Σάββατο 22 Φεβρουαρίου 2020

Περί τοῦ Μυστηρίου του Βαπτίσματος




Περί τοῦ Μυστηρίου του Βαπτίσματος



Όπως γνωρίζουμε, το βάπτισμα, είναι το πρώτο από τα επτά Μυστήρια της Εκκλησίας του Χριστού. Όλοι όσοι επιθυμούν να γίνουν μέλη της «Μίας, Αγίας, Καθολικής και Αποστολικής Εκκλησίας», πρέπει να λάβουν αυτό το μυστήριο.
Στα πρώτα χριστιανικά χρόνια, το δικαίωμα να βαπτίζουν, κατείχαν μόνο οι επίσκοποι. Ακολούθως, επετράπηκε και στους ιερείς να τελούν βαπτίσεις, αλλά μόνο αφού, ο επίσκοπος κατηχούσε τον υποψήφιο. Πολύ αργότερα, άρχισαν και οι ιερείς να παρέχουν βοήθεια στους επισκόπους όσον αφορά την κατήχηση, μέχρι, που με την ευλογία του επισκόπου, κατηχούσαν μόνοι τους υποψηφίους και στη συνέχεια τελούσαν και την βάπτισή τους. Λοιπόν, ανάμεσα στις υποχρεώσεις του επισκόπου, συγκαταλέγεται και η μέριμνα όσον αφορά τις βαπτίσεις.
Οι Άγιοι Απόστολοι, βάπτιζαν επ’ ονόματος της Αγίας Τριάδος με τρείς πλήρεις καταδύσεις, όπως διδάχθηκαν από τον ίδιο τον Χριστό. Αμέσως μετά την αναχώρησή τους προς πάντα τα έθνη, για να κηρύξουν το Ευαγγέλιο, σχηματίστηκαν ορισμένες χριστιανικές ομάδες, οι οποίες, απέκοψαν την επικοινωνία με την Αποστολική Εκκλησία, αλλά, βάπτιζαν με τον ίδιο τρόπο, όπως οι Απόστολοι.
Το 44 μ.Χ. οι Άγιοι Απόστολοι, συγκεντρώθηκαν στα Ιεροσόλυμα όπου συνήλθε η Αποστολική Σύνοδος και συνέταξαν τους 85 κανόνες. Στους κανόνες, 46, 47 και 68, τονίζουν ότι επ’ ουδενί λόγω δύνανται άλλες οργανώσεις κεχωρισμένες από την μητέρα Εκκλησία, να παρέχουν αληθινό βάπτισμα.
Επειδή οι αιρετικοί πληθύνονταν χρόνο με το χρόνο (ιδιαίτερα στην Αφρική), το 255 μ.Χ. συνεκλήθη μία τοπική Σύνοδος στην Καρχηδόνα (ή αλλιώς Καρθαγένη). Εκεί, πάλι αποφασίστηκε ότι, «ἔξω τῆς  Ἐκκλησίας, κᾀνένας δὲν δύναται νὰ βαπτισθῇ, ἐπειδὴ εἶναι ἕνα τὸ τῆς καθολικῆς (=ορθοδόξου) Ἐκκλησίας βάπτισμα» έτσι «και οἱ αἱρετικοὶ ὁπῦ προσέρχονται τῇ καθολικῇ (=ορθόδοξη) Ἐκκλησίᾳ, πρέπει νὰ ἀναβαπτίζονται». (Πηδάλιον, σελ. 367 γραμ. 1-4)
Ακολούθως, στην ίδια πόλη το 256 μ.Χ. συγκεντρώθηκαν 71 επίσκοποι οι οποίοι συνεδρίασαν ως Σύνοδος και απεφάσισαν πάλι, «ὅτι ὅσοι ὄντες ὲν τῇ Ἐκκλησίᾳ, κληρικοὶ δηλ. ἀφίνουν τὴν πίστιν, οὗτοι ἐπιστρέφοντες πάλιν νὰ δέχωνται μόνον ὡς λαϊκοὶ καὶ δεύτερον, ὅτι, τόσον νὰ ᾖναι ἀνίσχυρο τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν, ὥστε ὁποῦ αὐτοὶ ἐπιστρέφοντες καὶ βαπτιζόμενοι ὀρθοδόξως, νὰ μὴ νομίζωνται ὅτι ἀναβαπτίζονται μὲ δεύτερον βάπτισμα, ἀλλά νὰ λογίζωνται, ὅτι λαμβάνουν πρώτην φορὰν τὸ βάπτισμα, ὡς μὴ ἔχοντες ὅλως ἀληθὲς βάπτισμα» (Πηδάλιον, σελ. 367 γραμ. 12-16).
Τον ίδιο χρόνο, ξανά, συνεκλήθη Σύνοδος, στην ίδια πόλη, αυτή την φορά, απαρτιζομένη από 84 επισκόπους και σφράγισαν με πιο δυνατή απόφαση ότι ήταν αποφασισμένο στην προηγούμενη συνεδρίαση. Των τριών αυτών Συνόδων, προέδρευε ο Άγιος Ιερομάρτυς Κυπριανός, επίσκοπος Καρθαγένης.
Το 258, συνεκλήθη και στην Ικονία μία Σύνοδος, της οποίας «ἔξαρχος ἧτο ὁ Καισαρίας ἅγιος Φιρμιλιανὸς, ἐν ᾗ συνελθόντες Πατέρες ἐκ τῆς Καππαδοκίας, Λυκείας, Γαλατίας καὶ ἄλλων ἐπαρχιῶν, διώρισαν, ὅτι κἀμμία ἱεροπραξία τῶν αἱρετικῶν νὰ μὴ ᾗναι δεκτή΄ ἀλλὰ καὶ τὸ βάπτισμα αὐτῶν καὶ ἡ χειροτονία, καὶ κάθε ἄλλο μυστήριο νὰ ᾖναι ἀδύνατον, καὶ οὐδενὸς λόγου ἄξιον». (Πηδάλιον, σελ. 368, υποσημείωση αριστ. γραμ. 5-18 και Δωδεκάβιβλος Δοσιθέου σελ. 55).
Ο Άγιος Μέγας Βασίλειος, χειροτονήθηκε Επίσκοπος Καισαρείας, το 370 μ.Χ. και κοιμήθηκε 378. Στο διάστημα αυτό, συνέταξε 92 κανόνες. Στον 1ο και 47ο κανόνα του, απεφάσισε να μην δέχεται το βάπτισμα των αιρετικών και των σχισματικών.
