Πλήρης ανατροπή των ψευδο-πατερικών περί ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ θέσεων του π. Σεραφείμ Ζήση
Παρέμβασις εἰς τὴν εἰσήγησιν τοῦ π. Σεραφεὶμ Ζήση
Τοῦ ἱερομονάχου Εὐθυμίου Τρικαμηνᾶ
Μοῦ ἀπεστάλη σὲ φωτοαντίγραφα ἡ εἰσήγησις τοῦ π. Σεραφεὶμ Ζήση, ἡ ὁποία ἔγινε στὴν Θεσσαλονίκη σὲ Ἡμερίδα μὲ θέμα «Περιπτώσεις Οἰκονομίας στοὺς ἀγῶνες γιὰ τὴν Ὀρθοδοξία» (ἐδῶ). Ἐπειδὴ πιστεύω ὅτι εἶναι δύσκολο στὶς ἡμέρες μας νὰ κατανοήσουμε τοὺς Ἁγίους, καὶ ἐπειδὴ συνήθως τοὺς προσαρμόζουμε στὰ πιστεύω μας, θὰ ἤθελα νὰ καταθέσω τὶς σκέψεις καὶ ἐνστάσεις μου γιὰ τὴν δημιουργία ἑνὸς γενικοτέρου προβληματισμοῦ, ὡς πρὸς τὸ δέον γενέσθαι, διὰ τὴν καταπολέμησι τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ.
Ἡ ἀναφορὰ τῶν σκέψεων καὶ ἐνστάσεών μου θὰ εἶναι στὸ σημεῖο τῆς ὁμιλίας τοῦ π. Σεραφεὶμ διὰ τὴν περίπτωσι τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐπειδὴ ἔτυχε νὰ τὸν μελετήσω κάπως καλύτερα ἀπὸ τοὺς ἄλλους ἁγίους Πατέρες, καὶ ὁ σκοπός, ἀφ’ ἑνὸς μὲν ἡ συμβολὴ εἰς τὴν ὀρθὴ κατανόησι τοῦ Ὁσίου, ἀφ’ ἑτέρου ἡ σωστὴ καὶ διακριτικὴ προσαρμογὴ τῶν λόγων καὶ τῶν ἔργων του στὴν σημερινὴ κατάστασι τῆς αἱρέσεως.
Ἀναφέρει λοιπόν ὁ π. Σεραφεὶμ Ζήσης στὴν ἀρχὴ τῆς ἀναφορᾶς του στὸν Ὅσιο τὰ ἑξῆς:
«Εἶναι δὲ χαρακτηριστικὸ ὅτι αὐτοί, πρὸς τοὺς ὁποίους ὁ ἅγιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀντετέθη καὶ ἐφάρμοσε γιὰ τὸ θέμα τῆς Οἰκονομίας ἀκοινωνησία μερικῶς ἢ τελείως, δηλαδὴ οἱ Ἅγιοι Πατριάρχες Κων/πόλεως Ταράσιος καὶ Νικηφόρος, εἶναι ἐπίσης Ἅγιοι τῆς Ἐκκλησίας μας κι ὄχι μολυσμένοι καὶ ἀκοινώνητοι, λόγῳ τῆς Οἰκονομίας τους».
Τὸ σημεῖο αὐτὸ τῆς εἰσηγήσεως τοῦ π. Σεραφείμ, ἔτσι ὅπως ἀναφέρεται, νομίζω ὅτι ὄχι μόνο δὲν οἰκοδομεῖ, ἀλλὰ καὶ ἀποπλανᾶ τοὺς ἀκροατὲς καὶ τοὺς λοιποὺς Ὀρθοδόξους καὶ εἰδικὰ αὐτοὺς ποὺ προβληματίζονται ὡς πρὸς τὴν Ἀποτείχισι ἀπὸ τὴν αἵρεσι. Διότι ναὶ μὲν οἱ Ἅγιοι αὐτοὶ Πατριάρχες δὲν εἶναι μολυσμένοι καὶ ἀκοινώνητοι, ἐξ αἰτίας καὶ μόνο τῆς ἀγαθῆς προθέσεως καὶ ἐπειδὴ δὲν τὸ ἔκαναν αὐτὸ χάριν τοῦ βολέματός των καὶ χάριν τοῦ ἐφησυχασμοῦ καὶ τοῦ συμβιβασμοῦ, ἐνῶ σήμερα στοὺς Ἀντιοικουμενιστὲς συμβαίνει τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, δηλαδὴ ζητοῦμε νὰ εὕρωμε παραδείγματα Οἰκονομίας ἀπὸ τοὺς Ἁγίους μας, προκειμένου νὰ βολευτοῦμε καὶ προκειμένου νὰ μὴν πολεμήσουμε ποτὲ καί, βέβαια, νὰ ἔχουμε καὶ ἥσυχη τὴν συνείδησί μας ὅτι καλῶς καὶ νουνεχῶς πράττομε, δὲν δημιουργοῦμε σχίσμα κ.λπ.
