ΕΥΘΥΜΙΟΥ ΤΡΙΚΑΜΗΝΑ
1) Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
2) ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
3) Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
4) ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥΜ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
5) Η ΧΡΗΣΙΣ ΤΗΣΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΟΨΟΥΕΣΤΙΑΣ
6) Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣ.ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝΣΤΟΥΔΙΤΗ –ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
7) ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Τό θέμα τῆςἐγκυρότητος ἤ μήτῶν μυστηρίων τῶνΟἰκουμενιστῶν.
ΠΡΟΛΟΓΟΣ
Ὅπως εἶναι φυσικό μετά τήν Ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι δημιουργοῦνται διάφορα προβλήματα ὡς πρός τήν στάσι τῶν Ὀρθοδόξων, τήν ἀντιμετώπισι τῶν αἱρετικῶν κλπ. Καί ἐπειδή σήμερα δέν ὑπάρχουν (μέχρι στιγμῆς τουλάχιστον) τά μαρτύρια, οἱ διωγμοί καί οἱ ἐξορίες, οἱ φυλακίσεις καί οἱ διαπομπεύσεις, τά ὁποῖα ὑφίσταντο παλαιά οἱ Ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι Ὀρθόδοξοι Ὁμολογητές, συνεργούσης πάντοτε τῆς πολιτικῆς ἐξουσίας, αὐτό τό ὁποῖο ἀπομένει εἰς τόν διάβολο, ὡς μόνιμο ὅπλο, ἐναντίον τῆς ἀληθείας καί τῆς Ὀρθοδόξου ἐνστάσεως εἶναι ὁ ἐσωτερικός διχασμός τῶν Ἀποτειχισμένων καί οἱ ἐξ αἰτίας τῶν προσωπικῶν ἀδυναμιῶν μικρότητες, ἐγωϊσμοί καί ἀντιπαλότητες, μέ τόν σκοπό βέβαια να ἀπονευρωθῆ ὁ ἀγῶνας ἐναντίον τῆς αἱρέσεως, νά διασπασθοῦν οἱ ἀγωνιστές καί, τό κυριώτερο, νά δοθῆ κακή εἰκόνα διά τήν Ἀποτείχισι, εἰς τρόπον ὥστε νά ἀποτελέση τροχοπέδη καί ἀνασταλτικό στοιχεῖο, εἰς ὅσους προβληματίζονται καί ἐπιθυμοῦν νά ἀπαλλαγοῦν καί ἀπομακρυνθοῦν ἀπό τά δεσμά καί τήν συνοδοιπορία τῆς αἱρέσεως.
Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο σήμερα παρουσιάζεται ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ ὡς ἔχουσα ἑνότητα καί κῦρος, βασισμένη στήν Ἀποστολική Διαδοχή καί μόνο, μέ τούς Ἐπισκόπους νά καθοδηγοῦν τόν λαό καί τήν «Ἐκκλησία» στήν ἱστορική της ἐσχατολογική πορεία, τούς δέ Ἀποτειχισμένους ἀπό τήν αἵρεσι ὄντως Ὀρθοδόξους, οἱ ὁποῖοι ἔχουν ὡς ὅπλο ἀκαταμάχητο εἰς τήν πορεία των τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ἀλήθεια, ἄνευ τῆς ὁποίας δέν ὑφίσταται ἡ Ἐκκλησία, νά εἶναι διασπασμένοι καί ἀποίμαντοι, κυριαρχούμενοι ἀπό μικρότητες καί ἰδιοτέλειες, λοιδορούμενοι καί ἀπωθούμενοι ὑπό πάντων, εἰς τούς ὁποίους ἐφαρμόζονται πλήρως, ὡς ἐν φωτοστατικῷ ἀντιγράφῳ, τά λόγια τοῦ ἁγ. Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, μέ τά ὁποῖα περιέγραφε τούς Ἀποτειχισμένους ἀπό τήν αἵρεσι τῆς ἐποχῆς του Ὀρθοδόξους τῆς Κων/πόλεως: «Τοῦτο τό ποίμνιον ἦν ὅτε μικρόν τε καί ἀτελές ἦν, ὅσον ἐπὶ τοῖς ὁρωμένοις, καὶ οὐδὲ ποίμνιον, ἀλλὰ ποίμνης τι μικρὸν ἴχνος, ἢ λείψανον, ἀσύντακτον, καὶ ἀνεπίσκοπον, καὶ ἀόριστον, μήτε νομὴν ἐλευθέραν ἔχον, μήτε μάνδρᾳ περιεχόμενον, πλανώμενον ἐν ὄρεσι, καὶ σπηλαίοις καὶ ταῖς ὀπαῖς τῆς γῆς, ἄλλο ἀλλαχοῦ διεσπαρμένον τε καὶ διεῤῥιμμένον, ὡς ἕκαστον ἔτυχε σκεπόμενον, ἢ νεμόμενον, καὶ διακλέπτον ἀγαπητικῶς τὴν ἑαυτοῦ σωτηρίαν· οἷον ἐκεῖνο τὸ ποίμνιον, ὃ λέοντες ἐξῶσαν, ἢ ζάλη διέλυσεν, ἢ σκοτόμαινα διεσκέδασεν» (Λόγος ΜΒ Συντακτήριος ΕΠΕ 2,240,21).
Σέ ἄλλη ἐπίσης ὁμιλία ἀναφερόμενος ὁ μέγας Γρηγόριος ὁ Θεολόγος εἰς τό ποίμνιο τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσι τό ἐπαρουσίασε ὡς ἑξῆς: «Μικρόν μοι τὸ ποίμνιον; Ἀλλ' οὐκ ἐπὶ κρημνῶν φερόμενον. Στενή μοι ἡ μάνδρα, πλὴν λύκοις(γιά τά σημερινά δεδομένα Οἰκουμενιστές Ἐπίσκοποι)ἀνεπίβατος, πλὴν οὐ παραδεχομένη λῃστήν, οὐδὲ ὑπερβαινομένη κλέπταις καὶ ξένοις. Ὄψομαι ταύτην, εὖ οἶδα, καὶ πλατυτέραν. Πολλοὺς τῶν νῦν λύκων, ἐν προβάτοις ἀριθμῆσαί με δεῖ, τυχὸν καὶ ποιμέσιν….»(Ὁμιλία ΛΓ πρός Ἀρειανούς καί εἰς Ἑαυτόν, ΕΠΕ 2,116, 17).
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων καί ἐπειδή εἰς τά ἔσχατα χρόνια, τά ὁποῖα διερχόμεθα, ἀπουσιάζουν τά μεγάλα αὐτά ἀναστήματα τῆς πίστεως, τῆς θεολογίας καί τῆς ὁμολογίας, ὅπως ἦταν κατά τήν ἐποχή τῆς αἱρέσεως τοῦ Ἀρειανισμοῦ ὁ ἅγ. Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὀφείλομε ἅπαντες οἱ Ἀποτειχισμένοι ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ νά βαδίσωμε μέ φόβο καί τρόμο καί πολλή σύνεσι καί ταπείνωσι τήν στενή καί τεθλιμμένη ὁδό τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπό τήν αἵρεσι, συμβουλευόμενοι ἀλλήλους καί λύοντας τά ἀναφυόμενα προβλήματα, ὄχι ἀτομικῶς, ἀλλά Συνοδικῶς καί ἀδελφικῶς, εἰς τρόπον ὥστε νά ἐξουδετερώσωμε το μεγάλο αὐτό ὅπλο τοῦ διαβόλου, ἐννοῶ τόν ἐσωτερικό διχασμό καί τίς διασπάσεις, μέ τά ὁποῖα θέλει νά ἀκυρώση τόν ἀγῶνα αὐτόν τῆς ὁμολογίας τῶν ἐσχάτων χρόνων.
Μέ αὐτόν τόν σκοπό καί εἰς αὐτό τό πνεῦμα κατατίθενται καί οἱ παροῦσες σκέψεις, ὄχι πρός διδασκαλία τῶν Ἀποτειχισμένων, οὔτε βεβαίως μέ τήν ἀπαίτησι νά γίνουν σεβαστές καί ἀποδεκτές, ἀλλά μέ τόν σκοπό νά βοηθήσουν εἰς τήν διερεύνησι τοῦ τρόπου ἀντιμετωπίσεως τῶν ὑπαρχόντων προβλημάτων καί βεβαίως μέ τήν διάθεσι ὑπαναχωρήσεως ἀπό τίς παροῦσες θέσεις καί ἀπόψεις, ἐφ’ ὅσον ἡ Σύναξις τῶν Ἀποτειχισμένων ἀποφασίση κάτι διαφορετικό.
Ἐπειδή διεπιστώθη προβληματισμός τῶν Ἀποτειχισμένων ὡς πρός τό θέμα τῆς ἐγκυρότητος ἤ μή τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, ὡς πρός τό θέμα τοῦ Ἡμερολογίου (Παλαιοῦ καί Νέου) κλπ., τά ὁποῖα ἀφοροῦν τήν Παράδοσι καί διδασκαλία τῆς Ἐκκλησίας εἰς τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Ἀκριβείας καί Οἰκονομίας, κατατίθενται οἱ παροῦσες σκέψεις, ἔχοντας ὡς ἀφετηρία καί πηγή ἀποκλειστικῶς καί μόνο τά παραδείγματα καί τήν διδασκαλία τῶν Γραφῶν καί τῶν Ἁγίων. Τό δύσκολο ὅμως νομίζομε ὅτι εἶναι ἡ μεταφορά ὅλων αὐτῶν εἰς τήν ἐποχή μας, πρᾶγμα τό ὁποῖο σημαίνει ὅτι δέν πρέπει νά μείνωμε εἰς τό γράμμα τοῦ νόμου καί ἁπλῶς εἰς τά παραδείγματα καί τήν διδασκαλία, ἀλλά νά προχωρήσωμε καί εἰς τό πνεῦμα, δηλαδή νά ἐξετάσωμε τί ἐξυπηρετεῖ σήμερα καί τί βοηθᾶ εἰς τήν ἀπομάκρυνσι ἀπό τήν αἵρεσι, καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου τί τήν δυσκολεύει ἤ καί τήν ἀκυρώνει. Εἰς αὐτό θέλομε νά πιστεύωμε ὅτι ἀποσκοποῦσαν πάντοτε οἱ Ἅγιοι, ὅπως ἐν συνεχείᾳ θά προσπαθήσωμε νά ἀποδείξωμε.
1) Η ΑΚΡΙΒΕΙΑ ΚΑΙ Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΕΙΣ ΤΗΝ ΖΩΗΝ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣ
Ἡ πρώτη μεγάλη Οἰκονομία, ἡ ὁποία διδάσκεται εἰς τήν Ἁγ. Γραφή εἶναι αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στίς Πράξεις τῶν Ἀποστόλων (16,1-3). Ἐδῶ βλέπομε τόν Ἀπόστολο τῶν ἐθνῶν νά κάνη εἰς τήν πρᾶξι κάτι ἐντελῶς ἀντίθετο πρός αὐτά τά ὁποῖα ἐδίδασκε. Ἐνῶ δηλαδή, ἐδίδασκε τήν κατάργησι τῆς περιτομῆς τῶν Ἰουδαίων καί τήν ἀντικατάστασί της ἀπό τό ἅγιο Βάπτισμα, ὁ ἴδιος κάνει περιτομή εἰς τόν Τιμόθεο, προκειμένου νά τόν συμπεριλάβη εἰς τούς στενούς συνεργάτες του. Τήν ἑρμηνεία καί τόν σκοπό αὐτῆς τῆς πράξεως τοῦ Παύλου τήν διδασκόμεθα ἀπό τόν ἅγ. Ἰωάννη τόν Χρυσόστομο, ὁ ὁποῖος εἰς τήν περίπτωσι αὐτή ἀναφέρει τά ἑξῆς: «Ἄξιον ἐκπλαγῆναι τοῦ Παύλου τήν σύνεσιν. Ὁ τοσαῦτα μαχεσάμενος περί τῆς περιτομῆς, ὁ πάντα κινήσας, καί μή πρότερον ἀποστάς
ἕως ὅτε κατώρθωσε, τοῦ δόγματος κυρωθέντος, περιτέμνει τόν μαθητήν. Οὐ μόνον ἑτέρους οὐ κωλύει, ἀλλά καί αὐτός τοῦτο ἐργάζεται. Οὐδέν Παύλου συνετώτερον· ὥστε πάντα πρός τό συμφέρον ἑώρα· οὐδέν ἁπλῶς ἐποίει προλήψει. «Τοῦτον ἠθέλησε», φησίν, «ἐξελθεῖν σύν αὐτῷ». Τό θαυμαστόν τοῦτο, ὅτι καί ἐπήγετο αὐτόν. «Διά τούς Ἰουδαίους», φησί, «τούς ὄντας ἐν τοῖς τόποις ἐκείνοις». Αὕτη ἡ αἰτία τοῦ περιτεμεῖν· οὐ γάρ ἄν ἠνέσχοντο παρά ἀκροβύστου τόν λόγον ἀκοῦσαι. Καί τί; Ὅρα τό κατόρθωμα· περιέτεμεν, ἵνα περιτομήν καθέλῃ· τά δόγματα γάρ ἐκήρυττε τά τῶν Ἀποστόλων. Ὁρᾷς μάχην, καί διά μάχης οἰκοδομήν; Οὐ παρ’ ἑτέρων πολεμούμενοι, ἀλλά καί αὐτοί ἐναντία ποιοῦντες, οὕτω τήν Ἐκκλησίαν ᾠκοδόμουν. Δόγμα εἰσήνεγκαν μή περιτέμνειν, καί περιτέμνει. «Καί ἐπερίσσευον», φησί, «τῷ ἀριθμῷ καθ’ ἡμέραν»· Εἶδες τό κέρδος τῆς περιτομῆς;»(ΕΠΕ 16 Α, 308,8).
Ἀπό τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο εἰς τήν περίπτωσι αὐτή διδασκόμεθα τά ἑξῆς. Οἱ Ἰουδαῖοι δέν ἀνέχοντο νά ἀκούσουν τό κήρυγμα ἀπό κάποιον ἀπερίτμητο. Ὁ Παῦλος λοιπόν γιά νά τούς προσεγγίση κάνει αὐτή τήν Οἰκονομία καί περιτέμνει τόν Τιμόθεο, μολονότι αὐτό εἶχε ἀπαγορευθῆ ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο (Πραξ. 15,1-31). Αὐτό τό ἔκανε μέ πολλή σύνεσι καί πρός τό συμφέρον τῶν πολλῶν. Ὁ σκοπός του ἦτο ἡ οἰκοδομή τῆς Ἐκκλησίας καί τό ἀποτέλεσμα ἦτο ὅτι «ἐπερίσσευον τῷ ἀριθμῷ καθ’ ἡμέραν», δηλαδή ὁ ἀριθμός τῶν πιστῶν κάθε ἡμέρα ἐμεγάλωνε.
Ἄς κάνωμε τώρα αὐτούς τούς ἀνθρωπίνους συλλογισμούς, οἱ ὁποῖοι εἶναι διάχυτοι εἰς τίς ἡμέρες μας. Ἄν ὁ Παῦλος ἐσκέπτετο ὅτι ἡ διδασκαλία του, ἡ ὁποία μάλιστα μέ ἀγῶνα κατωχυρώθηκε ἀπό τήν Ἀποστολική Σύνοδο, ἦταν ὅτι δέν ἐχρειάζετο πρός σωτηρία ἡ περιτομή, αὐτός λοιπόν θά ἐτοποθετοῦσε στούς στενούς του συνεργάτες τόν Τιμόθεο, χωρίς νά τοῦ κάνη περιτομή, καί ὅσοι ἤθελαν ἀπό τούς Ἑβραίους ἄς πίστευαν καί ὅσοι δέν ἤθελαν ἤ ἐσκανδαλίζοντο ἀπό αὐτό ἄς ἔμεναν στήν πλάνη των. Ἡ Ἀκρίβεια αὐτή ἀσφαλῶς θά ἐστεροῦσε πολλούς πιστούς ἀπό τήν Ἐκκλησία καί ἡ Ἐκκλησία μέ τήν Ἀκρίβεια αὐτή δέν θά οἰκοδομεῖτο. Διά τῆς Οἰκονομίας λοιπόν αὐτῆς καί μάλιστα σέ θέμα εἰς τό ὁποῖο ὑπῆρχε Συνοδική ἀπόφασις τῶν Ἀποστόλων, εὐκόλυνε τρόπον τινα την ἐπιστροφή τῶν Ἐβραίων πρός τόν Χριστό. Ἀπό τήν διδασκαλία, ἐν κατακλεῖδι, αὐτή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου καί τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου κατανοοῦμε ὅτι οἱ Οἰκονομίες γίνονται γιά νά βοηθήσουν τήν σωτηρία καί κυρίως τήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πλάνη, τήν αἵρεσι κλπ.
Ἄν τώρα κάποιος ἰσχυρισθῆ ὅτι ἐγώ κατ’ οἰκονομίαν θά παραμείνω στούς Οἰκουμενιστές Ἐπισκόπους καί στόν πνευματικό μου ἤ θά τούς μνημονεύω κλπ. ἐδῶ ἀσφαλῶς δέν πρόκειται περί Οἰκονομίας ἀλλά περί πλάνης, διότι αὐτή ἡ θεωρούμενη Οἰκονομία δέν ὁδηγεῖ πρός σωτηρία, πρός ἐπιστροφή ἀπό τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας σέ δεσμεύει ἄρρηκτα μέ τήν πλάνη καί τήν αἵρεσι καί σέ τοποθετεῖ μονίμως στό στόμα τοῦ λύκου. Τό ἴδιο ἰσχύει βεβαίως καί γιά τίς θεωρίες τοῦ «ἄχρι καιροῦ», τοῦ «κοινοῦ ποτηρίου», κλπ., διότι ὅλες αὐτές οἱ θεωρίες ἕνα σκοπό καί ἀποτέλεσμα ἔχουν, τήν παραμονή ἐσαεί καί εἰς αἰῶνας αἰώνων εἰς τό στόμα τοῦ λύκου.
Ἄν πάλι κάποιος ἰσχυρισθῆ, ὅτι ἐγώ μαζί μέ τήν Ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι θά ἀπαιτήσω καί τήν ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου, ὡς Ἀκρίβεια, προκειμένου νά ἐπικοινωνήσω μέ αὐτόν ἐκκλησιαστικά, ἐδῶ πάλι ἡ πρᾶξι αὐτή ἀντίκειται στήν πρᾶξι καί διδασκαλία τοῦ Παύλου καί τοῦ Χρυσορρήμονος ἁγίου, διότι δέν βοηθᾶ τήν Ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι, ἀλλά ἀπεναντίας τήν δυσκολεύει ἀφάνταστα καί μάλιστα μέ κάτι τό ὁποῖο δέν ἀποτελεῖ κἄν διδασκαλία ἤ Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ἐνῶ δηλαδή ὁ Παῦλος παρέβλεψε κατ’ Οἰκονομίαν ἀπόφασι καί διδασκαλία Ἀποστολικῆς Συνόδου, προκειμένου νά βοηθήση στήν ἐπιστροφή τῶν ἀνθρώπων ἀπό τήν πλάνη, ἐμεῖς ἀντιθέτως θέτουμε ἐμπόδια καί προσκόμματα εἰς αὐτήν τήν ἐπιστροφή καί μάλιστα ἀπαιτῶντας πράγματα τά ὁποῖα δέν ἀποτελοῦν διδασκαλία καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας. Ὅλα αὐτά βεβαίως τά ἀναφέρομε ἐπειδή ὁ σκοπός μας εἶναι νά κατανοήσωμε τό πνεῦμα τῶν Ἁγίων καί νά τό μεταφέρωμε εἰς τίς ἀνάγκες τῆς ἐποχῆς μας.