Το 381 μ.Χ. συνεκλήθη στην Κωνσταντινούπολη, η Δεύτερη Οικουμενική Σύνοδος. Σε σύγκριση με τον αριθμό των αιρετικών που υπήρχαν τότε, λίγοι ήταν οι Πατέρες οι οποίοι συμμετείχαν σε αυτή τη Σύνοδο: μόνο εκατό πενήντα. Ήταν δηλαδή η πιο μικρή σε αριθμό συνέδρων, από τις επτά Οικουμενικές Συνόδους. Τότε, «ἤκμαζον οἱ Ἀρειανοὶ καὶ Μακεδονιανοί, καὶ ὄχι μόνον ἦσαν εἰς τὸ πλῆθος πολλοὶ, ἀλλά καὶ μεγάλας εἶχον δυνάμεις καὶ κοντὰ εἰς τοὺς βασιλεῖς, καὶ κοντὰ εἰς τοὺς ἄρχοντας, καὶ τὴν σύγκλητον». (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση δεξ. γραμ. 17-22). «Ὁ δὲ μέγας Γρηγόριος, θέλωντας νὰ φανερώσει τὰς δυνάμεις, καὶ τὴν ἀγριότητα τῶν Ἀρειανῶν καὶ Μακεδονιανῶν, εἰς αὐτὸν τὸν συντακτήριον λόγον ὁποῦ κάμνει πρὸς τοὺς ρν’. (150) Ἐπισκόπους αὐτῆς τῆς Οἰκουμενικῆς β’. συνόδου, λέγει, περὶ αὐτῶν ταῦτα΄ Τῳὸντι γὰρ θῆρες δεινοὶ ἐπιπεπτώκασι τῆ Ἐκκλησίᾳ, οἱ μηδὲ μετὰ τὴν αἰθρίαν ἡμῶν φειδόμενοι, ἀλλ’ ἀναισχυντοῦντες εἶναι καὶ τοῦ καιροῦ δυνατότεροι» (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση δεξ. γραμ. 38-46) «καὶ δυνατώτεροι ἀπὸ τοὺς Χριστιανούς». (Πηδάλιον, σελ. 54, υποσημείωση αριστ. γραμ. 1-2) Όντως, λέγει ό Άγιος Γρηγόριος, τρομερά θηρία έπεσαν πάνω στην Εκκλησία, τα οποία εκμεταλλευόμενα την μακροθυμία που δείξαμε, έγιναν αναίσχυντοι και δυνατότεροι ακόμη και από τις εποχές και από τους χριστιανούς.
Παρ’ όλα αυτά όμως, εξέδωσαν επτά κανόνες. Στον τελευταίο κανόνα, φανερώνεται, σύμφωνα με την οικονομία, ότι εκείνοι οι σχισματικοί, οι οποίοι βαπτίζονται με τρείς καταδύσεις επ’ ονόματος της Αγίας Τριάδος, μπορούν να γίνονται δεκτοί στην Ορθοδοξία, μόνο με μύρωμα.
Αργότερα, το 553 μ.Χ. συνήλθε η Πέμπτη Οικουμενική Σύνοδος και το 680 μ.Χ. η Έκτη. Αλλά επειδή τότε υπήρχαν πάρα πολλοί αιρετικοί που είχαν πολιτική δύναμη, όπως και στον καιρό της Δεύτερης Οικουμενικής Συνόδου, δεν γράφησαν κανόνες. Έτσι η Πέμπτη, συνέταξε μόνο 39 αναθέματα κατά των αιρετικών (βλπ Πηδάλιον, σελ. 212 γραμ. 15-16) ενώ οι Πατέρες της Έκτης «τοὺς αιρετικούς ἀναθεμάτισαν καὶ τὴν ὀρθόδοξον διατρανώσαντες πίστιν, οἴκαδε ἀνεχώρησαν». (Πηδάλιον, σελ. 216, γραμ. 33 και σελ. 217 γραμ. 1).
Μεταγενέστερα, το 691 μ.Χ. συνήλθε η Πενθέκτη Σύνοδος η οποία ανέλαβε την σύνταξη 102 κανόνων «ἀποβλεπόντων εἰς τὴν τῆς Ἐκκλησίας διόρθωσιν καὶ κατάστασιν» (Πηδάλιον, σελ. 216, γραμ. 9-10) Με τον δεύτερο κανόνα, απεφάσισαν, να είναι δεκτοί οι κανόνες της Καρθαγένης και του Μεγάλου Βασιλείου και επιτιμούν όποιον «φανῆ ὅτι ἐπιχειρεῖ νὰ παραφθείρει, ἢ νὰ ἀναιρῆ κᾀνένα Κανόνα ἀπὸ αὐτοὺς». (Πηδάλιον, σελ. 221, γραμ. 14-15)
Με την αναγνώριση και επικύρωση των κανόνων Της από την Πενθέκτη Οικ. Σύνοδο, η Τοπική Σύνοδος της Καρχιδόνος, παίρνει κύρος Οικουμενικό. «Ταύτης τῆς συνόδου τὸν Κανόνα καὶ ἡ ἁγία Οἰκουμενικὴ στ’ σύνοδος (Κανόνι β’.) ἐπεσφράγισε, καὶ ἀπὸ ἐκεῖ ὁποῦ ἧτο πρῶτον Κανὼν συνόδου τοπικῆς καὶ μερικῆς, ἤδη ἐστὶ Κανὼν συνόδου Οἰκουμενικῆς, ὡς ὑπὸ ταύτης ἐπισφραγιζόμενος». (Πηδάλιον, σελ. 52, υποσημείωση αριστ. γραμ. 4-9).
Ανάμεσα στους τελευταίους κανόνες, δηλαδή στον 95ο, η Έκτη Οικ. Σύνοδος απεφάσισε, όπως και η Δεύτερη ότι, σύμφωνα με την οικονομία οι σχισματικοί οι οποίοι βαπτίζονται με τρείς καταδύσεις επ’ ονόματος της Αγίας Τριάδος, μπορούν να γίνονται δεκτοί στην Ορθοδοξία, μόνο με μύρωμα.
 Εύκολα λοιπόν μπορεί να καταλάβει ο οποιοσδήποτε, ότι αυτοί οι δύο Σύνοδοι, ασχολήθηκαν λίγο, στους τελευταίους κανόνες, με το θέμα αυτό «διὰ νὰ μὴ τύχη καὶ τοὺς ἐξαγριώσουν (τους αιρετικούς) περισσότερο κατὰ τῆς Ἐκκλησίας καὶ τῶν Χριστιανῶν καὶ γένει χειρότερον τὸ κακὸν οἰκονήμησαν οὔτω τὸ πρᾶγμα, οἱ οἰκονομοῦντες τοὺς λόγους αὐτῶν ἐν κρίσει, οἱ Θεῖοι ἐκεῖνοι Πατέρες, καὶ ἐσυγκατέβηκαν νὰ δεχθοῦν τὸ βάπτισμα αὐτῶν» (μερικῶν αἱρετικῶν) (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση δεξ. γραμ. 23-28)
Οι Πατέρες της Δεύτερης και της Έκτης Οικ. Σύνοδου, δυσκολεύτηκαν ακόμη και να αναθεματίσουν τους αιρετικούς, εξ αιτίας της δύναμης και των θέσεων που κατείχαν στο κράτος. Επειδή όμως η Σύνοδος της Καρχηδόνος, συνήλθε αποκλειστικά για το θέμα της βαπτίσεως, διατάζει την ακρίβεια, όπως ακριβώς ο Μέγας Βασίλειος, στον πρώτο κανόνα του. 
Ξέρουμε ότι το θέμα μας, έχει να κάνει με την εγκυρότητα των μυστηρίων που τελούνται υπό  «Λατινοφρόνων». (Πηδάλιον, σελ. 55, υποσημείωση αριστ. 21-22).                
Οι εγκύκλιοι των Πανορθοδόξων Συνόδων των ετών 1583, 1587, 1593 και 1848, καταδικάζουν με φοβερά αναθέματα, αυτούς που θα τολμήσουν ποτέ, να εισάγουν οποιοδήποτε νεοτερισμό στις τάξεις της Ορθοδόξου Εκκλησίας.
Οι Οικουμενιστές παραβίασαν τους κανόνες περί Συμπροσευχής και Συνεορτασμού πέφτοντας έτσι υπό την καταδίκη του 7ου κανόνος των Αγίων Αποστόλων και του 1ου της Συνόδου της Αντιοχείας, ο οποίος διατάζει ότι όποιος «τολμήσειεν ἐπί διαστροφῇ τῶν λαῶν, καὶ ταραχῇ τῶν Ἐκκλησιῶν, ἰδιάζειν, καὶ μετὰ τῶν Ἰουδαίων ἐπιτελεῖν τὸ Πάσχα, τοῦτον ἡ ἁγία Σύνοδος ἐντεῦθεν ἤδη (=από αυτή τη στιγμή) ἀλλότριον ἔκρινε τῆς Ἐκκλησίας» καθηρημένον από της Ιεροσύνης και στερημένο «τῆς ἔξωθεν τιμῆς». (Πηδάλιον, σελ. 406, Κανών Α’)
Μόνο από αυτές τις δύο αποδείξεις, γίνεται εύκολα αντιληπτό, ότι όποιοι έχουν Εκκλησιαστική Κοινωνία με τους Οικουμενιστές και τους ΓΟΧ, είναι αιρετικοί και σχισματικοί και συνεπώς έξω από την Εκκλησία του Χριστού.