Νομίζω λοιπὸν ὅτι, τὸ σημεῖο αὐτό, διαφορετικὰ θὰ ἔπρεπε νὰ εἶχε διατυπωθεῖ, προκειμένου νὰ οἰκοδομήση τοὺς Ὀρθοδόξους καὶ νὰ μὴν ἀνοίγη παραδρόμους καὶ ἀτραποὺς ὡς πρὸς τὴν Ὀρθόδοξο ὁμολογία. Θὰ ἔπρεπε δηλαδὴ νὰ εἶχε ἀναφερθῆ καὶ τονισθῆ ὅτι, ἂν ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης ἀποτειχίστηκε ἀπὸ ἁγίους Πατριάρχες, οἱ ὁποῖοι εἶχαν τελείως ἁγνὴ πρόθεσι καὶ ἀνόθευτη ἀγάπη γιὰ τὴν Ἐκκλησία, τί θὰ πρέπη νὰ κάνουμε ἐμεῖς σήμερα, οἱ ὁποῖοι δὲν ἀποτειχιζόμεθα ἀπὸ αἱρετικοὺς καὶ αἱρεσιάρχες Πατριάρχες καὶ Ἀρχιεπισκόπους;
Καὶ ἄν, ἐπὶ πλέον, ὁ Ὅσιος Ἀποτειχίστηκε γιὰ τὴν ἐκκλησιαστικὴ καὶ Συνοδικὴ θεσμοθέτησι τῆς ἀλλοιώσεως καὶ παραβάσεως μιᾶς καὶ μόνο Εὐαγγελικῆς ἐντολῆς, τί θὰ πρέπη νὰ κάνουμε ἐμεῖς σήμερα ποὺ θεσμοθετεῖται ἐκκλησιαστικὰ καὶ Συνοδικὰ ἡ παράβασις καὶ ἀθέτησις, ὄχι μίας, ἀλλὰ πάμπολλων Εὐαγγελικῶν ἐντολῶν; Καὶ ἄν, τέλος, ὁ Ἅγιος δὲν συμβιβάστηκε οὔτε ὑποχώρησε, οὐδὲ βῆμα ποδός, μέχρι νὰ ἀποκατασταθῆ ἡ Ὀρθόδοξος πίστις, τί θὰ πρέπη νὰ κάνωμε ἐμεῖς σήμερα, ὅταν ὄχι ἀποκατάστασις τῆς Ὀρθοδόξου πίστεως δὲν γίνεται, ἀλλὰ διαρκῶς “προκόπτουμε ἐπὶ τὰ χείρω πλανῶντες καὶ πλανώμενοι”;
Νομίζω ὅτι στὸ σημεῖο αὐτό, ἔτσι ὅπως διετύπωσε ὁ π. Σεραφεὶμ τὴν εἰσήγησί του, βοηθᾶ τὸν ἐφησυχασμὸ καὶ τὸ βόλεμα καί, βέβαια, ἀφήνει ὑπονοούμενα γιὰ τὴν λεγόμενη δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ 15ου Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου εἰς τὸν ὁποῖον ἀναφέρεται ἀμέσως κατωτέρω.
Ἐν συνεχείᾳ τῆς ἀνωτέρω παραθέσεως ὁ π. Σεραφεὶμ ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Φαίνεται δὲ ὅτι ὁ ΙΕ΄ Κανὼν τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου τοῦ Μ. Φωτίου, ἐπὶ τοῦ ὁποίου βασίζεται ἡ ἀποτείχισή μας ἐπίσης, ἀποτελεῖ μία προσπάθεια μετριασμοῦ τῆς αὐστηρᾶς στάσεως ἔναντι τῶν αἱρέσεων, ὅπως τὴν ἀντελαμβάνετο ὁ ἅγιος Θεόδωρος καὶ οἱ Στουδίτες».
Αὐτὸ τὸ τμῆμα τῆς εἰσηγήσεως νομίζω ὅτι προχείρως ἔχει τεθεῖ καὶ βέβαια μὲ τὸν σκοπὸ νὰ στηρίξη τὴν ἀστήρικτη καὶ ἀντιπατερικὴ λεγομένη δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ ἐν λόγῳ Κανόνος, εἶναι δὲ ἀναληθὲς καὶ ψευδὲς γιὰ τοὺς ἑξῆς λόγους:
1) Ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τὴν αἵρεσι δὲν στηρίζεται σὲ ἕνα ἱερὸ Κανόνα, καὶ μάλιστα μὴ ἐπικυρωμένο ἀπὸ Οἰκουμενικὴ Σύνοδο, ἀλλὰ στηρίζεται πρωτίστως στὴν Ἁγία Γραφὴ εἰς τὴν ὁποία ὑπάρχουν περισσότερα ἀπὸ σαράντα (40) χωρία, τὰ ὁποῖα ὁμιλοῦν γιὰ τὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τοὺς αἱρετικοὺς καὶ διεστραμμένους κατὰ τὴν πίστι ποιμένες· στηρίζεται ἐπίσης σὲ δεκάδες ἱεροὺς Κανόνες, οἱ ὁποῖοι ἀπαγορεύουν αὐστηρότατα κάθε ἐκκλησιαστικὴ κοινωνία μὲ τοὺς αἱρετικούς, καὶ στηρίζεται στὴν διδασκαλία ὅλων ἀνεξαιρέτως τῶν Ἁγίων, οἱ ὁποῖοι παρομοίως καὶ αὐτοὶ διδάσκουν αὐτὴν τὴν ἄμεση ἐκκλησιαστικὴ ἀπομάκρυνσι.
2) Ὁ ΙΕ΄ (15ος) ἱερὸς Κανών τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου ὄχι μόνο δὲν ἀποτελεῖ μετριασμὸ τῆς στάσεως τῶν Στουδιτῶν Πατέρων καὶ τοῦ ὁσίου Θεοδώρου, ἀλλὰ εἶναι αὐστηρότερος ἀπὸ αὐτούς, ἐφ’ ὅσον διακελεύει τὴν ἀποτείχισι ἀπὸ οἱονδήποτε Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος δημοσίως κηρύττει αἵρεσι, χωρὶς δηλαδὴ Συνοδικὴ κατοχύρωσι τῆς αἱρέσεως, ἐνῶ ὁ ὅσιος Θεόδωρος καὶ οἱ Στουδίτες ἀποτειχίστηκαν, σύμφωνα καὶ μὲ τὴν εἰσήγησι τοῦ π. Σεραφείμ, μετὰ ἀπὸ Συνοδικὴ κατοχύρωσι. Ἀντιθέτως ἀποτελεῖ ἐπιβράβευσι καὶ ἐπικύρωσι τῶν ἀγώνων τοῦ Ὁσίου, οἱ ὁποῖοι ἄλλωστε ἦσαν ἀπόλυτα ἐναρμονισμένοι μὲ ὅλη τὴν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
3) Εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ τὴς εἰσηγήσεως, ὁ π. Σεραφεὶμ ἀφήνει νὰ ἐννοηθῆ, ἐμμέσως πλὴν σαφῶς, ὅτι κακῶς ἐνήργησε ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης εἰς τὴν περίπτωσι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως καί, τρόπον τινά, ἡ Πρωτοδευτέρα Σύνοδος ἐπὶ ἁγίου Φωτίου ἔβαλε τὰ πράγματα εἰς τὴν θέσι των, διορθώνοντας τὴν αὐστηρότητα τοῦ Ὁσίου.