2) ΤΟ ΒΑΠΤΙΣΜΑ ΤΟΥ ΑΙΜΑΤΟΣ
Ἡ Ἐκκλησία Οἰκονομικῶς φερομένη καί μάλιστα εἰς τά ἴδια τά λόγια τοῦ Κυρίου, ἐδέχθη ὡς βάπτισμα τήν ἴδια τήν θυσία κάποιου, ἡ ὁποία ἐγένετο χάριν τῆς πίστεως εἰς τόν Χριστόν καί μάλιστα αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐθυσιάστηκαν κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, τούς κατέταξε καί εἰς τήν χορεία τῶν Ἁγίων.
Ἡ Οἰκονομία αὐτή τήν ὁποία ἔκανε ἡ Ἐκκλησία ἔχει πάλι τά ἴδια κίνητρα, δηλαδή τό νά βοηθήση καί διευκολύνη τήν εἴσοδο τῶν ἀνθρώπων καί μάλιστα αὐτῶν οἱ ὁποῖοι ἐθυσιάστηκαν διά τόν Χριστό, ὄντες ἀβάπτιστοι, στήν βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Ὁ Κύριος ρητῶς ἐδίδαξε ὅτι διά νά σωθῆ κάποιος πρέπει ὁπωσδήποτε νά πιστεύση καί νά βαπτισθῆ (Ματθ.28,19, Μαρκ.16,16, Πραξ.2,38 -18,8 – Έφεσ.4,5 κλπ) καί κυρίως τό καταλυτικόν χωρίον (Ἰωαν.3,5), τό ὁποῖον ὁμιλεῖ διά τήν δι’ ὕδατος καί Πνεύματος ἀναγέννησιν, ἄνευ τῆς ὁποίας εἶναι ἀδύνατος ἡ εἴσοδος εἰς τήν βασιλείαν τοῦ Θεοῦ.
Αὐτό μᾶς ὑποδεικνύει διαυγέστατα τό τί πρέπει νά πράξωμε ἐκεῖ ὅπου δέν ὑπάρχει σαφής ἐντολή καί ἀπαγόρευσις. Ἄν δηλαδή ἐκεῖ ὅπου ὑπάρχει σαφής ἐντολή ἡ Ἐκκλησία Οἰκονομικῶς φερομένη, δύναται νά τήν τροποποιῆ διά νά διευκολύνη καί τρόπόν τινα νά ἀνοίξη τόν δρόμο πρός τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καταλαβαίνει ἕκαστος πόσο ἐκτός τοῦ πνεύματός της εἶναι αὐτοί οἱ ὁποῖοι ἀπαιτοῦν τήν τήρησι κάποιων πραγμάτων, τά ὁποῖα οὐδόλως ἀποτελοῦν ἐντολές ἤ Παραδόσεις της.
Τό ἴδιο συμβαίνει καί μέ τόν νηπιοβαπτισμό, ὁ ὁποῖος εἰσήχθη ὡς θεσμός καί ἐπεκράτησε κατά τόν 5ο αἰῶνα, λόγῳ τῆς μεγάλης θνησιμότητας τῶν νηπίων, καί ἀλλάσσει τρόπον τινά τόν τρόπο εἰσόδου εἰς τήν Ἐκκλησία, ὁ ὁποῖος διδάσκεται εἰς τήν Ἁγ. Γραφή καί εἶναι νά κατηχῆται πρῶτα κάποιος καί μετά οἰκειοθελῶς νά βαπτίζεται, καθώς καί τό ἀεροβάπτισμα. Μάλιστα τό ἀεροβάπτισμα τελεῖται ὑπό λαϊκοῦ καί χωρίς κἄν τήν ὕπαρξι ὕδατος, ὡς συστατικοῦ στοιχείου τοῦ μυστηρίου. Ὅλα αὐτά ἡ Ἐκκλησία τά ἐθέσπισε καί τά ἐδέχθη, προκειμένου νά βοηθήση παντοιοτρόπως τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων, καί μολονότι ἀποτελοῦν σαφεῖς παραβάσεις εὐαγγελικῶν ἐντολῶν.
3) Η ΑΛΛΑΓΗ ΤΟΥ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΩΝ ΑΓΙΩΝ ΑΠΟΣΤΟΛΩΝ
Μέσα στό πνεῦμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν οἰκονομιῶν τῶν Ἁγ. Πατέρων ἐντάσσεται καί ἡ ἀλλαγή τοῦ ἡμερολογίου τῶν Ἁγ. Ἀποστόλων ἀπό τούς Πατέρες τῆς Α΄ Οἰκουμενικῆς Συνόδου καί τούς μετά ἀπό αὐτούς. Ὡς γνωστόν οἱ Ἅγ. Ἀπόστολοι ἐχρησιμοποίουν τό λεγόμενο Μακεδονικό Ἡμερολόγιο καί μέ αὐτό ἐντέλλονται στίς Ἀποστολικές Διαταγές νά ὑπολογίζωμε τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα καί τίς ἄλλες ἑορτές. Ἄν λοιπόν δέν θεωρήσωμε σάν οἰκονομία τῶν Πατέρων τό ὅτι ἀποδέχθηκαν ἄλλο ἡμερολόγιο (τό Ἰουλιανό), ἐπειδή τό ἐχρησιμοποιοῦσε ἡ Πολιτεία ἤ ἐπειδή ἦταν περισσότερο ἀκριβές, θά λογισθῆ σάν παρανομία τῶν Πατέρων καί σάν ἀδιαφορία πρός τίς Ἀποστολικές Διαταγές καί ἀνευλάβεια πρός τούς ἴδιους τούς Ἁγ. Ἀποστόλους. Καί βέβαια τί Ἀποστολικές Διαταγές εἶναι αὐτές, ὅταν ἀδιαφοροῦμε ὡς πρός τήν τήρησί των καί μάλιστα Συνοδικῶς.
Ὡς πρός τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα οἱ Ἅγ. Ἀπόστολοι ἐντέλλονται τά ἑξῆς: «Δεῖ οὖν ὑμᾶς, ἀδελφοί, τούς τῷ τοῦ Χριστοῦ ἐξηγορασμένους τιμίῳ αἵματι, τάς ἡμέρας τοῦ Πάσχα ἀκριβῶς ποιεῖσθαι μετά πάσης ἐπιμελείας μετά τροπήν ἰσημερινήν, ὅπως μή δίς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἑνός παθήματος μνείαν ποιῆσθε, ἀλλά ἅπαξ τοῦ ἔτους τοῦ ἅπαξ ἀποθανόντος, μηκέτι παρατηρούμενοι μετά Ἰουδαίων ἑορτάζειν. Οὐδεμία γάρ κοινωνία ἡμῖν νῦν πρός αὐτούς· πεπλάνηνται γάρ καί αὐτήν τήν ψῆφον, ἥν νομίζουσιν ἐπιτελεῖν, ὅπως πανταχόθεν ὦσιν πεπλανημένοι καί τῆς ἀληθείας ἀπεσχοινισμένοι. Ὑμεῖς δέ φυλάσσεσθε ἀκριβῶς τήν ἰσημέριον τροπήν τῆς ἐαρινῆς ὥρας, ἥτις γίνεται εἰκάδι δευτέρᾳ τοῦ δωδεκάτου μηνός, ὅς ἐστι Δύστρος· ἐπιτηροῦντες ἕως εἰκάδος πρώτης σελήνης, ὅπως μή ἐν ἑτέρᾳ ἑβδομάδι ἐμπέσοι ἡ τεσσαρεσκαιδεκάτη τῆς σελήνης, καί πλάνης γενομένης ἁγνοίᾳ δίς τοῦ ἐνιαυτοῦ ἐπιτελέσωμεν τό Πάσχα, ἤ ἐν ἄλλῃ ἡμέρᾳ ἑορτάσωμεν τήν τοῦ Κυρίου ἡμῶν Ἰησοῦ Χριστοῦ ἀναστάσιμον ἡμέραν, ἀλλ’ ἐν Κυριακῆ μόνη» (Διαταγές τῶν Ἀποστόλων ΕΠΕ 1,260,6).
Ἐδῶ οἱ Ἅγ. Ἀπόστολοι ὄχι μόνο ἐντέλλονται νά χρησιμοποιοῦμε τό Μακεδονικό ἡμερολόγιο, ἀλλά καί νά τηροῦμε σάν ἀρχή τοῦ ἔτους τήν ἐαρινή ἰσημερία. Διότι διαφορετικά εἶναι ἀδιανόητο τό πῶς δύναται κάποιος νά ἑορτάζη δύο φορές τόν χρόνο τήν ἴδια ἑορτή (στήν προκειμένη περίπτωσι τήν ἑορτή τοῦ Πάσχα), ἄν π.χ. ἔχει σάν ἀρχή τοῦ ἔτους τόν Ἰανουάριο. Αὐτό ἄλλωστε γίνεται κατάδηλο ἐπειδή ἀριθμοῦν τόν Δύστρο, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ περίπου πρός τόν Μάρτιο, ὡς δωδέκατο καί τελευταῖο μήνα τοῦ ἔτους.
Δύναται λοιπόν κάποιος, ἄν λανθασμένως ὑπολογίση τήν ἀρχή τοῦ ἔτους, ἡ ὁποία σύμφωνα μέ τίς Ἀποστολικές Διαταγές συμπίπτει μέ τήν ἐαρινή ἰσημερία, νά ἑορτάση π.χ. τόν ἕνα χρόνο τόν πρῶτο μήνα καί τόν ἑπόμενο χρόνο τόν δωδέκατο.
Καί ὡς πρός τίς ἄλλες ἑορτές οἱ Ἅγ. Ἀπόστολοι ἐντέλλονται νά τίς ὑπολογίζωμε μέ τό Μακεδονικό ἡμερολόγιο. Ἀναφέρουν συγκεκριμένα τά ἑξῆς: «Τάς ἡμέρας τῶν ἑορτῶν φυλάσσετε, ἀδελφοί, καί πρώτην γε τήν γενέθλιον, ἥτις ὑμῖν ἐπιτελείσθω εἰκοστῇ πέμπτῃ τοῦ ἐνάτου μηνός. Μεθ’ ἥν ἡ ἐπιφάνιος ὑμῖν ἔστω τιμιωτάτη, καθ’ ἥν ὁ Κύριος ἀνάδειξιν ὑμῖν τῆς οἰκείας θεότητος ἐποιήσατο· γινέσθω δέ καί αὕτη ἕκτῃ τοῦ δεκάτου μηνός. Μεθ’ ἅς ὑμῖν φυλακτέα ἡ νηστεία τῆς τεσσαρακοστῆς, μνήμην περιέχουσα τῆς τοῦ Κυρίου πολιτείας τε καί νομοθεσίας. Ἐπιτελείσθω δέ ἡ νηστεία αὕτη πρό τῆς νηστείας τοῦ Πάσχα, ἀρχομένη μέν ἀπό Δευτέρας, πληρουμένη δέ εἰς Παρασκευήν. Μεθ’ ἅς ἀπονηστεύσαντες ἄρξασθε τῆς ἁγίας τοῦ Πάσχα ἑβδομάδος, νηστεύοντες αὐτήν πάντες μετά φόβου καί τρόμου, προσευχόμενοι ἐν αὐταῖς περί τῶν ἀπολλυμένων.
Ἤρξαντο γάρ τήν κατά τοῦ Κυρίου βουλήν ποιεῖσθαι δευτέρα Σαββάτων μηνί πρώτῳ, ὅς ἐστι Ξανθικός· καί τῇ τρίτῃ τοῦ Σαββάτου παρέτεινεν ἡ σκέψις, τῇ δέ τετράδι ὡρίσαντο σταυρῷ ἀνελεῖν αὐτόν» (Διαταγές τῶν Ἀποστόλων ΕΠΕ 1,248,4).
Ὁ Ξανθικός λοιπόν μήνας, ὁ ὁποῖος ἀντιστοιχεῖ περίπου πρός τόν Ἀπρίλιο, εἶναι ὁ πρῶτος μήνας τοῦ ἔτους καί μέ βάσι αὐτόν ἀριθμοῦνται ὁ ἔνατος πού θά ἑορτασθοῦν τά Χριστούγεννα καί ὁ δέκατος πού θά ἑορτασθοῦν τά Θεοφάνεια.
Καί αὐτή ἐν τέλει ἡ ἀλλαγή τοῦ Ἡμερολογίου ὡς οἰκονομία καί μάλιστα διαρκοῦς χαρακτῆρος προσαρμόζεται στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι, διότι μέσα στήν ἴδια τήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι ὑπάρχει ὁ θεσμός τῆς Ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας.
4) ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΕΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΕΣ ΤΟΥ Μ. ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ
Ἡ πρώτη καί μεγάλη ἐκκλησιαστική Οἰκονομία τήν ὁποία ἔκανε ὁ Μ. Βασίλειος ἦταν ἡ σιωπή του γιά ἕνα χρονικό διάστημα ὅσον ἀφορᾶ τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Ἡ οἰκονομία αὐτή, ὅπως καταλαβαίνει ἕκαστος ἔχει δογματικές διαστάσεις καί ἔγινε αἰτία στήν ἐποχή του νά κατηγορηθῆ ἀπό τούς αὐστηρούς Ὀρθοδόξους καί αὐτός καί οἱ συνοδοιποροῦντες μέ αὐτόν, ὅπως π.χ. ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος, ὡς δειλοί καί ὡς ὑποστείλαντες τήν σημαία τῆς πίστεως.
Τόν λόγο τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς καί τίς ἀντιδράσεις τῶν Ὀρθοδόξων περιγράφει μέ σαφήνεια, σέ ἐπιστολή του πρός τόν μέγα Βασίλειο, ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Στήν ἀρχή τῆς ἐπιστολῆς καί μετά ἀπό κάποια ἐγκώμια πρός τόν Ἁγ. Βασίλειο ἀναφέρει γιά τήν ὑπόθεσι τῆς Οἰκονομίας αὐτῆς τά ἑξῆς: «Πολλοί κατεγνώκασιν ἡμῶν ὡς περί τήν πίστιν οὐκ ἰσχυρῶν, ὅσοι κοινοποιοῦσι τά ἡμέτερα καλῶς ποιοῦντες. Καί οἱ μέν ἀσέβειαν ἐγκαλοῦσι φανερῶς, οἱ δέ δειλίαν· καί ἀσέβειαν μέν, οἱ μηδέ ὑγιῶς λέγειν πιστεύοντες· δειλίαν δέ, οἱ τήν ὑποστολήν αἰτιώμενοι. Καί τά μέν τῶν ἄλλων τι χρή καί λέγειν; Ὅ δ’ οὖν νεωστί συνέβη, τοῦτό σοι διηγήσομαι» (ΕΠΕ 7,110,18).
Πολλοί μᾶς ἐκατηγόρησαν, ἀναφέρει ὁ Θεολόγος ὅτι δέν εἴμεθα ἰσχυροί εἰς τήν πίστιν, ἄλλοι μᾶς ἐγκαλοῦν γιά φανερή ἀσέβεια καί ἄλλοι γιά δειλία. Καί γιά ἀσέβεια μᾶς κατηγοροῦν ὅσοι πιστεύουν ὅτι ὁ λόγος μας δέν εἶναι ὑγιής καί Ὀρθόδοξος, γιά δειλία δέ αὐτοί πού ἰσχυρίζονται ὅτι ὑποστείλαμε τήν σημαία τῆς πίστεως. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ὅτι εὑρέθηκε σέ κάποια συγκέντρωσι, στήν ὁποία ἦλθε σέ κάποιο σημεῖο τῆς συζητήσεως ἡ ὑπόθεσις αὐτή, ὅτι δηλαδή δέν ὁμολογοῦσε ὁ Μ. Βασίλειος φανερῶς καί εὐθαρσῶς τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος καί ὁ Γρηγόριος αὐτό τό ἐκάλυπτε. Κάποιος δέ ἐπιφανής ἀπό τούς παρευρισκομένους παίρνοντας τόν λόγο εἶπε, μεταξύ ἄλλων, τά ἑξῆς: «Τά μέν ἄλλα ἐπαινείσθωσαν οἱ ἄνδρες, εἴ δοκεῖ· οὐδέ αὐτός ἀντιλέγω. Τό μέγιστον δέ οὐ δίδωμι, τήν ὀρθοδοξίαν μάτην μέν ἐπαινεῖται Βασίλειος, μάτην δέ Γρηγόριος, ὁ μέν προδιδούς τήν πίστιν οἷς διαλέγεται, ὁ δέ συμπροδιδούς οἷς ἀνέχεται» (ΕΠΕ 7,112,7).
Ἀναφέρει λοιπόν αὐτός ὅτι ὁ μέν Βασίλειος ἐπρόδωσε τήν πίστι μέ τόν τρόπο πού διαλέγεται καί ὁ Γρηγόριος ἐπρόδωσε καί αὐτός ἐπειδή αὐτό τό ἀνέχεται καί το δικαιολογεῖ. Ἐν συνεχείᾳ ἀναφέρει ὁ ἀνωτέρω ἐπιφανής Ὀρθόδοξος, ὅτι ἄκουσε ὁ ἴδιος μία ὁμιλία τοῦ Ἁγ. Βασιλείου, εἰς τήν ὁποία ἐνῶ διασαφίστηκε καθαρά καί ἀπερίφραστα ἡ θεότητα τοῦ Πατρός καί τοῦ Υἱοῦ, ἀφέθηκε ἀπροσδιόριστη καί συνεσκιασμένη ἡ θέσις καί ὑπόστασις τοῦ Ἁγ. Πνεύματος. Αὐτό τελικῶς δηλώνει, τό νά μήν ὁμολογῆται δηλαδή μέ παρρησία ἡ ἀλήθεια, δέν εἶναι εὐσέβεια ἀλλά πολιτική καί διπλοπροσωπία. «...Ὁ δέ ὑποφαίνει μέν ἀμυδρῶς καί οἷον σκιαγραφεῖ τόν λόγον, οὐ παρρησιάζεται δέ τήν ἀλήθειαν, πολιτικώτερον ἤ εὐσεβέστερον τήν ἀκοήν ἐπικλύζων, καί τῇ δυνάμει τοῦ λόγου τήν διπλόην περικαλύπτων» (ΕΠΕ 7,112,24).Ἐν συνεχείᾳ, ὁ Ἅγ. Γρηγόριος ἀπολογεῖται δι’ αὐτήν τήν οἰκονομία τοῦ Ἁγ. Βασιλείου καί ἀναφέρει ὅτι οἱ αἱρετικοί ζητοῦν αὐτήν τήν στιγμή τήν καθαρή ὁμολογία τοῦ Βασιλείου διά νά τόν ἐκδιώξουν ἀπό τήν Μητρόπολι Καισαρείας, αὐτόν ὁ ὀποῖος εἶναι πλέον ὁ μόνος ἐναπομείνας σπινθήρας τῆς ἀληθείας καί ἡ ζωντανή δύναμις τῆς πίστεως, ἐπειδή ὅλοι οἱ ἄλλοι ἔχουν ὑποταγεῖ: «Καί δημοσίᾳ πᾶν τό λεγόμενον, πολύς τε περί αὐτόν ὁ πόλεμος, ζητούντων λαβέσθαι τῶν αἱρετικῶν γυμνῆς τῆς φωνῆς καί αὐτοῦ Βασιλείου, ἵν’ ὁ μέν ἐξωσθῇ τῆς Ἐκκλησίας, ὁ μόνος σχεδόν ὑπολειπόμενος τῆς ἀληθείας σπινθήρ καί ἡ ζωτική δύναμις, τῶν κύκλῳ πάντων κατειλημμένων» (ΕΠΕ 7,114,1).Κατ’ αὐτόν τόν τρόπο, συνεχίζει ὁ Θεολόγος, θά ριζωθῆ τό κακό καί ἡ αἵρεσις εἰς τήν Καισάρεια καί θά χρησιμοποιηθῆ ἀπό τούς αἱρετικούς σάν ἕνα ὁρμητήριο γιά νά ἐπικρατήση ἡ αἵρεσις σέ ὅλη τήν οἰκουμένη: «ριζωθῇ δέ τό κακόν ἐν τῇ πόλει καί ὥσπερ ἀπό τινος ὁρμητηρίου τῆς Ἐκκλησίας ταύτης, πᾶσαν καταδράμῃ τήν οἰκουμένην» (ΕΠΕ 7,114,6).