Όμως δεν κατηγορούνται μόνο για αυτά, αφού από το 1950, οι ψευδεπίσκοποί τους, συλλειτουργούν με τους αιρετικούς Λατίνους, με τους αιρετικούς Νεστοριανούς και Κόπτες, δείχνοντας έτσι ότι είναι σύμφωνοι με τις αιρέσεις τους, δηλαδή το «filioque» και το «Χριστοτόκος». Και όχι μόνο αυτά, αλλά παρακολουθούν και συμμετέχουν στα καταραμένα φεστιβάλ και ψευδοθρησκευτικές εκδηλώσεις όλων των θρησκειών του πλανήτη: των Βουδιστών, Ινδουιστών, Βραχμάνων, Ζουλού, και δεκάδων άλλων ειδωλολατρικών θρησκειών.
Συμμετέχουν εκεί και εβραίοι, μουσουλμάνοι, προτεστάντες και καθολικοί, ομολογώντας όλοι ότι ο καθένας κατέχει ένα μέρος της αλήθειας και συνεπώς όταν ενωθούν, θα συμπληρώσουν ολόκληρη την αλήθεια. Αυτή η βλασφημία, είναι το δόγμα του οικουμενισμού, η γνωστή «branch theory» ή στα ελληνικά, «θεωρία των κλάδων». Μερικοί από τους «επισκόπους» τους, αρνούνται τα Πατερικά δόγματα που αφορούν την Παναγία, άλλοι κηρύττουν ότι η ανθρώπινη φύση του Χριστού, δεν ήτο αναμάρτητος άλλοι δε, λέγουν ότι δεν υπάρχει παράδεισος και κόλαση, ενώ άλλοι διακηρύττουν ότι ο Μωάμεθ, είναι ισαπόστολος και προφήτης του Χριστού. Μεγάλο μέρος των ψευδοϊερωμένων τους, κοροϊδεύουν τις αγίες νηστείες τρώγοντας κρέας όλες τις ημέρες του χρόνου ως οι ειδωλολάτρες, πολλοί ξυρίζονται και έχουν αποβάλει το ράσο κυκλοφορώντας έξω με κολλάρο ως ακριβώς και οι παπικοί, ενώ άλλοι καπνίζουν.
Τι περεταίρω απόδειξη χρειάζεται ώστε να δείξουμε ότι οι ΠΣΕσατζίδες είναι όχι μόνο σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί; Ο Άγιος Μέγας Βασίλειος, λέγει ότι σχισματικοί «ὀνομάζονται ἐκεῖνοι ὁποῦ διαφέρονται πρὸς τὴν καθολικὴν (=ορθόδοξη) Ἐκκλησία, ὄχι διὰ δόγματα πίστεως, ἀλλὰ διὰ κάποια ζητήματα ἐκκλησιαστικὰ καὶ εὐκολοϊάτρευτα». (Πηδάλιον, σελ. 588, ερμηνεία γραμ. 10-12) Άραγε ποιός μπορεί να πιστέψει ότι αυτοί, θα επιστρέψουν καμιά φορά από τον αιρετικό δρόμο που ακολουθούν, ο οποίος οδηγεί στην απώλεια; 
Οι πατέρες οι οποίοι έμειναν πιστοί στην αληθινή Ορθοδοξία, υπακούοντας στους ιερούς Κανόνες και στους Αγίους, οι οποίοι λέγουν ότι τα μυστήρια των αιρετικών και των σχισματικών είναι άδεκτα, διέκοψαν την Εκκλησιαστική Κοινωνία με τους Ακάθαρτους Αιρετικούς ΠΣΕσατζίδες και τους Σχισματικούς ΓΟΧ. 
 Για να δείξουμε πόσο απαραίτητες είναι εκείνες οι τρεις καταδύσεις της βαπτίσεως, αρκεί να παραθέσουμε μόνο τον Ν’ Κανόνα των Αγίων Αποστόλων. «Εἴ τις Ἐπίσκοπος, ἢ Πρεσβύτερος μὴ τρία βαπτίσματα (=βυθίσεις) μιᾶς μυήσεως ἐπιτελέσει, ἀλλὰ ἕν βάπτισμα (=βύθιση) τὸ εἰς τὸν θάνατον τοῦ Κυρίου διδόμενον, καθαιρείσθω» (Πηδάλιον, σελ. 62, Ν’ Κανών) διότι «δὲν τελειοῦται τὸ Βάπτισμα διὰ μόνων τῶν τῆς Τριᾶδος ἐπικλήσεων, ἀλλὰ δεῖται (=απαιτείται) ἀναγκαίως καὶ τοῦ τύπου τοῦ θανάτου, καὶ τῆς ταφῆς καὶ ἀναστάσεως τοῦ Κυρίου». (Πηδάλιον, σελ. 65, υποσημείωση αριστ. γραμ. 20-23)
Τώρα όμως από τους είκοσι ψευδοϊερείς, μόνο ένας αν βαπτίζει με καταδύσεις. Ακόμα μερικοί ψευδεπίσκοποι, απαγορεύουν στους ιερείς τους να βυθίζουν το παιδί στο νερό τάχα για να μην πνιγεί.
Ορισμένοι λαϊκοί, ξέρουν ότι η βάπτιση πρέπει να γίνεται με κατάδυση, απλώς δεν ξέρουν με πόσες καταδύσεις. Έτσι οι μερικοί ιερείς, γνωρίζοντας αυτό, βαπτίζουν με ράντισμα και ακολούθως, βυθίζουν μία φορά, απλά για να κατευνάσουν τις αντιδράσεις. Έτσι αν έρθει κάποτε η στιγμή να Διακόψει την κοινωνία ένας τέτοιος άνθρωπος, η μητέρα του ή η νονά του, λέει στον ιερέα: είδα εγώ με τα μάτια μου, ότι ο ιερέας τον βύθισε. Και με αυτό τον τρόπο, κερδίσαμε ακόμα ένα χριστιανό, ο οποίος όμως δεν θα έχει σωτηρία, αφού θα είναι αβάπτιστος. Δεν θα έχει δηλαδή το σημαντικότερο από τα επτά μυστήρια το οποίο είναι το κλειδί που ανοίγει τις πύλες του παραδείσου.
Είναι αποδεδειγμένο λοιπόν, ότι οι ΠΣΕσατζίδες, επειδή κάνουν βάπτισμα παπικού τύπου, είναι όχι μόνο σχισματικοί, αλλά και αιρετικοί. 
Το πιο εύλογο επιχείρημα με το οποίο γίνεται δεκτό το βάπτισμα των Οικουμενιστών, μόνο με μύρωμα, είναι το του Μεγάλου Βασιλείου, «οἱ μὲν γὰρ πρῶτοι ἀναχωρήσαντες (σχισματικοί) παρὰ τῶν πατέρων ἔσχον τᾶς χειροτονἰας». (Πηδάλιον, σελ. 587, γραμ. 34). Δηλαδή, γίνονται δεκτοί με οικονομία. 
«Ἡ οἰκονομία γὰρ ἔχει μέτρα καὶ ὅρια καὶ δὲν εἶναι παντοτινὴ καὶ ἀόριστος. Δι’ ὅ καὶ ὁ Θεοφύλακτος Βουλγαρίας λέγει΄ Ὁ κατ’ οἰκονομίαν ποιῶν τι, οὐχ ὡς ἁπλῶς καλὸν τοῦτο ποιεῖ, ἀλλ’ ὡς πρὸς καιρὸν χρειῶδες». (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση δεξ. γραμ.19-24) «Ὥστε, τῆς οἰκονομίας παρελθούσης, ἡ ἀκρίβεια καὶ οἱ Ἀποστολικοὶ Κανόνες, πρέπει νὰ ἔχουν τὸν τόπο τους» (Πηδάλιον, σελ. 57, υποσημείωση αριστ. γραμ. 10-12) επειδή βλέπουμε ότι «οὔτε τοὺς Λατίνους (λατινόφρονες ΠΣΕσατζίδες) ἠμποροῦμε νὰ ἐπιστρέψωμεν, καὶ ἡμεῖς παραβαίνωμεν τὴν ἀκρίβειαν τῶν ἱερῶν Κανόνων, καὶ δεχόμεθα τῶν αἱρετικῶν τὸ ψευδοβάπτισμα» (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση δεξ. γραμ. 30-33) «τώρα ὁποῦ κακὰ τοιαῦτα δὲν δύνανται εἰς ἡμᾶς νὰ κάμνουν» (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση δεξ. γραμ. 14-15) «Τι πλέον η οἰκονομία χρειάζεται;» (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση δεξ. γραμ. 19). «Οἰκονομητέον γὰρ ἔνθα (=ὁταν) μὴ παρονομητέον, λέγει ὁ θεῖος Χρυσόστομος». (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση δεξ. γραμ. 33-34)

Και εάν δεχόσαστε μόνο όσους βαπτίστηκαν με τον σωστό τύπο, όλα καλά και άγια. Αλλά αυτοί, τους δέχονται όλους, χωρίς να ενδιαφέρονται πως ήταν βαπτισμένοι. 
Τι γίνεται με αυτές τις ψυχές; Ποιός θα αναλάβει το βάρος και την ευθύνη για την απώλειά τους;
Πώς δεν είδε κανείς τι λέγουν οι Άγιοι Απόστολοι στον 68ο κανόνα τους; «Τοὺς γὰρ παρὰ τῶν τοιούτων (αιρετικών) βαπτισθέντας, ἢ χειροτονηθέντας, οὔτε πιστοὺς, οὔτε κληρικοὺς εἶναι δυνατόν», (Πηδάλιον, σελ. 89, Κανών ΞΗ’) ή πως δεν είδε κανείς το του Μεγάλου Βασιλείου προς Νικοπολίτας «Εγὼ δὲν θἐλω συναριθμήσει ποτὲ μὲ τοὺς ἀληθεὶς ἱερεὶς τοῦ Χριστοῦ, ἐκεῖνον ὁποῦ ἐχειροτονήθη καὶ ἔλαβε προστασίαν λαοῦ ἀπὸ τὰς βεβήλους χεῖρας τῶν αἱρετικῶν, πρὸς ἀνατροπήν τῆς ὀρθοδόξου πίστεως». (Πηδάλιον, σελ. 90, ερμηνεία, γραμ. 11 και σελ. 91 γραμ. 1-2) 
Επίσης οι Άγιοι Απόστολοι, προστάττουν «Ἐπίσκοπον, ἢ Πρεσβύτερον, αἱρετικῶν δεξαμένους βάπτισμα, ἤ θυσίαν, καθαιρεῖσθαι προστάσσομεν, τίς γὰρ συμφώνησις Χριστῷ πρὸς βελίαρ; ἤ τίς μερίς πιστῷ μετά ἀπίστου;» (Πηδάλιον, σελ. 51, Κανών ΜΣΤ’)
Λοιπόν, τα δώρα τα οποία δίνουν αυτοί ως ελεημοσύνη ή θυσία είτε για την ψυχή τους είτε για τις ψυχές των κεκοιμημένων τους, δεν μπορούν να γίνονται δεκτά από ορθοδόξους, «Διότι ἐκεῖνοι ὀποῦ δέχονται τὰ παρὰ τῶν αἱρετικῶν, ἢ τὰ ὅμοια φρονήματα ἐκείνων ἔχουσι καὶ αὐτοὶ, ἤ τὸ ὀλιγότερο δὲν ἔχουσι προθυμίαν νὰ ἐλευθερώνουν αὐτοὺς ἀπὸ τὴν κακοδοξίαν των». (Πηδάλιον, σελ. 52, γραμ. 2 και σελ. 53 1-2)
Αν δεν μπορούν να γίνουν δεκτά τα δώρα των ορθοδόξων χριστιανών που έχουν θανάσιμα αμαρτήματα και δεν θέλουν να μετανοήσουν, πόσο μάλλον δεν πρέπει να γίνονται δεκτά τα δώρα των αιρετικών.
Επιπλέον, ο 47ος Κανών των Αποστόλων πάλι προστάττει «Ἐπίσκοπος ἢ Πρεσβύτερος τὸν κατὰ ἀλήθειαν ἔχοντα βάπτισμα, ἐὰν ἄνωθεν βαπτίση, ἢ τὸν μεμολυσμένον παρὰ τῶν ἀσεβῶν ἐὰν μὴ βαπτίση, καθαιρείσθω, ὡς γελῶν τὸν σταυρὸν, καὶ τὸν τοῦ Κυρίου θάνατον, καὶ μὴ διακρίνων ἱερέας ψευδοϊερέων » (Πηδάλιον, σελ. 55, Κανών ΜΖ’) διότι, «Οἱ ὀρθόδοξοι Χριστιανοὶ, πρέπει νὰ αποστρέφονται τοὺς αἱρετικοὺς, καὶ τὰς τῶν αἱρετικῶν τελετάς» (Πηδάλιον σελ. 51 ερμηνεία ΜΣΤ΄ Κανόνος, γραμ. 1-2).
Ο πιο πάνω κανόνας, διατάζει να καθαιρείται ο κληρικός εκείνος που θα αναβαπτίσει ένα ήδη βαπτισμένο χριστιανό. Αλλά, θα καθαιρεθεί μόνο εάν βαπτίσει έναν ορθοδόξως βαπτισμένο χριστιανό. Οι βαπτισθέντες παρά των αιρετικών, λογίζονται ως αβάπτιστοι και έτσι ο ιερέας, όχι μόνο δεν απαγορεύεται να τους βαπτίσει (όχι αναβαπτίσει, αφού το αιρετικό βάπτισμά τους είναι σαν να μην έγινε) αλλά και έχει υποχρέωση να το πράξει, προτού τους δεχθεί εις μυστηριακή κοινωνία.
Βλέπουμε επίσης ότι, οι Άγιοι Απόστολοι σε αυτόν τον 47ο Κανόνα τους, δεν αναφέρονται στους αιρετικούς, αλλά στους ασεβείς. Αν οι ασεβείς είναι χωρισμένοι από τον Θεό και δεν μπορούν να προσφέρουν έγκυρο βάπτισμα ή χειροτονία, πόσο μάλλον οι σχισματικοί και οι αιρετικοί. Από όσα αναφέρθηκαν μέχρι τώρα, ας συλλογιστεί ο καθένας και ας βγάλει τα συμπεράσματά του: Οι ιερείς των Οικουμενιστών και των ΓΟΧ είναι ευσεβείς;
Ωστόσο, για όσους πιστεύουν ότι απαγορεύεται να βαπτίζουμε τους Οικουμενιστές και τους ΓΟΧ, ας παραθέσουμε ένα κομμάτι από τις Πράξεις των Αγίων Αποστόλων.
Όταν ο Απόστολος Παύλος περιόδευε στην περιοχή της Μ. Ασίας, φτάνοντας στην Έφεσο, συνάντησε μερικούς μαθητές και «εἶπε πρὸς αὐτούς΄ εἰ Πνεῦμα Ἅγιον ἐλάβετε πιστέυσαντες; οἱ δὲ εἶπον πρὸς αὐτόν΄ ἀλλ’ οὐδὲ εἰ Πνεμα Ἅγιον ἐστιν ἠκούσαμεν. Εἶπέ τε πρὸς αὐτούς΄ εἰς τί οὖν ἐβαπτίσθητε; Οἱ δὲ εἱπον΄ εἰς τὸ Ἰωάννου βάπτισμα. Εἶπε δὲ Παῦλος΄ Ἰωάννης μὲν ἐβάπτισε βάπτισμα μετανοίας, τῷ λαῷ λέγων εἰς τὸν ἐρχόμενον μετ’ αὐτὸν ἵνα πιστεύσωσι, τοῦτ’ ἔστιν εἰς τὸν Ἰησοῦν Χριστόν. ᾈκούσαντες δὲ ἐβαπτίσθησαν εἰς τὸ ὄνομα τοῦ Κυρίου Ἰησοῦ». (Πράξεις κεφ. 19, στιχ. 2-5) Όπως διαβάζουμε, ο Απ. Παύλος, ξαναβάπτισε τους μαθητές εκείνους που ήταν βαπτισμένοι από τον Ιωάννη τον Πρόδρομο επειδή δεν έλαβαν Πνεύμα Άγιο, αφού ο Ιωάννης «εβάπτισε βάπτισμα μετανοίας».
Αυτή η πράξη του Απ. Παύλου μας δίνει το δικαίωμα να κάνουμε το ίδιο και εμείς στους Οικουμενιστές και στους ΓΟΧ, αφού και εκείνοι, αν και είναι βαπτισμένοι, έστω και με τον τύπο, εντούτοις, δεν εβαπτίστηκαν εν Πνεύματι Αγίω, επειδή, αν ο  ψευδοϊερέας «ἠδυνήθη βαπτίσαι, ἴσχυσε καὶ ἅγιον Πνεῦμα δοῦναι. Εἰ οὐκ ἠδυνήθη, ὅτι ἔξω ὢν, Πνεῦμα ἅγιον οὐκ ἔχει, οὐ δύναται τὸν ἐρχόμενον βαπτίσαι. Ἑνὸς ὄντος τοῦ βαπτίσματος, καὶ ἑνὸς ὅντος τοῦ ἁγίου Πνεύματος, καὶ μιᾶς Ἐκκλησίας ὑπὸ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου ἡμῶν ἐπάνω (…) ἑνότητος τεθεμελιωμένης. Καὶ διὰ τοῦτο τὰ ὑπ’ αὐτῶν γινόμενα ψευδῆ και κενὰ ὑπάρχοντα, πάντα ἐστίν ἀδόκιμα. Οὐδέν γὰρ δύναται δεκτὸν καὶ αἰρετὸν εἶναι παρὰ Θεῷ, τῶν ὑπ’ ἐκείνων γινομένων». (Πηδάλιον, σελ. 369, γραμ. 25-30)
         Επίσης, ο Άγιος Απόστολος Παύλος στην προς Εφεσίους επιστολή του, γράφει «Εἷς Κύριος, μία πίστις, ἓν βάπτισμα». (Εφεσ. Κεφ. 4, στιχ. 5) Ακόμα κάθε φορά που απαγγέλουμε το Σύμβολο της Πίστεως, ομολογούμε μόνο ένα Βάπτισμα. «Εἰ γάρ φησι, μία εἶναι ἡ Καθολικὴ (ορθόδοξη) Ἐκκλησία, καὶ ἕν εἶναι τὸ ἀληθὲς Βάπτισμα, πῶς ἠμπορεῖ νὰ ᾖναι ἀληθὲς Βάπτισμα τὸ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, εἰς καιρὸν ὁποῦ αὐτοὶ δὲν εἶναι μέσα εἰς τὴν Καθολικὴν (ορθόδοξη) Ἐκκλησίαν, ἀλλ᾿ ἐξεκόπησαν ἀπὸ αὐτὴν διὰ τῆς αἱρέσεως; Εἰ δὲ ἀληθὲς εἶναι τὸ βάπτισμα τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν, ἀληθὲς δὲ εἶναι καὶ τὸ τῆς ὀρθοδόξου καὶ Καθολικῆς (ορθοδόξου) Ἐκκλησίας, λοιπὸν δὲν εἶναι ἓν βάπτισμα καθὼς ὁ Παῦλος βοᾷ, ἀλλὰ δὺω, ὅπέρ ἐστιν ἀτοπότατον» (Πηδάλιον, σελ. 51, υποσημείωση δεξ. γραμ. 3-13) και άνομο δόγμα.  Ο Άγιος Φιρμιλιανός, επίσκοπος Καισαρείας και προεδρεύων της Συνόδου της Ικονίας, γράφει προς τον Άγιο Ιερομάρτυρα Κυπριανό, τον επίσκοπο που ήταν προεξάρχων των τριών Συνόδων της Καρχηδόνος «ἀλλὰ ποῖος ἂν καὶ νὰ ἔφθασεν εἰς τὸ ἄκρον τῆς τελειότητος καὶ σοφίας, ἐμπορεῖ νὰ διϊσχυρισθῇ, ἣ νὰ πιστεύσῃ ὅτι μοναχὴ ἡ τῶν τριῶν ὀνομάτων τῆς ἁγίας Τριάδος ἐπίκλησις εἶναι ἀρκετὴ πρὸς ἄφεσιν τῶν πλημελημάτων, καὶ πρὸς τὸν ἁγιασμὸν τοῦ βαπτίσματος, ἂν δὲν εἶναι δηλαδὴ ὀρθόδοξος καὶ ἐκεῖνος ὁποῦ βαπτίζει» (Πηδάλιον, σελ. 52, υποσημείωση αριστ. γραμ. 15-22).
Μαζί με τον Αγιότατο Φιρμιλιανό, λέγει και ο Μέγας Αθανάσιος ότι είναι «ἀνενέργητα τὰ ὑπέρθεα ἐκεῖνα ὀνόματα, προφερόμενα ἀπὸ τῶν αἱρετικῶν τὰ στόματα. Διατὶ ἃν οὔτω δὲν εἶναι, βεβαιότατα πρέπει νὰ πιστεύσωμεν, ὅτι καὶ τὰ κακογραΐδια κάμνουσι θαύματα, μὲ τὸ νὰ ἐπᾴδουσι τὰ θεῖα ὀνόματα», (Πηδάλιον, σελ. 56, υποσημείωση αριστ. γραμ. 8-12) και ο θείος Χρυσόστομος, «ἂς μὴ σὲ γελάσουν, ὦ ἀκροατὰ, τὰ τῶν αἱρετικῶν συστήματα (ὁ ‘‘τύπος’’)΄ βάπτισμα γὰρ ἔχουσιν, ἀλλ’ οὐ φώτισμα, καὶ βαπτίζονται μὲν κατὰ τὸ σῶμα, κατὰ δὲ τὴν ψυχὴν δὲν φωτίζονται», (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση αριστ. γραμ. 31-35), ο δε Άγιος Λέων, «οὐδεὶς αἱρετικὸς λέγει, ἁγιασμὸν παρέχει διὰ τῶν μυστηρίων», (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση αριστ. γραμ. 36-37) και ο Άγιος Αμβρόσιος επίσης, «τὸ τῶν δυσσεβῶν βάπτισμα, λέγει, οὐχ ἁγιάζει». (Πηδάλιον, σελ. 53, υποσημείωση αριστ. γραμ. 38-39)
Ορισμένοι λέγουν ότι μπορούμε να δεχθούμε μόνο τον τύπο της βάπτισης που τελούν οι ΠΣΕσατζίδες και ΓΟΧ ιερείς, υπολογίζοντας ότι δεν είναι ιερείς, αλλά μόνο λαϊκοί, επειδή πιστεύουν ότι ένας λαϊκός μπορεί να βαπτίσει εν καιρώ ανάγκης. Αλλά εδώ υπάρχει άλλη πλάνη.
Αληθεύει ότι, εάν κάποιο παιδί αβάπτιστο κινδυνεύει να πεθάνει, μπορεί να βαπτιστεί από ένα λαϊκό, αφού ο Άγιος Νικηφόρος ο Ομολογητής στον Ζ’ Κανόνα του γράφει «Τὰ ἀβάπτιστα νήπια ὅταν δὲν ᾗναι παρὼν Ἱερεὺς, πρέπει  νὰ τὰ βαπτίζῃ ὅποιος τύχει, κᾂν καὶ ὁ ἴδιος πατήρ αὐτῶν, ἢ ἂλλος οἱοσδήποτε ἄνθρωπος, μόνον νὰ ᾗναι Χριστιανὸς, καὶ δὲν ἁμαρτάνει». (Πηδάλιον, σελ. 733, Κανών Ζ’). Και «πρέπει νὰ μνημονεύονται μετὰ τῶν ὀρθοδόξων ἐάν ἀποθάνουν, ὠς ἐν ἐλπίδι ὄντα Θείου ἐλέους τυχεῖν» (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση δεξ. γραμ. 20-22) πρέπει δὲ «νὰ βαπτίζονται παρὰ Ἱερέως ἂν ζήσουν τὰ ἄνωθεν νήπια» [Πηδάλιον, σελ. 713, υποσημείωση του ΚΔ’ Καν. (αρ.3) δεξ. γραμ. 8-9] επειδή, «εἰς μόνους τοὺς Ἐπισκόπους καὶ Πρεσβυτέρους εἶναι ἄδεια νὰ βαπτίζουν, καὶ ὄχι εἰς λαϊκοὺς, κατὰ τὸν α’. τοῦ Βασιλείου, ὀποῦ λέγει, τοὺς παρὰ λαϊκὴν βαπτισθέντας, βαπτίζομεν. Τὸ γὰρ ἐν καιρῷ κινδύνου καὶ κατὰ περίστασιν γινόμενον, δὲν εἶναι νόμος εἰς τὴν Ἐκκλησίαν», (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση αριστ. γραμ. 27-32 και δεξ. γραμ. 1η) «καθ’ ὅτι καὶ Διονύσιος ὁ Ἀλεξανδρείας, Ἰουδαῖόν τινα, βαπτισθέντα ὑπὸ λαϊκοῦ ἐν καιρῷ ἀσθενείας θάνατον ἀπειλούσης, ἐβάπτισεν αὐτὸν ἐξαρχῆς ἀφ’ οὗ πάλιν ἀνέζησεν». (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση δεξ. γραμ. 11-14) Λοιπόν αν όσοι βαπτίστηκαν από ορθόδοξους λαϊκούς, πρέπει να αναβαπτίζονται, πόσο μάλλον, οι βαπτισθέντες υπό Οικουμενιστών και ΓΟΧ, οι οποίοι με την απόσχισή τους από την Εκκλησία, έχασαν την χάρη του Παναγίου Πνεύματος και για αυτό οι ψευδοϊερείς τους, δεν μπορούν να λογίζονται ούτε καν ως ορθόδοξοι λαϊκοί. Έτσι, «ὁμοίως πρέπει νὰ βαπτίζονται καὶ ἐκεῖνοι ὁποῦ ἤθελαν βαπτισθῇ ἀπὸ ἀνίερον μὲν, σχηματισθέντα δὲ ψευδῶς, ὅτι εἶναι ἱερεύς». (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση αριστ. γραμ. 21-23)
Και ακόμα ένα αξιοθαύμαστο! Στον καιρό του Πατριάρχου Λουκά, υπήρχε το συνήθειο, ορισμένοι Τούρκοι να βαπτίζουν τα παιδιά τους με χριστιανικό βάπτισμα, για να μην αρρωσταίνουν και να μην μυρίζει άσχημα η σάρκα τους. Έτσι, απεφασίσθη συνοδικώς, «νὰ βαπτίζονται δεύτερον, ἀνίσως ἤθελαν ἔλθῃ εἰς τὴν ἐδικὴν μὰς πίστιν, ἐπειδὴ εἰς τὸ βάπτισμα αὐτῶν δἐν ἦτο σύμφωνος ἡ τῶν ἀσεβῶν αὐτῶν γονέων πίστις» (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση αριστ. γραμ. 18-21) Τότε, ήταν ορθόδοξος ο ιερέας που τα βάπτιζε΄ Στην βάπτιση των Οικουμενιστών και των ΓΟΧ όμως, δεν ήταν ορθόδοξος ούτε ο ιερέας, ούτε οι γονείς, ούτε οι νονοί.
Περιληπτικά, ας δούμε τα λόγια του Μεγάλου Βασιλείου, που λέγει «Εἰ δὲ καὶ εἶναι ἀπηγορευμένον κοντὰ εἰς ἐσᾶς ὁ ἀναβαπτισμὸς, διὰ κᾄποιαν οἰκονομίαν,…., ὄμως ὁ ἰδικός μὰς λόγος, ἄς ἔχει δύναμιν νὰ ἀθετήσῃ δηλ. τὸ βάπτισμα τῶν τοιούτων», (Πηδάλιον, σελ. 52, υποσημείωση δεξ. γραμ. 9-13) για τρείς λόγους «Α’. διὰ τί τὸ βάπτισμα εἶναι ἓν, καὶ διὰ τί εὑρίσκεται αὐτὸ εἰς μόνην τὴν καθολικὴν (ορθόδοξη) Ἐκκλησίαν΄ οἱ δὲ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ, ἔξω ὑπάρχοντες τῆς καθολικῆς (ορθοδόξου) Έκκλησίας, ἀκολούθως οὐδὲ τὸ ἓν βάπτισμα ἔχουσι. Β’. τὸ ὕδωρ τοῦ βαπτίσματος πρέπει πρῶτον νὰ καθαρισθῇ καὶ νὰ ἁγιασθῇ διὰ τῶν εὐχῶν τοῦ Ἱερέως, καὶ τῆς τοῦ παναγίου Πνεύματος χάριτος, ἔπειτα νὰ καθαρίσῃ, καὶ νὰ ἁγιάσῃ τὸν ἐν αὐτῷ βαπτιζόμενον΄ ἀλλ’ οἱ αἱρετικοὶ καὶ σχισματικοὶ οὔτε Ἱερεῖς εἶναι, ἀλλὰ μᾶλλον ἱερόσυλοι΄ οὔτε καθαροὶ, ἀλλ’ ἀκάθαρτοι΄ οὔτε ἅγιοι, ὡς μὴ ἔχοντες Πνεῦμα ἅγιον, λοιπὸν οὔτε βάπτισμα ἔχουσι. Γ’. διὰ τοῦ ἐν καθολικῇ (ορθόδοξο) Ἐκκλησία βαπτίσματος, ἄφεσις ἁμαρτιῶν δίδοται. Διὰ δὲ τοῦ τῶν αἱρετικῶν καὶ σχισματικῶν βαπτίσματος, ἔξω ὄντος τῆς καθολικῆς (ορθοδόξου) Ἐκκλησίας, πῶς ἠμπορεῖ νὰ δοθῇ ἁμαρτιῶν ἄφεσις;» (Πηδάλιον, σελ. 370, γραμ. 3-12) Το βάπτισμα τους, «φαίνεται μὲν κατὰ προσποίησιν, ὅτι εἶναι βάπτισμα, ἀλλὰ τῇ ἀληθεία δὲν ἔχει κᾀμμίαν βοήθειαν πρὸς τὴν πίστιν καὶ τὴν εὐσέβειαν. Οὐ γὰρ ὁ λέγων ἁπλῶς Κύριε, ἐκεῖνος δίδει καὶ ὀρθὸν βάπτισμα, ἀλλ’ ἐκεῖνος ὁποῦ καὶ τὴν ἐπίκλησιν τοῦ ὀνόματος λέγει, καὶ τὴν πίστιν ἔχει ὀρθήν». (Πηδάλιον, σελ. 52, υποσημείωση δεξ. γραμ. 33-39)
«Πολλαὶ αἱρέσεις, λέγουσι μὲν τὰ ὀνόματα μόνον τῆς ἁγίας Τριάδος, ἀλλ’ ἐπειδή δὲν φρονοῦσι ταῦτα ὀρθῶς, μηδὲ τὴν πίστιν ἔχουσιν ὑγιᾶ, ἀνωφελὲς ἔχουσι καὶ τὸ πὰρ’ αὐτῶν διδόμενον βάπτισμα, μὲ τὸ ὑστερῆται τὴν εὐσέβειαν». (Πηδάλιον, σελ. 52, υποσημείωση δεξ. γραμ. 47-49 και σελ. 53, υποσημείωση αριστ. γραμ. 1-2)
Λοιπόν, αυτές είναι οι γνώμες και οι αποφάσεις των Αγίων Αποστόλων, των Ιερών Συνόδων και των Θείων Πατέρων περί του μυστηρίου του Αγίου Βαπτίσματος.
 Εχουμε την συνείδηση ότι την φοβερά ημέρα της Κρίσεως, θα μας ζητηθεί λόγος ενώπιον του Κυρίου, πιο πολύ από άλλους, για το πώς μεταχειριστήκαμε τα τάλαντα τα οποία ο Ίδιος μας εμπιστεύθηκε.  
Γι’ αυτό, θέλουμε να πατήσουμε, όσο το δυνατό σταθερότερα, πάνω στα βήματα των Αγίων και Θεοφόρων Πατέρων. Δεν θα δεχθούμε ως έγκυρες τις τελετές και τα μυστήρια των ακολουθούντων τους Αιρετικούς Οικουμενιστές και τους Σχισματικούς ΓΟΧ, επειδή κατά τον Άγιο Μέγα Βασίλειο «Χριστέμποροι γὰρ οἱ τοιοῦτοι, ἐχθροὶ τοῦ Θεοῦ καὶ οὐχί Χριστιανοί». (βλπ επιστολή Μ. Βασιλείου προς Νικοπολίτας, Πηδάλιον, σελ. 738α’)
Ο δε ευαγγελιστής Ιωάννης τους ονομάζει ‘‘ἀντιχρίστους’’ (Α’ Ιωάννου, κεφ. 2, στιχ. 18) και ακόμη και ο Σολωμών, που προμηνύει για την βάπτιση, δια του Αγίου Πνεύματος, προστάττει «πῖνε ὔδατα ἀπὸ σῶν ἀγγείων καὶ ἀπὸ σῶν φρεάτων πηγῆς» (παροιμ. κεφ. ε’ στιχ. 15) επειδή «παντὸς οὔ ἐάν ἄψηται αὐτοῦ ὁ ἀκάθαρτος, ἀκάθαρτον ἔσται». (Αριθμιών, κεφ. 19, στιχ. 22)
Λοιπόν, «ὁ μὴ ὤν μετ’ ἐμοῦ κατ’ ἐμοῦ ἐστι, καὶ ὁ μὴ συνάγων μετ’ ἐμοῦ σκορπίζει».  (Ματθ. κεφ. 12, στιχ. 30). Πολλοί ανησυχούν και ρωτούν «πως θα παντρευτούν οι υιοί και οι κόρες μας;» Σε αυτούς απαντούμε ότι θα παντρευτούν, βαπτίζοντας τους γαμπρούς και τις νύφες σας, διότι όλα τα παιδιά στην ηλικία των παιδιών σας είναι βαπτισμένα με ράντισμα.              
Και στο κατω-κάτω, ο κυριότερος λόγος για τον οποίον ζει ο άνθρωπος στον κόσμο, δεν είναι ούτε ο γάμος, ούτε η περιουσία, ούτε το σώμα. Είναι η ψυχή. Αν φροντίζουμε αληθινά την ψυχή, ο Θεός θα οικονομήσει και να κερδίσουμε την σωτηρία, αλλά και να δημιουργήσουμε οικογένειες, ικανές να οδηγήσουν την Εκκλησία ένα βήμα παραπέρα, αντιμετωπίζοντας με γενναιότητα τα μαύρα κύματα που θα επιτίθενται στον χριστιανισμό.
Αλλά το μυστικό είναι άλλο. Όλοι όσοι θέλουν να αγκαλιάσουν την αληθινή Ορθοδοξία, χρειάζονται κατήχηση.
Δεν θα βαπτισθούν ξανά όποιοι έγιναν δεκτοί με μύρωμα από τους μακαρία τη λήξη Πατέρες μας, επειδή λέγει ο Μέγας Βασίλειος ότι έγινε δεκτό λόγω οικονομίας, «ἔστω δεκτὸν». (Πηδάλιον, σελ. 587 γραμ. 40)
 Αν όμως στην ψυχή κάποιου από αυτούς, ακούγοντας και βλέποντας το φως των Ιερών Κανόνων, δημιουργηθεί η αμφιβολία ότι δεν θα μπορέσει να κερδίσει την σωτηρία με παπικό βάπτισμα, τότε εμείς, είμαστε υποχρεωμένοι να δώσουμε σε εκείνο αληθινό βάπτισμα, ακόμη και αν ήταν μυρωμένος ή κοινωνούσε μέχρι τώρα.
Στήριγμά μας, είναι ο ΠΔ’  Κανόνας της ΣΤ’ Οικ. Συνόδου, και ο Π’ της Συνόδου της Καρθαγένης, οι οποίοι διορίζουν ότι «ὅσαις φοραῖς δὲν εὑρίσκονται μάρτυρες βέβαιοι νὰ μαρτυροῦν, ὅτι εἶναι βαπτισμένα τὰ νήπια (…) ἀλλ’ οὐδὲ τὰ ἴδια εἶναι ἱκανὰ νὰ πληροφορήσουν ὅτι ἐβαπτίσθησαν, διὰ τὴν κεῖραν, ἦτοι διὰ τὴν ἡλικίαν τὴν νηπιώδη αὐτῶν, καθ’ ἣν ἐβαπτίσθησαν. Τὰ τοιαῦτα, λέγω, πρέπει χωρὶς κᾀνένα ἐμπόδιον νὰ βαπτίζονται, μήπως ἡ ἀμφιβολία αὔτη, ἄν ἐβαπτίσθησαν, ἤ ὄχι, ἀποστερήσῃ αὐτά τῆς διὰ τοῦ λουτροῦ καθάρσεως» (Πηδάλιον, σελ. 294, ερμηνεία ΠΔ’ Κανόνος)
Αυτοί οι δύο κανόνες μπορούν να χρησιμοποιηθούν και στην περίπτωσή μας. Και για το μύρο με το οποίο μυρώθηκαν, λέγουμε ότι «ἀπὸ τὰ ἐπτά μυστήρια, μόνα δύω δὲν διπλασιάζονται, τὸ βάπτισμα καὶ ἡ τῆς ἱεροσύνης χειροτονία (ασφαλώς, τα έγκυρα)». (Πηδάλιον, σελ. 90, υποσημείωση αρ. 1 αριστ. γραμ 1-3). Επειδή αν κάποιος χριστιανός πέσει σε αίρεση, επιστρέφοντας, καθαρίζεται από τον μολυσμόν της αιρέσεως με: α) αναθεματισμόν της αιρέσεώς του, β) με μετάνοια αξιόλογη, κατόπιν γ) του αναγινώσκονται οι Ιλαστικές Ευχές του Πατριάρχου Μεθοδίου και δ) «τελευταῖον, μὲ τὴν σφραγῖδα τοῦ ἁγίου Μύρου». (Πηδάλιον, σελ. 58, υποσημείωση αριστ. γραμ. 8-9) Μετά που θα τηρήσει τον κανόνα του πνευματικού καθαρίζεται και με το σώμα και αίμα του Κυρίου.
Όπως βλέπουμε, δεν υπάρχει πρόβλημα να διπλασιαστεί το μύρωμα, επειδή, όπως αν ένα παιδί αβάπτιστο κατά λάθος κοινωνήσει, μετά, πρέπει να βαπτιστεί, (σύμφωνα με  τον πρώτο Κανόνα του Αγίου Τιμοθέου Αλεξανδρείας, βλπ Πηδάλιον, σελ. 666) έτσι και στην περίπτωσή μας, δεν έχει σχέση αν έχει ήδη χριστεί με Άγιο Μύρο αφού και εκείνο το παιδί, πήρε μυστήριο προτού βαπτιστεί. Ωστόσο, για την ειρήνη της Εκκλησίας, υποστηρίζουμε ότι όλα όσα δέχθηκαν οι Πατέρες μας, «ἔστω δεκτά».
Οι περισσότεροι, δεν είναι σύμφωνοι με την απόφαση, να βαπτίζονται ορθοδόξως αυτοί που έχουν βαπτιστεί από τους κακόδοξους ΠΣΕσατζίδες και ΓΟΧ, όχι επειδή είναι λάθος, αλλά επειδή αυτή η διόρθωση εισήχθη από κάποιον «ἀλλογενή», (Λουκ. Κεφ. 17, στίχ. 18) διότι, λέγουν αυτοί, θέλει να χαλάσει τα συνήθειά μας, τα οποία παραδοσιακά έχουμε. Ενώπιον του Θεού, το  έθνος δεν έχει σημασία. «Κύριος θανατοῖ και ζωογονεῖ, κατάγει εῖς ᾃδου και ἀνάγει. Κύριος πτωχίζει και πλουτίζει, ταπεινοῖ και ἀνυψοῖ». (Α’ Βασιλειών, κεφ. 2, στιχ. )
Όλοι πρέπει να γνωρίζουμε ότι, οι παραδόσεις-συνήθεια τα οποία δεν είναι σύμφωνα με την Πατερική διδασκαλία δεν είναι μέρος της Αγίας Παράδοσης της Εκκλησίας. Ο Χριστός, καταδικάζει αυτούς που ακολουθούν ξένα συνήθεια, λέγοντάς τους «καλῶς προεφύτευσεν Ἡσαΐας περί ὑμῶν τῶν υποκριτῶν, ὡς γέγραπται΄ οὗτος ὁ λαός τοῖς χείλεσί με τιμᾷ ἡ δέ καρδία αὐτῶν πόρρω ἀπέχει ἀπ’ ἐμοῦ. Μάτην δέ σέβονταί με διδάσκοντες διδασκαλίας ἐντάλματα ἀνθρώπων. Ἀφέντες γάρ την ἐντολήν τοῦ Θεοῦ, κρατεῖτε τήν παράδοση τῶν ἀνθρώπων…» (Λουκ. Κεφ. 7, στιχ. 6-8)
Αυτό σημαίνει, ότι δεν είμαστε υποχρεωμένοι να συνεχίσουμε να τηρούμε συνήθεια, τα οποία αποδεδειγμένα, είναι λανθασμένα. Απεναντίας, όπως μας παραδίδει και ο μέγας διδάσκαλος, Άγιος Νικόδημος ο Αγιορείτης, πρέπει να τα πολεμήσουμε και να τα αγνοήσουμε ώστε να καταφέρουμε λιγο-λίγο να τα καταργήσουμε. Τα ανθρώπινα ‘‘συνήθεια’’ ανανεώνονται χρόνο με το χρόνο, αλλά ο Νόμος της Εκκλησίας του Χριστού είναι παντοτινός και κοινός, για όλους τους λαούς. Όλοι οι όσοι νομοθέτησαν μέσα στην Εκκλησία, ήταν Άγιοι Πνευματοφόροι, ενώ οι περισσότεροι ήταν και έλληνες. Ας υπακούεται τουλάχιστον σε αυτούς. Αλλά ω του παραδόξου θαύματος! Όλοι μιλούν σύμφωνα με το τι άκουσαν, όχι με το τι διάβασαν. Γι’ αυτό, όχι δεν μπορούν, αλλά δεν θέλουν να διορθωθούν.
Αυτή είναι η ομολογία μας και αυτή είναι που μας ξεχωρίζει τόσο από τους Αιρετικούς Οικουμενιστές, όσο και από τις παλαιοημερολογιτικές σχισματικές παρατάξεις ΓΟΧ. Αν ομολογούμε ότι τα μυστήρια των Οικουμενιστών και των ΓΟΧ είναι έγκυρα, τότε σημαίνει ότι έχουμε την ίδια ομολογία με αυτούς. Ξέρω ότι, η συνείδηση όλων σας, σάς λέγει ότι αυτά που γράφτηκαν είναι σωστά, όμως, έτσι είναι ο άνθρωπος΄ του αρέσει να αντιδρά ακόμη και αν δεν έχει δίκαιο.

   Ωστόσο, αυτή, είναι η ορθόδοξη Πατερική διδασκαλία περί του βαπτίσματος, «περὶ τούτου καθὼς καὶ διὰ τὰ ἄλλα πάντα, ἡ φροντὶς καὶ τὸ χρέος, ἐπίκειται εἰς τοὺς ποιμένας τῶν ψυχῶν. (δηλ. στούς ἀρχιερείς και στούς ἱερείς) Ἡμεῖς ὠς τόσον κάμνομεν τοῦ σκοποῦ τὸ ἔργον, καὶ φωνάζομεν, δίδοντες τὴν εἴδησιν, αὐτοί δὲ τὰ ἑαυτῶν σκοπείτωσαν, ὡς λόγον ἀποδώσοντες». (Πηδάλιον, σελ. 65, υποσημείωση αριστ. γραμ. 45 και δεξ. γραμ. 1-4) «Ὑμεῖς δὲ, εἴ τινα ἔχετε μεθ’ ὑμῶν μερίδα, τὰ αὐτά ἡμῖν φρονήσετε δηλονότι΄ εἰ δὲ ἀφ’ ἑαυτῶν βουλεύεσθε, τῆς ἰδίας γνώμης ἐστίν ἕκαστος κύριος΄ ἡμεῖς ἀθῶοι ἀπό τοῦ αἵματος τούτου». (επιστολή Μ. Βασιλείου προς Νικοπολίτας, Πηδάλιον, σελ. 738α’)                                                             
                    

Αποτείχιση η μόνη οδός σωτηρίας.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Άγιος Παΐσιος ο Μέγας και οι Οικουμενιστές

Στις σελ.266-268 ἀναφέρει την περίπτωση τοῦ Μοναχοῦ που εἶπε στο Ἐβραῖο "ἲσως εἶναι ἒτσι καθώς σύ λέγεις" και εὐθύς ἒχασ...