4) Ὁ ἴδιος ὁ Μ. Φώτιος φαίνεται αὐστηρότερος τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, διότι παρομοίως διδάσκει νὰ ἀπομακρυνώμεθα πάραυτα ἀπὸ κάθε αἱρετικὰ φρονοῦντα Ἐπίσκοπο, ὅπως μακρυὰ φεύγουμε ἀπὸ ἕνα λύκο καὶ ἕνα φίδι, χωρὶς δηλαδὴ Συνοδικὴ κατοχύρωσι τῆς αἱρέσεως καὶ χωρὶς καταδίκη Συνοδικὴ τοῦ αἱρετικοῦ αὐτοῦ Ἐπισκόπου:
«Αἱρετικός ἐστιν ὁ ποιμήν; Λύκος ἐστί· φυγεῖν ἐξ αὐτοῦ καὶ ἀποπηδᾶν δεήσει, μηδ’ ἀπατηθῆναι προσελθεῖν, κἂν ἥμερον περισαίειν δοκῇ· φῦγε τὴν κοινωνίαν αὐτοῦ καὶ τὴν πρὸς αὐτὸν ὁμιλίαν ὡς ἰὸν ὄφεως· ἀγκίστρῳ μὲν καὶ δελέατι ἰχθύες ἁλίσκονται, ὁμιλία δὲ πονηρὰ καὶ τὸν αἱρετικὸν ἰὸν ὑποκαθήμενον ἔχουσα πολλοὺς τῶν ἁπλουστέρων προσιόντας καὶ μηδὲν βλάβος παθεῖν ὑφορωμένους ἐζώγρησε· φεύγειν οὖν παντὶ σθένει διὰ ταῦτα προσήκει τοὺς τοιούτους» (ΕΠΕ 12, 400, 31).
5) Τέλος νομίζω ὅτι εἶναι τελείως αὐθαίρετο καὶ ἐντελῶς ἀβάσιμο αὐτὸ τὸ συμπέρασμα τοῦ π. Σεραφείμ, καὶ βασίζεται στὸν πανεπιστημιακὸ ὀρθολογισμό, ὁ ὁποῖος τὰ εὔκολα τὰ κάνει δύσκολα καί, τὰ φανερὰ καὶ εὐδιάκριτα, τὰ κάνει νεφελώδη.
Ἐν συνεχείᾳ, στὴν ἀναφορά του στὸν ὅσιο Θεόδωρο τὸν Στουδίτη ὁ π. Σεραφείμ, ἀναφέρει μερικὰ ἱστορικὰ στοιχεῖα σχετικὰ μὲ τὴν ἐξέλιξι τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως, τὰ ὁποῖα βέβαια εἶναι σωστά, καὶ ἑστιάζει τὴν προσοχή του στὴν ὑπ’ ἀριθμὸ (49) ἐπιστολὴ τοῦ Ὁσίου, εἰς τὴν ὁποία ὄντως ὁ Ὅσιος ὁμιλεῖ γιὰ κάποια Οἰκονομία. Ἀπὸ ἐδῶ καὶ εἰς τὸ ἑξῆς θὰ ἠδυνάμεθα νὰ εἴπωμεν ὅτι ὅλα, ὅσα ἀναφέρει ὁ π. Σεραφεὶμ διὰ τὸν Ὅσιο, εἶναι ἄστοχα καὶ ἀκατανόητα ἀκόμη καὶ σὲ κάποιον ὁ ὁποῖος ἔχει μελετήσει τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ὁσίου, τὰ δὲ συμπεράσματα τὰ ὁποῖα ἐξάγει, εἶναι λανθασμένα κατὰ τὴν γνώμη μου καὶ φτάνουν στὸ σημεῖο νὰ δείχνουν τὸν Ὅσιο ὅτι ἀντιφάσκει στὶς ἐπιστολές του, ὁ δὲ πατὴρ Σεραφεὶμ μὲ πιθανὲς ἑρμηνεῖες νὰ προσπαθῆ νὰ γεφυρώση αὐτὲς τὶς ἀντιφάσεις.
Ὁ σκοπὸς ὅλων αὐτῶν τῶν περιπλανήσεων γύρω ἀπὸ τὸν Ὅσιο ἀναφέρεται στὸ τέλος ὡς ἑξῆς:
«Νομίζω ὅτι ἐκ τῶν ἀνωτέρω στοιχείων προκύπτει, πὼς δὲν ὑφίσταται γιὰ τὸν ἅγιο Θεόδωρο ἀπροϋπόθετα μολυσμός, λόγῳ τῆς μνημονεύσεως κάποιου αἱρετίζοντος, ὅταν συντρέχει εὔλογη αἰτία τῆς Οἰκονομίας καὶ ἡ κατὰ τὰ λοιπὰ παρρησία τῆς ὀρθοδόξου ὁμολογίας».
Αὐτός, λοιπόν, εἶναι ὁ σκοπὸς ὅλων αὐτῶν τῶν ἀναφορῶν τοῦ π. Σεραφείμ, καὶ βέβαια εἶναι τελείως λάθος, διότι συμβαίνει, ὅπως θὰ δείξουμε, τὸ ἐντελῶς ἀντίθετο, ὅταν δηλαδὴ μνημονεύεται αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, ὑπάρχει ἀπροϋπόθετα μολυσμός, λόγῳ καὶ μόνο τῆς μνημονεύσεως, χωρὶς νὰ κάνη ὁ Ὅσιος καμιὰ Οἰκονομία εἰς τὸ σημεῖο αὐτό. Ἀναφέρομε πρὸς ἐπίρρωσι τῶν λεγομένων τὰ ἑξῆς ἀπὸ τὶς ἐπιστολὲς τοῦ Ὁσίου.