Εἶναι λοιπόν καλύτερα, συνεχίζει ὁ ἅγιος, νά γίνη αὐτή ἡ οἰκονομία στήν ἀληθινή πίστι μέ δική μας μικρή ὑποχώρησι, παρά νά καταλυθῆ ἡ ἀληθινή πίστις μέ τήν φανερή καί ἀπροκάλυπτη ὁμολογία: «Βέλτιον οὖν οἰκονομηθῆναι τήν ἀλήθειαν, μικρόν εἰξάντων ἡμῶν, ὥσπερ νέφει τινι, τῷ καιρῷ, ἤ καταλυθῆναι τῷ φανερῷ τοῦ κηρύγματος» (ΕΠΕ 7,114,8).
Γιά ἐμᾶς τούς Ὀρθοδόξους, ἐπιλέγει ὁ ἅγιος, δέν ὑπάρχει μέ αὐτήν τήν Οἰκονομία οὐδεμία βλάβη καί ζημία, διότι τήν θεότητα τοῦ Ἁγ. Πνεύματος τήν διακηρύττομε καί μέ ἄλλες λέξεις καί ἐκφράσεις, εἰς τήν Ἐκκλησία ὅμως θά ἐπέλθη μεγάλη ζημία, ἐφ’ ὅσον μέ τήν ἐκδίωξι ἑνός Ὀρθοδόξου Ἐπισκόπου, θά ἐκδιωχθῆ καί ἡ ἀλήθεια: «Ἡμῖν μέν γάρ οὐδέν βλάβος καί ἀπ’ ἄλλων λέξεων τοῦτο συναγουσῶν, Θεόν τό Πνεῦμα γινώσκειν (οὐ γάρ ἐν ἤχῳ μᾶλλον, ἤ διανοίᾳ κεῖσθαι τήν ἀλήθειαν), τῇ Ἐκκλησίᾳ δέ μεγάλην ζημίαν τό δι’ ἑνός ἀνδρός διωχθῆναι τήν ἀλήθειαν» (ΕΠΕ 7,114,10).
Ὁ Ἅγ. Γρηγόριος μέ πολλή σαφήνεια ἀναφέρει στούς σκανδαλισθέντες Ὀρθοδόξους τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔγινε ἡ Οἰκονομία αὐτή ἀπό τόν Μ. Βασίλειο, τό ὄφελος καί τήν ζημία τά ὁποῖα ἔχει ἡ Ἐκκλησία σέ κάθε περίπτωσι, τούς κινδύνους καί τίς προθέσεις τῶν αἱρετικῶν καί τελικῶς τήν θεολογική τοποθέτησι τοῦ ὅλου θέματος.
Τό φοβερό ὅμως εἶναι αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει στή συνέχεια, ὅτι δηλαδή ὅλοι οἱ παρόντες δέν ἐπείστηκαν ἀπό αὐτά τά ἐπιχειρήματα καί ὄχι μόνο δέν ἐπείστηκαν, ἀλλά καί τά ἐθεώρησαν ὡς ἐμπαιγμό καί ματαιολογίες καί μέ φωνές ἐκατηγόρουν καί τούς δύο λέγοντας ὅτι ἦσαν δειλοί καί μέ τήν οἰκονομία αὐτή ἤθελαν νά οἰκονομήσουν τήν δειλία των. Τέλος ἀνέφεραν στίς κατηγορίες ὅτι εἶναι πολύ καλύτερο νά φυλάττομε τήν πίστι μας μέ τήν ὁμολογία τῆς ἀληθείας, παρά νά τήν ἐξευτελίζωμε καί προδίδωμε καί κατ’ οὐσίαν νά ἀποδεχώμεθα τήν αἵρεσι διά τῆς δῆθεν οἰκονομίας: «Οὐκ ἐδέξαντο τήν οἰκονομίαν ὡς ἕωλον καί παίζουσαν αὐτούς οἱ παρόντες· ἀλλά καί κατεβόων ἡμῶν, ὡς τήν δειλίαν μᾶλλον, ἤ τόν λόγον οἰκονομούντων. Πολύ γάρ εἶναι βέλτιον, τό ἡμέτερον φυλάττειν διά τῆς ἀληθείας, ἤ τοῦτό γε ἀχρειοῦν, καί μή προσλαμβάνειν τό ἀλλότριον, διά τῆς δῆθεν οἰκονομίας» (ΕΠΕ 7,114,14).
Εἶναι ὄντως δύσκολο νά κατανοήσωμε τήν περίπτωσι αὐτή τῆς Οἰκονομίας, τήν ὁποία ἔκαναν οἱ δύο αὐτοί φωστῆρες καί Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι τῆς Ἐκκλησίας. Καί νομίζω εἶναι δυσκολώτερο νά εἰσέλθωμε εἰς τό πνεῦμα των καί ἀκόμη δυσκολώτερο νά μεταφέρωμε τό πνεῦμα αὐτό τῆς παρούσης ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας στήν ἐποχή μας. Καί τοῦτο διότι στερούμεθα αὐτῆς τῆς χάριτος καί ἁγιότητος, τήν ὁποία αὐτοί εἶχαν καί ὡς ἐκ τούτου παίρνομε κάποια θέσι καί λαμβάνομε κάποιες ἀποφάσεις, στηριζόμενοι στήν λογική καί ὄχι στήν ἐμπειρία. Τό βέβαιο πάντως εἶναι ὅτι γιά νά κάνουν αὐτή τήν μεγάλη Οἰκονομία οἱ θεοφόροι αὐτοί Πατέρες καί Οἰκουμενικοί διδάσκαλοι, στηρίχθηκαν ἀποκλειστικῶς καί μόνο στήν παροῦσα ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Δι’ αὐτόν ἀκριβῶς τόν λόγο τά ἐπιχειρήματα τοῦ Ἁγ. Γρηγορίου διά νά πείση τούς σκανδαλισθέντες Ὀρθοδόξους, δέν εἶναι οὔτε ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή, οὔτε ἀπό τήν διδασκαλία καί τήν ζωή τῶν Ἁγίων, ἀλλά ἑδράζονται ἀποκλειστικῶς καί μόνο στήν ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας. Ἡ διαβεβαίωσις δέ ὅτι δέν θά ὑπάρξη βλάβη εἰς τήν πίστι μέ αὐτήν τήν Οἰκονομία, ἐπικυρώνει τήν διδασκαλία τοῦ Χρυσοστόμου ἁγίου«Οἰκονομητέον ἔνθα μή παρανομητέον», δηλαδή ποτέ ἡ Οἰκονομία δέν γίνεται ἐφ’ ὅσον ἐπιφέρει βλάβη καί ζημιά στήν πίστι, ἀλλά γίνεται πρός ὄφελος τῆς Ἐκκλησίας, δηλαδή τῶν πιστῶν.
Μία δεύτερη Οἰκονομία τήν ὁποία ἔκανε ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀναφέρεται εἰς τόν πρῶτον Κανόνα του. Ὡς γνωστόν οἱ Κανόνες τοῦ Μ. Βασιλείου ἐπικυρώθηκαν, σύμφωνα μέ τά προλεγόμενα εἰς αὐτούς ἀπό τόν Ἅγ. Νικόδημο τόν Ἁγιορείτη, ἀπό τίς Δ’ καί Ζ’ Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ περίπτωσις αὐτή τῆς Οἰκονομίας ἀναφέρεται στήν ἐπιστροφή κάποιων σχισματικῶν στήν Ἐκκλησία. Ἡ ἀκρίβεια λοιπόν, ἀναφέρει ὁ ἅγιος, ἀπαιτεῖ ἐπιστρέφοντες οἱ σχισματικοί αὐτοί εἰς τήν Ἐκκλησία νά βαπτίζωνται. Ἀναφερόμενος ἐν τέλει ὁ ἅγιος εἰς τούς σχισματικούς οἱ ὁποῖοι ἐλέγοντο Ἐγκρατῖται, λέγει ὅτι αὐτοί πρέπει ὁπωσδήποτε ἐπιστρέφοντες εἰς τήν Ἐκκλησία νά βαπτίζωνται, διότι πέραν τῶν ἄλλων εἶχαν παραχαράξει καί τόν ἐξωτερικό τύπο τοῦ βαπτίσματος. Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφέρει ὁ Ἅγ. Βασίλειος τά ἑξῆς ἑρμηνευμένα ἀπό τόν Ἁγ. Νικόδημο: «Πλήν ἀνίσως καί τοῦτο τό, νά βαπτίζωμεν αὐτούς ἐπιστρέφοντας, ἔχῃ νά γένῃ ἐμπόδιον εἰς τήν κοινήν συγκατάβασιν καί οἰκονομίαν, ὁποῦ περί πάντων τῶν σχισματικῶν ἔκαμαν οἱ Πατέρες, ἄς ἀκολουθοῦμεν καί ἡμεῖς εἰς αὐτήν, μήπως διά τήν αὐστηρότητα τῆς προσταγῆς ταύτης τούς κάμνωμεν ἀμελεῖς εἰς τό νά βαπτίζωνται, αἰσχυνομένους τάχα, ὅτι ὡσάν ἄπιστοι τελείως βαπτίζονται, καί ἀκολούθως ἐμποδίσωμεν τήν σωτηρίαν τους».
Ἐδῶ ὁ Ἅγ. Βασίλειος ἀποκαλύπτει μέ πολλή σαφήνεια τόν λόγο καί τόν σκοπό τῆς Οἰκονομίας. Ἡ Οἰκονομία λοιπόν, ἀναφέρει, γίνεται γιά νά βοηθήσωμε τήν ἐπιστροφή καί σωτηρία τῶν πεπλανημένων, ἐφ ὅσον ἡ ἀκρίβεια αὐτά θά τά ἐδυσκόλευε καί προφανῶς θά τά ἀκύρωνε: «Ὑφορῶμαι γάρ μήποτε, ὡς βουλόμεθα ὀκνηρούς αὐτούς περί τό βαπτίζειν ποιῆσαι, ἐμποδίσωμεν τοῖς σωζομένοις διά τό τῆς προτάσεως αὐστηρόν».
Τό πνεῦμα λοιπόν τῶν Πατέρων εἶναι νά βοηθοῦμε μέ κάθε τρόπο τήν σωτηρία τῶν ἀνθρώπων καί ὄχι νά τήν δυσκολεύωμε θέτοντας αὐστηρές ἐντολές καί ὅρους διά τήν ἐπιστροφή των. Αὐτή εἶναι στήν προκειμένη περίπτωσι ἡ ἔννοια τῆς Οἰκονομίας. Ἄν τώρα ὁ ἅγιος ἔκανε Οἰκονομία εἰς αὐτούς οἱ ὁποῖοι ἐπαραχάρατταν τό μυστήριο τοῦ Βαπτίσματος, τό ὁποῖο σαφῶς εἶναι παραδεδομένο ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή καί τήν Ἐκκλησία, καταλαβαίνει κανείς τί πρέπει νά γίνη εἰς τήν σημερινή κατάστασι δι’ αὐτά, τά ὁποῖα δέν παρεδόθησαν οὔτε ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή, οὔτε ἀπό τήν Ἐκκλησία, ὅπως εἶναι τό Ἡμερολόγιο καί διάφορα ἄλλα τρέχοντα προβλήματα. Ἀπό αὐτά πάλι ἀποκλείεται ἐκ τοῦ ἀντιθέτου ἡ κατ’ Οἰκονομία παραμονή κάποιου καί συμπόρευσι μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, διότι αὐτό δέν βοηθᾶ εἰς τήν σωτηρία, ἐφ’ ὅσον αὐτός εὑρίσκεται εἰς τό στόμα τοῦ λύκου, ἀλλά συνεργεῖ εἰς τήν ἀπώλεια.
5) Η ΧΡΗΣΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ ΑΠΟ ΤΟΝ ΑΓ. ΚΥΡΙΛΛΟ ΣΤΟ ΘΕΜΑ ΤΟΥ ΑΙΡΕΤΙΚΟΥ ΘΕΟΔΩΡΟΥ ΜΟΨΟΥΕΣΤΙΑΣ
Γιά τήν ὑπόθεσι αὐτή τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο στό θέμα τοῦ αἱρετικοῦ Θεοδώρου Μοψουεστίας θά χρησιμοποιήσωμε τίς μαρτυρίες τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐπειδή τά κείμενα ἀπό τά ὁποῖα αὐτός ἔλαβε αὐτές τίς πληροφορίες, καί εἶναι τοῦ ἁγ. Εὐλογίου Πατριάρχου Ἀλεξανδρείας, δέν ὑπάρχουν στήν ἔκδοσι τῆς Πατρολογίας τοῦJ. P. Μigne. Γιά τό θέμα τῶν Οἰκονομιῶν καί τίς σχετικές μέ αὐτές διδασκαλίες τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου θά κάνωμε εἰδική ἀναφορά κατωτέρω. Ἐδῶ παραθέτομε μόνο τά κείμενα τά ὁποῖα ἀφοροῦν τό θέμα τοῦ ἁγ. Κυρίλλου Ἀλεξανδρείας, σχετικά μέ τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας.
Ὁ ἅγ. Ναυκράτιος λοιπόν ὁ Στουδίτης, συναγωνιστής καί σύγχρονος τοῦ ὁσ. Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου, ἐρωτᾶ σέ ἐπιστολή του τόν ὅσιο Θεόδωρο γιά τό θέμα αὐτῆς τῆς Οἰκονομίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο. Ἴσως ἀποσκοποῦσε ἡ ἐρώτησις αὐτή τοῦ Ναυκρατίου στή συμβουλή ὡς πρός τό τί στᾶσι ἔπρεπε νά κρατήσουν οἱ Ἀποτειχισμένοι κληρικοί καί λαϊκοί λόγῳ τῆς Μοιχειανικῆς αἱρέσεως: «Ἐπί τάς ἐρωτήσεις σου τρεπτέον τόν λόγον. Ἔφης ἀνθ’ ὅτου ὁ θεῖος Κύριλλος ᾠκονόμει μή ἀποσχίζεσθαι τῶν τῆς Ἑῴας ἐν διπτύχοις ἀναφερόντων τόν Θεόδωρον τόν Μοψουεστίας αἱρετικόν ὄντα. Ἐπ’ ἄν ὀρθότατα καί καιριώτατα τά τῆς εὐσεβείας δόγματα παρ’ αὐτοῖς ἐσέσωστο»(ΕΠΕ Φιλοκαλία τῶν Νηπτικῶν καί Ἀσκητικῶν 18 Β,250,3).
Ἡ ἐκκλησιαστική λοιπόν Οἰκονομία τοῦ ἁγ. Κυρίλλου ἦταν ὅτι δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό κάποιους ἐπισκόπους τῆς Ἀνατολῆς, οἱ ὁποῖοι ἐμνημόνευαν εἰς τά δίπτυχα τόν αἱρετικό ἐπίσκοπο Θεόδωρο Μοψουεστίας. Ἡ ἀκρίβεια ἄρα καί Παράδοσις τῆς Ἐκκλησίας ἦταν νά ἀποτειχίζωνται οἱ Ὀρθόδοξοι, ὄχι μόνο ἀπό τούς αἱρετικούς, ἀλλά καί ἀπό αὐτούς οἱ ὁποῖοι τούς ἐμνημόνευαν ἐπισήμως εἰς τά δίπτυχα τῆς Ἐκκλησίας. Ἐδῶ πρέπει νά σημειωθῆ ὅτι ὁ Θεόδωρος Μοψουεστίας δέν εἶχε καταδικασθῆ ἀπό Σύνοδο ὡς αἱρετικός αὐτήν τήν περίοδο καί ἄρα ὑπάρχει ἐφαρμογή τοῦ 15ουἱεροῦ Κανόνος τῆς Πρωτοδευτέρας Συνόδου, τετρακόσια (400) χρόνια καί πλέον, πρίν ἐξαγγελθῆ αὐτός ὁ Κανόνας. Αὐτό σημαίνει ὅτι οἱ ἱεροί Κανόνες κατέγραψαν τήν ἤδη ὑπάρχουσα Ὀρθόδοξο Παράδοσι, ἡ ὁποία ἔχει ὡς βάσι τήν διδασκαλία τῆς Ἁγ. Γραφῆς. Εἶναι ἀξιοσημείωτο, ὅπως ἀναφέρει τό ἀνωτέρω κείμενο, ὅτι αὐτοί οἱ Ἐπίσκοποι ἀπό τούς ὁποίους κατ’ ἀκρίβειαν ὁ ἅγ. Κύριλλος ἔπρεπε νά ἀποτειχισθῆ, ἦσαν κατά τά ἄλλα Ὀρθόδοξοι. Ἡ Γραφή μάλιστα στήν ἔκδοσι Γ. Φατούρου καί σέ ἄλλες ἐκδόσεις εἶναι ὀρθότερη καί ἔχει τό «ἐπ’ ἄν ὀρθότατα κλπ.» κατόπιν κόμματος (,) καί ὄχι τελείας, ὅπως ἡ ἔκδοσις τῆς ΕΠΕ καί τοῦ Migne, ὁπότε θεωρεῖται ὡς ἐπεξήγησις γιά τό τί ἐπίστευαν κατά τά ἄλλα οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί, ἀπό τούς ὁποίους ἔπρεπε ὁ ἅγιος νά ἀποτειχισθῆ.
Ἐν συνεχείᾳ ἀπαντῶντας ὁ ὅσιος Θεόδωρος εἰς τήν ἐρώτησι τοῦ Ναυκρατίου κάνει μία θαυμασία καί μοναδική ἐξήγησι καί διδασκαλία γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας:«Σαφηνείας δέ ἕνεκεν ἔστω τά παρ’ ἡμῶν ἐχόμενα τῆς αὐτῆς ἐννοίας ὅτι τῶν οἰκονομιῶν αἱ μέν πρός καιρόν γεγόνασι παρά τῶν Πατέρων, αἱ δέ τό διηνεκές ἔχουσιν» (ΕΠΕ 18 Β, 250,12).Ἀναφέρει λοιπόν ὅτι ὑπάρχουν δύο εἴδη Οἰκονομίας, αὐτές δηλαδή, οἱ ὁποῖες γίνονται λόγῳ ἀνάγκης γιά λίγο χρονικό διάστημα, καί αὐτές οἱ ὁποῖες γίνονται καί ἔχουν μόνιμο χαρακτῆρα καί ἰσχύ.
Ἐν συνεχείᾳ ἐξηγεῖ αὐτά τά δύο εἴδη, ἀναφέροντας ἀνάλογα παραδείγματα: «Οἷον διηνεκές μέν, ὡς ἀντί τῶν ὑποστάσεων παραχωρεῖσθαι τά πρόσωπα πρός τοῦ ἁγίου Ἀθανασίου τοῖς Ἰταλοῖς. Πρός καιρόν δέ, οἷον τοῦ Ἀποστόλου ἐπί τῆς περιτομῆς, τοῦ μεγάλου Βασιλείου ἐπί τοῦ ἁγίου Πνεύματος· οἷον καί τόν νῦν τοῦ θείου Κυρίλλου». Ἀπό τά παραδείγματα τά ὁποῖα ἀναφέρει ὁ ὅσιος, κατανοοῦμε ὅτι οἱ μόνιμες καί διαρκεῖς Οἰκονομίες δέν ἐπιφέρουν καμμία παρέκκλισι καί ἀλλοίωσι στήν πίστι καί γίνονται διά κάποια ἀνάγκη, ὅπως στήν προκειμένη περίπτωσι τοῦ ἁγ. Ἀθανασίου, τήν στενότητα καί πτωχεία τῆς Λατινικῆς γλώσσας, χάριν τῆς ὁποίας ἐπετράπη εἰς τό διηνεκές νά ὀνομάζουν τίς ὑποστάσεις τῆς Ἁγ. Τριάδος, πρόσωπα. Στίς διαρκεῖς καί μόνιμες Οἰκονομίες θά ἠδυνάμεθα νά συναριθμήσωμε καί τόν νηπιοβαπτισμό, τήν μετάδοσι τῆς Θ. Κοινωνίας διά τῆς λαβίδος κλπ.
Οἱ Οἰκονομίες ἀντιθέτως, οἱ ὁποῖες ἐπιφέρουν μία ἀλλοίωσι στήν πίστι καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ὅλες προσωρινές καί γίνονται ἐξ αἰτίας κάποιας μεγάλης ἀνάγκης, ἡ ὁποία ὅταν παρέλθη ἐπανερχόμεθα πάλι εἰς τήν ἀκρίβεια ὡς ἀσφαλῆ ὁδό σωτηρίας. Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ ὅσιος σάν παραδείγματα τήν περιτομή τοῦ Ἀποστόλου Παύλου πρός τόν Τιμόθεο, τήν ἀποσιώπησι τῆς θεότητος τοῦ Ἁγ. Πνεύματος ἀπό τόν Μ. Βασίλειο καί τήν συνέχισι τῆς ἐκκλησιαστικῆς κοινωνίας πρός αὐτούς πού ἐμνημόνευαν στά δίπτυχα τόν Θεόδωρο Μοψουεστίας ἀπό τόν ἅγ. Κύριλλο.
Ἐν συνεχείᾳ, ἀναφερόμενος ὁ ὅσιος στίς προσωρινές Οἰκονομίες, ἐπεξηγεῖ ὅτι αὐτές, ἐφ’ ὅσον γίνονται προσωρινά καί λόγῳ μεγάλης ἀνάγκης δέν εἶναι κατακριτέες, οὔτε παράνομες, ὅμως λόγῳ ἐλλείψεως τῆς ἀκριβείας ἔχουν μία κατωτερότητα. Μέ τήν διδασκαλία αὐτή ὁ ὅσιος καταρρίπτει τά ἐπιχειρήματα τῶν Οἰκουμενιστῶν, οἱ ὁποῖοι δῆθεν χρησιμοποιῶντας τήν ὁδό τῆς Οἰκονομίας, ὡδήγησαν τούς Ὀρθοδόξους στήν αἱρετική ὁδό τῆς ἐντάξεως π.χ. στό Π.Σ.Ε., στίς συμπροσευχές στά πλαίσια τοῦ διαλόγου μέ τούς αἱρετικούς, στήν ἀναγνώρισι τῶν μυστηρίων τους κλπ. Διότι προφανῶς ἐδῶ οὔτε ἀνάγκη ὑπῆρχε, οὔτε προσωρινό χαρακτῆρα ἔχουν αὐτές οἱ δῆθεν Οἰκονομίες, ἀλλά ἀντιθέτως ἔχουν προσλάβει τήν μορφή τῆς ἐπιδημίας καί τῆς λοιμικῆς νόσου. Ἐλέγχει ἐπίσης ὁ ὅσιος καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι γιά λόγους δῆθεν οἰκονομίας παραμένουν στήν αἵρεσι, χωρίς καμμία ἀπολύτως ἀνάγκη. Ποία ἄλλωστε ἀνάγκη δύναται νά σέ κάνη νά παραμείνης στό στόμα τοῦ λύκου;
Κατωτέρω ὁ ὅσιος ἀναφέρει μερικά πρακτικά παραδείγματα ἀπό τήν καθημερινή ζωή, γιά νά γίνη κατανοητό τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας καί συνεχίζει: «Οὕτω κἀν τοῖς ἁγίοις ἐν ταῖς οἰκονομίαις, ὡς καί Κυρίλλῳ τῷ μεγάλῳ ἐν τῷδε. Μικρόν γάρ πάντως ἀνέμενε τῶν Ἀνατολικῶν τό βραδύνουν ἤ προσπαθές, πρός τό αἱρετικόν μή ὑπολαμβάνειν τόν ὄντως αἱρετικόν. Τί γάρ ἦν ἄλλο τό μεσολαβοῦν, ἐπ’ ἄν ὀρθοδόξως ἐκήρυττον τήν πίστιν κἀν τούτῳ αὐτόν τόν μνημονευόμενον αὐτοῖς ἀναθεματίζοντες;» (ΕΠΕ 18 Β, 250,26). Ὁ ἅγ. Κύριλλος λοιπόν, σύμφωνα μέ τήν ἑρμηνεία τοῦ ὁσίου, ἔκανε τήν Οἰκονομία, ἀναμένοντας νά κατανοήσουν οἱ Ἐπίσκοποι αὐτοί αὐτό τό θέμα, ὅτι δηλαδή διά τῆς μνημονεύσεως τόν αἱρετικό τόν θεωροῦν Ὀρθόδοξο, ἐνῶ διά τῆς διακοπῆς τῆς μνημονεύσεως τόν ἐκλαμβάνουν ὡς ὄντως αἱρετικό. Ἐδῶ κατανοοῦμε καί τόν σκοπό τῆς μνημονεύσεως καί τό ἀδιανόητο στήν σκέψι καί διδασκαλία τῶν Πατέρων νά μνημονεύσωμε ἐπ’ Ἐκκλησίαις κάποιον ὄντως αἱρετικό.
Ἡ ἐξήγησις, τήν ὁποία παραθέτει ὁ ὅσιος ἀμέσως στή συνέχεια, δι’ ὅλα αὐτά εἶναι καταλυτική καί διδάσκει κάθε Ὀρθόδοξο τό τί πρέπει νά κάνη ἀνά πᾶσα στιγμή ἀπέναντι στούς αἱρετικούς. «Ἐπειδή πᾶς ὀρθοδοξῶν κατά πάντα, πάντα αἱρετικόν δυνάμει, κἄν οὐ ρήματι, ἀναθεματίζει». Δηλαδή διά νά εἶναι κάποιος κατά πάντα Ὀρθόδοξος πρέπει ὁπωσδήποτε μέ κάθε τρόπο καί μέσο (αὐτό σημαίνει τό «δυνάμει») νά ἀναθεματίζη τόν κάθε αἱρετικό, ἔστω καί ἄν δέν τό λέγη μέ τά λόγια. Ἐδῶ κατανοοῦμε ὅτι κατ’ οὐσίαν καί ἡ διακοπή τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν εἶναι ὁ ἀναθεματισμός τούς μέσα στήν λατρευτική σύναξι τῆς Ἐκκλησίας. Ἀντιθέτως δέ ἡ μνημόνευσίς των εἶναι ἡ ἐπισημοποίησις καί πιστοποίησις τῆς ὀρθοδοξότητός των. Καί φυσικά δέν ἀναφέρεται ὁ ὅσιος σέ καταδικασμένους ὑπό Συνόδου, ὅπως δολίως καί πονηρῶς ἐφεύραμε ἐμεῖς σήμερα χάριν τοῦ βολέματος καί τοῦ ἐφησυχασμοῦ μας.
Ἀκολούθως ἀναφέρει ὁ ὅσιος τήν κατ’ ἀκρίβειαν ἕνωσι τοῦ ἁγ. Κυρίλλου μέ τούς Ἐπισκόπους αὐτούς καί τό τέλος τῆς Οἰκονομίας: «Ἔπειτα, ὅτε αὐτοῖς ἀνῆψεν ὁ τέλειος νοῦς, τότε αὐτοῖς συναφθέντος κατά πάντα τοῦ ἁγίου ἴσως». Ἐδῶ γίνεται κατανοητό ὅτι ὁ ἅγ. Κύριλλος ἐχρησιμοποίησε τήν ὁδό τῆς Οἰκονομίας καί δέν ἀποσχίσθηκε ἀπό Ἐπισκόπους, οἱ ὁποῖοι εἶχαν ὄντως ἀγαθή προαίρεσι, ἦταν κατά πάντα τά ἄλλα Ὀρθόδοξοι καί ἁπλῶς δέν κατανοοῦσαν αὐτήν τήν διδασκαλία καί Παράδοσι τῆς Ἐκκλησίας στό θέμα τῆς μνημονεύσεως τῶν αἱρετικῶν. Καί ἐμεῖς σήμερα παίρνομε αὐτό τό παράδειγμα (καί κάποια ἄλλα βέβαια παρεμφερῆ) καί νομίζομε ὅτι μᾶς κατοχυρώνουν νά μνημονεύωμε δεδηλωμένους αἱρετικούς μέ διεστραμμένη προαίρεσι, μέ ξεκάθαρη πορεία καί σκοπό, μέ κανένα Ὀρθόδοξο στοιχεῖο καί χαρακτηριστικό πλήν τῆς ἐξωτερικῆς των ἐμφανίσεως καί θέσεως, καί μάλιστα ἔπειτα ἀπό τόσα χρόνια πού βλέπομε ποῦ ὁδηγοῦν τήν Ἐκκλησία, τί ἐπιδιώκουν καί ἀπό ποῦ κατευθύνονται.
Εἶναι ἀναγκαῖο καί χρήσιμο διά τήν Ἀποτείχισι νά ἀναφερθῆ, πρίν κλείσουμε αὐτήν τήν ἑνότητα, καί ἡ διδασκαλία τήν ὁποία ἐν συνεχείᾳ κάνει ὁ ὅσιος διά τό ὅτι πρέπει νά παραβλέπωμε τίς μικρές μεταξύ μας διαφορές καί νά μήν διακόπτωμε χάριν αὐτῶν τήν μεταξύ μας ἐκκλησιαστική κοινωνία: «Ἤ οὐχί καί ἡμεῖς τό αὐτό ποιοῦντες φαινόμεθα; Ἐσθ’ ὅτε τινῶν ὁμογνωμόνων ἡμῖν κατά τι διαφερομένων, ἔνθα οὐ πολύ τό λυποῦν ἤ ἐξιστῶν τῆς ἀκριβείας, καί ὅμως καταδεχόμεθα τήν πρός αὐτούς κοινωνίαν, ἵνα μή διά μικρόν τι μικρόν ὕστερον δυνάμενον κατορθωθῆναι ἀπολέσωμεν τό πᾶν· τοῦτο δέ ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων Θεοῦ οἰκονόμων. Τοιοῦτο μέν τό πρός καιρόν οἰκονομεῖν τούς λόγους καί τούς τρόπους ἐν κρίσει καί ἀληθείᾳ καί νόμῳ, ἀλλ’ οὐκ ἐν παρανομίᾳ καί ψεύδει τό καθόλου» (ΕΠΕ 18 Β,252 1).
Οἱ Οἰκονόμοι λοιπόν τῶν μυστηρίων τοῦ Θεοῦ, καταλήγει ὁ ὅσιος, δέν σκέπτονται καί ἀποφασίζουν μέ προσωπικά δεδομένα, ἀλλά μέ ἐκκλησιαστικά καί δι’ αὐτό παραβλέπουν τά μικρά καί τίς μικρότητες, ὥστε θυσιάζοντας αὐτά τά μικρά νά κερδίσουν τά μεγάλα καί νά βοηθήσουν διά τῆς Οἰκονομίας τήν σωτηρία τῶν ψυχῶν καί ὄχι ἐκ τοῦ ἀντιθέτου κολλῶντας στά μικρά καί στίς μικρότητες νά ἀπωλέσουν τό πᾶν, δηλαδή νά γίνουν ἐμπόδιο καί νά ἀποκλείσουν ἔτσι τήν σωτηρία τῶν ἄλλων. Αὐτό ἀναφέρει ὁ ὅσιος εἶναι ἔργο «ἀτέχνων καί οὐ μυστηρίων Θεοῦ οἰκονόμων» δηλαδή ἀνειδίκευτων εἰς τήν τέχνη αὐτή, κάτι σάν νά λέμε ὁ κρεοπώλης νά κάνη τόν ἰατρό καί ὁ μανάβης τόν καθηγητή.
6) Η ΟΙΚΟΝΟΜΙΑ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΟΣ. ΘΕΟΔΩΡΟ ΤΟΝ ΣΤΟΥΔΙΤΗ – ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ
Ἔχουμε τή γνώμη καί τήν πεποίθησι ὅτι δέν θά ἠδύνατο νά εὑρεθῆ ἀκριβέστερη καί πληρέστερη διδασκαλία διά τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία ἀπό αὐτή τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου. Ἀλλά καί τά παραδείγματα τά ὁποῖα προσάγει ὡς ἀκριβής γνώστης τῆς ὅλης Ὀρθοδόξου Παραδόσεως, καθώς καί αὐτά, τά ὁποῖα ἐξάγουμε ἀπό τήν ἴδια τήν ζωή του, μᾶς ὁδηγοῦν ἀβίαστα εἰς τό συμπέρασμα ὅτι καί μόνο αὐτόν νά παρουσιάσωμε διά τό ἐν λόγῳ θέμα, εἶναι ἀρκετό διά νά ἔχωμε μία πλήρη καί σαφῆ εἰκόνα περί τῆς θεολογίας καί τοῦ δέον γενέσθαι σήμερα εἰς αὐτήν τήν ὑπόθεσι.
Ὡς γνωστόν ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης θεωρεῖται σήμερα ἀπό τήν πλειονότητα τῶν Ὀρθοδόξων ὡς ὑπέρμαχος καί ἀγωνιστής ὑπέρ τῆς ἀκριβείας καί ὄχι τῆς Οἰκονομίας, ἀλλά αὐτό δέν εἶναι σωστό, διότι ὁ ὅσιος ἐχρησιμοποιοῦσε καί τήν Οἰκονομία ἐκεῖ ὅπουυ ἐχρειάζετο καί μάλιστα εἶναι ὁ μόνος ἴσως, ὁ ὁποῖος δίδει θεολογικό ὁρισμό, ἀναλυτικό καί σαφῆ μέ πρακτικά παραδείγματα, τοῦ τί ἐστί Οἰκονομία καί πῶς χρησιμοποιεῖται εἰς τήν Ἐκκλησία.
Σέ ἐπιστολή μέ παραλήπτη τόν μάγιστρο Θεόκτιστο ὁ ὅσιος δίδει ἀκριβέστατο ὁρισμό του τί ἐστί ἐκκλησιαστική Οἰκονομία:«Οἰκονομίας γάρ ὅρος, ὡς οἶσθα, μήτε τι τῶν κειμένων ἀθετεῖν καθόλου, μήτε ἐφ' ὧ οἷόν τε μικρόν ὑφεῖναι κατά καιρόν καί λόγον· ὡς ἐντεῦθεν εὑρεῖν τό ζητούμενον ἀτεχνῶς· πρός τό σφοδρότερον ὑπάγεσθαι τῷ πράγματι, καί ζημιοῦσθαι τά τελεώτερα». (Φατ. 24,64,23).
Ὁ ὅσιος λοιπόν μᾶς διδάσκει ὅτι ἡ Οἰκονομία δέν ἔχει τήν ἔννοια νά ἀθετήσωμε κάτι ἀπό τά παραδεδομένα, οὔτε ἀκόμη νά ἀθετήσωμε καί αὐτό εἰς τό ὁποῖο ὑποχωρήσαμε ἐξ αἰτίας κάποιας ἀνάγκης γιά κάποιο χρονικό διάστημα, καί νά θελήσωμε ἔτσι μέ κακό τρόπο νά φθάσωμε στόν σκοπό μας, διότι θά χειροτερέψωμε κατ’ αὐτόν τόν τρόπο τήν κατάστασι καί θά ζημιωθοῦμε τά οὐσιωδέστερα καί ἀνώτερα.
Ἐξ αὐτοῦ γίνεται φανερό ὅτι καταδικάζονται ὅσοι, γιά δῆθεν Οἰκονομία, συμπροσεύχονται μέ αἱρετικούς, αἴρουν τά ἀναθέματα εἰς τά ὁποῖα αὐτοί ὑπεβλήθησαν, ἀναγνωρίζουν αἱρετικές ἐκκλησίες τύπου Π.Σ.Ε., ἀναγνωρίζουν μυστήρια αἱρετικῶν τύπου Μπελαμέντ κ.λπ., διότι πέραν τοῦ ὅτι δέν ὑπῆρχε λόγος καί ἀνάγκη δι’ αὐτές τίς δῆθεν Οἰκονομίες, δέν ἔχουν ἐπί πλέον προσωρινό ἀλλά μόνιμο χαρακτῆρα, δηλαδή ἀθέτησι εὐαγγελικῶν καί Πατερικῶν Παραδόσεων.
Ἐπίσης καταδικάζονται καί ὅσοι ἀνάγουν εἰς Παραδόσεις καί, τρόπον τινά, δογματοποιοῦν τό ἡμερολόγιο, ἤ ἀκόμη δογματοποιοῦν τήν λεγομένη λειτουργική ἑνότητα εἰς βάρος τῆς ἐκκλησιαστικῆς, διότι καί αὐτά δέν εἶναι παραδεδομένα, οὔτε ἀπό τίς Γραφές, οὔτε ἀπό τούς Πατέρες, δηλαδή δέν ἀνήκουν εἰς αὐτά τά ὁποῖα ἀναφέρεται ὁ ὅσιος «μήτε τι τῶν κειμένων ἀθετεῖν καθόλου». Αὐτά τά ὁποῖα ὀνομάζονται Παραδόσεις καί δόγματα εἶναι σαφῶς παραδεδομένα καί ἀπολύτως προσδιορισμένα ἀπό τίς Γραφές καί τούς Πατέρες. Καί αὐτό τέλος τό παραδεδομένο, τό ὁποῖο γιά σοβαρό λόγο ἀθετήσαμε, πρέπει γρήγορα νά τό ἐπαναφέρωμε γιά νά μήν ζημιωθοῦμε τά οὐσιώδη καί ἔχοντα σχέσι μέ τήν σωτηρία μας.
Ἐν συνεχείᾳ φέρνει ὁ ὅσιος παραδείγματα ἀπό τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς Πατέρες: «Καί τοῦτο δεδιδάγμεθα, ἐν μέν τοῖς ἀποστόλοις, παρά τοῦ Παύλου, ἁγνισαμένου καί περιτεμόντος τόν Τιμόθεον· ἐν δέ τοῖς Πατράσι παρά τοῦ μεγάλου Βασιλείου προσηκαμένου τό λῆμμα τοῦ Οὐάλεντος, καί ὑποσιωπήσαντος· πρός καιρόν τήν Θεός φωνήν γυμνήν ἐπί τοῦ Πνεύματος. Ἀλλ' οὔτε ὁ Παῦλος ἔμεινεν ἁγνιζόμενος, οὔτε Βασίλειος προσηκάμενος ἔτι τό τοῦ Οὐάλεντος δῶρον, καί μή κηρύττων Θεόν τό Πνεῦμα· τοὐναντίον μέν οὖν ἀμφότεροι ὑπέρ ἑκατέρων θανάτους αἱρησάμενοι φαίνονται» (Φατ. 24,65,27).
Ἀπό τά παραδείγματα τοῦ ὁσίου κατανοοῦμε ὅτι ἡ Ὀρθόδοξος Οἰκονομία δύναται νά φθάση καί σέ δογματικό ἐπίπεδο, ὅπως ἦταν τό θέμα τῆς Ἰουδαϊκῆς Περιτομῆς καί ἡ ἀποσιώπησις τῆς Θεότητος τοῦ Ἁγ. Πνεύματος, ἀρκεῖ νά γίνεται γιά σοβαρό λόγο καί γιά λίγο χρονικό διάστημα. Διά νά φέρωμε δέ σέ συμφωνία τήν διδασκαλία τῶν Πατέρων, ὅπως π.χ. τοῦ Ἁγ. Μάρκου τοῦ Εὐγενικοῦ «εἰς τά τῆς πίστεως οὐκ ἐγχωρεῖ συγκατάβασις» κ.λπ., ἀναφέρομε ὅτι ἐδῶ ὁμιλεῖ ὁ ἅγιος γιά μόνιμη συγκατάβασι καί Οἰκονομία, ὅπως ἦταν στήν περίπτωσι ἐκείνη ἡ ἕνωσις μέ τούς Παπικούς, ἐνῶ ἐδῶ ὁ ὅσιος ἀναφέρεται σέ προσωρινές Οἰκονομίες καί ἔτσι κατανοοῦμε ὅτι δέν ὑπάρχει κατ’ οὐσίαν διάστασις Γραφῶν καί Πατέρων ἤ διάστασις μεταξύ τῶν Πατέρων.
Ἀπό τήν διδασκαλία αὐτή ἐπίσης τοῦ ὁσίου κατανοοῦμε ὅτι, ὅταν γίνεται μία Οἰκονομία, φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ἄν ἔχη μόνιμο ἢ προσωρινό χαρακτῆρα, ὅπως π.χ. ἡ ἄρσις τῶν ἀναθεμάτων μέ τούς Παπικούς, ἡ ἔνταξις στό Π.Σ.Ε. κ.λπ., καί ὡς ἐκ τούτου φαίνεται ἐξ ἀρχῆς ἄν εἶναι Ὀρθόδοξος Οἰκονομία ἤ, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, παρανομία καί προδοσία πίστεως. Ἀκόμη γίνεται κατανοητό ὅτι δέν δυνάμεθα νά ἀναγάγωμε σέ Παραδόσεις κάτι γιά τό ὁποῖο οὐδέποτε ὡμίλησαν οἱ Γραφές καί οἱ Πατέρες, ὅπως εἶναι τό ἡμερολόγιο καί μάλιστα Παραδόσεις ἔχουσες δογματικές διαστάσεις, γιά τίς ὁποῖες νομιμοποιεῖται ἡ Ἀποτείχισις.
Ἡ συνέχεια τῆς διδασκαλίας τοῦ ὁσίου εἶναι τόσο διαφωτιστική, ὅσο καί καταλυτική, γιά τίς σημερινές αἰτίασεις Οἰκουμενιστῶν καί Ἀντιοικουμενιστῶν: «Οὕτως τις ἐκ τοῦ αἰῶνος οἰκονομῶν, οὐ διέσφαλται τοῦ καλοῦ· θᾶττον γάρ ἐπεδράξατο ὅ μικρόν ἐνέλιπεν. Ὡς ἐπί τοῦ οἰακοστρόφου, ὑπανέντος μικρόν τό πηδάλιον, διά τήν ἀντιπνεύσασαν καταιγίδα. Ἑτέρως δέ διενεχθείς διήμαρτε τοῦ σκοποῦ· ἀντί οἰκονομίας παράβασιν τελέσας. Καί τά παραδείγματα πολλά, ἅ παρέλκον ἐστί γράφειν διά τό μακρηγορές»(Φατ. 24,65,35).
Ἐδῶ νομίζω ὅτι ἡ ἔννοια τοῦ «καλοῦ» δέν εἶναι ἀόριστη ἀλλά περικλείει τήν Ὀρθόδοξο πίστι καί ἀλήθεια καί τό «ἐπεδράξατο» σημαίνει ὅτι ἐπανῆλθε εἰς αὐτό τό ὁποῖο προσωρινῶς ἄφησε μέ μεγαλύτερη σφοδρότητα. Στό θέμα λοιπόν τῆς Ὀρθοδόξου Οἰκονομίας, γιά νά μήν ὑπάρχη σφάλμα καί παρέκκλισις εἰς τήν πίστι πρέπει ὁπωσδήποτε, αὐτό τό ὁποῖο γιά σοβαρό λόγο προσωρινῶς ἀφήσαμε, νά τό ἐπαναφέρωμε καί νά τό ἀποκαταστήσωμε μέ μεγαλυτέρα δύναμι. Ἄρα, αὐτοί οἱ ὁποῖοι, ὄχι μόνον δέν ἐπαναφέρουν αὐτά τά ὁποῖα ἀθέτησαν, ἀλλά, στηριζόμενοι εἰς αὐτά, προχωροῦν σέ μεγαλύτερες παραβάσεις, εἶναι ἀποστάτες τῆς πίστεως, γιά τόν ἐπιπρόσθετο λόγο τῆς ἐνδοτικῆς καί συμβιβαστικῆς των προαιρέσεως· καί αὐτοί οἱ ὁποῖοι τούς ἀκολουθοῦν καί συμπορεύονται μαζί των σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο, εἶναι οἱ βολεμένοι καί μή ἔχοντες διάθεσι κατ’ οὐσίαν, οὔτε γιά τήν ἐλαχίστη καί παραμικρή θυσία καί ἀγῶνα εἰς τά θέματα τῆς πίστεως. Δηλαδή θέλουν τόν καιρό τῆς αἱρέσεως καί τοῦ διωγμοῦ τῆς πίστεως νά τόν διέλθουν, κατά τό δή λεγόμενο, ἀβρόχοις ποσί.
Τό παράδειγμα ἐν προκειμένῳ, τό ὁποῖο προσάγει ὁ ὅσιος, εἶναι θά λέγαμε ἀκριβέστατο καί ἀνταποκρίνεται πλήρως εἰς αὐτό τό ὁποῖο θέλει νά διδάξη. Ἡ «ἀντιπνεύσασα καταιγίδα» εἶναι αὐτή ἡ ὁποία ἀναγκάζει τόν κυβερνήτη τοῦ πλοίου γιά λίγο νά ἀλλάξη πορεία γιά νά μήν προξενήση βλάβη εἰς τό πλοῖο. Ἄν ὅμως δέν ἐπαναφέρη τό πλοῖο εἰς τήν ἀρχικήν του πορεία, δηλαδή ἐν προκειμένῳ νά μεταβῆ ἀπό τήν Οἰκονομία εἰς τήν Ἀκρίβεια, τότε «διήμαρτε τοῦ σκοποῦ, ἀντί οἰκονομίας παράβασιν τελέσας», δηλαδή ἄλλαξε πορεία και, ἀπό τήν ὁδό τῆς σωτηρίας, ἀκολουθεῖ πλέον τήν ὁδό τῆς πλάνης καί αἱρέσεως. Αὐτό ἀκριβῶς συμβαίνει σήμερα μέ τούς Οἰκουμενιστές καί τούς Ἀντιοικουμενιστές, οἱ ὁποῖοι τούς ἀκολουθοῦν.
Δέν θά πρέπει νά παρέλθη ἀπαρατήρητο αὐτό τό ὁποῖο ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ὅτι δηλαδή ἐπί τοῦ θέματος τούτου ἔχει ὑπ’ ὄψιν του πολλά παραδείγματα, προφανῶς ἐκκλησιαστικά, τά ὁποῖα δέν ἀναφέρει γιά νά μήν μακρυγορήση. Αὐτό σημαίνει ὅτι ἡ περί Οἰκονομίας διδασκαλία του ἑδράζεται στήν πρακτική τῶν Πατέρων τῆς Ἐκκλησίας καί ἄρα ἐνσωματώνεται στήν Ὀρθόδοξο Παράδοσι.
Ὅλη αὐτή ἡ ἐπιστολή τοῦ ὁσίου εἶναι ἕνα κειμήλιο Ὀρθοδόξου διδασκαλίας. Ἐμεῖς διδασκόμενοι ἀπό αὐτόν, δηλαδή διά νά μήν μακρυγορήσωμε, θά ἀναφερθοῦμε στό τελευταῖο τμῆμα της, τό ὁποῖο ἔχει σχέσι μέ τήν ὑπόθεσι τῆς Ὀρθοδόξου Οἰκονομίας: «Οὐκ ἔστιν οὖν, οὐκ ἔστιν, ὦ δέσποτα, οὔτε τήν καθ' ἡμᾶς Ἐκκλησίαν, οὔτε ἑτέραν, παρά τούς κειμένους νόμους καί κανόνας ποιεῖν τι. Ἐπεί εἰ τοῦτο δοθείη, κενόν τό Εὐαγγέλιον, εἰκῇ οἱ κανόνες καί ἕκαστος κατά τόν καιρόν τῆς οἰκείας ἀρχιερωσύνης, ἐπειδή ἔξεστιν αὐτῷ ὡς δοκεῖ μετά τῶν σύν αὐτῷ πράσσειν, ἔστω νέος εὐαγγελιστής, ἄλλος ἀπόστολος, ἕτερος νομοθέτης. Ἀλλ' οὐδαμῶς».
Ἡ ἐπανάληψις τοῦ «οὐκ ἔστιν» σημαίνει τό ἀδύνατον καί ἀδιανόητον· καί τό «οὔτε τήν καθ’ ἡμᾶς ἐκκλησίαν οὔτε ἑτέραν», σημαίνει τίς τοπικές Ἐκκλησίες· οἱ νόμοι δέ καί οἱ Κανόνες εἶναι ἡ Ἁγία Γραφή καί οἱ ἱεροί Κανόνες. Ὅταν λοιπόν κάποιος Ἐπίσκοπος ἤ κάποια Σύνοδος πράττει παρά τόν Εὐαγγελικό νόμο καί τούς ἱερούς Κανόνες σέ δημόσια, ἐννοεῖται, καί ἐκκλησιαστικά θέματα, ἀκυρώνει κατ’ οὐσίαν τήν Ἁγ. Γραφή καί τούς ἱερούς Κανόνες καί γίνεται ὁ Ἐπίσκοπος ἤ ἡ Σύνοδος, Ἀπόστολος, Εὐαγγελιστής καί νομοθέτης, δημιουργώντας οὐσιαστικά ἄλλο Εὐαγγέλιο καί ἄλλους κανόνες, ὅ,τι δηλαδή κοντολογίς γίνεται σήμερα μέ τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ. Εἶναι ἀπαράμιλλη ἡ ἀκρίβεια καί ἡ σαφήνεια τοῦ ὁσίου εἰς τό σημεῖο αὐτό καί εἶναι θά λέγαμε, ὡσάν νά ὁμιλῆ διά τήν ἐποχή μας.
Ἐδῶ πρέπει, ἐκ τοῦ ἀντιθέτου, νά παρουσιάσουν οἱ ΓΟΧ ἤ καί κάποιοι Ἀποτειχισμένοι ποῦ παρελάβαμε ὡς Κανόνα καί Νόμο τό ἡμερολόγιο ἤ καί τό νά θέσωμε τήν λειτουργική ἑνότητα ἀνώτερη ἤ καί ἰσάξια μέ τήν ἐκκλησιαστική, ὥστε χάριν τῆς λειτουργικῆς λεγομένης ἑνότητος νά θυσιάζωμε διά τῆς Ἀποτειχίσεως τήν ἐκκλησιαστική. Ἄν πάλι ἡ λειτουργική ἑνότης θεωρηθῆ ὡς θέμα πίστεως, πρέπει νά ἀποδειχθῆ ὅτι πάντοτε αὐτή ὑπῆρχε, σύμφωνα μέ τήν Ἁγ. Γραφή (Ἰουδ. 3), εἰδάλλως μεταπίπτομε στήν παπική μέθοδο νά δημιουργοῦμε δηλαδή ἄλλη Παράδοσι καί ἄλλη πίστι. Ἐξυπακούεται βεβαίως ὅτι δέν ἀντιλέγομε εἰς τό ὅτι εἶναι καλό καί θεάρεστο νά ὑπάρχη καί ἡ λεγομένη λειτουργική ἑνότητα, ἀλλά εἶναι πλάνη νά τήν ἐξισώνωμε μέ τήν ἐκκλησιαστική καί, ὡς ἐκ τούτου, νά θυσιάζωμε τήν ἐκκλησιαστική χάριν τῆς λειτουργικῆς.
Ἡ κατάληξις τῆς ἐπιστολῆς αὐτῆς τοῦ ὁσίου εἶναι ὄντως μεγαλοπρεπής καί συγχρόνως αὐστηρή δι’ αὐτούς οἱ ὁποῖοι καινοτομοῦν καί ἑδράζεται ἀποκλειστικῶς καί μόνο εἰς τήν Ἁγ. Γραφή, δι’ αὐτό ἔχει καί τό ἀσφαλές καί ἀναντίρρητο:«παραγγελίαν γάρ ἔχομεν ἐξ αύτοῦ τοῦ ἀποστόλου, παρ’ ὅ παρελάβομεν, παρ’ ὅ οἱ κανόνες τῶν κατά καιρούς συνόδων καθολικῶν τε καί τοπικῶν, ἐάν τις δογματίζῃ ἤ προστάσσῃ ποιεῖν ἡμᾶς, ἀπαράδεκτον αὐτὸν ἔχειν μηδέ λογίζεσθαι αὐτόν ἐν κλήρῳ ἁγίων· καί τό δύσφημον παρῆμεν λέγειν, ὅ αὐτός εἴρηκεν». Ἐδῶ ὁμιλεῖ μέ ἄκρα σαφήνεια καί ἀπόλυτη συνέπεια στήν Ἁγ. Γραφή, γιά τό πῶς πρέπει νά συμπεριφερώμεθα ἐμεῖς πρός ὅσους καινοτομοῦν ἤ μᾶς προστάσσουν νά ὑπακούσωμε σέ κάτι ἀντίθετο ἀπό τίς Γραφές καί τούς ἱερούς Κανόνες. Ὁ κλῆρος τῶν Ἁγίων εἶναι ἡ μερίς τῶν Ὀρθοδόξων, δηλαδή δέν θά τόν συγκαταριθμοῦμε αὐτόν τόν Ἐπίσκοπο ἤ τήν Σύνοδο, ἐφ’ ὅσον καινοτομοῦν εἰς τήν μερίδα τῶν Ὀρθοδόξων, ἀλλά θά ἀπομακρυνώμεθα διά τῆς Ἀποτειχίσεως ἀπό αὐτούς. Αὐτή εἶναι ἡ ἐν καιρῷ αἱρέσεως παραμονή εἰς τήν Ἐκκλησία.
Τό δύσφημο (κακόφημο) τό ὁποῖο δέν ἀναφέρει ὁ ὅσιος, ἀλλά ἀντιπαρέρχεται γιά συντομία, εἶναι ὁ ἀναθεματισμός τοῦ Ἀποστόλου Παύλου (Γαλατ. 1,8-9) πρός οἱονδήποτε καινοτομεῖ, ἀπό ἀνθρώπου ἕως ἀγγέλου.
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ καί σέ ἄλλες ἐπιστολές τοῦ ὁσίου γιά νά κατανοήσωμε τό σπουδαῖο γιά τίς ἡμέρες μας θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας.
Ὑπάρχει μία ἐπιστολή τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία ἔχει ὡς παραλήπτη τόν μοναχό Γρηγόριο καί ἡ ὁποία δέν ἔχει καταχωρηθῆ στήν συλλογή τοῦ J. Migne ἀλλά στήν ὁλοκληρωμένη συλλογή τοῦ Γ. Φατούρου (ἐπιστ. 556,853 σελ.)Ἐδῶ περιγράφεται μία Οἰκονομία τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία πολλά θά ἔχη νά εἰπῆ καί στίς ἡμέρες μας, ἄν βεβαίως ἔχωμε καί ἐμεῖς τό ἴδιο πνεῦμα μέ τόν ὅσιο. Ἡ ὑπόθεσις ἡ ὁποία περιγράφεται διά πολλῶν λεπτομερειῶν στήν ἐπιστολή ἀπό τόν ὅσιο εἶναι ἡ ἑξῆς.
Ὑπῆρχαν κάποιοι, οἱ ὁποῖοι ἀμφισβητοῦσαν τόν ὅσιο ὡς πρός τήν τοποθέτησί του ἐπί τῆς μοιχειανικῆς αἱρέσεως. Αὐτοί κατηγοροῦσαν αὐτόν ὅτι κάνει λάθος εἶναι αὐστηρός, θά ἐκπέση τῆς Ἐκκλησίας ἄν δέν διορθωθῆ, θά κάνη σχίσμα κλπ. Τό σημαντικό σημεῖο τῆς διαφορᾶς των δέν ἦταν ὡς πρός τήν Ἀποτείχισι ἀπό τούς Μοιχειανούς, ἀλλά ὡς πρός τόν χαρακτηρισμό τῆς καταστάσεως. Ὁ ὅσιος δηλαδή ἐδίδασκε ὅτι ἡ δημοσία καί Συνοδική ἀθέτησις τῆς εὐαγγελικῆς ἐντολῆς τοῦ γάμου εἶναι αἵρεσις, ἐνῶ αὐτοί ἔλεγον ὅτι δέν εἶναι αἱρετικοί, ἀλλά ἁπλῶς παραβάτες τῶν ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ, καταπατητές τῶν ἱερῶν Κανόνων, ἀνίεροι, ἀκοινώνητοι κλπ: «…ἐπεί φησί, ὅτι πάντες οἱ φίλοι καί εὐσεβεῖς τῷ μή λέγειν αἵρεσιν ἀλλ’ ἤ μόνον παράβασιν τῶν ἐντολῶν τοῦ θεοῦ, καταπατητάς τῶν θείων κανόνων καί ἀνιέρους, φεύγετε αὐτῶν τήν κοινωνίαν παντάπασι, καί ἕτερα πρός τοῖς εἰρημένοις ἐπιπλήττων, ὡς οὐχ οἷόν τε τό γράμμα ἀπαγγεῖλαι διά τό πλῆθος».
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης τότε ἀπέστειλε πρός αὐτούς μία μελέτη μέ ἁγιογραφικές καί πατερικές μαρτυρίες διά νά ἐπιλύση τίς ἀπορίες καί ἐνστάσεις των. Βλέποντας ὅμως αὐτούς νά ἐπιμένουν, ἴσως διότι ἐφοβοῦντο τήν ἐξουσία καί τά δεινά, ἴσως ἐπειδή δέν τό ἐχωροῦσε αὐτό ὁ νοῦς των, ἤ καί ἀπό ἄλλες ἀνθρώπινες ἀδυναμίες, φθόνου κλπ. καί ἐπειδή ἐφοβήθηκε μήπως ἐπέλθει σχίσμα μεταξύ των, τό ὁποῖο θά ἦτο ἡ χαρά τοῦ διαβόλου καί τῶν αἱρετικῶν, ἤ καί τό χειρότερο, φοβούμενος δηλαδή μήπως ἐπιστρέψουν αὐτοί πάλι στούς αἱρετικούς, πρᾶγμα τό ὁποῖο ἦταν ἀποστασία ἐκ τῆς ἀληθείας, μέ τήν συνεργασία καί συμφωνία τοῦ ἀδελφοῦ Εὐπρεπιανοῦ, ἀπεφάσισαν νά κάνουν Οἰκονομία κατά μίμησι σέ τέτοιες περιπτώσεις τῶν Ἁγ. Πατέρων, ἡ ὁποία δέν θά εἶχε καμμία βλάβη, οὔτε ἀθέτησι τοῦ νόμου τοῦ Θεοῦ: «…ὁρῶν οὖν ὅτι τό μή φέρειν αὐτούς τήν ἐκ τοῦ λέγειν αἵρεσιν ὀργήν τοῦ κρατοῦντος αἴτιον τῆς ἀσυμφωνίας ἤ νοός ἐν τοῖς μέν ἀχωρησίαν ἤ τάχα καί τοῦ φθόνου ὑποσμηχόμενον τό κέντρον καί πάντοθεν ἀπορῶν τό τε σχίσμα ἡμῶν αὐτῶν δεδιώς, εἰς χαράν ὄν τοῦ διαβόλου καί τῶν αἱρετιζόντων, τό τε συνελθεῖν αὐτοῖς ἀποστασίαν εἶναι ἀληθείας, συμβουλίᾳ καί τοῦ ἀδελφοῦ ἐπί οἰκονομίαν ἦλθον μιμήσει τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν, μηδέν ἔχουσαν, ὡς οἶμαι, τό βλάπτον καί παρά τό εἰκός εἰς νόμον θεοῦ· καί δή ταύτην παρατίθημι, ἔχουσαν ὧδε».
Ἐδῶ βλέπομε ὅτι τό πνεῦμα τῶν Πατέρων ἐν καιρῷ αἱρέσεως εἶναι νά οἰκονομοῦμε τίς μεταξύ μας διαφορές καί ἀντιγνωμίες, ἐφ’ ὅσον δέν βλάπτεται ἡ πίστις καί ὁ νόμος τοῦ Θεοῦ, νά μήν ὑπάρχουν μεταξύ μας σχίσματα καί νά τά ἐξαλείφωμε, ὅταν αὐτά δημιουργοῦνται, μέ ὑποχωρήσεις, οἱ ὁποῖες ἀποβλέπουν εἰς τό νά διατηρῆται ἡ μεταξύ μας συνοχή καί κοινωνία καί ἡ Ἀποτείχισις ἀπό τήν αἵρεσι. Τό ὅτι εἰς τό σημεῖο αὐτό ὁ ὅσιος ἐκθέτει ὅλες τίς σκέψεις του καί τούς προβληματισμούς του, καθώς καί τήν ἀπόφασί του περί Οἰκονομίας, μᾶς καθοδηγεῖ πῶς πρέπει καί ἐμεῖς νά σκεπτώμεθα σέ ἀνάλογες περιπτώσεις.
Ἡ Οἰκονομία, τήν ὁποία ἔκανε, προκειμένου νά ἀποφευχθῆ ἡ μεταξύ των διάστασις, ἦταν ἡ ἑξῆς. Κάθε μία πλευρά θά διατηροῦσε τήν ἄποψί της διά τήν δημιουργηθεῖσα στήν Ἐκκλησία κατάστασι, δηλαδή αὐτοί θά ἔλεγαν ὅτι αὐτό ἦτο παράβασις ἐντολῶν τοῦ Θεοῦ καί ἱερῶν Κανόνων καί ὅτι αὐτοί πού τό ἔκαναν ἦταν ἀνίεροι καί ἀκοινώνητοι, καί ὁ ὅσιος καί οἱ ἀκολουθοῦντες αὐτόν θά ἔλεγαν ὅτι αὐτό εἶναι αἵρεσις καί οἱ προσχωρήσαντες εἰς αὐτήν ἦσαν ἀκοινώνητοι. Θά ἐσυναντῶντο δηλαδή καί οἱ μέν καί οἱ δέ εἰς τήν Ἀποτείχισι ἀπό τούς Μοιχειανούς. Αὐτοί δέ οἱ ὁποῖοι θά τούς ἐκατηγοροῦσαν ὅτι τάχα δέν συμφωνοῦν μεταξύ των θά ἀποστομώνοντο ἀπό τήν μεταξύ των συμφωνία εἰς τήν Ἀποτείχισι. Ὁ χρόνος μόνο τῆς Οἰκονομίας θά ἦτο ἀόριστος, μέχρι δηλαδή νά κατανοήσουν καί νά τούς πληροφορήση ὁ Θεός ὅτι καί τό σχίσμα δέν εἶναι μικρότερο κακό ἀπό τήν αἵρεσι, σύμφωνα μέ τόν Χρυσορρήμονα ἅγιο: «Ἐπεί ὁρῶ ὑμᾶς εἰς τοσοῦτον ὑπενδοῦται ὥστε ἀπορραγήν γενέσθαι εἰς ἡμᾶς, τοῦτο φρονεῖν γέγονέ μοι εὖ ἔχειν εἰς οἰκονομίας τρόπον. εἰ μή φέροι τις λέγειν αἵρεσιν ἀχωρησίᾳ νοός, ἀσθενείας μέν ἐστι, κἄν οὐ βούληται, λογίζεσθαι οὕτως ὁ ἀκούων, συγχωρητέον δέ ὅμως τήν φωνήν χάριν τῆς συναφείας, τῶν ἄλλων σῳζωμένων, λέγω δή τῆς τε ἀκοινωνησίας καθόλου καί ἄλλης πως οὐ συγκαταβάσεως, καθά καί οἱ φίλοι δῆθεν ἐπαινοῦσιν ὑμᾶς· κἀμοί καί τοῖς ὁμοίως μοι αἱρουμένοις ἔστω τό λέγειν αὐτήν αἵρεσιν, καθώς πεπιστεύκαμεν ἐν ἀποδείξει τῆς ἀληθείας, καί εἰ οἱ δι’ ἐναντίας τοῦτο ὁρῶντες ἐνδιαβάλλουσιν ἡμᾶς ἀσυμφώνους εἶναι, μηδετέρῳ μέρει μελέτω· ἐν γάρ τῇ ἀφωνίᾳ συμφωνία ἡμῖν πραγματεύεται τοῖς πράγμασι, ἐξ ἴσου ἀφισταμένοις τῆς κοινωνίας αὐτῶν, ἕως ἄν ὁ θεός πληροφορήσῃ ἡμᾶς, τοῦτο εἰδότας, ὡς καί τό σχίσμα οὐδέν ἔλαττον αἱρέσεως, ὡς τῷ Χρυσοστόμῳ εἴρηται».
Μέ βάσι τήν διδασκαλία τοῦ ὁσίου πρέπει καί ἐμεῖς νά ἀναλογισθοῦμε ἄν εἶναι σωστό νά «κολλοῦμε» σήμερα στά ἡμερολόγια, σέ ἡγετικές ἀπαιτήσεις καί ἐξαναγκασμό τῶν ἄλλων νά ἀποδεχθοῦν τήν ἄποψί μας, ἤ νά δημιουργοῦμε διαστάσεις καί διχόνοιες γιά δευτερεύοντα θέματα. Βλέπομε τόν ὅσιο νά παραιτῆται κάθε ἡγετικῆς τάσεως καί τό μόνο του μέλημα νά εἶναι ἡ ἀποφυγή σχισμάτων καί διαστάσεων. Καί ἐδῶ ἡ Οἰκονομία ἔχει τή θέσι της καί μάλιστα σύμφωνα μέ τόν ὅσιο εἶναι ἡ πατερική γραμμή «ἐπί οἰκονομίᾳ ἦλθον μιμήσει τῶν ἁγίων πατέρων ἡμῶν». Ἡ μεταξύ μας συμφωνία θά ἔχη μεγίστη ὠφέλεια, ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς, ἀλλά καί σέ ὅσους προβληματίζονται καί ἐπιθυμοῦν νά ἐξέλθουν ἀπό τήν αἵρεσι καί ἐκ τοῦ ἀντιθέτου βεβαίως ἡ μεταξύ μας ἀσυμφωνία καί διάστασις θά προξενήση βλάβη, ὄχι μόνο σέ ἐμᾶς, ἀλλά καί στούς προβληματισμένους καί καλοπροαίρετους καί εὑρισκομένους εἰς τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, γιά τούς ὁποίους ἴσως ἀπό τόν Θεό θεωρηθοῦμε τελικά ὑπεύθυνοι καί ὑπαίτιοι τῆς παραμονῆς των εἰς αὐτήν.
Ἄν τέλος ἰδοῦμε ἀπό μία ἄλλη ἄποψι τήν διάστασι καί διαφωνία αὐτή, τήν ὁποία ἀνωτέρω περιγράψαμε, θά πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι αὐτοί οἱ ὁποῖοι διαφωνοῦσαν μέ τόν ὅσιο, ἦσαν κατ’ οὐσίαν αὐστηρότεροι ἀπό αὐτόν, ἐφ’ ὅσον ἐθεωροῦσαν νόμιμο τήν Ἀποτείχισι ἀπό αὐτούς, οἱ ὁποῖοι ἁπλῶς δημοσίως καί Συνοδικῶς παρανομοῦσαν καί καταπατοῦσαν τούς ἱερούς Κανόνες, ἐνῶ ὁ ὅσιος ἐθεωροῦσε νόμιμο τήν Ἀποτείχισι ἐξ αἰτίας τῆς ὑπάρξεως τῆς αἱρέσεως. Καταλαβαίνει λοιπόν ἕκαστος πόσο μακρυά ἀπό τό πνεῦμα τῶν Πατέρων εἶναι ὅσοι διστάζουν στήν Ἀποτείχισι σήμερα πού ὑπάρχει ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ἡ ὁποία ἔχει χαρακτηρισθῆ ὡς Παναίρεσις καί ὁδηγεῖ μέ μαθηματική ἀκρίβεια στά ἔσχατα, στόν Ἀντίχριστο κλπ.
Θά ἀναφερθοῦμε ἐν συνεχείᾳ καί σέ μία ἄλλη Οἰκονομία τοῦ Ὁσίου, ἡ ὁποία ἀναφέρεται στίς ἐπιστολές του.
Αὐτή ἦτο ὅτι γιά κάποιο χρονικό διάστημα ἐσιωποῦσε καί, ἐνῶ ἐγνώριζε τήν ὑπόθεσι τῆς ἐπαναφορᾶς τοῦ οἰκονόμου Ἰωσήφ εἰς τήν ἱερωσύνη ἀπό τόν Πατριάρχη ἅγιο Νικηφόρο, κατόπιν βέβαια πιέσεων ἀπό τόν αὐτοκράτορα Νικηφόρο τόν ἀπό Γενικοῦ, ὁ ὅσιος ἁπλῶς δέν συμμετεῖχε σέ συλλείτουργα καί ἐκκλησιαστικές τελετές, περιμένοντας διά τῆς σιωπῆς καί ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως νά ἰδῆ τήν ἔκβασι τῆς ὑποθέσεως. Αὐτό τό γεγονός τό περιγράφει σέ ἐπιστολή πρός τούς μοναχούς τῆς Μονῆς Σακκουδίωνος: «Ἕως μὲν ἦν καιρὸς τοῦ οἰκονομεῖν καὶ κρύπτειν τὴν ὑπόθεσιν τῆς ἀκοινωνησίας Ιωσήφ τοῦ οἰκονόμου, ἐποιοῦμεν τοῦτο, τέκνα καὶ ἀδελφοί, οὐκ ἐκ φόβου κρατούμενοι, κἂν ἁμαρτωλοὶ τυγχάνωμεν, ἀλλ' ἐξ οἰκονομικῆςσυγκαταβάσεως, ἐκμιμούμενοίπως τοὺς ἁγίους πατέρας ἡμῶν, καθὰ κἀκεῖνοι ἐν καιρῷ τῷ δέοντι χρώμενοι ταύτῃ ὑπεξήγαγον ἑαυτοῖς τὸν πειρασμόν, τὸ μὲν φειδόμενοι τῶν ἀσθενεστέρων καὶ κακούντων, τὸ δὲ μικρὸν ὑπενδιδοῦντες κυβερνητικῶς, ἵνα τὸ ζητούμενον μικρὸν ὕστερον ἀντιλάβωσι κατόρθωμα. ἐπὰν δὲ νῦν ηὐδόκησεν ὁ ἀγαθὸς ἡμῶν θεὸς εἰς προῦπτον ἐκβῆναι τὴν ὑπόθεσιν, φανερῶς ἄρτι καὶ γράφομεν. πῶς δέ; διὰ τῆς τοῦ λογοθέτου τοῦ δρόμου ἐπερωτήσεως καὶ τῆς πρὸς αὐτὸν τοῦ ἀρχιεπισκόπου ἀποκρίσεως»(Φατ. 31, 84, 2).
Ἐδῶ ἀναφέρει ὁ Ὅσιος ὅτι οἱ οἰκονομίες γίνονται χάριν τῶν ἀσθενεστέρων ἀδελφῶν καί αὐτῶν οἱ ὁποῖοι μέ κακή διάθεσι ζητοῦν αἰτίας γιά νά κατηγορήσουν καί νά σκανδαλίσουν τούς Χριστιανούς. Ἡ ἀπομάκρυνσις ὅμως αὐτή ἔγινε γνωστή καί ἐστάλη ὁ λογοθέτης τοῦ δρόμου να ἐρωτήση εὐθέως γιά ποίαν αἰτίαν σέ τόσες ἑορτές ἀπουσίασαν οἱ Ὅσιοι καί δέν συμμετεῖχον εἰς αὐτές. Ἐφ’ ὅσον, λοιπόν, ἔγινε φανερή ἡ ὑπόθεσις, ὁ ἀδελφός τοῦ Ὁσίου ἅγιος Ἰωσήφ, ἀρχιεπίσκοπος Θεσσαλονίκης, ἀπήντησε εἰς τον ἀπεσταλμένο καί ἐξήγησε τόν λόγο τῆς ἐκκλησιαστικῆς ἀπομακρύνσεως:«Φησὶ γάρ, "διατί ἕως τοῦ παρόντος οὐ συνεκοινώνησας ἡμῖν καὶ τῷ πατριάρχῃ, τοσούτων ἑορτῶν διελθουσῶν"; καὶ ὅτι "εἰπὲ παρρησίᾳ τὸ αἴτιον". καὶ ὡμολόγησεν ὁ ἀρχιεπίσκοπος καὶ οὐκ ἠρνήσατο, καὶ ὡμολόγησεν ὅτι "οὔτε πρὸς τοὺς εὐσεβεῖς ἡμῶν βασιλεῖς ἔχω τι οὐδ' αὖ πρὸς τὸν πατριάρχην, ἀλλὰ πρὸς τὸν οἰκονόμον τὸν στεφανώσαντα τὸν μοιχὸν καὶ διὰ τοῦτο καθῃρημένον παρὰ τῶν ἱερῶν κανόνων". πρὸς οἷς ἡ ἀπόκρισις τοῦ λογοθέτου ὅτι "οἱ εὐσεβεῖς ἡμῶν βασιλεῖς χρείαν σου οὐκ ἔχουσιν οὔτε ἐν Θεσσαλονίκῃ οὔτε ἀλλῇ"» (Φατ. 31, 85,14).
Ἡ σιωπή, λοιπόν, εἶναι καί αὐτήτρόπος οἰκονομίας, ὅταν δέν γίνεται ἀπό φόβο καί δειλία, ἀλλά χάριν τῶν ἀσθενῶν καί ἀδυνάτων στήν πίστι. Οὔτε βέβαια, ὅταν προσβάλλεται εὐθέως ἡ πίστις, διότι τότε ὁ Ὅσιος τήν σιωπή αὐτή τήν κατηγορεῖ καί τήν θεωρεῖ προδοσία (π.χ. «Ἐντολὴ γὰρ Κυρίου μὴ σιωπᾶν ἐν καιρῷ κινδυνευούσης πίστεως· λάλει γάρ, φησί, καὶ μὴ σιώπα» κ.λπ. Φατ. 425, 595, 12).
Τελικῶς ἔγινε γνωστή ἡ ὑπόθεσις τῆς παρανομίας σέ ὅλη τήν πόλι:«ἐξηχήθη δὲ ἡ ὑπόθεσις ἐπί τε τοῦ πατριάρχου καὶ πάσης τῆς πόλεως σχεδόν, καὶ εἰσὶ μὲν πολλοὶ συνθλιβόμενοι καὶ συμφθεγγόμενοι ἡμῖν, ἀλλὰ νυκτερινοὶ θεοσεβεῖς, μὴ δυνάμενοι ἐν φωτὶ παρρησιασθῆναι» (Φατ. 31.85,26).
Ἐδῶ εἶναι ἀναγκαῖο νά ἀναφερθοῦμε στούς «νυκτερινούς θεοσεβεῖς», τό ὁποῖο εἶναι μιά θαυμαστή καί παραστατική ἔκφρασι τοῦ ὁσίου, ἡ ὁποία ἀποδίδεται σέ ὅλους αὐτούς, οἱ ὁποῖοι συμπαρίστανται, συνθλίβονται καί ὁμιλοῦν μέχρις ἐκεῖ πού δέν κινδυνεύει ἡ ἡσυχία των, ἡ ἐξουσία των καί τό λεγόμενο βόλεμά των. Τό «μὴ δυνάμενοι ἐν φωτὶ παρρησιασθῆναι», σημαίνει ὅτι ὅλοι αὐτοί δέν ὁμολογοῦν καί δέν κινδυνεύουν χάριν τῆς ἀληθείας.
Θά ἠδυνάμεθα καί ἄλλα νά ἀναφέρωμε ἀπό τίς ἐπιστολές τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου γιά τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας, ἀλλά τά ἀντιπαρερχόμεθα θεωρώντας ὅτι ἀναφέραμε τίς βασικές θέσεις του ἐπί τοῦ θέματος τούτου.
7) ΔΙΔΑΣΚΑΛΙΑ ΚΑΙ ΠΑΡΑΔΕΙΓΜΑΤΑ ΤΟΥ ΑΓ. ΝΙΚΟΔΗΜΟΥ ΤΟΥ ΑΓΙΟΡΕΙΤΟΥ ΑΠΟ ΤΟ ΠΗΔΑΛΙΟΝ ΠΕΡΙ ΤΗΣ ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΑΣ
Ὁ ἅγιος Νικόδημος ὁ Ἁγιορείτης ἐξηγεῖ καί αὐτός θαυμάσια τό θέμα τῆς ἐκκλησιαστικῆς Οἰκονομίας καί Ἀκριβείας. Μάλιστα, ἀκολουθώντας πιστά τήν ὀρθόδοξο μέθοδο ἑρμηνείας, φέρνει σέ συμφωνία τίς Γραφές, τίς Συνόδους καί τούς Πατέρες, ἐκεῖ ὅπου φαινομενικά δείχνουν ὅτι διαφωνοῦν. Ἀναφερόμενος, λοιπόν, στό θέμα τοῦ βαπτίσματος τῶν αἱρετικῶν καί παρουσιάζοντας ἄλλους Πατέρες καί Συνόδους νά τό ἀπορρίπτουν τελείως, καί ἄλλους νά δέχωνται τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν, ἀναφέρει τά ἑξῆς στήν ὑποσημείωσι τοῦ 46ουἈποστολικοῦ Κανόνος: «Διὰ νὰ γένῃ εὔληπτος ἡ λύσις τῆς ἀπορίας ταύτης, εἶναι χρεία νὰ προηξεύρῃ τινάς, ὅτι δύω εἴδη κυβερνήσεως, καὶ διορθώσεως, φυλλάττονται εἰς τὴν τοῦ Χριστοῦ Ἐκκλησίαν. Τὸ ἓν εἶδος ὀνομάζεται Ἀκρίβεια, τὸ δὲ ἄλλο, ὀνομάζεται Οἰκονομία καὶ Συγκατάβασις, μὲ τὰ ὁποῖα κυβερνοῦσι τὴν σωτηρίαν τῶν ψυχῶν οἱ τοῦ Πνεύματος οἰκονόμοι, πότε μὲν μὲ τὸ ἕνα, πότε δὲ μὲ τὸ ἄλλο. Λοιπὸν οἱ ἅγιοι Ἀπόστολοι εἰς τοὺς προρρηθέντας Κανόνας των, καὶ οἱ μνημονευθέντες ἅπαντες ἅγιοι, ἐμεταχειρίσθησαν τὴν Ἀκρίβειαν, καὶ διὰ τοῦτο ἀποβάλλουσι μὲ τελειότητα τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν· αἱ δὲ δύω Οἰκουμενικαὶ σύνοδοι ἐμετεχερειρίσθησαν τὴν Οἰκονομίαν, καὶ τῶν μὲν Ἀρειανῶν καὶ Μακεδονιανῶν τὸ βάπτισμα ἐδέχθησαν, καὶ ἄλλων· τῶν δὲ Εὐνομιανῶν καὶ ἄλλων ἀκόμη, δὲν ἐδέχθησαν».
Καί ἐν συνεχείᾳ ἐξηγεῖ τούς λόγους γιά τούς ὁποίους ἔγινε αὐτή ἡ Οἰκονομία ἀπό τίς δύο αὐτές Οἰκουμενικές Συνόδους. Ἡ σκέψις τοῦ Ἁγίου εἶναι ὅτι οὔτε μία Οἰκουμενική Σύνοδος ἔχει δικαίωμα νά ἀθετῆ ἀποφάσεις ἄλλων Συνόδων, ἄν δέν ὑπάρχη σοβαρός λόγος γιά τόν ὁποῖον γίνεται ἡ Οἰκονομία. Ἀναφέρει κατωτέρω συγκεκριμένα τά ἑξῆς:«Διότι ἂν ὁ λόγος οὗτος τῆς Οἰκονομίας δὲν ἦτο, πῶς ἡ ϛ΄. σύνοδος δὲν ἤθελεν ἐναντιώνεται καὶ εἰς τὸν ἑαυτόν της, καὶ εἰς τὴν Οἰκουμενικὴν β΄. σύνοδον, δεχομένη μὲν αὐτὴ τὸ βάπτισμα τινῶν αἱρετικῶν, ἐπισφραγίζουσα δὲ τοὺς Κανόνας τοῦ Μ. Βασιλείου, ὁ ὁποῖος εἰς τὸν α΄. καὶ μζ΄. Κανόνα παντελῶς ἀθετεῖ τὸ τῶν αἱρετικῶν βάπτισμα; Τάχα δὲν ἀνεγίνωσκεν αὐτὴ τοὺς κανόνας τοῦ Βασιλείου; ἢ διὰ τί νὰ μὴ κάμῃ ἐξαίρεσιν, νὰ εἰπῇ ὅτι ἐπισφραγίζει μὲν ὅλους τοὺς ἄλλους Κανόνας του, ἔξω μόνο ἀπὸ τὸν α΄. καὶ μζ΄.; Φανερὸν εἶναι λοιπόν, ὅτι ἀφῆκε νὰ νοοῦμεν ἡμεῖς, πῶς ὁ μὲν μέγας Βασίλειος μεταχειρίζεται τὴν Ἀκρίβειαν, αὐτὴ δέ, καὶ ἡ Οἰκουμενικὴ β΄. ἐμεταχειρίστηκαν τὴν Οἰκονομίαν, καὶ οὕτω δὲν φαίνεται κᾀμμία ἀντίφασις, ἢ ἐναντιότης ἀνάμεσά των».
Ἐν συνεχείᾳ ὁ ἅγιος Νικόδημος ἀναφέρει τούς λόγους γιά τούς ὁποίους τό βάπτισμα τῶν Παπικῶν εἶναι ἄκυρον. Γιά νά ἀναιρέση ὅλα τά ἐπιχείρηματα τῶν Λατινοφρόνων, ἑστιάζει τό θέμα σέ μιά μεγάλη Οἰκονομία τήν ὁποίαν ἔκαναν οἱ Βυζαντινοί, λίγο πρίν ὑποδουλωθοῦν εἰς τούς Τούρκους: «Ἠξεύρω τί προβάλλουσιν οἱ ἄμισθοι δεφένσορες τοῦ Λατινικοῦ ψευδοβαπτίσματος. Προβάλλουσι γὰρ ὅτι μὲ μῦρον ἐσυνείθισεν ἡ Ἐκκλησία μας νὰ δέχηται τοὺς ἀπὸ Λατίνων ἐπιστρέφοντας, καὶ εὑρίσκεται καὶ κᾄποια διατύπωσις, ὅποῦ διαλαμβάνει τί λογῆς νὰ τοὺς δεχώμεθα. Καὶ πρὸς ταῦτα ἁπλᾶ καὶ δίκαια ἀποκρινόνεθα ταῦτα. Ὅτι φθάνει ὁποῦ ὁμολογεῖς, πῶς μὲ μῦρον τοὺς ἐδέχετο. Λοιπὸν εἶναι αἱρετικοί. Διὰ τί γὰρ μὲ μῦρον, ἂν δὲν ἦσαν αἱρετικοί; λοιπὸν ὄντων ὁμολογουμένως αἱρετικῶν, δὲν εἶναι πιθανόν, ὅτι ἡ Ἐκκλησία ἡ ὀρθόδοξος καὶ Ἀποστολικὴ ἤθελεν ἐπίτηδες νὰ ἀθετῇ τούς Ἀποστολικοὺς τούτους Κανόνας, καὶ τοὺς συνοδικοὺς ὁποῦ προεσημειώσαμεν. Ἀλλὰ καθὼς φαίνεται, καὶ καθὼς εἶναι πρέπον νὰ πιστεύσωμεν, κᾄποιάν τινα μεγάλην οἰκονομίαν ἠθέλησε νὰ μεταχειρισθῇ εἰς τοὺς Λατίνους ἡ Ἐκκλησία, ἔχουσα καὶ παράδειγμα εἰς τὸν σκοπόν της τὴν μεγάλην ἐκείνην καὶ ἁγίαν Οἰκουμενικὴν σύνοδον τὴν δευτέραν».
Καὶ ἐξηγεῖ κατωτέρω τὸν λόγον τῆς Οἰκονομίας: «Οἰκονόμησαν λοιπὸν ὁμοίως καὶ οἱ πρὸ ἡμῶν, καὶ ἐδέχθησαν τὸ βάπτισμα τῶν Λατίνων, κατὰ τὸν δεύτερον μάλιστα τρόπον, διὰ τὶ ὁ Παπισμὸς τότε ἤκμαζε, καὶ ὅλας τὰς δυνάμεις τῶν τῆς Εὐρώπης βασιλέων εἶχεν εἰς τὰς χεῖρας του, τὸ δὲ βασίλειον τὸ ἰδικόν μας ἔπνεε τὰ λοίσθια. Ὅθεν ἦτο ἀνάγκη, ἂν ἡ οἰκονομία αὐτὴ δὲν ἐγίνετο, νὰ ἐγείρῃ τὰ Λατινικὰ γένη ὁ Πάπας κατὰ τῶν Ἀνατολικῶν, νὰ αἰχμαλωτίζουν, νὰ φονεύουν, καὶ ἄλλα μύρια εἰς αὐτοὺς νὰ κλάμνουν δεινά».
Ἀφοῦ ὁ Ἅγιος ἐξέθεσε τούς λόγους τῆς Οἰκονομίας, κατωτέρω ἐξηγεῖ γιατί πρέπει αὐτή νά σταματήση καί νά ἐπανέλθωμε εἰς τήν Ἀκρίβεια τῶν ἱερῶν Κανόνων: «Ἀλλὰ τώρα ὁποῦ κακὰ τοιαῦτα δὲν δύνανται εἰς ἡμᾶς νὰ κάμνουν, μὲ τὸ νὰ ἐπέστησεν εἰς ἡμᾶς ἡ θεία πρόνοια φύλακα τοιοῦτον, ὁποῦ καὶ αὐτῶν ἐκείνων τῶν ἀγερώχων εἰς τέλος κατέβαλε τὴν ὀφρῦν, τώρα λέγω, ὁποῦ τίποτε καθ’ ἡμῶν δὲν ἰσχύει ἡ λύσσα τοῦ παπισμοῦ, τί πλέον οἰκονομία χρειάζεται; ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια, καὶ δὲν εἶναι παντοτινή, καὶ ἀόριστος».
Ἐν συνεχείᾳ ὁ Ἅγιος δίδει μερικούς ὁρισμούς καἰ ὁριοθετεῖ τήν ἐκκλησιαστική Οἰκονομία σύμφωνα πάντα μέ τήν διδασκαλία τῶν Ἁγίων Πατέρων:«Δι’ ὃ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει· “Ὁ κατ’ οἰκονομίαν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες (ἑρμηνεία εἰς τὸ ε΄, 11. τῆς πρὸς Γαλάτ.)” ἱκανῶς οἰκονομήσωμεν, λέγει ὁ θεολόγος Γρηγόριος ἐν τῷ πρὸς τὸν Ἀθαν. ἐγκωμίῳ, μήτε τὸ ἀλλότριον προσλαμβάνοντες, καὶ τὸ ἡμέτερον φθείροντες, ὃ κακῶν ὄντως ἐστὶν οἰκονομῶν. Ἔτσι λέγω καὶ ἐγώ. Βέβαια κακὴ οἰκονομία εἶναι αὐτή, ὅταν διὰ μέσου αὐτῆς οὔτε τοὺς Λατίνους ἠμποροῦμεν νὰ ἐπιστρέψωμεν, καὶ ἡμεῖς παραβαίνομεν τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἱερῶν Κανόνων, καὶ δεχόμεθα τῶν αἱρετικῶν τὸ ψευδοβάπτισμα. “Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα μὴ παρονομητέον”, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος».
Θά πρέπει εἰς τό σημεῖο αὐτό, προκειμένου νά συνδέσωμε ὅλα τά ἀνωτέρω μέ τήν σημερινή κατάστασι, νά παρουσιάσωμε μία ἀναγκαία διδασκαλία τήν ὁποία θά πάρωμε ἀπό τόν ὅσιο Θεόδωρο τόν Στουδίτη. Ἡ διδασκαλία αὐτή ἀναφέρει ὅτι ὅσα λέγουν καί τελοῦν οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἐπίσκοποι εἰς τά μυστήρια, τίς λατρευτικές συνάξεις, ἤ ἀκόμη καί οἱ Σύνοδοι μέ τίς ἀποφάσεις τίς ὁποῖες παίρνουν, τούς Κανόνες τούς ὁποίους θεσπίζουν κ.λπ., δέν ἔχουν οὐδεμία ἰσχύ, ἂν δέν ἐπικυρωθοῦν οὐρανόθεν ἀπό τό Ἅγιο Πνεῦμα. Δηλαδή ὁ Ἱερεύς, ὁ Ἐπίσκοπος καί ἡ Σύνοδος τελοῦν ἤ ἀποφασίζουν καί ὁ Θεός ἐπικυρώνει τίς ἀποφάσεις. Αὐτό, οὐδόλως σημαίνει πώς, ὅ,τι ἐμεῖς ἐδῶ ἀποφασίσομε καί τελέσομε, ὁ Θεός ὁπωσδήποτε τό ἐπικυρρώνει, διότι τότε θά ἀντιστρέφοντο οἱ ὅροι καί ὁ Θεός θά ἦτο ὑποτακτικός μας καί ἐμεῖς οἱ Κύριοι, οἱ ὁποῖοι θά ἀποφασίζωμε. Ἀλλά ἔχει τήν ἔννοια ὅτι ὁ Θεός ἐπικυρώνει, ὅσα ἐμεῖς ἐδῶ στή γῆ νομίμως, καί κανονικῶς, καί σύμφωνα μέ τήν Ἁγία Γραφή τελέσομε ἢ ἀποφασίσομε.
Ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης, χρησιμοποιώντας τήν διδασκαλία τοῦ ἁγίου Διονυσίου τοῦ Ἀρεοπαγίτου, σέ πολλές ἐπιστολές ἀναφέρει ὅτι, ὅταν αὐτά, τά ὁποῖα τελοῦν οἱ Ἱερεῖς καί οἱ Ἐπίσκοποι, ἤ καί ἀποφασίζουν Συνοδικῶς, κ.λπ., εἶναι παράνομα καί ἀντίθετα ἀπό τίς Γραφές καί τούς ἱερούς Κανόνες, ὁ Θεός ὄχι μόνο δέν τά ἐπικυρώνει, ὥστε νά ἔχουν ἰσχύ, ἀλλά ἀπεναντίας παροργίζεται εἰς ὑπέρμετρο βαθμό, διότι τόν καλοῦμε νά εὐλογήση αὐτά τά ὁποῖα ἀπηγόρευσε καί, τρόπον τινά, νά κάνη νόμιμα καί ἅγια, αὐτά τά ὁποῖα ἐνομοθέτησε ὡς βέβηλα καί παράνομα.
Σέ μιά ἀπό τίς πολλές ἐπιστολές, εἰς τίς ὁποῖες ἀναφέρει αὐτή τήν διδασκαλία ὁ Ὅσιος, ἡ ὁποία ἐπιγράφεται «Τοῖς ἐν Σακκουδίωνι ἀδελφοῖς», λέγει τά ἑξῆς: «Καί τί δή λέγω Ἰωάννην, τόν μείζω πάντων ἁγίων;αὐτῷ τῷ Χριστῷ, εἰ καί τολμηρόν εἰπεῖν, ἀντεφθέγξατο καί ἀπεμαχήσατο διά τοῦ ἐναγοῦς αὐτοῦ στόματος· τοῦ γάρ Χριστοῦ μοιχόν ἀποκαλέσαντος τόν ἀφιέντα τήν νόμιμον γυναῖκα (μοιχεία δέ τό χαλεπόν ἁμάρτημα καί ἰσοδύναμον φονέως καί ἀρρενοφθόρου καί ἀλογευομένου καί φαρμακοῦ καί εἰδωλολάτρου, ὡς ὁ κανών τοῦ ἁγίου Βασιλείου) αὐτός τοῦτον τῷ θυσιαστηρίῳ παραστήσας μέσον παντός τοῦ λαοῦ ἐτόλμησεν ῥῆξαι τάς ἐναγεῖς φωνάς ἐκείνας κατά τοῦ Ἁγίου Πνεύματος, λέγω οὕτως (καί σκοπεῖτε τό φοβερόν καί ἔκτοπον)·, αὐτός, δέσποτα, ἐξαπόστειλον τήν χεῖρά σου ἐξ ἁγίου κατοικητηρίου σου καί ἅρμοσον τῷ δούλῳ σου τήν δούλην σου, σύζευξον αὐτούς ἐν ὁμοφροσύνῃ, ἕνωσον αὐτούς εἰς σάρκαν μίαν, οἷς ηὐδόκησας συναφθῆναι ἀλλήλοις· τίμιον τόν γάμον ἀνάδειξον, ἀμίαντον τήν κοίτην αὐτῶν διατήρησον, ἀκηλίδωτον αὐτῶν τήν συμβίωσιν διαμεῖναι εὐδόκησον ἐν καθαρᾷ τῇ καρδίᾳ· Οὐκ ἆρα ἐφρίξατε συνιέντες; Πόσον δοκεῖτε παροξυνθῆναι τό Πνεῦμα τό Ἅγιον ἐν τῇ βλασφημίᾳ ταύτῃ καί συνοργισθῆναι τούς ἁγίους ἀγγέλους; ἤ πῶς οὐ παραυτίκα, ὡς τόν Δάθαν καί Ἀβειρών, ὑπέλαβεν ἡ γῆ χάνασα τόν ὑφηγητήν τοῦ ψεύδους καί δεικνύντα τό σκότος φῶς καί τόν Χριστόν εἰς ἐναντιολογίαν ἑαυτῷ περιπίπτειν πειρώμενον; πάντως γάρ, ὅσα ὁ ἱερεύς ὑποφαίνει, ταῦτα καί θεός κυροῦν ἐπαγγέλλεται κατά τόν μέγαν Διονύσιον» (Φατ. 31, 87, 71,P.G.99,1009).
Ὁ Θεός, λοιπόν, δέν ἐπικυρώνει ὅ,τι παράνομο ἐμεῖς ἐδῶ τελέσουμε ἤ ἀποφασίσουμε, σύμφωνα μέ τόν Ὅσιο, διότι ἔτσι τόν καθιστοῦμε ὑπεύθυνο ἐναντιολογίας καί διγλωσσίας· ἀλλὰ εἰς αὐτή τήν περίπτωσι ἔχει ἀπόλυτη ἰσχύ ὁ αἰώνιος λόγος Του εἰς την Ἁγία Γραφή καί ἡ ἐπικύρωσις καί διασφάλισις ἀπό τούς ἱερούς Κανόνες· ὅσοι δέ τελέσουν ἢ ἀποφασίσουν παράνομα εἶναι ἀνίεροι καί αὐτοκατάκριτοι, σύμφωνα πάλι μέ τήν διδασκαλία τοῦ Ὁσίου, τήν ὁποίαν ἀναφέρει κατωτέρω στήν ἴδια ἐπιστολή: «…καὶ οὐ καταισχύνεται ὁ δείλαιος, ἀλλ’ ὡς εἴρηκας, ἱερουργεῖ ὁ ἀνίερος καὶ τοὺς καλῶς αὐτὸν ἀποστρεφομένους ἐξορίζειν καταπείγεται».
Ἐρχόμενος, λοιπόν, μετά τήν παρενθετική διδασκαλία τοῦ ὁσίου Θεοδώρου τοῦ Στουδίτου εἰς τό θέμα τῶν ἐκκλησιαστικῶν Οἰκονομιῶν, πρέπει νά ἀναφέρωμε ὅτι αὐτές ἔχουν ἰσχύ καί ἐπικύρωσι ἀπό τόν Θεό, μόνο ὅταν ἰσχύουν καί ἐφαρμόζονται οἱ περιορισμοί καί οἱ προϋποθέσεις τίς ὁποῖες ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες καί, βέβαια, ὅταν οἱ Οἰκονομίες συντείνουν καί βοηθοῦν τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων· και ὄχι ὅταν βοηθοῦν τούς αἱρετικούς νά παραμείνουν στήν πλάνη των, στήν διαιώνισι τοῦ κακοῦ καί τῆς αἱρέσεως, καί κυρίως στήν ἀλλοίωσι τοῦ Εὐαγγελικοῦ λόγου, στήν δημιουργία ἄλλου Εὐαγγελίου καί στήν διάνοιξι ὁδοῦ εὐκόλου καί κατωφεροῦς, δῆθεν πρός σωτηρίαν.
Κατ’ αὐτήν τὴν ἔννοιαν, ἡ παραμονὴ τῶν Ἀντιοικουμενιστῶν καί ὁ συναγελασμός σέ ἐκκλησιαστικό ἐπίπεδο μέ τούς αἱρετικούς Οἰκουμενιστές, εἶναι δαιμονική ἐπίνοια καί ἐφεύρευσι, εὔκολος δρόμος πρός σωτηρία, καί βοηθᾶ εἰς τήν διαιώνισι καί ἐπικράτησι τῆς αἱρέσεως κ.λπ. Ὅλες δέ οἱ ἀποφάσεις καί λειτουργίες τῶν Οἰκουμενιστῶν (π.χ. ἄρσις ἀναθεμάτων, ἔνταξις στό Π.Σ.Ε., συμπροσευχές καί συνιερουργίες, κοινές ἀποφάσεις μέ τούς Παπικούς κ.λπ.) εἶναι ἀνευλόγητες καί ἀνίερες, καί οὐδέ κἄν ὡς Οἰκονομίες λογίζονται, διότι δέν παρέχουν καμία προϋπόθεσι καί περιορισμό, ἀπό αὐτούς τούς ὁποίους ἔθεσαν οἱ Ἅγιοι Πατέρες, ἀλλά ἀποβλέπουν εἰς τήν ἔνταξι τῶν Ὀρθοδόξων διά μέσου τῆς αἱρέσεως τοῦ Οἰκουμενισμοῦ εἰς τήν Πανθρησκεία, στήν Νέα Ἐποχή καί προετοιμασία γιά τόν ἐρχομό τοῦ Ἀντιχρίστου.
Ὅσον ἀφορᾶ τό θέμα τῆςἐγκυρότητος ἤ μή τῶνμυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, ἐδῶ πρέπει εἰσαγωγικά νά ἀναφέρωμε τά ἑξῆς. Ἡ ἐγκυρότης τῶν μυστηρίων τῶν αἱρετικῶν δέν ὑπάρχει, ἐφ’ ὅσον αὐτοί διά τῆς αἱρέσεως ἀπεκόπησαν ἀπό τήν Ἐκκλησία, ἔστω καί ἄν Ὀρθοδόξως τελοῦνται τά μυστήρια, διότι, σύμφωνα μέ τόν ἅγιο Ἀθανάσιο, τόν ἅγιο Φιρμιλιανό καί τήν ἑρμηνεία τοῦ ἁγίου Νικοδήμου τοῦ Ἁγιορείτου εἶναι «ἀργά ἤ ἀνενέργητα τά ὑπέρθεα ἐκεῖνα ὀνόματα προφερόμενα ἀπό τῶν αἱρετικῶν τά στόματα» (Πηδάλιον, ὑποσημ. εἰς 46ον Ἀποστ.). Ἡ ἐγκυρότης λοιπόν, δίδεται ἀπό τήν Ἐκκλησία ὡς Οἰκονομία καί ἐπικυρώνεται ἀπό τόν Θεό, ἄν γίνεται μέ σωστές προϋποθέσεις καί βεβαίως, ὅταν ὑπάρχει σοβαρός λόγος.
Κατ’ αὐτήν τήν ἔννοια ἔγιναν δεκτά τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν ἤ καί ἡ ἱερωσύνη των, ὅταν αὐτοί ἐπέστρεφαν ἀπό τήν αἵρεσι καί ὁ Θεός ἐπεκύρωσε αὐτές τίς ἀποφάσεις, ἐπειδή, ὅπως προαναφέραμε, ἦταν σοβαροί οἱ λόγοι τῶν Οἰκονομιῶν, δηλαδή, ἡ ἀνάγκη τῆς Ἐκκλησίας, καί σωστές οἱ προϋποθέσεις πού ἐγίνοντο. Αὐτό οὐδόλως δεσμεύει τήν Ἐκκλησία (τούς Ἀποτειχισμένους ἐν προκειμένῳ) διά νά κάνουν τίς ἴδιες Οἰκονομίες, διότι βλέπουμε ἀπό τά παραδείγματα, τά ὁποῖα προαναφέραμε, ὅτι οἱ ἐκκλησιαστικές Οἰκονομίες τῶν Πατέρων, τίς ὁποῖες ἔκαναν εἴτε ἀτομικά εἴτε Συνοδικά, δέν ἦταν οἱ ἴδιες, ἀλλά ἀνάλογες μέ τίς ἀνάγκες τῆς Ἐκκλησίας τήν κάθε ἱστορική ἐποχή. Ὅταν π.χ. τήν ἐποχή τῶν διωγμῶν ἡ Ἐκκλησία ἐζοῦσε στίς κατακόμβες, βλέπουμε τήν Θ. Λειτουργία νά τήν τελοῦν πολλές φορές κατ’ Οἰκονομίαν μέσα στίς φυλακές, ἔχοντας γιά Ἁγία Τράπεζα τά σώματα τῶν μελλοντικῶν μαρτύρων, καί νά τήν μεταφέρουν οἱ λαϊκοί μέσα στίς φυλακές πρός μετάληψι καί ἐνίσχυσι τῶν μελλοθανάτων Ὀρθοδόξων· ἤ νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία κατ’ Οἰκονομίαν τό βάπτισμα τοῦ αἵματος σέ ὅσους ἐθυσιάζοντο γιά τόν Χριστό, χωρίς νά ἔχουν βαπτισθῆ καί νά εἰσέλθουν στήν Ἐκκλησία· ἤ τέλος, νά δέχεται ἡ Ἐκκλησία τήν φυγή, πρός ἀποφυγή τοῦ μαρτυρίου, σέ ὅσους ἦσαν ἀσθενεῖς καί ἀδύνατοι νά σηκώσουν αὐτόν τόν σταυρό, πρᾶγμα τελείως ἀντίθετο πρός τούς αὐτόκλητους μάρτυρες, οἱ ὁποῖοι εἶναι πάμπολοι καί καθημερινοί, θά λέγαμε, μέσα στά Συναξάρια.
Οὕτως ἐχόντων τῶν πραγμάτων, νομίζω κατ’ ἀρχάς, ὅτι τό θέμα τῆς ἐγκυρότητος τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι θέμα, τό ὁποῖο πρέπει συλλογικῶς νά ἀποφασισθῆ ἀπό τούς Ἀποτειχισμένους. Πρέπει ἐπίσης, κατά τήν γνώμη μου, νά ἀποφασισθῆ ἀπό τούς ἱερεῖς, διότι εἶναι ἀποκλειστικῶς καί κατ’ ἐξοχήν ποιμαντικό μέ τεράστιες διαστάσεις, καί γιά τά θέματα αὐτά εἶναι ἀποκλειστικῶς ὑπεύθυνοι οἱ ἱερεῖς (καί οἱ Ἐπίσκοποι βέβαια, οἱ ὁποῖοι τώρα δέν ὑπάρχουν).
Πρέπει ἐπιπροσθέτως νά ληφθοῦν ὑπ’ ὄψιν ὅτι ἡ αἵρεσις τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, ὡς ἐσχατολογική, ἔχει παγκόσμιες διαστάσεις, εἰς τρόπον ὥστε σήμερα π.χ. στήν Κύπρο, στήν Αὐστραλία, στήν Γερμανία καί σέ ἄλλα μέρη, ἐνῶ ὑπάρχουν Ἀποτειχισμένοι Ὀρθόδοξοι, δέν ὑπάρχει οὔτε ἕνας ἀποτειχισμένος ἱερεύς διά νά διακονήση διά τῶν μυστηρίων τίς πνευματικές των ἀνάγκες. Πρέπει τέλος, νά τεθῆ ὡς γνώμων ὅτι ἡ ἀπόφασις αὐτή πρέπει νά βοηθῆ τήν σωτηρία τῶν Ὀρθοδόξων κι ὄχι νά τήν δυσκολεύη. Αὐτό τό διδάσκει καί ὁ Μέγας Βασίλειος στόν πρῶτο Κανόνα του εἰς τόν ὁποῖον, ἐνῶ κατ’ ἀρχάς δέν δέχεται τό βάπτισμα κάποιων αἱρετικῶν, οἱ ὁποῖοι εἶχαν παραχαράξει καί τόν ἐξωτερικόν τύπο τῆς τελέσεώς του, τελικῶς τό ἐδέχθηκε κατ’ Οἰκονομίαν, ἐπειδή, ὅπως ἀναφέρει, δέν ἤθελε νά θέση βαρεῖς περιοριοσμούς καί, ἔτσι, νά δυσκολέψη τήν σωτηρία των.
Κατ’ αὐτὸν τὸν τρόπο, ἄν π.χ. οἱ Ἀποτειχισμένοι συλλογικῶς ἀποφάσιζαν ὅτι τά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν εἶναι ἄκυρα, ἡ ἀπόφασί των αὐτή, θά πρέπη νά συνοδεύεται από λύσι τῶν προβλημάτων τά ὁποῖα ἐξ αὐτῆς θά προκύψουν· θά πρέπη δηλαδή, νά δώσουν λύσι στίς ἀνάγκες τῶν Ἀποτειχισμένων Ὀρθοδόξων, ἀπό τούς ὁποίους ἀπέχει ἕνας ἀποτειχισμένος ἱερεύς χιλιάδες χιλιόμετρα. Διότι, ἐν ἐναντίᾳ περιπτώσει, θά ἰσχύη τό πολυσυζητημένο καί διάχυτο στήν ἐποχή μας, ὅτι οἰκονομοῦμε τούς ἑαυτούς μας καί ὡς πρός τούς ἄλλους, εἰδικά τούς μικρούς καί τούς χωρίς ἐκκλησιαστικά ἀξιώματα εἴμεθα αὐστηροί, μέχρι σημείου σκληρότητος καί ἀναλγησίας, πρᾶγμα ἀντιευαγγελικό καί ἀντιπατερικό.
Ἐδῶ πρέπει νά προσδιοριστοῦν οἱ ἐν καιρῷ αἱρέσεως πνευματικές ἀνάγκες τῶν Ὀρθοδόξων, οἱ ὁποῖες δέν εἶναι φυσικά ἕνα εὐχέλαιο ἤ ἕνας ἁγιασμός, ἀλλά τό βάπτισμα, ὁ γάμος, ἡ ἱερωσύνη ἴσως, μή ὑπαρχόντων Ἀποτειχισμένων Ἐπισκόπων κ.λπ. Ἡ Θ. Κοινωνία, ἄν και ὑποχρεωτικό μυστήριο καί τό κέντρο τῆς Ὀρθοδόξου λατρείας, νομίζομε ὅτι εἰς τήν περίπτωσι αὐτή, εἶναι ἀνάγκη οἱ ἀποτειχισμένοι νά κατανοήσουν ὅτι πρέπει νά τήν στερηθοῦν καί νά τήν λαμβάνουν (λόγῳ μή ὑπάρξεως ἀρκετῶν ἀποτειχισμένων ἱερέων) σέ ἀραιά χρονικά διαστήματα καί νά ἀποφεύγουν νά κοινωνοῦν ἀπό «εὐσεβεῖς» ἱερεῖς (ὅπως κάποιοι συμβουλεύουν) γιά τόν ἐπί πλέον λόγο ὅτι δι’ αὐτοῦ ἐνσωματούμεθα με την ὁρατή κεφαλή, δηλαδή τόν Ἐπίσκοπο καί τοιουτοτρόπως συντασσόμεθα μέ τήν αἵρεσι ἀπό τήν ὁποία ἀποτειχιστήκαμε, σύμφωνα μέ τήν ὁμολογιακή ἐπιστολή τῶν ἐπί Βέκκου μαρτυρησάντων Ἁγιορειτῶν Πατέρων. Ἐπίσης, εἶναι γνωστό ὅτι πολλοί Ἅγιοι ἔμειναν γιά πολλά χρόνια μακρυά ἀπό την Θ. Κοινωνία, ὅπως ἡ Ἁγία Μαρία ἡ Αἰγυπτία καί πολλοί ἀσκητές, καί αὐτό δέν ἐστάθηκε ἐμπόδιο στήν Ἁγιότητά των καί τήν σωτηρία των.
Ἐδῶ πρέπει να ἀναφέρωμε καί τήν Οἰκονομία, τήν ὁποία ἔκαναν οἱ Ὀρθόδοξοι τήν περίοδο τῆς Εἰκονομαχίας, οἱ ὁποῖοι συλλογικῶς ἐπέτρεψαν, στούς ἔχοντας ἀργία ἱερεῖς (οἱ ὁποῖοι εἶχαν ἐπιστρέψει ἀπό τούς εἰκονομάχους, εἰς τούς ὁποίους εἶχαν προσχωρήσει δι’ὑπογράφου ὁμολογίας), νά τελοῦν κάποια ἱερατικά καθήκοντα, ὅπως τήν τέλεσι τοῦ Μ. Ἁγιασμοῦ τῶν Θεοφανείων, τήν τέλεσι τῆς νεκρωσίμου ἀκολουθίας, τήν ἀνάγνωσι τοῦ Εὐαγγελίου τοῦ Ὄρθρου τῶν Κυριακῶν, καί κάποια ἄλλα, τά ὁποῖα συγκεκριμένα ἀνέφεραν. Αὐτή τήν συλλογική ἀπόφασι τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν Εἰκονομαχία, τήν ἀναγνωρίζει καί τήν ἀποδέχεται ὁ ὅσιος Θεόδωρος ὁ Στουδίτης καί τήν ἀναφέρει σέ ἐπιστολή του, ἐξηγώντας μάλιστα ὅτι ἡ Οἰκονομία αὐτή ἀποφασίστηκε λόγῳ μεγάλης ἐλλείψεως ἱερέων, ἐξ αἰτίας τῶν φυλακίσεων καί τῶν ἐξοριῶν, καί πρός τόν σκοπό τῆς ἐξυπηρετήσεως τῶν Ὀρθοδόξων σέ βασικές πνευματικές των ἀνάγκες.
Ἐν κατακλεῖδι καί μετά ἀπό ὅλες τις ἐπεξηγήσεις τίς ὁποῖες ἐκάναμε, ἀναφέρομε ὅτι ἐμεῖς, μέχρις ἀποφάσεως τῶν Ἀποτειχισμένων ἀπό τήν αἵρεσι τοῦ Οἰκουμενισμοῦ, θά θεωροῦμε ἔγκυρα τά μυστήριά των, λόγῳ τῶν σημερινῶν ἀναγκῶν τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς ὅλης ἐξελισσομένης καταστάσεως καί πρός τόν σκοπό, ἐπί πλέον, νά μήν καταδικάσωμε καί τούς ἀνευθύνους, ὅπως π.χ. ἕνα νήπιο, τό ὁποῖο βαπτίζεται ἀπό ἕνα οἰκουμενιστή ἱερέα. Θά θεωροῦμε, ἐπί πλέον, ὅτι ἡ συμμετοχή στά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἔχει κατάκρισι, μέ ἐξαίρεσι τίς περιπτώσεις πού προαναφέραμε, καί μάλιστα ἀνάλογη τῆς θέσεως καί τῆς γνώσεως ἑκάστου, καί δή τοῦ ἀξιώματός του, διότι τήν Ἀποτείχισι ἀπό τήν αἵρεσι δέν τήν θεωρουμε δυνητική, ἀλλά ὑποχρεωτική, ὅπως, κατά τούς Ἁγίους Πατέρες, ὑποχρεωτική εἶναι ἡ ἀπομάκρυνσις ἀπό τόν λύκο καί τό φαρμακερό φίδι, ἄν φυσικά θέλη κάποιος νά ζήση. Νομίζομε δέ ὅτι καί ὁ Θεός θά εὐλογήση καί θά ἐπικυρώση κατά τούς Ἁγίους, αὐτή τήν Οἰκονομία, γιά τούς λόγους τούς ὁποίους προαναφέραμε.
Θεωροῦμε τέλος, ὅτι ἡ θέσι μας αὐτή, ἄν καί θεωρῆται ὡς Οἰκονομία ὡς πρός τήν ἐγκυρότητα τῶν μυστηρίων τῶν Οἰκουμενιστῶν, εἶναι ὅμως αὐστηρότερη ὡς πρός τίς ἐπιπτώσεις τῶν συμμετεχόντων εἰς αὐτά τά μυστήρια. Διότι τό ἄκυρον καί ἀνυπόστατον οὐδεμία ἐπίπτωσι δύναται νά ἐπιφέρη εἰς τόν μετέχοντα, οὔτε καλή οὔτε κακή. Τό ἔγκυρο ὅμως δύναται νά ἐπιφέρη καλές καί κακές ἐπιπτώσεις εἰς τόν μετέχοντα, ὅπως π.χ. οἱ ἀσθένειες καί οἱ θάνατοι κατά τόν Ἀπόστολο Παῦλο εἰς αὐτούς οἱ ὁποῖοι προσέρχονται μέ κακό τρόπο εἰς τό μυστήριο τῆς Θ. Κοινωνίας (Α΄Κορ.11,27-30). Κατ’αὐτόν τόν τρόπο καί οἱ συμμετέχοντες καί συνοδοιποροῦντες στόν Οἰκουμενισμό καί στά μυστήρια τῶν Οἰκουμενιστῶν ἐν γνώσει κατακρίνονται καί τά ἴδια τά μυστήρια, τά ὁποῖα λαμβάνουν συντελοῦν εἰς τήν κατάκρισί των. Διότι κατά τόν μέγα Παῦλο «ὁ Θεός ἡμῶν πῦρ καταναλῖσκον» (Ἑβρ. 12,29).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου