔτε γίνεται ἀντικείμενο στρογγυλῆς τραπέζης ἐπί ἴσοις ἤ ἀνίσοις ὅροις, ἀλλά ἰσχύει δι’ αὐτήν ἐν ἀπολύτῳ ἐννοίᾳ τό ναί καί τό ἀμήν. Ὅλα τά περαιτέρω εἶναι ἐκ τοῦ πονηροῦ. Ἀλλά θά ἀναφερθοῦμε στήν Ἐκκλησία καί σέ ἄλλα σημεῖα τῆς παρούσης μελέτης, ἀκολουθώντας τή διδασκαλία τοῦ ὁσίου. Ἐδῶ ἐδώσαμε ἁπλῶς κάποια στοιχεῖα διότι ἔχει ἄμεσο σχέσι μέ τό σχίσμα καί διά νά ἔχωμε πληρεστέρα κατανόησι τοῦ θέματος καί τοῦ πνεύματος τοῦ ὁσίου (σελ. 156).
Σέ ἐπιστολή του ἐπίσης πρός τήν Σπαθαρία Μαχαρᾶ, ὁ ὅσιος μεταξύ τῶν ἄλλων ἀναφέρει, ὅτι εἶναι προτιμώτερο κάποιος νά ἀπέχη τῆς θείας Κοινωνίας προκειμένου νά μήν κοινωνήση ἀπό αἱρετικό καί ὅτι, ὅταν κάποιος κοινωνεῖ ἀπό αἱρετικό ἤ προφανῶς διαβεβλημένο στή ζωή του ἀποξενώνεται ἀπό τόν Θεό καί οἰκειοῦται μέ τόν διάβολο. Ἐπίσης ἀναφέρει ὁ ὅσιος ὅτι, ἐφ’ ὅσον ὁ ἱερέας στή θεία Λειτουργία μνημονεύει αἱρετικό Ἐπίσκοπο (εὑρισκόμενο στήν μοιχειανική αἵρεσι) μολύνει τό μυστήριο, ἔστω καί ἄν ὁ ἴδιος ὁ λειτουργός ἔχη ὀρθόδοξο φρόνημα.
«Ὅ καί νῦν ἐπιδιδοῦντες ἐρωτῶμεν, τίνι λόγῳ ἐπιζητείη σου ἡ τιμιότης φάναι με περί τῆς θείας κοινωνίας, καί τίνος χάριν τοσαῦτα ἔτη σπανίως μετέχεις· τοῦτο γάρ λόγον ὀφείλει τινά ἔχειν. Οὐ γάρ τό σπανίως, ἤ τό καθεκάστην ἁπλῶς, ἀλλά τό μετά καθαρᾶς συνειδήσεως μεταλαμβάνειν δέον· Ὁ γάρ ἀναξίως, φησίν, ἐσθίων καί πίνων, κρῖμα ἑαυτῷ ἐσθίει καί πίνει, μή διακρίνων τό σῶμα τοῦ Κυρίου. Εἰ οὖν τοιούτῳ τρόπῳ σκοποῦσα τά ἑαυτῆς καί εὐλαβουμένη ἀναμένεις τόν καιρόν, εὖ ἄν ἔχοι, εἴτε συντομώτερον, εἴτε χρονικώτερον· καί ὅρος ἐν τούτῳ ἄλλος οὐκ ἔστιν, ἤ ἡ ἐν καθαρᾷ καρδίᾳ καθόσον δυνατόν τῷ ἀνθρώπῳ προσέλευσις· ἄν δέ διά πταῖσμά τις ἔχῃ τό ἀκοινώνητον, δηλονότι τότε ἐκεῖνος κοινωνήσῃ, ὁπότ’ ἄν πληρωθῇ αὐτῷ τό ἐπιτίμιον. Εἰ δέ διακρίνηται αὖ πάλιν δι’ αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον. Τό γάρ κοινωνεῖν παρά αἱρετικοῦ ἤ προφανοῦς διαβεβλημένου κατά τόν βίον, ἀλλοτριοῖ Θεοῦ, καί προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ.
Σκέψαι οὖν μακαρίαᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου  σκοπόςκαί κατ’ αὐτό πρόσιθι τοῖς μυστηρίοιςΓνωστόν δέ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ’ ἡμᾶς Ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν Μοιχειανῶν ἐστι. Φεῖσαι τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετά τῶν ἀδελφῶν καί τῆς κεφαλῆς. Ἔφης δέ μοι, ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου, μή ἀναφέρειν τόν αἱρεσιάρχην. Καί τί περί τοῦτου εἰπεῖν σοι τό παρόν, οὐ καθορῶ. Πλήν ὅτι μολυσμόν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἄν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων» (Ἐπιστολή 553. Πρός τήν σπαθαρέαν, ἧς τό ὄνομα Μαχαρᾶ, Φατοῦρος σελ. 846, στιχ. 15, P.G. 99, 1668Β)».
Στό θαυμάσιο αὐτό τμῆμα τῆς ἐπιστολῆς τοῦ ὁσίου, πέραν τῶν συμβουλῶν διά τήν προσέλευσι στή θεία Κοινωνία καί διά τό τί πρέπει νά ἐξετάζη κάποιος διά νά προσέλθη στό μυστήριο, ἀναφέρει σχετικά μέ τήν ἐπικρατοῦσα μοιχειανική αἵρεσι, ὅτι μολύνεται τό μυστήριο μόνο μέ τήν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καί ἄν εἶναι κατά τό φρόνημα ὀρθόδοξος ὁ λειτουργός ἱερεύς. Αὐτό βεβαίως σημαίνει ὅτι, αὐτός ὁ ὁποῖος κοινωνεῖ, μολύνεται, ἐφ’ ὅσον ἐνσωματώνεται μέ κάτι μολυσμένο καί, προφανῶς, ἡ μόλυνσις δέν σημαίνει ἐγκυρότητα τοῦ μυστηρίου, ἀλλά ἀπεναντίας σημαίνει ἔγκυρη ἐπικοινωνία μέ τόν διάβολο (σελ. 359).
Σέ ἐπιστολή του (ὁ ἅγιος Θεόδωρος) πρός τόν μοναχό Ἰγνάτιο, ἀναφερόμενος στήν Κοινωνία τῶν αἱρετικῶν λέγει ὅτι δέν εἶναι κάν ἁπλός ἄρτος, ὅπως δηλαδή αὐτός τόν ὁποῖο χρησιμοποιοῦμε διά τροφή, ἀλλά εἶναι δηλητήριο τό ὁποῖο ἀμαυρώνει καί σκοτίζει τήν ψυχή. Ἐπίσης ἀναφέρει ὅτι, μολονότι οἱ εὐχές τίς ὁποῖες διαβάζουν καί οἱ αἱρετικοί διά τήν λειτουργία τους εἶναι οἱ ἴδιες, ὅμως εἶναι ἀνενέργητες πρός ἁγιασμόν, διότι αὐτός ὁ ὁποῖος τίς ἀναφέρει δέν ἔχει ὀρθόδοξο πίστι, ὅπως ὁ ἅγιος ὁ ὁποῖος τίς συνέγραψε. Ἀναφέρει δέ καί παραδείγματα αἱρετικῶν οἱ ὁποῖοι ἐπίστευον στήν ἁγ. Τριάδα, ἀλλά ὄχι μέ ὀρθόδοξο τρόπο καί καταλήγει ὅτι οἱ αἱρετικοί (ἐδῶ ἀναφέρεται στούς εἰκονομάχους) ὄχι μόνον δέν τελοῦν τήν θεία Λειτουργία, ἀλλά ἀπεναντίας τήν ἐξυβρίζουν:
«Ἡ παρά τῶν αἱρετικῶν κοινωνία οὐ κοινός ἄρτος, ἀλλά φάρμακον, οὐ σῶμα βλάπτον, ἀλλά ψυχήν μελαῖνον καί σκοτίζον· ῥίπτειν δέ καί κρύβδην, οὐκ ἐμοί τό λέγειν. Ἀλλά τῶν ποιούντων φόβῳ· περί ὧν ἐκεῖνο λέγειν ἔστιν, ὅτι Πολλοί τῶν ἀρχόντων ἐπίστευον εἰς αὐτόν· ἀλλ’ οὐχ ὡμολόγουν διά τούς Φαρισαίους· ἵνα μή ἀποσυνάγωγοι γένωνται. Ἠγάπησαν γάρ τήν δόξαν τῶν ἀνθρώπων μᾶλλον ἤ τήν δόξαν τοῦ Θεοῦ. Εἰ δέ ὀρθοδόξων αἱ εὐχαί τῆς ἱερουργίας· τί τοῦτο, εἰ παρά αἱρετικῶν γίνοιντο, συμβάλλεται; οὐ γάρ ὡς ὁ ποιήσας αὐτάς φρονοῦσιν  οὐδέ ὡς αὐταί αἱ φωναί σημαίνουσι, πιστεύουσιν· ἐπείπερ πᾶσα ἡ μυσταγωγία, Χριστόν ἄνθρωπον ἀληθῶς γεγενῆσθαι δοξάζει· οἱ δέ ἀρνοῦνται, κἄν λέγωσι, διά τό φρονεῖν μή ἐξεικονίζεσθαι αὐτόν, ὡς ἄν εἰ καί λέγων τις· Πιστεύω εἰς Πατέρα καί Υἱόν καί ἅγιον Πνεύμα· φρονῶν δέ ὅτι ὁ Πατήρ καί ὁ Υἱός καί τό ἅγιον Πνεῦμα μία ὑπόστασίς ἐστι τριώνυμος· ὅπερ ὑπάρχει δόγμα Σαβελλίου τοῦ ματαιόφρονος· τί οὖν; εἴπωμεν τόν τοιοῦτον πιστεύειν εἰς Τριάδα; οὐδαμῶς· κἄν λέγῃ. Οὕτως οὖν, οὐδέ ἐνταῦθα πιστεύει ὡς λέγει· κἄν ὀρθόδοξος ἡ μυσταγωγία· ἀλλ’ εἰκαιολογεῖ ὁ τοιοῦτος· μᾶλλον δέ ἐνυβρίζει παίζων τήν λειτουργίαν· ἐπεί καί γόητες καί ἐπαοιδοί χρῶνται θείαις ᾠδαῖς ἐν τοῖς δαιμονιώδεσι» (Ἐπιστολή 308. Ἰγνατίῳ τέκνῳ, Φατοῦρος σελ. 451, στιχ. 9, P.G. 99, 1189C) (σελ. 361-362).
Ἀναφέρει ἐπίσης, ἑρμηνεύοντας καί παραλληλίζοντας ἀνάλογο χωρίο τοῦ ἀπ. Παύλου, ὅτι ὅπως οἱ Ὀρθόδοξοι, ὅταν μεταλαμβάνουν, ἐνσωματώνονται μέ τόν Χριστό, ἔτσι καί οἱ μεταλαμβάνοντες τόν αἱρετικό ἄρτο ἐνσωματώνονται μέ τόν διάβολο. Καταλήγει ὁ ὅσιος στό τμῆμα αὐτό ἀναφερόμενος πάλι σέ ἀνάλογα χωρία ἀπό τήν ἁγ. Γραφή:
«Εἴπερ ἀληθής ὁ λόγος· «Ὁ ἁπτόμενος πίσσης μολυνθήσεται καί ὁ κοινωνῶν ὑπερηφάνῳ ὁμοιωθήσεται αὐτῷ». Ἐφ' ᾧ καί τανῦν ἐγκαλούμεθα, διότι τινά τῶν ὑποκρινομένων ὀρθοδοξεῖν, κοινωνοῦντα δέ τῇ αἱρέσει μέχρι παντός ἀπηγορεύσαμεν ὑπό ὀρθοδόξου ἐν ἱεροῖς μνημοσύνοις ἀναφέρεσθαι κατά τήν θείαν μυσταγωγίαν. Εἰ μέν γάρ προέφθασε, κἄν ἐν τῷ θανάτῳ, δι' ἐξομολογήσεως τυχεῖν τῶν ἁγιασμάτων, ἦν ἄν ὑπέρ αὐτοῦ ἀναφοράν ποιεῖσθαι τόν ὀρθόδοξον. Ἐπεί δέ κοινωνῶν τῇ αἱρέσει ἀπεβίῳ, πῶς δυνατόν ἐντετάχθαι τόν τοιοῦτον ἐν ὀρθοδόξῳ κοινωνίᾳ; Καί γοῦν φησιν ὁ ἱερός Ἀπόστολος· «Τό ποτήριον τῆς εὐλογίας, ὅ εὐλογοῦμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; τόν ἄρτον ὅν κλῶμεν, οὐχί κοινωνία τοῦ σώματος τοῦ Χριστοῦ ἐστιν; ὅτι εἷς ἄρτος, ἕν σῶμα οἱ πολλοί ἐσμεν· οἱ γάρ πάντες ἐκ τοῦ ἑνός ἄρτου μετέχομεν». Οὐκοῦν κατά τό ἀνάλογον καί ἡ κοινωνία τοῦ αἱρετικοῦ ἄρτου καί τοῦ ποτηρίου τῆς ἀντικειμένης μερίδος ἐστίν· καί τό ἕν σῶμα ἠλλοτριωμένον Χριστοῦ τούς ἐπικοινωνοῦντας ἀπεργάζεται· ἐπεί μηδεμία «κοινωνία φωτί πρός σκότος, οὐδέ μετοχή δικαιοσύνης καί ἀνομίας, οὐδέ μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου, οὐδέ συγκατάθεσις ναῷ Θεοῦ μετά εἰδώλων», καθώς ἀλλαχοῦ ὁ αὐτός ἐξεβόησεν. Ἀλλ' ὑπέρ μέν τῶν τοιούτων θρηνητέον καί προσευκτέον ὑπέρ τῶν ἔτι ζώντων ἐκπεφευγέναι αὐτούς τῶν τοῦ διαβόλου βρόχων» (Μικρά κατήχησις 129) (σελ. 362-363).

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...