1) Στὴν ἐπιστολὴ (49), τὴν ὁποία ἐπικαλεῖται ὁ π. Σεραφείμ, ἀναφέρει ὁ Ὅσιος διὰ τὸ ζήτημα τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου τὰ ἑξῆς:
«Εἰ δὲ αἱρετικὸν ἀναφέρει ὄντα ἐπίσκοπον, κἂν μακαρίζῃ, κἂν ὀρθοδοξῇ, τῆς μὲν θείας κοινωνίας ἀφεκτέον, τῆς δὲ κοινῆς τραπέζης, ἐπὰν ἐκεῖ δέει μνημονεύοι, ὧδε δεκτέον τάχα καὶ εὐλογοῦντα αὐτὸν καὶ συμψάλλοντα, ἐάνπερ μήτε αἱρετικῷ ἢ τῷ οἰκείῳ ἐπισκόπῳ εἴτε τινὶ ἄλλῳ συνιερουργῇ ἢ ἐν γνώσει μεταδίδοι».
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ἅγιος ὅτι, ὅταν μνημονεύεται αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, δὲν κοινωνοῦμε ἀπὸ αὐτὸν τὸν ἱερέα ποὺ τὸν μνημονεύει, ἔστω καὶ ἂν ὁ ἱερέας αὐτὸς εἶναι ὀρθόδοξος κατὰ τὰ ἄλλα.
2) Στὴν ἐπιστολὴ (40), τὴν ὁποία ἐπίσης ἐπικαλεῖται ὁ π. Σεραφείμ, ἀναφέρει ὁ Ὅσιος διὰ τὸ ἴδιο θέμα:
«Τῷ πρεσβυτέρῳ καί ἡγουμένῳ καλῶς ἀπεκρίθης, εἰρχθῆναι τῆς λειτουργίας τούς νυνί χειροτονηθέντας ὑπό τοῦ εὑρεθέντος ἀρτίως ἀρχιερέως ἐν ἐκκλησίᾳ, λέγοντος δέ ὅμως, ὅτι κακῶς ἐγένετο ἡ σύνοδος, καί ἀπολώλαμεν. Διά τί γάρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τήν ἀπώλειαν, διαστέλλων ἑαυτόν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρά Θεῷ ἐπίσκοπος; καί εἰσίν αὐτοῦ δεκταί αἱ χειροτονίαι αὐτίκα. Ἤ διά τί προκειμένης τῆς αἱρέσεως εἰς χειροτονίαν ὁ ἡγούμενος προήγαγε τούς ἀδελφούς αἱρετικήν; ἄν οὖν ὁ χειροτονήσας ὤρθωσεν, ἦν αὐτοῖς εὐθύς ἱερουργεῖν· ὄντος δέ ἐν τῇ αἱρέσει διά τοῦ ἀναφέρειν αὐτόν αἱρετικόν, κἄν τό φρόνημα λέγοι ἔχειν ὑγιές· οὐχ οἷόν τε οὕς χειροτονεῖ τῇ ἀληθείᾳ εἶναι λειτουργούς Θεοῦ. Εἰ δέ πνεῦμα ζήλου Θεοῦ ἀνῆψεν ἐν τῷ καθηγουμένῳ καί προθυμεῖται ὁμολογίας στέφανον ἀναδήσασθαι· μηδέ λειτουργείτω ἐν τῇ ὑπ' αὐτοῦ ἐνθρονιασθείσῃ ἐκκλησίᾳ· μήτε ἀναφερέτω αὐτόν ὡς ἐπίσκοπον. Καί μακάριος οὗτος πολλῶν καί ἄλλων παράδειγμα σωτηρίας γινόμενος».
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος εἶναι σαφέστερος καὶ δὲν δέχεται οὔτε χειροτονίες, οὔτε ἐγκαίνια ναοῦ ἀπὸ αὐτὸν τὸν Ἐπίσκοπο, ὁ ὁποῖος μνημονεύει αἱρετικὸν Μητροπολίτη, θεωρεῖ δὲ ὅτι μόνο διὰ τῆς μνημονεύσεως αἱρετικοῦ εὑρίσκεται μέσα στὴν αἵρεσι, ἔστω καὶ ἂν ἔχη ὑγιὲς καὶ ὀρθόδοξο φρόνημα.
Σημαντικὸ εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ εἶναι ὅτι ἡ ὁμολογία ἐν καιρῷ αἱρέσεως διὰ τὸν Ὅσιο, δὲν εἶναι οὔτε οἱ Ἡμερίδες, οὔτε οἱ προφορικὲς καὶ γραπτὲς ὁμολογίες, οὔτε ὁ χαρτοπόλεμος, ἀλλὰ ἡ Ἀποτείχισι, ἡ δὲ παραμονὴ στὴν αἵρεσι διὰ τῆς μνημονεύσεως εἶναι ἡ ἀπώλεια καὶ ἡ κόλασις.
«Διατί γὰρ ὁμολογῶν οὐ φεύγει τὴν ἀπώλεια, διαστέλλων ἑαυτὸν τῆς αἱρέσεως, ἵνα μένῃ παρὰ Θεῷ ἐπίσκοπος;».
3) Στὴν ἐπιστολὴ (39) ὁ Ὅσιος ἀναφέρει διὰ τὸ ἴδιο θέμα τὰ ἑξῆς:
«Ταῦτα οὖν σύν τῇ προσηγορίᾳ ἀναγκαῖον ἐνόμισα ὑπομνῆσαι τήν πατρωσύνην σου, ὅπως εἰδυῖα ὅτι αἵρεσις, φεύγῃ τήν αἵρεσιν, ἤγουν τούς αἱρετικούς, τοῦ μήτε κοινωνεῖν αὐτοῖς μήτε ἀναφέρειν ἐν τῇ εὐαγεστάτῃ αὐτῆς μονῇ ἐπί τῆς θείας λειτουργίας˙ ὅτι μέγισται ἀπειλαί κεῖνται παρά τῶν ἁγίων ἐκφωνηθεῖσαι τοῖς συγκαταβαίνουσιν αὐτοῖς μέχρι καί ἑστιάσεως. εἰ δέ λέγοι ἡ ὁσιότης σου, πῶς αὐτῇ πρό τῆς λεηλασίας τοῦτο οὐκ εἴπομεν, ἀλλ’ ὅτι καί ἡμεῖς ἐμνημονεύομεν τῶν ἐν τῇ Βυζαντίδι, ἐκεῖνο γινωσκέτω, ὅτι οὕπω σύνοδος ἦν οὐδέ ἐκφωνηθέν ὑπῆρχε τό πονηρόν δόγμα καί ἀνάθεμα· καί πρό τούτων οὐκ ἦν ἀσφαλές ἀποστῆναι τῶν παρανομούντων τελείως ἤ τό φεύγειν μόνον τήν προφανῆ κοινωνίαν αὐτῶν, οἰκονομίᾳ δέ πρεπούσῃ ἀναφέρειν ἕως καιροῦ. ἐπεί δέ ἐξῆλθεν εἰς προῦπτον ἡ αἱρετική ἀσέβεια διά συνόδου εἰς τοὐμφανές, δεῖ ἄρτι καί τήν σήν εὐλάβειαν σύν πᾶσιν ὀρθοδόξοις παρρησιάζεσθαι διά τοῦ μή κοινωνεῖν τοῖς κακοδόξοις μηδέ ἀναφέρειν τινά τῶν ἐν τῇ μοιχοσυνόδῳ εὑρεθέντων ἤ ὁμοφρονούντων αὑτῇ. Καί γέ δίκαιον, ὅσιε πάτερ, κατά πάντα σε ὄντα φερωνύμως θεόφιλον, φιλεῖν καί ἐν τούτῳ τόν θεόν˙ ἐχθρούς γάρ θεοῦ ὁ Χρυσόστομος οὐ μόνον τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί τούς τοῖς τοιούτοις κοινωνοῦντας μεγάλῃ καί πολλῇ τῇ φωνῇ ἀπεφήνατο. Καί ἐάν ἡ σή στερρότης οὐκ ἀσφαλίσηται, τίς λοιπόν σωθήσεται; καί ἐάν ὁ παρρησιασάμενος δυνάμει θεοῦ ὡς ἅγιος πλήν τελείας αἱρέσεως ἄρτι μετά τήν αἵρεσιν ὑποστείληται, πῶς ἕτερος τολμήσει γρύξαι;».
Ἐδῶ ὁ Ὅσιος μὲ σαφήνεια ἀναφέρει ὅτι ἀπομάκρυνσις ἀπὸ τὴν αἵρεσι σημαίνει διακοπὴ μνημονεύσεως καὶ διακοπὴ ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας. Διὰ τὴν διακοπὴ τῆς μνημονεύσεως καὶ τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας δὲν ὑπάρχουν γιὰ τὸν Ὅσιο καταδικασμένοι ἢ μὴ καταδικασμένοι ὑπὸ Συνόδου Ἐπίσκοποι, ὅπως ἰσχυρίζονται οἱ Ἀντιοικουμενιστές. Πρὸς στήριξιν τῆς διδασκαλίας αὐτῆς ὁ Ὅσιος χρησιμοποιεῖ τὸν χρυσορρήμονα φωστῆρα τῆς οἰκουμένης, ὁ ὁποῖος μάλιστα φαίνεται ἐδῶ αὐστηρότερος καὶ ἀπὸ τὸν Ὅσιο, ἐφ’ ὅσον καὶ αὐτούς, οἱ ὁποῖοι κοινωνοῦν μὲ τοὺς αἱρετικούς, τοὺς κατατάσσει στοὺς ἐχθροὺς τοῦ Θεοῦ.
4) Στὴν ἐπιστολὴ (553), κατὰ τὴν ἀρίθμησι τοῦ Γεωρ. Φατούρου, ἢ (220) κατὰ τὴν ἀρίθμησι τοῦ Migne, πρὸς τὴν σπαθαρέα Μαχαρᾶ, ὁ Ὅσιος ἀναφέρει τὰ ἑξῆς:
«Εἰ δὲ διακρίνεται αὖ πάλιν δι' αἵρεσιν, τοῦτο ἀναγκαῖον· τὸ γὰρ κοινωνεῖν παρὰ αἱρετικοῦ ἢ προφανοῦς διαβεβλημένου κατὰ τὸν βίον ἀλλοτριοῖ θεοῦ καὶ προσοικειοῖ τῷ διαβόλῳ. Σκέψαι οὖν, ὦ μακαρία, ᾧτινι τρόπῳ τῶν εἰρημένων εἴη σου ὁ σκοπὸς καὶ κατ' αὐτὸ πρόσιθι τοῖς μυστηρίοις. γνωστὸν δὲ πᾶσιν ὅτι νῦν αἵρεσις ἐν τῇ καθ' ἡμᾶς ἐκκλησίᾳ κατακρατοῦσα τῶν μοιχειανῶν ἐστι· φείσαι οὖν τοίνυν τῆς τιμίας σου ψυχῆς μετὰ τῶν ἀδελφῶν καὶ τῆς κεφαλῆς. ἔφης δέ μοι ὅτι δέδοικας εἰπεῖν τῷ πρεσβυτέρῳ σου μὴ ἀναφέρειν τὸν αἱρεσιάρχην. καὶ τί περὶ τούτου εἰπεῖν σοι τὸ παρὸν οὐ καθορῶ, πλὴν ὅτι μολυσμὸν ἔχει ἡ κοινωνία ἐκ μόνου τοῦ ἀναφέρειν, κἂν ὀρθόδοξος εἴη ὁ ἀναφέρων».
Ἐδῶ λοιπόν, ὑπάρχει καὶ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου γιὰ τὸν μολυσμὸ τῆς κοινωνίας μόνο μὲ τὴν μνημόνευσι τοῦ αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν ἔχη Ὀρθόδοξο φρόνημα ὁ ἱερεύς, ὁ ὁποῖος μνημονεύει τὸν αἱρετικό.
5) Ἀφήσαμε στὸ τέλος τὴν ἴδια τὴν ἐπιστολὴ ὑπ’ ἀριθμὸν (40), τὴν ὁποία ἀναφέρει καὶ ὁ π. Σεραφείμ, ἡ ὁποία καὶ μόνη της θὰ ἦταν δυνατόν, ἂν τὴν μελετοῦσε σωστά, νὰ λύση ὅλες τὶς ἀπορίες του καὶ νὰ μὴν θεωρήση ὅτι ὁ Ὅσιος ἀντιφάσκει, ὅπως λανθασμένως ἰσχυρίζεται. Εἰς αὐτὴν λοιπὸν τὴν ἐπιστολὴ ὁ Ὅσιος, ἀπαντᾶ σὲ ἐρωτήσεις τοῦ Ὁσίου Ναυκρατίου σχετικὲς μὲ τὴν μνημόνευσι:
«Περί τῶν ἑτέρων σου ἐρωτήσεων∙ ἡ πρώτη, περί πρεσβυτέρου τοῦ ὀρθοδοξοῦντος, ἀλλ' ὅμως μνημονεύοντος φόβῳ διωγμοῦ τόν αἱρετικόν ἐπίσκοπον, προαπεκρίθη σοι· πλήν καί αὖθις∙ εἰ μή συλλειτουργεῖ αἱρετικῷ, καί εἰ μή μεταδιδοῖ τοῖς τοιούτοις, δεκτέον τόν τοιοῦτον εἰς συνεστίασιν, καί ψαλμωδίαν, καί εὐλογίαν βρωμάτων, καί τοῦτο κατ' οἰκονομίαν, οὐ μέν τοι εἰς θείαν μετάληψιν. δεῖ δέ ἐπερωτᾷν τῆς αἱρέσεως κρατούσης πάντως· ὁμολογίαν δέ δεχομένοις ἀρκεῖσθαι, οὐκ οἶδα εἰ μή προδήλως ψευδολόγος αὕτη∙ τό γάρ φαίην σε διδάσκεσθαι ἡμᾶς παρά τῶν Πατέρων, μή ἐπερωτᾷν περί καιροῦ οὗ μή ἔστιν αἵρεσις μαινομένη καί περί τῶν μή προδήλως κατεγνωσμένων. τοιοῦτον δέ πρεσβύτερον, σπάνιον εὑρεῖν νῦν μή μιγνύμενον καί συγκοινωνοῦντα αἱρετικοῖς.
Ἡ δευτέρα, περί φιλοχρίστου προσκαλουμένου εἰς τό εὐκτήριον αὐτοῦ ποιῆσαι παννυχίδα καί εἰ δεῖ ἐν αὐτῷ λειτουργῆσαι, καί μεθ' ὧν χρή. ὑπακουστέον καί ἰτέον, καί συμψαλτέον δηλονότι εἰ ὀρθόδοξος ὁ προσκαλούμενος καί οἱ ψαλτῳδοί, φυλαττόμενοι ἀμφότεροι τῆς τῶν αἱρετικῶν κοινωνίας. καί μήν καί λειτουργητέον ἐν τῷ εὐκτηρίῳ, εἴ γε ὁμολογοίη ὁ κατέχων, μηκέτι ὑπό αἱρετικοῦ αὐτό λειτουργεῖσθαι∙ προείρηται γάρ ἀναγκαῖον εἶναι τό ἐπερωτᾷν ἐν πᾶσι διά τῆν λυττῶσαν αἵρεσιν.
Ἡ τρίτη, εἰ λάβοι τις παρά τινος Ἐκκλησίαν ὀρθόδοξος, ἔστι δέ συνήθεια τοῦ κατ' ἐνιαυτόν ἅπαξ ἤ δίς συνηθροῖσθαι ἐν αὐτῇ λαόν, καί ἐν τῇ λειτουργίᾳ ἀναφέρεσθαι τόν αἱρετικόν. τοῦ μέν ψάλλειν ἐκεῖσε κατά ἀνάγκην συγχωρητέον· λειτουργεῖν δέ, οὔ. Εἰ δέ δυνατόν διακοπῆναι τήν συνήθειαν, καί λειτουργητέον.
Ἡ τετάρτη, εἰ Ἐκκλησία ἐστίν ἐφ' ᾗ ὁ λειτουργῶν ἀναφέρει τόν αἱρετικόν ἔχει δέ ὁ ὀρθόδοξος θυσιαστήριον καθηγιασμένον ἐν σινδόνι, ἤ ἐν σανίσι· προσήκει αὐτό τεθῆναι ἐν τῇ αὐτῇ Ἐκκλησίᾳ, μή παρόντος τοῦ ἀναφέροντος, καί ἐν αὐτῷ συλλειτουργῆσαι τόν ὀρθόδοξον. οὐ προσήκει, ἀλλ’ ἤ μᾶλλον κατά ἀνάγκην ἐν κοινῷ οἴκῳ, ἐκλελεγμένῳ τινί καθαρωτέρῳ τόπῳ».
Εἰς τὴν πρώτη λοιπὸν ἐρώτησι ὁ Ὅσιος ἀπαντώντας ἀπαγορεύει νὰ κοινωνοῦμε ἀπὸ ἱερέα ὁ ὁποῖος ἀπὸ φόβο μνημονεύει αἱρετικὸν Ἐπίσκοπον. Εἰς τὴν δεύτερη ὁ Ὅσιος ἀπαγορεύει νὰ λειτουργήση ὁ Ὀρθόδοξος ἱερεὺς εἰς τὸν ναόν, εἰς τὸν ὁποῖον λειτουργοῦν οἱ αἱρετικοὶ μοιχειανοὶ ἱερεῖς. Διὰ νὰ λειτουργήση, πρέπει νὰ εἶναι Ὀρθόδοξος αὐτὸς ποὺ τὸν προσκαλεῖ, οἱ ψάλτες κ.λπ. Εἰς τὴν τρίτην ἀπαγορεύει ὁ Ὅσιος νὰ λειτουργήση ὁ Ὀρθόδοξος ἱερεὺς εἰς τὸν ναό, εἰς τὸν ὁποῖο μία ἢ δύο φορὲς τὸν χρόνο μνημονεύεται ὁ αἱρετικὸς μοιχειανὸς Ἐπίσκοπος. Εἰς τὴν τετάρτη τέλος, ἀπαγορεύει ὁ Ὅσιος νὰ λειτουργήση ὁ Ὀρθόδοξος ἱερεὺς εἰς τὸν ναὸ εἰς τὸν ὁποῖο μνημονεύεται ὁ αἱρετικὸς Ἐπίσκοπος, ἔστω κι ἂν δὲν εἶναι παρὼν αὐτὸς ποὺ τὸν μνημονεύει, ἔστω καὶ ἂν ὁ Ὀρθόδοξος χρησιμοποιήση ἰδικό του ἀντιμήνσιο.
Ἀπὸ ὅλη αὐτὴ τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, τὴν ὁποία ἀναφέραμε ἀπὸ διάφορες ἐπιστολές, γίνεται κατανοητὸ ὅτι ὁ Ὅσιος δὲν ἀντιφάσκει, ὅπως λανθασμένως κατενόησε ὁ π. Σεραφείμ, ἀλλὰ ἀπεναντίας, εἶναι σαφέστατος καὶ ἀπαγορεύει, χωρὶς οὐδεμία ἐξαίρεσι, τὴν μνημόνευσι αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, ἔστω καὶ ἂν αὐτὴ γίνεται ἀπὸ φόβο ἐξ αἰτίας τοῦ διωγμοῦ. Ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο κατ’ οἰκονομία ἐπιτρέπει, εἶναι τὴν μνημόνευσι Ὀρθοδόξου κατὰ τὸ φρόνημα Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος ὅμως ἀπὸ φόβο μνημονεύει αἱρετικὸ Μητροπολίτη. Ἀπὸ τὸν ἱερέα λοιπὸν αὐτὸν κατ’ οἰκονομία κοινωνοῦμε, ἀπὸ τὸν Ἐπίσκοπο ὅμως αὐτόν, ὁ ὁποῖος μνημονεύει ἀπὸ φόβο αἱρετικὸ Μητροπολίτη, δὲν δεχόμεθα τὶς χειροτονίες του, τὰ ἐγκαίνια τοῦ ναοῦ κ.λπ.
Προφανῶς λοιπόν, ὁ π. Σεραφεὶμ ἔκανε σύγχυσι τοῦ ἱερέως, ὁ ὁποῖος μνημονεύει Ὀρθόδοξο κατὰ τὸ φρόνημα Ἐπίσκοπο, καὶ τοῦ Ἐπισκόπου, ὁ ὁποῖος μνημονεύει ἀπὸ φόβο αἱρετικὸ Μητροπολίτη κι ἔτσι ἔβγαλε τὸ συμπέρασμα ὅτι ὁ Ὅσιος ἀντιφάσκει. Ὅμως παντοῦ καὶ πάντοτε ὁ Ὅσιος ἀπαγορεύει τὴν μνημόνευσι αἱρετικοῦ Ἐπισκόπου, Μητροπολίτου, Πατριάρχου κ.λπ., ἔστω δηλαδή, κι ἂν αὐτὸ γίνεται ἀπὸ φόβο.
Εἰς τὸ σημεῖο αὐτὸ πρέπει νὰ παρεμβάλωμε τὴν ἀρίστη καὶ θαυμασία διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, τὴν ὁποία ἀναφέρει εἰς τὸ τέλος τῆς ἐπιστολῆς (49) καὶ ἀναφέρεται εἰς τὸ μέχρι ποῦ πρέπει νὰ φθάσωμε ἐρευνῶντες πρὸς τὰ πίσω, προκειμένου νὰ ἐπικοινωνήσωμε μὲ κάποιον ἐκκλησιαστικά.
«Πλέον οὐκ ἐξερευνητέον, εἰ μετὰ τοῦ συνεστιασθέντος τῷ αἱρετικῷ ὅσδε συνεστιάθη, ζητεῖν, καὶ μετὰ τοῦτο ἕτερος, κἀντεῦθεν ἀνασειράζειν τὸν λόγον καὶ ἀφίστασθαι πάντων. Ἐθελόγνωμον τὸ χρῆμα καὶ οὐ τῶν ἁγίων· μέχρι γὰρ τούτου, φησί, στῆθι καὶ οὐχ ὑπερβήσῃ. μὴ γὰρ οὐκ ᾔδεισαν ταῦτα ἐξερευνᾶν καὶ διαγγέλλεσθαι ἡμῖν; ἀλλ’ οὐδαμῶς. διὸ οὐκ ἐσθλὸν μεταβαίνειν ὅρια, ἃ ἔθεντο οἱ πατέρες ἡμῶν».
Μᾶς διδάσκει ἐδῶ ὁ Ὅσιος ὅτι παρομοίως καὶ εἰς τὸ θέμα τῆς μνημονεύσεως μέχρι ἐκεῖ θὰ σταθοῦμε, νὰ μὴν μνημονεύωμε δηλαδή, αἱρετικὸ Ἐπίσκοπο. Τὸ ἂν αὐτὸς μνημονεύει αἱρετικὸ Μητροπολίτη κ.λπ. αὐτὸ μᾶς διδάσκει ὅτι δὲν πρέπει νὰ τὸ ἐξετάζωμε. Καὶ βέβαια ἀναφέρει, ὁ Ἐπίσκοπος τὸν ὁποῖο μνημονεύομε, νὰ μὴ συλλειτουργῆ μὲ αἱρετικούς, ἐν προκειμένῳ Οἰκουμενιστὲς Ἐπισκόπους.
Πρέπει ἐπίσης νὰ σημειωθῆ ὅτι, ὁ τότε φόβος, δὲν ἔχει καμιὰ σχέσι μὲ τοὺς σημερινοὺς φόβους, διότι τότε ἐφοβοῦντο καὶ ἐδειλίαζαν ἀπὸ τὸν φόβο τῶν ἐξοριῶν, τῶν φυλακίσεων, τῶν μαστιγώσεων, τῶν βασάνων, ἀκόμα καὶ τοῦ θανάτου, ἐνῶ σήμερα δειλιάζομε φοβούμενοι μήπως χάσουμε τὴν θέσι μας, τὴν μπαστούνα μας, τὸν μισθό μας ἢ καὶ ἁπλῶς νὰ πέσουμε στὴν δυσμένεια τοῦ Ἐπισκόπου κ.λπ.
Τέλος, ἐνῶ ὁ π. Σεραφεὶμ ὁμιλεῖ γιὰ τὶς περιπτώσεις τῆς οἰκονομίας, δὲν μᾶς ἀναφέρει, τί εἴδους οἰκονομίες πρέπει νὰ κάνουν σήμερα οἱ Ὀρθόδοξοι Κληρικοὶ καὶ οἱ Ὀρθόδοξοι λαϊκοί, χωρὶς νὰ εὑρεθοῦν ἀπὸ τὴν οἰκονομία στὴν παράβασι. Δὲν ἀναφέρει ἐπίσης ὅτι, ἡ τότε μοιχειανικὴ αἵρεσις, οὐδεμία ὁμοιότητα ἔχει ὡς πρὸς τὴν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι ὁ Οἰκουμενισμὸς εἶναι ἡ σταδιακὴ ἀμνήστευσις ὅλων τῶν αἱρέσεων καὶ ἡ ἰσοπέδωσις τῶν πάντων. Δὲν ἀναφέρει ὅτι ἐπὶ ἑκατό (100) χρόνια διαδίδεται καὶ ἐπεκτείνεται ἡ αἵρεσις χωρὶς οὐσιαστικὴ ἀντίδρασι ἢ ἔστω ἀντίδρασι ποὺ νὰ τὴν ἀναχαιτίση, δὲν ἀναφέρει τὴν βασικὴ διδασκαλία τοῦ Ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου ὅτι δηλαδή, ἡ Ἀποτείχισις ἀπὸ τὴν αἵρεσι εἶναι θέμα σωτηρίας καὶ ἡ ὑπαγωγὴ εἰς αὐτὴν εἶναι θέμα ἀπωλείας καὶ κολάσεως, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο καταρρίπτει τὴν δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ Κανόνος κ.λπ.
Γενικῶς νομίζουμε ὅτι ἡ εἰσήγησις ἔγινε μὲ συγκεκριμένο σκοπό, νὰ στηρίξη δηλαδὴ τὶς ἀνοικονόμητες οἰκονομίες, τὴν δυνητικὴ ἑρμηνεία τοῦ 15ου ϊεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας κ.λπ.. καὶ δι’ αὐτὸ παραποίησε ἐξόφθαλμα τὴν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου καί, τρόπον τινά, τὴν ἔφερε στὰ μέτρα μας, χωρὶς οὐδεμία προσπάθεια νὰ μεταφέρη ἐμᾶς στὰ μέτρα τῶν Ἁγίων.
Ἐν κατακλεῖδι ἀναφέρομε ὅτι, ὅπως δείχνουν τὰ πράγματα, καὶ οἱ Εἰσηγήσεις, καὶ οἱ Ἡμερίδες θὰ ἐνταχθοῦν στὸν χαρτοπόλεμο, ἐφ’ ὅσον δὲν βοηθοῦν τοὺς Ὀρθοδόξους στὴν ἀπομάκρυνσι ἀπὸ τοὺς λύκους, ἀλλὰ μᾶλλον τοὺς βοηθοῦν νὰ εὕρουν τρόπους εἰς τὸ νὰ παραμείνουν κοντὰ σ’ αὐτούς.
Ἴσως δὲ νὰ νομίζουν κάποιοι πατέρες ὅτι εἶναι δυνατὸν ἡ παροῦσα αἵρεσις νὰ ἀντιμετωπισθῆ δι’ ἄλλης ὁδοῦ, δηλαδὴ ἀκαδημαϊκὰ μὲ εἰσηγήσεις, ὁμολογίες, χαρτοπόλεμο κ.λπ. καὶ ὄχι παραδοσιακὰ μὲ ἀγῶνες, διωγμούς, καθαιρέσεις, Ἀποτειχίσεις κ.λπ. καὶ δι’ αὐτὸ ἀναλίσκονται σὲ αὐτοῦ τοῦ εἴδους τὶς προσπάθειες, πρᾶγμα τὸ ὁποῖο, ὄχι μόνο δὲν φοβοῦνται οἱ Οἰκουμενιστές, ἀλλὰ καὶ χαίρονται, καὶ μᾶλλον θὰ ἔχουν τοὺς πατέρες αὐτοὺς ὡς παράδειγμα πρὸς μίμησι.
Νομίζω ὅτι ἐκεῖνο τὸ ὁποῖο ὄντως θὰ βοηθοῦσε, θὰ ἦτο μία σύναξις τῶν Ἀποτειχισμένων κληρικῶν καὶ μοναχῶν, μέσα στὴν ὁποία θὰ συζητοῦντο τὰ ὑπάρχοντα προβλήματα καὶ θὰ ἐλαμβάνοντο ἀποφάσεις, ἔστω κατὰ πλειοψηφία, σύμφωνα μὲ τὴν πατερικὴ διδασκαλία «ἡ ψῆφος τῶν πλειόνων κρατείτω», χωρὶς ἀρχηγοὺς καὶ ἐπηρεασμούς, χωρὶς ὁμαδοποιήσεις καὶ βέβαια χωρὶς διάθεσι ἀνυπακοῆς στὴν ψῆφο τῶν πλειόνων καί, ἀσφαλῶς, μὲ κριτήριο πάντα, τὴν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων.
Ἱερομόναχος Εὐθύμιος Τρικαμηνᾶς
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου